Ειδικότερα, στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών που φέρει τον τίτλο «Κοσμόπολις» έχουν ψηφιοποιηθεί, μεταξύ άλλων, και σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού «Νουμάς», μέσω του οποίου εκφραζόταν η φωνή των υπέρμαχων του δημοτικισμού από τις 2 Ιανουαρίου του 1903, όταν το περιοδικό πρωτοκυκλοφόρησε, έως και το 1931 (με διακοπές κατά τα έτη 1917-1918, 1924-1929). Η κυκλοφορία του περιοδικού συνιστούσε σημαντικό πνευματικό γεγονός, καθώς πέραν της συμβολής του στη μόρφωση και την καλλιέργεια των αναγνωστών της εποχής, παράλληλα ενημέρωνε για καίριας σημασίας ευρωπαϊκά γεγονότα και σημαντικές πνευματικές τάσεις και ρεύματα, τα οποία και μεταλαμπάδευε στον ελληνικό χώρο.
Από την περιπλάνησή μας στις σελίδες του περιοδικού, ανακαλύψαμε τρία διηγήματα του σπουδαίου Νορβηγού λογοτέχνη Κνουτ Χάμσουν, τα οποία δεν περιέχονται σε καμία από τις συλλογές διηγημάτων του συγγραφέα που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορούν στη χώρα μας. Τα κείμενα αυτά, κατά τη χρονολογική σειρά που φιλοξενήθηκαν στο περιοδικό «Νουμάς», είναι:
Το διήγημά του Κνουτ Χάμσουν «Το δαχτυλίδι», όπως διαβάζουμε στο περιοδικό «Νουμάς», συγγράφηκε στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1905 και μεταφράστηκε στην ελληνική από τη νορβηγική γλώσσα από τον Μιχάλη Λυκιαρδόπουλο. Η υπόθεσή του είναι απλή, όχι όμως και μονοσήμαντη: Η υποψία του αφηγητή ότι η νεαρή φίλη του αγαπούσε ένα νέο στρατιωτικό. Ένα δαχτυλίδι που είχε εκείνη δωρίσει στον αφηγητή, το οποίο ο τελευταίος της δίνει πίσω για να το φαρδύνει και να του το επιστρέψει. Η αποκάλυψη της κοπέλας ένα μήνα μετά ότι είχε χάσει το δαχτυλίδι. Η επιστροφή του φαρδύτερου πια δαχτυλιδιού στον αφηγητή από την κοπέλα έπειτα από ένα χρόνο. Η άρνηση του αφηγητή να παραλάβει το δαχτυλίδι, επικαλούμενος ότι του ήταν πια πολύ φαρδύ.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το διήγημα είναι πολύ σύντομο, ο αφηγηματικός χρόνος καλύπτει ένα διάστημα που διαρκεί πάνω από ένα χρόνο. Μάλιστα, με άξονα το χρόνο, το διήγημα χωρίζεται ευκρινώς σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, όπου ο αφηγητής δίνει το δαχτυλίδι στην κοπέλα, καθώς τη συνοδεύει στο σπίτι της κάποιο βράδυ. Στο δεύτερο μέρος, ένα μήνα μετά, όπου η κοπέλα ενημερώνει τον αφηγητή ότι έχασε το δαχτυλίδι και στο τρίτο μέρος, όπου έπειτα από ένα χρόνο η κοπέλα επιστρέφει το δαχτυλίδι στον αφηγητή, ο οποίος όμως το αρνείται.
Η μη σύνθετη πλοκή του διηγήματος, ο περιορισμός των ηρώων σε δύο, η συμπύκνωση του χρόνου σε τρεις βαθμίδες, οι σύντομοι διάλογοι μεταξύ των δύο ηρώων (του αφηγητή και της νεαρής κοπέλας), οι συνοπτικές περιγραφές των προσώπων (με την εμμονή της εστίασης στο βλέμμα) είναι ορισμένα από τα αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου.
Το διήγημα βεβαίως αφήνει, έπειτα από την ανάγνωσή του, αρκετά ερωτηματικά στον αναγνώστη. Τι σχέση μπορεί να έχει ο αφηγητής με τον άνδρα που είχε ερωτευτεί η κοπέλα; Τι είδους συναισθήματα βίωνε για την κοπέλα; Μήπως ήθελε η σχέση τους να μην είναι απλά φιλική; Με ποια αφορμή η κοπέλα τού είχε χαρίσει το δαχτυλίδι που φορούσε; Για ποιον λόγο έκρινε σκόπιμο να της επιστρέψει το δαχτυλίδι, αμέσως αφότου διέγνωσε τον έρωτά της για ένα άλλο άνδρα; Γιατί δεν θύμωσε όταν η κοπέλα τού αποκάλυψε πως είχε χάσει το δαχτυλίδι; Για ποιον λόγο ο αφηγητής αρνήθηκε τελικά το δαχτυλίδι, προφασιζόμενος ότι η κοπέλα το είχε φαρδύνει παραπάνω από όσο έπρεπε; Μήπως, αν η κοπέλα δεν είχε χάσει το δαχτυλίδι που της επέστρεψε, ο ίδιος θα το αποδεχόταν και πάλι;
Σε ένα εξαιρετικά σύντομο διήγημα, ο Κνουτ Χάμσουν επιτυγχάνει να θέσει στον αναγνώστη ποικίλα ερωτήματα. Παρά το ότι επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που του παρέχει τη δυνατότητα να εκθέσει πιο αναλυτικά τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, εντούτοις αρνείται να αποκαλύψει πώς ο αφηγητής αντίκριζε την κοπέλα (περιορίζεται και μόνο στην περιγραφή της όμορφης εξωτερικής της εμφάνισης και στην παρενθετική αναφορά «-είμαστε φίλοι καλοί-»). Έτσι, αφήνει τον αναγνώστη του να προβεί σε υποθέσεις και να επιχειρεί να εφεύρει τις απαντήσεις στα αναδυόμενα ερωτήματα.
Το εκτενέστερο δεύτερο διήγημα του Χάμσουν με τα επτά κεφάλαια «Οι σκλάβοι της αγάπης», όπως διαβάζουμε στη σελίδα 111 του περιοδικού «Νουμάς» μεταφράστηκε από τη νορβηγική στην ελληνική γλώσσα από τον Β. Δασκαλάκη. Το αφηγηματικό υποκείμενο στο διήγημα αυτό είναι μια νεαρή γυναίκα, η οποία, αφού έχασε τη δουλειά της, ως σερβιτόρα ενός καφενείου, αποφασίζει να συγγράψει ένα γράμμα, προκειμένου να αλαφρύνει τον πόνο της. Ο κεντρικός κορμός της αφηγηματικής πλοκής συνοψίζεται στα ακόλουθα: Η περιγραφή του κυρίου με τα γκρίζα - θαμώνα του καφενείου όπου η κοπέλα εργαζόταν, τον οποίο είχε ερωτευτεί. Η αμφιλεγόμενη σχέση του με την κυρία με τα κίτρινα. Η προθυμοποίηση της κοπέλας να πραγματοποιεί όλες τις επιθυμίες του. Η απόρριψή της από τον κύριο με τα γκρίζα. Η επιμονή της κοπέλας που την οδηγεί στο δανεισμό χρημάτων στον κύριο με τα γκρίζα, τα οποία ο τελευταίος αδυνατεί να της επιστρέψει. Το ταξίδι του κυρίου με τα γκρίζα και η υπόσχεσή του στην κοπέλα ότι θα επιστρέψει κοντά της. Το γράμμα του κυρίου στην κοπέλα, όπου αποκαλύπτεται ότι είχε ακολουθήσει την κυρία με τα κίτρινα, με την οποία ήταν ακόμα ερωτευμένος. Η απόλυση της κοπέλας από τη δουλειά της και η αναζήτηση νέας εργασίας μέσω των εφημερίδων. Η παράδοξη - ευρηματική πληροφόρηση της κοπέλας για το θάνατο του κυρίου με τα κίτρινα.
Ο συγγραφέας στο διήγημα φωτίζει σε βάθος τον ανθρώπινο ψυχισμό. Οι ήρωες, καταδυναστευόμενοι από το ερωτικό πάθος, είναι ικανοί να φθάσουν σε ακραίες καταστάσεις, έως την ταπείνωση. Ο Χάμσουν υπονομεύει συστηματικά στο διήγημα κάθε βεβαιότητα. Εκεί που ο αναγνώστης νιώθει ότι ο ήρωας βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση των προσδοκιών του, αμέσως μετά συνειδητοποιεί ότι παρασάγγας απέχει από την επίτευξη των αναμενόμενων στόχων του.
Συμπληρωματικά, στο διήγημα αναδύεται -αν και συγκεκαλυμμένα- ο μηδενισμός του συγγραφέα που αντλεί την καταγωγή του από το νιτσεϊκό στοχασμό. Η ερωτευμένη κοπέλα απομένει μόνη, χωρίς τον άνδρα που αγαπάει και χωρίς εργασία. Ο άνδρας υπερβαίνει τα όριά του, υποκινούμενος από την ανάγκη του να βρεθεί ξανά με τη γυναίκα που αγαπάει, γιατί νιώθει ότι μόνο μαζί της έχει αξία η ζωή του. Ο απόλυτος μηδενισμός επέρχεται με την αναγγελία του θανάτου του άνδρα. Η ηρωίδα βρίσκεται ενώπιον ενός αμετάκλητου τέλους, χωρίς να διαφαίνεται για την ίδια κάποια ελπίδα διαφυγής.
Από το παραπάνω διήγημα, ενδιαφέρον έχει το πώς χρησιμοποιείται το επίθετο «σκλάβα» και «σκλάβος» σε καίρια, κατά την άποψή μου, σημεία. Τα επίθετα αυτά δεν προσδιορίζουν τους κοινωνικά υποβαθμισμένους ήρωες, αλλά εκείνους που είναι ψυχολογικά δέσμιοι. Όπως προείπαμε, ο κύριος με τα γκρίζα αποκαλεί τη νεαρή κοπέλα «σκλάβα», αντιλαμβανόμενος ότι εκείνη έχει πέσει θύμα του έρωτα. Όμως και ένας φίλος του άνδρα, ρωτώντας τον ένα βράδυ στο καφενείο γιατί αποκαλεί σκλάβα την κοπέλα, λέει στον κύριο με τα γκρίζα: «Συ είσαι πιότερο σκλάβος απ’ αυτή» (σελ. 108), καθώς ο τελευταίος υπήρξε θύμα του έρωτα της κυρίας με τα κίτρινα. Εξάλλου, ο κύριος με τα γκρίζα στο γράμμα που αποστέλλει στη νεαρή κοπέλα δηλώνει : «Είμαι σκλάβος της κυρίας με τα κίτρινα».
Σε σχέση με τον παραπάνω προβληματισμό έχει ενδιαφέρον να αναδείξουμε δύο περίτεχνα δομημένες σκηνές του διηγήματος: Ένα βράδυ που η νεαρή κοπέλα έδωσε χρήματα σε μια γριά ζητιάνα εκ μέρους του κυρίου με τα κίτρινα (αφού πράγματι προέρχονταν από εκείνα που ο άνδρας της είχε κάποια βραδιά επιστρέψει), στην ερώτηση της ζητιάνας αν εκείνος ήταν σύζυγος της κοπέλας, η τελευταία έδωσε τη χαρακτηριστική απάντηση: «Όχι, σκλάβα του είμαι». Η παραδοχή της κοπέλας ότι ήταν σκλάβα του άνδρα συνάδει με την εμμονή της να ανταποκρίνεται στις όποιες επιθυμίες εκείνου, έστω κι αν γνώριζε ότι αυτός αγαπούσε μια άλλη γυναίκα. Μάλιστα, το ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι ο συγγραφέας βάζει την ίδια τη ζητιάνα στο τέλος του διηγήματος να προκαλεί τη νεαρή κοπέλα να αποκαλύψει στον αναγνώστη την είδηση του θανάτου του άνδρα. Όταν η κοπέλα της δίνει και πάλι χρήματα εκ μέρους του κυρίου με τα γκρίζα, η ζητιάνα τη ρωτά αν είναι αρραβωνιαστικιά του και εκείνη της απαντά «Όχι, η χήρα του είμαι…», κατά παραλληλία προς το «Όχι, σκλάβα του είμαι».
Με αφορμή τα παραπάνω, ανακαλούμε στη μνήμη μας τα γραφόμενα του Α. Σαχίνη, ο οποίος στο βιβλίο «Μεταβατικά χρόνια της νεοελληνικής πεζογραφίας» (γρ. 1944-1945, Αναζητήσεις, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 38) αναφέρει για τον Χάμσουν: «Μόνιμο σχεδόν ψυχικό κλίμα στην πεζογραφία του Hamsun είναι ένας ανικανοποίητος έρωτας. Οι ήρωές του, οιστρηλατημένοι από τα ακαθόριστα οράματα μιας ξέφρενης και ξεστρατισμένης από την ισορροπία φαντασίας, πάσχουν υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε χίλιες δυο ψυχικές και συναισθηματικές περιπέτειες».
Στο τρίτο κατά σειρά διήγημα του Χάμσουν με τίτλο «Η γυναίκα νικήτρα», ο μεταφραστής υπογράφει με τα αρχικά Ρ. ΤΖ. Ο αφηγητής είναι ένας εισπράκτορας στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Σικάγο που αφηγείται ένα περιστατικό που τού συνέβη μια παραμονή Πρωτοχρονιάς. Παραθέτω τους βασικούς άξονες της αφηγηματικής πλοκής: Η υλοποίηση της επιθυμίας ενός κυρίου να δώσει την εντύπωση στη γυναίκα του ότι θέλει να αυτοκτονήσει, κατεβαίνοντας στο πηγάδι κάτω από τις ράγες του τρένου, έναντι αμοιβής. Η προσφορά αμοιβής εκ μέρους του κυρίου και στον οδηγό του τρένου. Η επιβίβαση της γυναίκας του στο τρένο και η περίεργη συνομιλία της με τον οδηγό. Η προσπάθεια του εισπράκτορα να σταματήσει το τρένο στο οποίο είχε επιβιβαστεί η γυναίκα του κυρίου, δίνοντας το σύνθημα στον οδηγό, μόλις αντιλήφθηκε το κεφάλι του κυρίου κάτω από τις ράγες. Η άρνηση του οδηγού να σταματήσει και ο θάνατος του κυρίου. Η παραίτηση του οδηγού και οι ανακρίσεις από τις αστυνομικές αρχές. Η αποκάλυψη του πρώην οδηγού στον εισπράκτορα κάποια άλλη παραμονή Πρωτοχρονιάς ότι είχε λάβει πολύ περισσότερα χρήματα από τη γυναίκα του κυρίου στο παρελθόν, καθώς εκείνη ήθελε να τον βγάλει για πάντα από τη ζωή της. Η ετοιμασίες του οδηγού για μετακόμιση στη Δυτική Αμερική και αγορά ενός κτήματος με τα χρήματα της γυναίκας του δολοφονηθέντος.
Η εκδίκηση της γυναίκας έρχεται στο τέλος του διηγήματος, όταν αποδεικνύεται ότι εκείνη είναι που ελέγχει τελικά την έκβαση των πραγμάτων, παρά τις όποιες προσπάθειες του συζύγου της να δρομολογήσει τις εξελίξεις στον απειλούμενο από ματαίωση γάμο του. Η ηρωίδα, όχι μόνο βρήκε εραστή και εγκατέλειψε τον σύζυγό της, αλλά φρόντισε να του αφαιρέσει τη ζωή, για να μην στέκεται εκείνος εμπόδιο στη δική της.
Το ξάφνιασμα, η έκπληξη και η ανατροπή αναδεικνύονται για άλλη μια φορά ως συστατικά καίριας σημασίας μέσα στην αφηγηματική ροή. Ο συγγραφέας στο τελευταίο μέρος του διηγήματος ανατρέπει τις προσδοκίες του αναγνώστη, τις οποίες έχει ο ίδιος προηγουμένως δεξιοτεχνικά καλλιεργήσει.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι και τα τρία διηγήματα αναδεικνύουν την ερωτική πλευρά του Χάμσουν - άλλωστε για πολλούς ο Νορβηγός νομπελίστας αποτελεί κατεξοχήν ερωτικό συγγραφέα. Τα υπολανθάνοντα και στα τρία διηγήματα ερωτικά τρίγωνα (αφηγητής - κοπέλα - γιος σπιτονοικοκύρη, αφηγήτρια - κύριος με τα γκρίζα - κυρία με τα κίτρινα, κύριος - κυρία - εραστής), η διαχείριση της ερωτικής ζήλιας και το αίσθημα της ανελευθερίας που πηγάζει από τα ψυχολογικά αδιέξοδα και όχι από τα κοινωνικά στερεότυπα συνιστούν βασικά μοτίβα και των τριών διηγημάτων. Τα στοιχεία αυτά, συνδυαζόμενα με την απαράμιλλη αφηγηματική δεξιότητα, αποδεικνύουν ότι ο Χάμσουν είναι εξαιρετικά σύγχρονος, καθώς φωτίζει πλέρια όψεις της ψυχοσύνθεσης του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου.
Αντί επιλόγου, θα παραθέσω ένα περιστατικό το οποίο αλίευσα από ένα άλλο τόμο του περιοδικού «Νουμάς» και αφορά στον μεγάλο Νορβηγό συγγραφέα. Σε ένα άλλο τόμο λοιπόν του περιοδικού του 1930 (τόμ. 22, αρ. 793, σελ. 123-124), καταγράφεται το παρακάτω περιστατικό:
«Πριν από λίγο καιρό στα γενέθλιά του, 70 χρόνια, σκοτώθηκαν οι Νορβηγοί συνάδερφοί του να χαρίσουν ένα δώρο «στον πρώτο μεταξύ τους». Ένα τεράστιο ασημένιο κροντήρι με την επιγραφή “Στο μαέστρο!” Ο Νορβηγικός Σύνδεσμος των Συγγραφέων τού επεδόθηκε. Ο Knut Hamsun έστειλε το δοχείο πίσω. Διατείνεται τάχα –μόλα του τα 20 βιβλία- πως δεν είναι συγγραφέας. «Το γράψιμο μού είναι παραεπάγγελμα, είμαι γεωργός» λέγει λακωνικά σ’ ένα βιογραφικό λεξικό». Για να πειστείτε ή όχι στα λεγόμενα του συγγραφέα, αρκεί να μελετήσετε τα τρία διηγήματα που σκιαγραφούνται αδρομερώς στο παρόν κείμενο.