Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
Το Αμάρι Ρεθύμνου είναι μια όαση στη σκιά του όρους Κέντρος και του Ψηλορείτη στην Κρήτη.
daynight.gr
Πώς τη φαντάζεσαι την όαση της Κρήτης; Στη σκιά του όρους Κέντρος και του Ψηλορείτη κατάσπαρτα τα αμαριώτικα χωριά. Οι άνθρωποι, ριζωμένοι στην εύφορη γη της ρεθεμνιώτικης κοιλάδας. Στον άθικτο, γόνιμο κόσμο τους, που συντηρεί έθιμα, λεβεντιά και παραδόσεις
Παρακαλάς να σου ’ρθουν όλες οι λέξεις. Ολα τα συναισθήματα. Να μεταδώσεις μια μια τις εικόνες. Να μην αφήσεις έξω τίποτε. Πώς γίνεται όταν νιώθεις ένα χρέος; Ετσι. Οταν θες να είσαι εντάξει απέναντι σε κάτι; Να μην το χαλάσεις;
Μεγάλες δυνάμεις θαρρείς πως έχεις αν νομίζεις πως θα χαλάσεις το Αμάρι. Ούτε ο πολιτισμός, ούτε ο τουρισμός, ούτε τα ποτάμια που φουσκώνουν τον χειμώνα δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν χρόνια τώρα. Θέλεις όμως να το καλοκαρδίσεις. Που σου ανοίχτηκε, που σε τάισε, σε πότισε, σου ξημέρωσε τα πιο ψηλά βουνά, σου ’δειξε λίμνες και φαράγγια και παρ’όλα τα μαύρα σύννεφα που μάζεψε εσένα σε ημέρεψε.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, δίκιο δίνεις. Σ’ αυτούς που παραδόθηκαν πριν από σένα στα μαγέματα της κατάφυτης κοιλάδας. Με τη γλυκάδα στη γη και στους ανθρώπους της, με την αυθεντικότητά της. Κι ας λένε πως κρατάει το κλειδί που ενώνει δυο θάλασσες –τον μεσαιωνικό βορρά και τον γαλήνιο νότο–, είναι ένα πέρασμα αλώβητο από προσμείξεις.
Κι άλλα λένε. Ιστορίες ένα σωρό. Για τον Δία που κατέβαινε απ’ την Ιδη και λουζόταν στα ποτάμια του, για την Ηρα που έσμιγε μαζί του, για τα σπηλιάρια του θεού Πάνα και το ιερό του Κραναίου Ερμή. Για τους Κουρήτες, τους ημίθεους του Ψηλορείτη που χάρισαν όνομα και DNA στον μισό Δήμο Αμαρίου· που προστάτευαν τον νεογέννητο Δία απ’ την μανία του Κρόνου (του πατέρα του) χτυπώντας τις ασπίδες τους, χορεύοντας πολεμικό χορό.
Η δική σου ιστορία ξεκινά όταν πλέκεις τον μύθο του. Οταν πρωτοακούς για τη μοναδικότητα, για την απείραχτη ομορφιά του. Οταν δεν έχεις ακόμα εικόνα, μα φαντάζεσαι το Θρόνος θρονιασμένο στον λόφο του, την κοιλάδα πολύχρωμη, τους καρπούς ολογίνωτους· τις πορτοκαλιές, τις μηλιές, τις κερασιές και τα αμπέλια. Οταν βάζεις με τον νου τα υψόμετρα και στ’ αλήθεια δεν καταλαβαίνεις τη μεγαλοπρέπεια του Ψηλορείτη. Οταν σκέφτεσαι το Αμάρι ανοιχτόκαρδο σαν όλη την Κρήτη και είναι ακόμα περισσότερο.
Κι ύστερα ανοίγεις τα μάτια και χάνεσαι στους δρόμους του. Ανατολικά· έχεις για σύντροφο τον Ασωμαθιανό κάμπο. Κρεμιέσαι στον Ψηλορείτη· έχεις για φύλακα άγγελο το Κέντρος (ή Κέδρος). Πίσω απ’ το όρος Σάμιτος (που το σπάει στα δυο) πάλι κάμπο βλέπεις, μα τον φωνάζεις «Σμιλιανό». Και όσο περνάει η ώρα, το παρατηρείς, πως του γλυκομιλάς σαν θηλυκό. Πως ό,τι κι αν είναι, περισσότερο απ’ όλα είναι «κοιλάδα». Κατάρρυτη, ανθοφορούσα, προφυλαγμένη από τα βλέμματα, φιλόξενη. Ανοιχτή προς όλους κι όμως σφραγισμένη από βουνά.
Κοιλάδες στον Ψηλορείτη
Ας είναι έτσι η πρώτη γνωριμία. Στα πόδια του λόφου της Κεφάλας, στα όρια της αρχαίας Συβρίτου. Με τον ήλιο να τεντώνεται πίσω απ’ τον Ψηλορείτη, με την πυκνή υγρασία της νύχτας να αχνίζει στον κάμπο. Να σκεπάζει χωράφια και χωριά κάτω απ’ το πέπλο της, μόνο οι κορυφές των δέντρων να ξεμυτίζουν στη θαμπάδα. Να κάτσεις εκεί, όσο χρειάζεται. Να φουσκώσεις τα πνευμόνια μυρωδιές, να χορτάσεις οράματα της φύσης, να βάλεις δώθε κείθε τα σημάδια σου κι ύστερα να μπεις στην ουσία.
Ουσία, όμως δεν είναι κι αυτό; Να εποπτεύεις τα περάσματα; Να νιώθεις στο πετσί σου τη συνέχεια, την αδιάλειπτη κατοίκηση από τους μινωικούς χρόνους; Το Θρόνος στρογγυλοκάθεται στα ερείπια της προαναφερθείσας οχυρής πόλης· αν σταθείς στον βράχο της, σ’τα δείχνει όλα πανοραμικά.
Τους Αποστόλους, την έδρα του δήμου, Αγία Φωτεινή, τον λόφο του Αγίου Αντωνίου στο Βένι, τον αρκαδιώτικο δρόμο, το Καλογέρου, την πλούσια ασωμαθιανή γη. Κι όσο γλυκός είσαι εσύ, τόσο είναι κι αυτό μαζί σου. Σε φιλεύει, μικρές μικρές σταγόνες τα όσα έπονται. Στην εκκλησιά της Παναγιάς (14ος αι.) το πρώτο λαξευτό σου θύρωμα· στο δάπεδο τα ψηφιδωτά της προγενέστερης (7ου αι.) παλαιοχριστιανικής.
Γαντζώνεσαι λοιπόν στα Ψηλορειτιανά γκρέμια και απ’ τα υψώματά του μετράς χωριά. Περίπου 40 φτιάχνουν το Αμάρι, μα από τούτη την μπάντα βλέπεις μόνο τα μισά. Οσες στέγες θωρείς, όπως κι οι αμαριώτικες ψυχές, είναι σφιχταγκαλιασμένες. Τα όρια κάθε οικισμού ξεκάθαρα. Καθένας με το καφενείο του ανοιχτό. Με τα στενά λουλουδιασμένα, τα σπίτια πέτρινα, τους τοίχους ατέρμονους, να παραπέμπουν σε χαρακτήρα φρουριακό.
Παγκάκια και πεζούλες στους ασφαλτόδρομους δεν χωρούν άλλα παππούδια· με τις κατσούνες ανά χείρας, με τις όποιες συζητήσεις να φουντώνουν, όταν σε εντοπίζουν τα ξεχνούν όλα κι αρχίζουν τα «ποιος είσαι εσύ;» και (σχεδόν αμέσως, χωρίς παύση) τα «κάτσε επαέ να πιούμε μια ρακή». Ετσι προλογίζονται τα καλύτερα. Οι γνωριμίες, οι χοροί, τα βολταράκια. Σηκώνεται ο ένας, σου ανοίγει μια εκκλησία, σε πιάνει ο άλλος, σε μπάζει σπίτι του.
Εχεις φαγωθεί να βρεις τα απολιθώματα στα Πλατάνια, έρχονται δυο δυο και ψαχουλεύουν τα χώματα μαζί σου. Ηταν να μη γνωρίσεις τον Τίτο και τη Μαρία Σιγανού στο καφενείο τους· στο απάγκιο του βουνού με τα ελάχιστα τραπέζια και τις κορνιζαρισμένες μνήμες. Εκεί όπου «πάει άσκημα» να μην κεραστείς.
Μπουκώνεσαι λοιπόν τυροπιτάκια χειροποίητα και μες στη σιωπή σου γνωρίζεις τα Πλατάνια.Κατά έναν περίεργο τρόπο, λέει, έχουν τα πιο πολλά παιδιά απ’ όλα τα υπόλοιπα χωριά. Επίσης μαθαίνεις πως θες μία ώρα για την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου (και τη σπηλιά του Πάνα) αν περπατήσεις στο φαράγγι. Σιγουρεύεσαι κιόλας πως τις πέρασες τις… πεταλίδες του Ψηλορείτη – πως είναι πίσω, στον δρόμο για τη Βισταγή.
Ωραία τα έψαξες τα απολιθώματα. Τίποτα δεν βρήκες. Εκατσες όμως στο καζάνι του χωριού, που για καλή σου τύχη γιόρταζε διπλή γιορτή! Υπερβολή ακούγεται, μα του Αϊ-Γιώργη του Μεθυστή δεν ξέρεις τι να πρωτοπιείς και τι να πρωτοκάνεις. Καζανέματα απ’ τη μια, το άνοιγμα του βαρελιού με το καινούργιο κρασί από την άλλη. Δοκιμές, πειράγματα, χαρές και μπριζολίδια. Δεν μπορούσες να ευχηθείς καλύτερη εισαγωγή. Πιο… αμαριώτικη.
Η συνέχεια σε βρίσκει στον Φουρφουρά, το πιο ζωντανό χωριό της διαδρομής. Πίσω του οι Κουρούτες· καβάλα στον χωματόδρομο που στοχεύει την κορφή του Ψηλορείτη. Περνάς το πρινόδασος Παρδί και φτάνεις στο καταφύγιο (άκου όνομα) Στουμπωτός Πρίνος – σε απόσταση αναπνοής από τις γυμνές κορφές του γίγαντα της Κρήτης. Κατρακυλάς πάλι, σιμώνεις στο Αποδούλου, πέφτεις πάνω σε έναν μινωικό οικισμό. Ετσι κάνεις και «πιάνεις» την Αγία Γαλήνη. Αν σου κάνουν και τη χάρη τα σύννεφα, πετάς πάνω απ’ το Λιβυκό!
Λιβάδια και ρέματα
Χίλιες εικόνες να ’χες φανταστεί, παραπάνω βλέπεις. Απ’ τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής Βυζαρίου κλέβεις ματιές στο Πετροχώρι. Στην καρδιά του κάμπου το τοπίο γίνεται εύφορο ξανά. Πλησιάζεις κι άλλο, στο σταυροδρόμι της Σχολής Ασωμάτων αφουγκράζεσαι τον χτύπο της. Στο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι της μέσης βυζαντινής περιόδου (που από το 1930 φιλοξένησε τη Γεωργική Σχολή) παρακολουθείς τη λειτουργία, τα γεμάτα στασίδια της κεντρικής εκκλησιάς.Ο,τι κι αν σκεφτείς γι’ αυτό τον τόπο λίγο είναι. Και λιακάδα να μην είχε, πάλι φωτισμένο θα τον έλεγες.
Στο Μοναστηράκι περιηγείσαι στη δυτική πλευρά του Αμαρίου. Στα χαλάσματα του 300.000 τ.μ. αγνώστου μέχρι πρότινος μινωικού παλατιού, φαντάζεσαι μια μεγαλοπρέπεια παρόμοια με της Φαιστού, της Κνωσού και των Μαλίων. Ελάχιστα όμως διακρίνει το άπειρο μάτι. 90 συγκοινωνούντα δωμάτια, αποθήκες και εργαστήρια ήρθαν στο φως, μαζί με λίθινα αγγεία και ένα μεγάλο αριθμό σφραγισμάτων (αποτυπώματα σφραγίδων σε πηλό).
Το αποτύπωμά της σου αφήνει (άθελά της) και η 96χρονη κ. Μαρίνα στην εκκλησιά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (ή Αϊ-Στράτηγου για τους ντόπιους) στο κέντρο του χωριού. «Φτιάχνετε απ’ αυτά στον τόπο σας;» ρωτάει. Και σου ετοιμάζει ό,τι έχει, ρακή και κουλουράκι να ξαποστάσεις, αφού της δώσεις πίσω το κλειδί του ναού.
Σκόρπιες κουβέντες βγαίνουν απ’ τα χείλη της, μα γεμάτες νόημα. Πως «θρησκεύανε οι ανθρώποι παλιά», πως «τα παιδιά δεν κάθονται. Ερχονται και φεύγουν το βράδυ», πως παρόλο που είναι μοναχή, για σένα ανησυχεί, πώς τα βολεύεις: «εδώ είναι εξοχή, θα βρούμε ένα χόρτο, ένα σαλιγκάρι», σε κοιτάει… Τις ευχές της κουβαλάς στον κόρφο σου και απ’ τη μια εξοχή πετιέσαι την άλλη.
Στο «Νευς» Αμάρι· που κατ’ αυτό τον τρόπο χάνει την έννοια της «επαρχίας» και προσδιορίζεται ως οικισμός. Κεφαλοχώρι ήταν πάντοτε. Γνωστό για το περίτεχνο καμπαναριό του στη θέση παλιού βενετσιάνικου πύργου. Και για την Αγία Αννα, που είναι, λέει, από τις αρχαιότερες της Κρήτης. Και για τον Αγιο Νικόλαο με το ενδιαφέρον τέμπλο. Και για το λαογραφικό μουσείο. Και το διατηρητέο διδακτήριο που φροντίζει ο σύλλογος.
Γι’ αυτό που δεν ήρθες ως εδώ, που δεν είχε περάσει καν απ’ το μυαλό σου, είναι για το προξενιό! «Κρητικό θα πάρεις, πάει και τελείωσε». Ετσι ξεκινάει η κουβέντα.
«Συλλογισμένη σε θωρώ. Μην πολυκοσκινίζεις γιατί δε θα ζυμώσεις ποτέ…» και άλλα τέτοια… συνωμοτικά ακούς απ’τον Γεώργιο Μαρκαντώνη και τον Γεώργιο Ανδρουλιδάκη, που ύστερα σε ρωτούν και τη γνώμη σου· αν οι Κρήτες, λέει, διαφέρουν απ’ τους Ελλαδίτες. Τι να τους πεις τώρα; Οχι; Ομόφωνα τα συμφωνούν πως δεν είναι η ίδια ράτσα κι αρχίζουν τα χωρατά, τις μαντινάδες και τα «ελευθεροβενιζελικά»: πως μετά απ’ αυτόν «ούλοι είναι βάλ’ τους σ’ ένα τσουβάλι και πέταξέ τους στη θάλασσα». Αντρίκια πράματα, ξεκάθαρα.
Με βαριά καρδιά τούς αφήνεις για τον Μέρωνα· εκεί που «μέρωσε» η Παναγία και προς τιμήν της χτίστηκε στα τέλη του 14ου αι. ένα εκκλησάκι. Ορδές τώρα οι τουρίστες για τη φθαρμένη εικόνα. Λίγοι πάντως κάνουν τον κόπο να ανέβουν στον Κουλέ, να δουν πώς ημερεύουν απ’ τα ύψη του και αυτοί, και η Παναγιά, και ο Χριστός, και όλα!
Τέλος πάντων, από εδώ θα συνεχίσεις είτε προς Γερακάρι, Βρύσες και Ανω Μέρος είτε στην κοιλάδα της Γιους, να χαρείς τον Πατσό, την Παντάνασσα, τους Βολιώνες και τη λίμνη. Διαλέγεις και παίρνεις. Περπάτημα στο φαράγγι με τον βραχοσκεπή ναό και το άλλοτε ιερό του Κραναίου Ερμή; Βολιώνες και θέα απ’ τη μονή Αγίου Αντωνίου; Γύρω γύρω τη λίμνη Ποταμών να δεις πώς φτιάχνεται από το μηδέν ένα σπουδαίο οικοσύστημα; ’Η πίσω, ανάμεσα σε φίλους στο Νευς Αμάρι; Εδώ σε θέλω. Κοιλάδα-ξεκοιλάδα, τι είναι τελικά για σένα ο τόπος; Τα τοπία ή οι άνθρωποι;
Πηγή: thetravelbook
Πώς τη φαντάζεσαι την όαση της Κρήτης; Στη σκιά του όρους Κέντρος και του Ψηλορείτη κατάσπαρτα τα αμαριώτικα χωριά. Οι άνθρωποι, ριζωμένοι στην εύφορη γη της ρεθεμνιώτικης κοιλάδας. Στον άθικτο, γόνιμο κόσμο τους, που συντηρεί έθιμα, λεβεντιά και παραδόσεις
Παρακαλάς να σου ’ρθουν όλες οι λέξεις. Ολα τα συναισθήματα. Να μεταδώσεις μια μια τις εικόνες. Να μην αφήσεις έξω τίποτε. Πώς γίνεται όταν νιώθεις ένα χρέος; Ετσι. Οταν θες να είσαι εντάξει απέναντι σε κάτι; Να μην το χαλάσεις;
Μεγάλες δυνάμεις θαρρείς πως έχεις αν νομίζεις πως θα χαλάσεις το Αμάρι. Ούτε ο πολιτισμός, ούτε ο τουρισμός, ούτε τα ποτάμια που φουσκώνουν τον χειμώνα δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν χρόνια τώρα. Θέλεις όμως να το καλοκαρδίσεις. Που σου ανοίχτηκε, που σε τάισε, σε πότισε, σου ξημέρωσε τα πιο ψηλά βουνά, σου ’δειξε λίμνες και φαράγγια και παρ’όλα τα μαύρα σύννεφα που μάζεψε εσένα σε ημέρεψε.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, δίκιο δίνεις. Σ’ αυτούς που παραδόθηκαν πριν από σένα στα μαγέματα της κατάφυτης κοιλάδας. Με τη γλυκάδα στη γη και στους ανθρώπους της, με την αυθεντικότητά της. Κι ας λένε πως κρατάει το κλειδί που ενώνει δυο θάλασσες –τον μεσαιωνικό βορρά και τον γαλήνιο νότο–, είναι ένα πέρασμα αλώβητο από προσμείξεις.
Κι άλλα λένε. Ιστορίες ένα σωρό. Για τον Δία που κατέβαινε απ’ την Ιδη και λουζόταν στα ποτάμια του, για την Ηρα που έσμιγε μαζί του, για τα σπηλιάρια του θεού Πάνα και το ιερό του Κραναίου Ερμή. Για τους Κουρήτες, τους ημίθεους του Ψηλορείτη που χάρισαν όνομα και DNA στον μισό Δήμο Αμαρίου· που προστάτευαν τον νεογέννητο Δία απ’ την μανία του Κρόνου (του πατέρα του) χτυπώντας τις ασπίδες τους, χορεύοντας πολεμικό χορό.
Η δική σου ιστορία ξεκινά όταν πλέκεις τον μύθο του. Οταν πρωτοακούς για τη μοναδικότητα, για την απείραχτη ομορφιά του. Οταν δεν έχεις ακόμα εικόνα, μα φαντάζεσαι το Θρόνος θρονιασμένο στον λόφο του, την κοιλάδα πολύχρωμη, τους καρπούς ολογίνωτους· τις πορτοκαλιές, τις μηλιές, τις κερασιές και τα αμπέλια. Οταν βάζεις με τον νου τα υψόμετρα και στ’ αλήθεια δεν καταλαβαίνεις τη μεγαλοπρέπεια του Ψηλορείτη. Οταν σκέφτεσαι το Αμάρι ανοιχτόκαρδο σαν όλη την Κρήτη και είναι ακόμα περισσότερο.
Κι ύστερα ανοίγεις τα μάτια και χάνεσαι στους δρόμους του. Ανατολικά· έχεις για σύντροφο τον Ασωμαθιανό κάμπο. Κρεμιέσαι στον Ψηλορείτη· έχεις για φύλακα άγγελο το Κέντρος (ή Κέδρος). Πίσω απ’ το όρος Σάμιτος (που το σπάει στα δυο) πάλι κάμπο βλέπεις, μα τον φωνάζεις «Σμιλιανό». Και όσο περνάει η ώρα, το παρατηρείς, πως του γλυκομιλάς σαν θηλυκό. Πως ό,τι κι αν είναι, περισσότερο απ’ όλα είναι «κοιλάδα». Κατάρρυτη, ανθοφορούσα, προφυλαγμένη από τα βλέμματα, φιλόξενη. Ανοιχτή προς όλους κι όμως σφραγισμένη από βουνά.
Κοιλάδες στον Ψηλορείτη
Ας είναι έτσι η πρώτη γνωριμία. Στα πόδια του λόφου της Κεφάλας, στα όρια της αρχαίας Συβρίτου. Με τον ήλιο να τεντώνεται πίσω απ’ τον Ψηλορείτη, με την πυκνή υγρασία της νύχτας να αχνίζει στον κάμπο. Να σκεπάζει χωράφια και χωριά κάτω απ’ το πέπλο της, μόνο οι κορυφές των δέντρων να ξεμυτίζουν στη θαμπάδα. Να κάτσεις εκεί, όσο χρειάζεται. Να φουσκώσεις τα πνευμόνια μυρωδιές, να χορτάσεις οράματα της φύσης, να βάλεις δώθε κείθε τα σημάδια σου κι ύστερα να μπεις στην ουσία.
Ουσία, όμως δεν είναι κι αυτό; Να εποπτεύεις τα περάσματα; Να νιώθεις στο πετσί σου τη συνέχεια, την αδιάλειπτη κατοίκηση από τους μινωικούς χρόνους; Το Θρόνος στρογγυλοκάθεται στα ερείπια της προαναφερθείσας οχυρής πόλης· αν σταθείς στον βράχο της, σ’τα δείχνει όλα πανοραμικά.
Τους Αποστόλους, την έδρα του δήμου, Αγία Φωτεινή, τον λόφο του Αγίου Αντωνίου στο Βένι, τον αρκαδιώτικο δρόμο, το Καλογέρου, την πλούσια ασωμαθιανή γη. Κι όσο γλυκός είσαι εσύ, τόσο είναι κι αυτό μαζί σου. Σε φιλεύει, μικρές μικρές σταγόνες τα όσα έπονται. Στην εκκλησιά της Παναγιάς (14ος αι.) το πρώτο λαξευτό σου θύρωμα· στο δάπεδο τα ψηφιδωτά της προγενέστερης (7ου αι.) παλαιοχριστιανικής.
Γαντζώνεσαι λοιπόν στα Ψηλορειτιανά γκρέμια και απ’ τα υψώματά του μετράς χωριά. Περίπου 40 φτιάχνουν το Αμάρι, μα από τούτη την μπάντα βλέπεις μόνο τα μισά. Οσες στέγες θωρείς, όπως κι οι αμαριώτικες ψυχές, είναι σφιχταγκαλιασμένες. Τα όρια κάθε οικισμού ξεκάθαρα. Καθένας με το καφενείο του ανοιχτό. Με τα στενά λουλουδιασμένα, τα σπίτια πέτρινα, τους τοίχους ατέρμονους, να παραπέμπουν σε χαρακτήρα φρουριακό.
Παγκάκια και πεζούλες στους ασφαλτόδρομους δεν χωρούν άλλα παππούδια· με τις κατσούνες ανά χείρας, με τις όποιες συζητήσεις να φουντώνουν, όταν σε εντοπίζουν τα ξεχνούν όλα κι αρχίζουν τα «ποιος είσαι εσύ;» και (σχεδόν αμέσως, χωρίς παύση) τα «κάτσε επαέ να πιούμε μια ρακή». Ετσι προλογίζονται τα καλύτερα. Οι γνωριμίες, οι χοροί, τα βολταράκια. Σηκώνεται ο ένας, σου ανοίγει μια εκκλησία, σε πιάνει ο άλλος, σε μπάζει σπίτι του.
Εχεις φαγωθεί να βρεις τα απολιθώματα στα Πλατάνια, έρχονται δυο δυο και ψαχουλεύουν τα χώματα μαζί σου. Ηταν να μη γνωρίσεις τον Τίτο και τη Μαρία Σιγανού στο καφενείο τους· στο απάγκιο του βουνού με τα ελάχιστα τραπέζια και τις κορνιζαρισμένες μνήμες. Εκεί όπου «πάει άσκημα» να μην κεραστείς.
Μπουκώνεσαι λοιπόν τυροπιτάκια χειροποίητα και μες στη σιωπή σου γνωρίζεις τα Πλατάνια.Κατά έναν περίεργο τρόπο, λέει, έχουν τα πιο πολλά παιδιά απ’ όλα τα υπόλοιπα χωριά. Επίσης μαθαίνεις πως θες μία ώρα για την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου (και τη σπηλιά του Πάνα) αν περπατήσεις στο φαράγγι. Σιγουρεύεσαι κιόλας πως τις πέρασες τις… πεταλίδες του Ψηλορείτη – πως είναι πίσω, στον δρόμο για τη Βισταγή.
Ωραία τα έψαξες τα απολιθώματα. Τίποτα δεν βρήκες. Εκατσες όμως στο καζάνι του χωριού, που για καλή σου τύχη γιόρταζε διπλή γιορτή! Υπερβολή ακούγεται, μα του Αϊ-Γιώργη του Μεθυστή δεν ξέρεις τι να πρωτοπιείς και τι να πρωτοκάνεις. Καζανέματα απ’ τη μια, το άνοιγμα του βαρελιού με το καινούργιο κρασί από την άλλη. Δοκιμές, πειράγματα, χαρές και μπριζολίδια. Δεν μπορούσες να ευχηθείς καλύτερη εισαγωγή. Πιο… αμαριώτικη.
Η συνέχεια σε βρίσκει στον Φουρφουρά, το πιο ζωντανό χωριό της διαδρομής. Πίσω του οι Κουρούτες· καβάλα στον χωματόδρομο που στοχεύει την κορφή του Ψηλορείτη. Περνάς το πρινόδασος Παρδί και φτάνεις στο καταφύγιο (άκου όνομα) Στουμπωτός Πρίνος – σε απόσταση αναπνοής από τις γυμνές κορφές του γίγαντα της Κρήτης. Κατρακυλάς πάλι, σιμώνεις στο Αποδούλου, πέφτεις πάνω σε έναν μινωικό οικισμό. Ετσι κάνεις και «πιάνεις» την Αγία Γαλήνη. Αν σου κάνουν και τη χάρη τα σύννεφα, πετάς πάνω απ’ το Λιβυκό!
Λιβάδια και ρέματα
Χίλιες εικόνες να ’χες φανταστεί, παραπάνω βλέπεις. Απ’ τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής Βυζαρίου κλέβεις ματιές στο Πετροχώρι. Στην καρδιά του κάμπου το τοπίο γίνεται εύφορο ξανά. Πλησιάζεις κι άλλο, στο σταυροδρόμι της Σχολής Ασωμάτων αφουγκράζεσαι τον χτύπο της. Στο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι της μέσης βυζαντινής περιόδου (που από το 1930 φιλοξένησε τη Γεωργική Σχολή) παρακολουθείς τη λειτουργία, τα γεμάτα στασίδια της κεντρικής εκκλησιάς.Ο,τι κι αν σκεφτείς γι’ αυτό τον τόπο λίγο είναι. Και λιακάδα να μην είχε, πάλι φωτισμένο θα τον έλεγες.
Στο Μοναστηράκι περιηγείσαι στη δυτική πλευρά του Αμαρίου. Στα χαλάσματα του 300.000 τ.μ. αγνώστου μέχρι πρότινος μινωικού παλατιού, φαντάζεσαι μια μεγαλοπρέπεια παρόμοια με της Φαιστού, της Κνωσού και των Μαλίων. Ελάχιστα όμως διακρίνει το άπειρο μάτι. 90 συγκοινωνούντα δωμάτια, αποθήκες και εργαστήρια ήρθαν στο φως, μαζί με λίθινα αγγεία και ένα μεγάλο αριθμό σφραγισμάτων (αποτυπώματα σφραγίδων σε πηλό).
Το αποτύπωμά της σου αφήνει (άθελά της) και η 96χρονη κ. Μαρίνα στην εκκλησιά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (ή Αϊ-Στράτηγου για τους ντόπιους) στο κέντρο του χωριού. «Φτιάχνετε απ’ αυτά στον τόπο σας;» ρωτάει. Και σου ετοιμάζει ό,τι έχει, ρακή και κουλουράκι να ξαποστάσεις, αφού της δώσεις πίσω το κλειδί του ναού.
Σκόρπιες κουβέντες βγαίνουν απ’ τα χείλη της, μα γεμάτες νόημα. Πως «θρησκεύανε οι ανθρώποι παλιά», πως «τα παιδιά δεν κάθονται. Ερχονται και φεύγουν το βράδυ», πως παρόλο που είναι μοναχή, για σένα ανησυχεί, πώς τα βολεύεις: «εδώ είναι εξοχή, θα βρούμε ένα χόρτο, ένα σαλιγκάρι», σε κοιτάει… Τις ευχές της κουβαλάς στον κόρφο σου και απ’ τη μια εξοχή πετιέσαι την άλλη.
Στο «Νευς» Αμάρι· που κατ’ αυτό τον τρόπο χάνει την έννοια της «επαρχίας» και προσδιορίζεται ως οικισμός. Κεφαλοχώρι ήταν πάντοτε. Γνωστό για το περίτεχνο καμπαναριό του στη θέση παλιού βενετσιάνικου πύργου. Και για την Αγία Αννα, που είναι, λέει, από τις αρχαιότερες της Κρήτης. Και για τον Αγιο Νικόλαο με το ενδιαφέρον τέμπλο. Και για το λαογραφικό μουσείο. Και το διατηρητέο διδακτήριο που φροντίζει ο σύλλογος.
Γι’ αυτό που δεν ήρθες ως εδώ, που δεν είχε περάσει καν απ’ το μυαλό σου, είναι για το προξενιό! «Κρητικό θα πάρεις, πάει και τελείωσε». Ετσι ξεκινάει η κουβέντα.
«Συλλογισμένη σε θωρώ. Μην πολυκοσκινίζεις γιατί δε θα ζυμώσεις ποτέ…» και άλλα τέτοια… συνωμοτικά ακούς απ’τον Γεώργιο Μαρκαντώνη και τον Γεώργιο Ανδρουλιδάκη, που ύστερα σε ρωτούν και τη γνώμη σου· αν οι Κρήτες, λέει, διαφέρουν απ’ τους Ελλαδίτες. Τι να τους πεις τώρα; Οχι; Ομόφωνα τα συμφωνούν πως δεν είναι η ίδια ράτσα κι αρχίζουν τα χωρατά, τις μαντινάδες και τα «ελευθεροβενιζελικά»: πως μετά απ’ αυτόν «ούλοι είναι βάλ’ τους σ’ ένα τσουβάλι και πέταξέ τους στη θάλασσα». Αντρίκια πράματα, ξεκάθαρα.
Με βαριά καρδιά τούς αφήνεις για τον Μέρωνα· εκεί που «μέρωσε» η Παναγία και προς τιμήν της χτίστηκε στα τέλη του 14ου αι. ένα εκκλησάκι. Ορδές τώρα οι τουρίστες για τη φθαρμένη εικόνα. Λίγοι πάντως κάνουν τον κόπο να ανέβουν στον Κουλέ, να δουν πώς ημερεύουν απ’ τα ύψη του και αυτοί, και η Παναγιά, και ο Χριστός, και όλα!
Τέλος πάντων, από εδώ θα συνεχίσεις είτε προς Γερακάρι, Βρύσες και Ανω Μέρος είτε στην κοιλάδα της Γιους, να χαρείς τον Πατσό, την Παντάνασσα, τους Βολιώνες και τη λίμνη. Διαλέγεις και παίρνεις. Περπάτημα στο φαράγγι με τον βραχοσκεπή ναό και το άλλοτε ιερό του Κραναίου Ερμή; Βολιώνες και θέα απ’ τη μονή Αγίου Αντωνίου; Γύρω γύρω τη λίμνη Ποταμών να δεις πώς φτιάχνεται από το μηδέν ένα σπουδαίο οικοσύστημα; ’Η πίσω, ανάμεσα σε φίλους στο Νευς Αμάρι; Εδώ σε θέλω. Κοιλάδα-ξεκοιλάδα, τι είναι τελικά για σένα ο τόπος; Τα τοπία ή οι άνθρωποι;
Πηγή: thetravelbook