Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Ο Ταξιδιώτης των Κόσμων και η Χώρα των Ξωτικών




Ο Ταξιδιώτης των Κόσμων και η Χώρα των Ξωτικών
 


«Υπάρχουν κι άλλα πράγματα, Οράτιε, στον ουρανό και στη γη, που δεν τα ονειρεύτηκε η φιλοσοφία μας» Γουίλιαμ Σαίξπηρ
Οι παλιές ιστορίες λένε πως κάποτε ο κόσμος των ξωτικών και ο κόσμος των ανθρώπων ήταν ένας κι αδιαίρετος μα κάτι συνέβη, χωρίστηκε στα δύο κι από τότε ο καθένας τους ζει στο δικό του κομμάτι του κόσμου. Οι παλιές ιστορίες μας λένε ακόμα, πως οι δύο αυτοί κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όσο διαφορετική είναι η μέρα από τη νύχτα, ο αέρας από το χώμα ή το όνειρο από την πραγματικότητα.
Κι αν δεν υπήρχαν εκείνα τα λιγοστά μαγικά μονοπάτια που συνδέουν τους δύο αυτούς κόσμους είναι πολύ πιθανό να μην είχαμε τώρα, ούτε τις μαγευτικές ιστορίες των ξωτικών, μα ούτε και τα ίδια τα ξωτικά. Αν δεν υπήρχαν εκείνες οι ελάχιστες σχισμές από όπου ο ένας κόσμος εισχωρεί μέσα στον άλλον και μετά αποσύρεται και πάλι αφήνοντας πίσω του τα λιγοστά του ίχνη, σίγουρα θα είχαμε χάσει το πιο γοητευτικό κομμάτι των ονείρων μας.
Πολλές φορές ακούμε ή διαβάζουμε για ανθρώπους, που ξαφνικά εξαφανίζονται και κανείς δεν μαθαίνει ποτέ τίποτε γι’ αυτούς. Το μόνο που μένει πίσω τους είναι ερωτηματικά και υποθέσεις που αμβλύνουν την έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια, τόσο πολύ που αποφασίζουν να διαιωνίσουν εκείνη τη φευγαλέα μεθυστική συνάντησή τους με το «παράξενο» και το «μαγικό», μέσα από τις ιστορίες που διηγούνται.
Κι είναι τότε που κι οι δικοί μας εσωτερικοί μηχανισμοί του θαυμαστού αρχίζουν να λειτουργούν κι ο κόσμος γύρω μας γίνεται μια θάλασσα που μας ταξιδεύει στις πιο μακρινές ακτές. Και δεν είναι καθόλου παράξενο αν κάποτε, στη διάρκεια αυτού του υπέροχου ταξιδιού μας, αρχίσουμε να αισθανόμαστε κάποια αδιόρατα νήματα να συνδέουν μ’ έναν περίεργο ακατανόητο τρόπο όλες αυτές τις ιστορίες και να νιώθουμε πως, κάπως, με κάποιο παράξενο υπέροχο τρόπο, όλες αυτές οι ιστορίες του κόσμου δεν είναι παρά μια και μοναδική ιστορία: η ιστορία του Ταξιδιώτη των Κόσμων.
Ο Robert Kirk, έβδομος γιος του James Kirk, ενός κληρικού από τη Σκωτία, σπούδασε Θεολογία και ακολούθησε κι ο ίδιος το δρόμο του πατέρα του φορώντας τελικά το σχήμα. Στα 1685 κατάφερε να διοριστεί στο Aberfoyle, στην παλιά ενορία του πατέρα του στην περιοχή των Highlands, όπου αφθονούσαν οι παλιές παραδόσεις των ξωτικών και των νεράιδων. Αν και θα περίμενε κανείς από τον Kirk να καταδικάσει αυτήν την παραδοσιακή πίστη του ποιμνίου του, στα 1691, ένα μόνο χρόνο πριν το «φαινομενικό» θάνατό του, τελειώνει μια συμπαθή προς τις παραδόσεις εκείνες εργασία, με θέμα: The commonwealth of Elves, Fauns and Fairies (A’ έκδοση, 1815)
Στην εργασία του, αναφέρει για τα ξωτικά πως:
1) είναι ένα είδος που βρίσκεται μεταξύ των ανθρώπων και των αγγέλων,
2) τα σώματά τους είναι φωτεινά και ρευστά και μπορούν να εμφανίζονται ή να εξαφανίζονται κατά βούληση,
3) είναι έξυπνα και περίεργα,
4) μπορούν και κλέβουν οτιδήποτε τους αρέσει,
5) ζουν σε σπηλιές και μπορούν να φτάσουν οποιεσδήποτε ρωγμές του εδάφους απ’ όπου περνάει αέρας,
6) κάποτε είχαν τη δική τους κοινωνία και γεωργία,
7) δεν μπορούν να μείνουν σε μία περιοχή, αλλά ταξιδεύουν συνέχεια,
8) από τη φύση τους είναι σχεδόν άυλα,
9) ανήκουν σε φυλές, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, πεθαίνουν,
10) έχουν σπίτια αόρατα για τα μάτια των ανθρώπων,
11) μιλούν με έναν σφυριχτό ήχο,
12) έχουν ρούχα και γλώσσα που για τους ανθρώπους φαντάζουν ανθρώπινα,
13) λένε πως τίποτα δεν πεθαίνει, πως όλα εξελίσσονται και επαναλαμβάνονται για πάντα,
14) έχουν αρχηγούς, όχι όμως οργανωμένη θρησκεία,
15) έχουν φιλοσοφικά βιβλία, καθώς και βιβλία για να διασκεδάζουν και
16) ίσως μπορείς να τα διατάξεις να εμφανιστούν μπροστά σου ανάλογα με τη θέλησή σου…

Ο Kirk είχε πίστη στις προσωπικές ψυχικές του δυνάμεις ως έβδομος γιος της οικογένειας, σε «μία μυστική δύναμη που πήγαζε από τη μήτρα του γονιού του, και η οποία αυξανόταν μέχρι τη γέννηση του έβδομου γιου για να διοχετευθεί σε εκείνον».Έτσι η μοίρα του Kirk, όπως πίστευε ο ίδιος, ήταν συνυφασμένη με την απόκρυφη γνώση του Βασιλείου των Ξωτικών. Κάποια μέρα στα 1692, εκεί που περπατούσε σ’ έναν νεραϊδόλοφο (dun-shee), «βυθίστηκε σ’ έναν τόσο απόλυτο λήθαργο που όλοι πίστεψαν πως είχε πεθάνει».
«Μετά τη λειτουργία της φαινομενικής κηδείας,» γράφει ο Sir Walter Scott στο βιβλίο του Demonology and Witchcraft (1830), ο διάδοχος του Kirk, αιδεσιμότατος Grahame, αναφέρει πως …η μορφή του αιδεσιμότατου Robert Kirk εμφανίστηκε σ’ έναν συγγενή του και τον πρόσταξε να πάει στον Grahame του Duchray και να του πει:
«Πες στον Duchray, που είναι κοινός μας εξάδελφος, πως δεν είμαι νεκρός, αλλά φυλακισμένος στη Χώρα των Ξωτικών και πως μόνο μια ελπίδα υπάρχει για να ξεφύγω. Όταν το αγέννητο παιδί μου, που ήταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του όταν εγώ εξαφανίστηκα, βαπτισθεί, θα εμφανισθώ στο δωμάτιο. Αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Duchray πετάξει πάνω από το κεφάλι μου ένα μαχαίρι ή ένα dirk (είδος σκοτσέζικου στιλέτου) που πρέπει να κρατάει στο χέρι του, ίσως επανέλθω στον κόσμο σας, αν δεν το κάνει τότε είμαι χαμένος για πάντα…».
«Συνεπής στο ραντεβού τους» συνεχίζει ο Scott, «ο κύριος Kirk εμφανίστηκε την ώρα του βαπτίσματος και “έγινε ορατός” αλλά, στον κόσμο μας ο κύριος Kirk δεν επανήλθε ποτέ». Όταν ο τάφος του Kirk, στην ανατολική πλευρά της αυλής στην εκκλησία του Aberfoyle, ανοίχτηκε κατά την εποχή του Scott δεν βρέθηκε κανένα πτώμα.
Αργότερα το μυστήριο πήρε νέα τροπή από το R. J. Stewart, συγγραφέα μιας κριτικής πάνω στο έργο του Kirk. Σ’ ένα κατοπινό του βιβλίο γύρω από την απόκρυφη γνώση των ξωτικών ο Stewart περιγράφει πως στα 1982, διαλογιζόμενος πάνω σ’ έναν λόφο στο Aberfoyle, βρέθηκε ξαφνικά να επικοινωνεί με … έναν κοντόχοντρο άνθρωπο, που όπως ισχυριζόταν ήταν ο Robert Kirk, ζωντανός ακόμα στο Βασίλειο των Ξωτικών!
Ο Stewart γράφει πως ο Kirk του μίλησε για μία ομάδα ανθρώπων που τους αποκαλούσε «Οι Δικαιωμένοι Ανθρωποι» («The Justified Men»), που προέρχονταν από διαφορετικές εποχές και τόπους, οι οποίοι – όπως κι ο ίδιος – είχαν εισχωρήσει στο Βασίλειο των Ξωτικών με το φυσικό τους σώμα. Ο Kirk τον προσκάλεσε σ’ αυτή την ομάδα κι ο Stewart αισθάνθηκε μια πόρτα να ανοίγει από τον έναν κόσμο στον άλλο, μέσα από την οποία μπορούσε κι ο ίδιος να περάσει με το φυσικό του σώμα. Εκείνη τη στιγμή όμως ακούστηκε ο ήχος μιας μακρινής κόρνας αυτοκινήτου και τον επανέφερε στην καθημερινή πραγματικότητα.
Τι συνέβη τελικά στον αιδεσιμότατο Robert Kirk τη μακρινή εκείνη μέρα του 1692;
Κι ακόμα, τι συνέβη στο R. J. Stewart στον καταπράσινο λόφο του Aberfoyle στα 1982;
Κανείς δεν ξέρει.
Η παράδοση των ξωτικών δεν αποτελεί άλλο ένα είδος θρησκείας, αλλά είναι περισσότερο ένας πνευματικός δρόμος με τον οποίο μπορεί κανείς να συντονίσει μια επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και άλλων μορφών ζωής. Τα ίδια τα ξωτικά είναι ζωντανά πλάσματα που βρίσκονται μόλις ένα βήμα δίπλα στην ανθρωπότητα. Το μόνο που απαιτείται από μας είναι μια ελάχιστη διαφοροποίηση στον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας. Πρόκειται για μια μορφή άχρονου παρόντος, μέσα στο οποίο μπαίνουμε ξαφνικά μετά από κάποιο σημείο.
Υπάρχουν πολλές παραδόσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, και όλες τους λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, αρκεί να μην απομακρυνθεί κάποιος απ’ αυτές. Μία παράδοση προσφέρει στον άνθρωπο ένα είδος νοητικής κατασκευής, μια μηχανή συντονισμού για τη συνείδησή του, μα και για τις ενέργειες που τον περιτριγυρίζουν. Ειδικότερα μάλιστα, σε κάποιες πανίσχυρες μαγικές παραδόσεις, όπου οι «αλλαγές» συμβαίνουν με την επέμβαση πλασμάτων από Αλλους Κόσμους.
Το σημαντικότερο είναι να βρίσκεσαι πάντοτε μέσα στα όρια κάποιας παράδοσης. Αν για οποιοδήποτε λόγο αποκλίνεις πάρα πολύ απ’ αυτήν ή αποφασίσεις να συνδυάσεις διαφορετικές παραδόσεις, τότε μπαίνεις σε πολύ ιδιόμορφα και επικίνδυνα μονοπάτια. Στο βιβλίο του The Power Within the Land, o R. J. Stewart υποστηρίζει πως οι Ιεροί Βασιλιάδες και οι Ιέρειες Βασίλισσες, συγχωνεύονται σε τέτοιο σημείο, που καταλήγουν να αντιπροσωπεύουν την ίδια τη Γη.
Κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι, τόσο σήμερα όσο και παλαιότερα, επέλεγαν για τον εαυτό τους μια εθελοντική θυσία. Αυτό ενέχει μέσα του την ιδέα του θανάτου και της αναγέννησης. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που επιλέγουν να φτάσουν σε ένα επίπεδο όπου η συνείδησή τους απορροφάται από τη γη. Οι αρχαίοι ιεροί βασιλιάδες το έκαναν αυτό χρησιμοποιώντας μια χώρα ή μια φυλή ή έναν τόπο. Πήγαιναν στη γη και επικοινωνούσαν με κάποιες ενέργειες ή κάποιες δυνάμεις, που δεν προέρχονταν από το χώρο των πνευμάτων, αλλά από την ίδια τη γη.
Η Διαμάχη του Oberon και της Titania από τον Noel Paton 1821-1901



Τέτοιου είδους οντότητες υπάρχουν παντού
Οι ανθρωπολόγοι τις αποκαλούν «προγονικά πνεύματα». Είναι δυνάμεις που κρύβει η ίδια η γη, ο ίδιος μας ο πλανήτης. Στην Ιρλανδία για παράδειγμα τα ονόμασαν ξωτικά. Υπάρχει μια αρχαία παράδοση που συνδέεται με το «Λούσιφερ», που είναι ο άγγελος του φωτός κι όχι μια σατανική παρουσία όπως την ξέρουμε. Ο Λούσιφερ έρχεται στη γη και μαζί του έρχονται και πάρα πολλά άλλα πλάσματα, που στη συνέχεια γίνονται τα ξωτικά της κέλτικης παράδοσης. Ο Λούσιφερ ήταν ένας προχριστιανικός μύθος για τον τρόπο που η συνείδηση και η δύναμη μπλέχτηκαν με τον πλανήτη σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα.
Πώς μπορούμε να ξυπνήσουμε τα κοιμώμενα πλάσματα της γης; Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα «κοιμωμένων». Φαίνεται να έχουν σχέση με την εσωτερική μας αφύπνιση. Μπορούμε να τους βρούμε σε διάφορες περιοχές, σε μια κατάσταση αιώνιας ακινησίας. Με την εσωτερική μας όραση, τους αντικρίζουμε σαν πλάσματα που κοιμούνται πάνω στην πέτρα, σε κάποιο λόφο ή οπουδήποτε, ή σαν κάποιο γέροντα που κοιμάται σε μια σπηλιά ή σε ένα υπόγειο μέρος. Εξυπηρετούν διάφορες λειτουργίες. Κάποιες φορές είναι φύλακες και ξυπνούν μόνο όταν υπάρχει κίνδυνος ή μεγάλη ανάγκη. Επί χιλιάδες χρόνια η παράδοση αυτών των πλασμάτων ήταν διαδεδομένη. Κάποιος πήγαινε σε μια περιοχή και «κοιμόταν» για ένα διάστημα μέχρι να έρθει κάποιος άλλος να τον αντικαταστήσει. Τώρα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η αλυσίδα της παράδοσης έσπασε…
Ο θρύλος επαναλαμβάνεται και συνήθως αποκαλείται «Ο Βασιλιάς Κάτω από το Λόφο». Μιλά πάντα για κάποιον τοπικό ήρωα ο οποίος δεν πέθανε, αλλά κοιμάται σε ένα μυστικό μέρος, περιμένοντας το κάλεσμα των συμπατριωτών του όταν θα έχουν την ανάγκη του. Στο θρύλο αυτό συμμετέχουν οι μυθικές φιγούρες του Αρθούρου και του Μέρλιν στην κέλτικη παράδοση, ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» στην ελληνική παράδοση, ο θιβετιανός ήρωας Γκεσάρ και ο Καρλομάγνος στην τευτονική παράδοση. Στα κελτικά ρομαντικά έπη, ο Πάρσιφαλ δίνει το Άγιο Δισκοπότηρο στον «Πάσχοντα Βασιλιά» Αρθούρο λέγοντας του: «Drink. You and the Land are One» («Πιες. Εσύ και η Χώρα ΕίσαστεΈνα»).
Ο τάφος του X. Φ. Λάβκραφτ στο Πρόβιντενς του Ρόντ Άιλαντ έχει την επιγραφή: «I Am Providence»(«Εγώ Είμαι το Πρόβιντενς»). Ο μάγος Μέρλιν εξαφανίζεται και κοιμάται σε ένα μυστικό υπόγειο μέρος, περιμένοντας να ξαναφτιαχτεί η Στρογγυλή Τράπεζα και να τον ξυπνήσει. Ο Γουίλιαμ Μπλέηκ είχε κάποτε ένα όραμα του γίγαντα Άλμπιον, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ονειρευτές και ο οποίος είχε πάρει πάνω του όλη τη χώρα της Αγγλίας. Στην αρχαία ελληνική παράδοση ο Τιτάνας Κρόνος κοιμόταν περιμένοντας κάποιες συγκεκριμένες πλανητικές κινήσεις, για να ξυπνήσει και να επαναφέρει τη Χρυσή εποχή.
Όμως ο «Ονειρευτής» μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος
Ο «Ονειρευτής» μπορεί να είναι τοπικός, εθνικός, φυλετικός, μυθικός, θρησκευτικός ή ακόμα και πλανητικός. Το ζήτημα των Ονειρευτών φαίνεται να συνδέεται με το πώς η συνείδηση και η ενέργεια μπαινοβγαίνουν μέσα στο σχετικό χρόνο, με το πώς εμπλεκόμαστε εμείς οι ίδιοι με τη διαδικασία αυτή και με το πώς αντιλαμβανόμαστε ή «θάβουμε» κάποια πράγματα.
Ο χριστιανικός κωδικός θρύλος των «Επτά Κοιμώμενων Νέων της Εφέσου», σχετίζεται επίσης με όλα αυτά. Το 250 μ.κ.ε. επτά νεαροί κρύφτηκαν σε μια σπηλιά κοντά στηνΈφεσο για να γλυτώσουν από τους διωγμούς. Αποκοιμήθηκαν στη σπηλιά και ανακαλύφθηκαν εκεί διακόσια χρόνια μετά, το ίδιο νέοι όσο ήταν όταν κοιμήθηκαν. Η μνήμη αυτών των «επτά αγίων» γιορτάζεται στις 27 Ιουλίου, ημέρα προσευχής για όλους εκείνους που υποφέρουν από αϋπνία! Ακόμη πιο αρχαία είναι η ιστορία του Επιμενίδη, ο οποίος περιπλανήθηκε σε μια «Νεραϊδοσπηλιά» (Νυμφαίο) της Κρήτης, τον 7° αιώνα π.κ.ε. άκουσε τα τραγούδια των νεράιδων, αποκοιμήθηκε και ξύπνησε εκατό χρόνια αργότερα.
Θυμηθείτε και τη Χιονάτη με τους «Επτά Νάνους», η οποία τρώει ένα μαγεμένο μήλο και πέφτει σε έναν βαθύ ύπνο από τον οποίο ξυπνά μόνο με το φιλί του αγαπημένου της. Το παραμύθι της «Ωραίας Κοιμωμένης» (The Sleeping Beauty), που τρυπιέται στο δάχτυλο από μια μαγεμένη βελόνα και πέφτει σε έναν εκατονταετή ύπνο, ταυτίζεται με μια αρχαιότερη ιστορία της Βόρειας Μυθολογίας, στην οποία ο Βόταν μαγεύει την Μπρουνχίλντα και την βάζει να κοιμηθεί αιώνια, περικυκλωμένη από μια μαγική άσβηστη φωτιά, από τις φλόγες της οποίας μόνο ο πιο γενναίος ήρωας μπορεί να περάσει και να ξυπνήσει την Μπρουνχίλντα μ’ ένα φιλί. Η ωραία κοιμωμένη ή ο κοιμώμενος ήρωας είναι ο βασιλιάς ή η βασίλισσα των Ξωτικών.
Κατά τους Χριστιανούς μυστικιστές του μεσαίωνα, δεν είναι παρά ο ίδιος ο Εωσφόρος που κοιμάται στο κέντρο της Γης (στην Κούφια Γη). Κατά τη νεότερη παράδοση του Φανταστικού (βλέπε τα έργα του Χ.Φ.Λάβκραφτ και της σχολής του) δεν είναι παρά ο «Κθούλου» που «στον οίκο του στη βυθισμένη Ρ’λυέ κοιμάται και ονειρεύεται» αλλά και εκείνος ο αινιγματικός στίχος από το θρυλικό Νεκρονομικόν: «δεν είναι νεκρό εκείνο που αιώνια μπορεί να περιμένει, κι έπειτα από το πέρασμα ανείπωτων αιώνων ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει». Ή μήπως οι «Δικαιωμένοι Ανθρωποι» (The Justified Men) δεν είναι παρά οι Δικαιωμένοι Αρχαίοι της Μου-Μου» (The Justified Ancients of MuMu); Πρέπει να βρούμε τον αιδεσιμότατο Kirk για να μας το απαντήσει…
 
O θάνατος του Βασιλιά Αρθούρου. Ένα έργο του James Archer (1860) γεμάτο με κωδικούς συμβολισμούς.
 
Rip Van Winkle. “The myth of the sleeping valley” Irving Washington. Ο θρυλικός ήρωας που κοιμήθηκε 100 χρόνια ονειρευόμενος τον κόσμο των ξωτικών.
“Ήτανε για καλή ή για κακή μου μοίρα που το πάθος μου για περιπλάνηση έχει ικανοποιηθεί. Περιπλανήθηκα μέσα σε διαφορετικές χώρες και είδα με τα μάτια μου πολλές από τις άστατες σκηνές της ζωής. Δεν μπορώ να πω ότι τις μελέτησα με το μάτι ενός φιλόσοφου, τις είδα μάλλον με το πλανόδιο βλέμμα που οι ταπεινοί εραστές του γραφικού αφήνουν να κυλήσει απ’ τη βιτρίνα ενός μαγαζιού έργων τέχνης σε μια άλλη και που πότε απορροφιέται από την απεικόνιση της ομορφιάς, πότε από τις παραμορφώσεις της γελοιογραφίας και πότε από τη χάρη του τοπίου.
Όπως όμως είναι η μόδα στους μοντέρνους τουρίστες να ταξιδεύουνε με το μολύβι στο χέρι και να φέρνουν πίσω το χαρτοφύλακά τους γεμάτο με ιχνογραφήματα, έτσι κι εγώ έχω τη διάθεση να φτιάξω μερικά για τη διασκέδαση των φίλων μου. Οπωσδήποτε όμως, όταν σκύβω και κοιτάζω τις σημειώσεις μου, που κράτησα γι’ αυτό το σκοπό, η καρδιά μου σχεδόν ραγίζει καθώς ανακαλύπτει πόσο το οκνό μου χιούμορ μ’ έφερε μακριά από τα μεγάλα πράγματα, που μελετιούνται από κάθε κανονικό ταξιδιώτη, που θα ‘θελε να εκδόσει ένα βιβλίο.
Φοβάμαι πως θα δώσω την ίδια απογοήτευση, που δίνει κι ένας άτυχος τοπιογράφος, που, ενώ ταξίδεψε στην Ευρώπη, ακολουθώντας όμως τη στροφή της αλήτικης κλίσης του, σκιτσάρισε κώχες, γωνιές και πλατείες. Συνακόλουθα το βιβλίο ιχνογραφίας του ήτανε γεμάτο από αγροτόσπιτα, τοπία και σκοτεινά ερείπια· αμέλησε να ζωγραφίσει τον Άγιο Πέτρο ή το Κολοσσαίο, τον καταρράχτη του Τέρνι ή τον κόλπο της Νάπολης· και σ’ ολόκληρη τη συλλογή του δεν είχε ούτε ένα παγόβουνο ή ένα ηφαίστειο”. Ουάσινγκτον Ίρβινγκ.
 
Την συναρπαστική ιστορία του Ακέφαλου Καβαλάρη αφηγείται ο Ουάσινγκτον Ίρβινγκ στον Μύθο της Κοιμισμένης Κοιλάδας
«Ολόκληρη η γειτονική περιοχή είναι γεμάτη με τοπικές ιστορίες, στοιχειωμένες μεριές και εσπερινές δεισιδαιμονίες· σε καμία άλλη μεριά της χώρας δε διασχίζουν τόσο συχνά τον ουρανό οι διάττοντες αστέρες και πουθενά αλλού δε λάμπουν οι μετεωρίτες έτσι όσο πάνω απ’ αυτή την κοιλάδα και φαίνεται πως ο απαίσιος εφιάλτης τούτο το μέρος έχει διαλέξει για να στήνει τα παιχνίδια του. Οπωσδήποτε όμως το κυρίαρχο πνεύμα, που συχνάζει σ’ αυτή τη στοιχειωμένη περιοχή και φαίνεται να είναι επικεφαλής όλων των δυνάμεων του αέρα, είναι η παρουσία ενός ακέφαλου σώματος πάνω σ’ άλογο. Μερικοί λένε πως είναι το φάντασμα κάποιου Γερμανού στρατιώτη, που το κεφάλι του κόπηκε από μια μπάλα κανονιού σε μια ανώνυμη μάχη στον Επαναστατικό Πόλεμο και που οι ντόπιοι τον βλέπουν κάθε τόσο να τρέχει ορμητικά μέσα στη σκοτείνια της νύχτας σαν να ήταν καβάλα στα φτερά του ανέμου.
Οι παρουσίες του δεν περιορίζονται στην κοιλάδα, φορές-φορές επεκτείνονται στους γειτονικούς δρόμους και μάλιστα στους γύρω χώρους μιας εκκλησίας, που δεν ήταν και πολύ μακριά.
Πραγματικά, μερικοί από τους πιο αυθεντικούς ιστορικούς αυτών των μερών, που με μεγάλη προσοχή έχουνε συλλέξει και έχουν αντιπαραβάλει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και που αφορούν αυτό το φάντασμα, υποστηρίζουν πως το σώμα του στρατιώτη έχει ενταφιαστεί στην αυλή της εκκλησίας και ότι το φάντασμα τρέχει με τ’ άλογο στο πεδίο της μάχης αναζητώντας νυχτιάτικα το κεφάλι του· και ότι το ορμητικό τρέξιμο, που μοιάζει με μεσονυχτιάτικο σίφουνα την ώρα που μερικές φορές διασχίζει την Κοιλάδα, χρωστιέται στην αργοπορία του και στη βιασύνη του να γυρίσει πίσω στην αυλή της εκκλησίας πριν να χαράξει η μέρα. Τέτοιο είναι το γενικό νόημα αυτής της μυθικής δεισιδαιμονίας, που προμήθεψε υλικά για πολλές άγριες ιστορίες σ’ αυτή την περιοχή των σκιάσεων και το φάντασμα είναι γνωστό, σ’ όλα τα χωριάτικα τζάκια, με το όνομα του Ακέφαλου Καβαλάρη της Κοιμισμένης Κοιλάδας».




https://doryforos.gr/%CE%BF-%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BE/

Βίος Αγίου Ελευθερίου και μητρός αυτού Ανθίας

http://xristianos.gr/forum/viewtopic.php?t=214


Άγιος Ελευθέριος ο ΙερομάρτυραςΒίος Αγίου Ελευθερίου και μητρός αυτού Ανθίας
Ο Άγιος Ελευθέριος καθώς και η μητέρα αυτού Ανθία εορτάζουν στις 15 Δεκεμβρίου

Στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους
O Άγιος Ελευθέριος έζησε το 150 περίπου μ.Χ. και γεννήθηκε στην Χριστιανομάχο Ρώμη. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και από τους ευγενείς της Ρώμης. Κατείχαν σπουδαία θέση στην Ρωμαϊκή κοινωνία. Το σπουδαιότερο όμως ήταν, ότι ήταν πιστοί κι’ ευσεβείς Χριστιανοί. Βαδίζανε στη ζωή τους με το δρόμο του Θεού και εφαρμόζανε τις εντολές Του, παρ’ όλες τις δυσκολίες που υπήρχαν την εποχή εκείνη, για να ζεί κανείς χριστιανικά.
Η Μητέρα του, Άνθια ονομαζομένη, είχε διδαχθεί την πίστη του Χρίστου, από τους μαθητές του Αποστόλου Παύλου.
Η πιστή αυτή γυναίκα, όταν γέννησε το παιδί της, το ονόμασε Ελευθέριον. Σ’ αυτό έρριξε όλο το βάρος της φροντίδας της. τον ανέθρεψε «ἕν παδεία καί νουθεσία Κυρίου», όπως δίδαξε ο Απόστολος Παύλος. Τον διαπαιδαγώγησε στην ευσέβεια και στην αρετή.

Ο πατέρας του ήτανε πλούσιος και κατείχε και σπουδαίο αξίωμα στη Ρώμη. Ήταν «ύπατος». Είχε δηλαδή αξίωμα .μεγάλο και ξακουστό για την εποχή εκείνη. Αυτός όμως έζησε πολύ λίγο, μετά την γέννηση του Ελευθερίου. Η μητέρα του τον έδωσε στον Αρχιεπίσκοπο Ρώμης, τον Ανίκητο, για να μορφωθεί κοντά του, να μάθει καλά τα της Πίστεως μας και να γίνει ένας καλός Χριστιανός και αφοσιωμένος εργάτης του Ευαγγελίου.
Ο Επίσκοπος τον κατέταξε στο τάγμα των Κληρικών νωρίς και τον έκανε αναγνώστη. Τόση μάλιστα ήταν η αγιότης του, ώστε αξιώθηκε να κάνει θαύματα από αυτήν ακόμη την
νεαρή του ηλικία.

Άγιος Ελευθέριος ο Ιερομάρτυρας

Ημερομηνία εορτής: 15/12/2012Άγιος Ελευθέριος ο Ιερομάρτυρας
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 15 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Άγιοι που εορτάζουν: Αγιος Ελευθεριος Ο Ιερομαρτυρας






Ἐλευθέριος, ὡς ἀδουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρῶν, οὐκ ἐδουλοῦτο πλάνῃ.
Δῖον Ἐλευθέριον δεκάτῃ πέφνε φάσγανα πέμπτῃ.

Βιογραφία
Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε τον 2o αιώνα μ. Χ. στην Ελλάδα (κατά άλλους στην Ρώμη) από πλούσιους γονείς. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία (της Ευανθίας γόνος, στιχηρό Εσπερινού) (βλέπε ίδια ημέρα) η οποία έγινε χριστιανή ακούοντας το κήρυγμα από μαθητές του Απ. Παύλου.

Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. Ο επίσκοπος Ρώμης Ανίκητος (βλέπε 17 Απριλίου), όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του.

Σε ηλικία 15 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο, διάκονος και έπειτα από τρία χρόνια χειροτονήθηκε ιερέας. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας. Αργότερα και σε ηλικία είκοσι ετών, με κοινή ψήφο κλήρου και λαού έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού, σημερινής Αλβανίας με έδρα την Αυλώνα.

Μα χειροτονήθηκε τόσο μικρός; Στο ερώτημα δίνει απάντηση ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.... Γράφει σε υποσημείωση του Συναξαριστού του: «Ας μη θαυμάζει κανείς ότι αυτός ο άγιος χειροτονήθηκε σε ηλικία αντίθετη με τους ιερούς κανόνες της 6ης Οικ. Συνόδου και της τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, οι οποίοι ορίζουν ότι ο διάκονος χειροτονείται στη ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στα 30 και ο επίσκοπος πάνω από 30. Αυτό έγινε γιατί ο άγιος Ελευθέριος έζησε πριν ακόμη γίνουν οι παραπάνω κανόνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα».

Η χειροτονία του αγίου Ελευθερίου, όπως γράφει κάποιος βιογράφος του, έγινε «κατ’ οικονομίαν» Θεού, λόγω των μεγάλων αρετών και της σοφίας του με την οποία προσείλκυε στον Χριστό τους ειδωλολάτρες. Η γλυκύτητα του λόγου του, που επιβεβαιωνόταν με τα πολλά θαύματα του, έκανε αυτούς που βρίσκονταν στην πλάνη να ασπαστούν την χριστιανική αλήθεια.

Η φήμη της αρετής του Αγίου Ελευθερίου ήταν τόσο μεγάλη που έφτασε μέχρι τη Βρεττανία. Έτσι, ο βασιλιάς της, Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του.

Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε την χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε την σύλληψή του. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε από τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με την μητέρα του.

Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Προς Ρωμαίους, η' 21). Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού.

Η Σύναξή του τελείται στο μαρτύριο αυτού, πλησίον του Ξηρολόφου.

Ο Άγιος Ελευθέριος θεωρείται βοηθός των εγκύων γυναικών. Τους δίνει «καλή λευτεριά». Πολλές γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους. Η αντίληψη αυτή αναφέρεται και σ’ ένα προσόμοιο στιχηρό της εορτής. «Τῶν ἐπιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ἐλευθερίαν δίδως, τῷ Ναῷ σου φοιτώσαις....», δηλαδή, Φροντίζεις Πάτερ τις έγκυες γυναίκες που καταφεύγουν στο ναό σου δίνοντας του ελευθερία....

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Φερωνύμῳ σου κλήσει καλλωπιζόμενος, ἐλευθερίαν παρέχεις καὶ ἀπολύτρωσιν, τοῖς προσκάμνουσι δεινῶς, ποικίλας θλίψεσιν, Ἐλευθέριε σοφέ, ἱερῶν καλλονή, Μαρτύρων ἡ ὡραιότης· διὸ μὴ παύσῃ βραβεύων, ἀναψυχὴν τοῖς σὲ γαιρέρουσι.

"Το δώρο των μάγων"

Σύνοψη του βιβλίου "Το δώρο των μάγων"




Νέα Υόρκη, παραμονή Χριστουγέννων, αρχές του περασμένου αιώνα. Ένα φτωχικό διαμέρισμα, ένα νεαρό ζευγάρι, μια μεγάλη αγάπη, μια αναπάντεχη εξέλιξη. Με λεπτό χιούμορ, ειρωνεία και ανατρεπτική διάθεση, ο Ο. Χένρι στήνει μια αριστουργηματική "φάρσα", μεταφέροντας ένα μήνυμα που παραμένει διαχρονικό και επίκαιρο ως τις μέρες μας: "Απ' όσους χάρισαν δώρα εκείνα τα Χριστούγεννα, η Ντέλα κι ο Τζιμ ήταν οι πιο σοφοί... Είναι οι Μάγοι της εποχής μας". Κι ο Π. Τζ. Λιντς, με απαράμιλλη λεπτότητα, αποτυπώνει τη δύναμη και την αλήθεια αυτής της ιστορίας σε κάθε βλέμμα, σε κάθε χειρονομία.





Συγγραφέας/εις: Henry O.


ISBN: 9789608240223

Ημερ/νία έκδοσης: 11/2008

Εκδότης: Αίσωπος

Εξώφυλλο: Σκληρό εξώφυλλο

Σελίδες: 44

Γλώσσα βιβλίου: ελληνικά

Γλώσσα πρωτοτύπου: Αγγλικά

Τίτλος πρωτοτύπου: The Gift of the Magi

Συντελεστές: Αγγελίδου, Μαρία
Lynch, P. J.

Τόπος έκδοσης: Αθήνα

Βάρος βιβλίου: 313 gr

Διαστάσεις βιβλίου: 23x15 cm

ISBN 10: 9608240220

Φρικαντέλα - Η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα

Φρικαντέλα - Η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα


Φρικαντέλα - Η μάγισσα που μισούσε τα κάλανταΗ µάγισσα Φρικαντέλα µισεί αφάνταστα όλα τα καλά. Δε χορεύει καλαµατιανό. Χορεύει µόνο κακαµατιανό. Δεν τρώει ποτέ της καλαµαράκια. Τρώει µόνο κακαµαράκια. Δεν πίνει πορτοκαλάδα, µόνο πορτοκακάδα. Αλλά, πάνω απ' όλα, µισεί τα κάλαντα. Όταν, λοιπόν, παραµονές πρωτοχρονιάς ακούει τα παιδιά της γειτονιάς να τραγουδάνε τα κάλαντα, γίνεται έξω φρενών, τους κλέβει τις φωνές τους και τις φυλακίζει σε µπαλόνια. Η απολαυστική περιπέτεια συνεχίζεται στους χιο­νισµένους δρόµους της πόλης και στο κάστρο της µάγισσας, στα µαγικά δωµάτια του οποίου, τα παιδιά µε επικεφαλής τον τετραπέρατο Σεβαστια­νό Μπισµπικούκη αναζητούν τα µπαλόνια µε τις κλεµµένες φωνές τους.
Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα παράρτηµα µε τα κάλαντα από διάφορα µέρη της Ελλάδας και από ένα τριγωνάκι που τα παιδιά µπορούν να το χρησιµοποιήσουν για να ζωντανέψουν το παραµύθι µε τις δικές τους φωνές.


ΤΡΙΒΙΖΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ

Συγγραφέας - 0023466
ΤΡΙΒΙΖΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο Ευγένιος Τριβιζάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Σπούδασε νομικά και οικονομικά και είναι καθηγητής εγκληματολογίας στην Αγγλία. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Reading, όπου διατελεί Ομότιμος Καθηγητής, και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι γνωστός ως συγγραφέας βιβλιών για παιδιά από τεσσάρων χρονών και πάνω. Όλα του τα έργα τα χαρακτηρίζει πρωτοτυπία και μεγάλη φαντασία. Έχει γράψει γύρω στα 150 βιβλία που είναι: μυθιστορήματα, παραμύθια, θεατρικά έργα, αλφαβητάρια, διηγήματα, κόμικς, εκπαιδευτικά βιβλία και έχει συνεργαστεί με παιδικά περιοδικά. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι η Φρουτοπία και το Νησί των πυροτεχνημάτων. Όπως ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, έτσι και ο Ευγένιος Τριβιζάς γράφει σε µία από τις λιγότερο διαδεδοµένες γλώσσες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τα παραµύθια του, όµως, όπως και αυτά του Άντερσεν, έχουν τη δύναµη να αγγίζουν την καρδιά και το µυαλό των αναγνωστών όχι µόνο σε όλη την Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσµο. Boyd Tonkin, Literary Editor, The Independent Μαιτρ του χιούµορ και των ανατροπών, µοναδικός στην Ευρώπη. C.H. Davies, Bookbird Ο λογοτεχνικός κόσµος του Ευγένιου Τριβιζά αποτελεί µία αποκάλυψη. Miriam Gabriella Moellers, International Literature Festival Berlin Ένας συγγραφέας γοητευτικών βιβλίων. Kirsty Wark, BBC Television Journalist-Broadcaster Ό,τι καλύτερο µπορούσε να µας συµβεί, ειδικά στις µέρες µας, θαρρώ πως είναι ο Ευγένιος Τριβιζάς! Ο θαυµατοποιός Τριβιζάς. Ακόµα κι αν δεν υπήρχε, θα άξιζε να τον εφεύρουµε! Φωτεινή Τσαλίκογλου, Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήµιο Ο µόνος σύγχρονος συγγραφέας εν Ελλάδι που µπορεί ανεπιφύλακτα να διεκδικήσει το χρίσµα του παραµυθά. Το Βήµα Ο Τριβιζάς µε τους µύθους του, έµµεσα, τρυφερά, µε λεπτές διαδικασίες και µε γνώση της παιδικής νοηµοσύνης, εξασφαλίζει την πολυπόθητη και πολυσυζητηµένη αγωγή των παιδιών, ο ποιητής παραµυθιών γίνεται έτσι ο καλύτερος παιδαγωγός. Γεώργιος Μπαµπινιώτης Μέσα στην ψυχρή επιστηµονική τεχνική του εγκληµατολόγου που χρησιµοποιεί τις λέξεις ως νυστέρι, κρύβεται µια υπέροχη φτερωτή στολή, µια οργιάζουσα φαντασία, ένας χείµαρρος λεκτικός, ένας γοητευτικός παραµυθάς. Κώστας Γεωργουσόπουλος O παραµυθάς Eυγένιος Tριβιζάς είναι ένα πρόσωπο αγαπηµένο. Έρχεται από τα βάθη της φαντασίας στην πηγή της παιδικής µας ηλικίας, για να κάνει πραγµατικότητα όλα όσα κρύβουν τα όνειρά µας. City Press

ένα δέντρο μια φορά


ένα δέντρο μια φορά

Κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει σ έναν απόμερο δρόμο μιας πολύβουης πολιτείας, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει: ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα, τρεμοσβήνοντας, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούν κάτι...
------------------------------------------------------------------------



http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1686,5384/extras/activities/indexD3_metaselida/Indexd_3_Trivizas.html

Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»

Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...
Το παιδί

Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...
Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...
H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!
— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
— Γιατί το λες αυτό;
— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
— Με τι; Απόρησε.
— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.
— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...
— Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...
— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.
Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;
— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Λένε οι παλιοί...
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;

[πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]

Δημοφιλείς αναρτήσεις