Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Μίριαμ Μακέμπα


H Μίριαμ Μακέμπα γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ στις 4 Μαρτίου 1932... Ως ένα νεαρό κορίτσι των δεκατριών, πήρε μέρος σε ένα σόου ταλέντων σε ένα ιεραποστολικό σχολείο και έφυγε με το πρώτο βραβείο. Συχνά την καλούσαν να τραγουδήσει στους γάμους, και η δημοτικότητά της αυξήθηκε , καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι θαμπώνονταν από το ταλέντο της.
Το 1952 επιλέχτηκε για να τραγουδήσει για το The Manhattan Brothers και περιόδευσε τη Νότια Αφρική μαζί τους.

Ήδη από το 1956, έγραψε και κυκλοφόρησε το τραγούδι "Pata Pata". Έλαβε πρόσκληση για να επισκεφθεί την Ευρώπη και την Αμερική, όπου ήρθε στην προσοχή του Harry Belafonte και ο Steve Allen και συνθηκολόγησε στο καλλιτεχνικό στερέωμα. 1959 είδε την να γίνει το πρώτο της Νότιας Αφρικής για να κερδίσει ένα βραβείο Grammy για το «Μια βραδιά με Harry Belafonte & Miriam Makeba» του άλμπουμ.

Η Μίριαμ Μακέμπα έγινε εξορίστηκε το 1960, όταν η Νότια Αφρική της απαγόρευσε να επιστρέψει στη χώρα γέννησής της καθώς κρίθηκε πολύ επικίνδυνο και επαναστατικό το έργο της το οποίο προωθούσε την εξέγερση των Αφρικανών με αποτέλεσμα η κυβέρνηση στην οποία ήταν κυρίως Λευκοί.

Η Miriam μόνο επέστρεψε στη Νότια Αφρική τριάντα χρόνια αργότερα. Το 1967, περισσότερα από δέκα χρόνια αφότου έγραψε το τραγούδι, "Pata Pata" κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και έγινε ένα χτύπημα σε όλο τον κόσμο. Από τότε έχει καταγραφεί ξανά από πολλούς διεθνείς καλλιτέχνες.
Μίριαμ Μακέμπα, Miriam Makeba

Η Μακέμπα ήταν το αγαπημένο παιδί του αμερικανικού κοινού, αλλά στράφηκαν εναντίον της, όταν παντρεύτηκε τον μαύρο ακτιβιστή, Stokely Carmichael, το 1968.

Αν και ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν της απαγόρευσαν τις συναυλίες, ξαφνικά αυτές ακυρώθηκαν. Κινήθηκε πίσω στην Αφρική, αυτή τη φορά στη Γουινέα όπου έγινε δεκτή με ανοιχτές αγκάλες. Miriam συνέχισε να γράφει τραγούδια και να κάνει περιοδείες. Ήταν σεβαστή από την κυβέρνηση της Γουινέας και κλήθηκε να αντιπροσωπεύσει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τη Γουινέα.

Έχει απευθυθεί δύο φορές την Γενική Συνέλευση, μιλώντας για τη κατάσταση στης Ηπείρου της. Παρά το γεγονός ότι πάντα θεωρούσε τον εαυτό της όσον τραγουδίστρια και όχι ως πολιτικός, έχει κερδίσει πολλά διεθνή βραβεία της, συμπεριλαμβανομένου του 1986 Dag Hammerskjold Βραβείο Ειρήνης και της UNESCO Grand Prix du Conseil International de la Musique.

Η Makeba είναι επίσης γνωστή για το γεγονός ότι ενέπνευσε μια μόδα διαρκείας τη δεκαετία του 60, όπου το σύνθημα τη ήταν «το μαύρο είναι όμορφο»

Έγινε δεκτή από τους ηγέτες του κόσμου, όπως η Haile Selassie, ο Φιντέλ Κάστρο, Τζον Φ. Κένεντι και ο Φρανσουά Μιτεράν. Έχει περιοδεύσει με τραγουδιστές όπως ο Paul Simon, Nina Simone, Hugh Masekela και Dizzy Gillepsie.

Επέστρεψε στην πατρίδα της, τον Δεκέμβριο του 1990. Τέσσερα χρόνια αργότερα άρχισε ένα φιλανθρωπικό έργο για να αντλήσει κεφάλαια για την προστασία των γυναικών στη Νότια Αφρική. Η πρώτη συναυλία της στη Νότια Αφρική (1991) ήταν μια τεράστια επιτυχία και αυτό ήταν ένα προοίμιο για μια παγκόσμια περιοδεία η οποία περιελάμβανε τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Έχει κυκλοφορήσει πάνω από τριάντα άλμπουμ κατά τη διάρκεια των ετών, και ισχυρό και χαρακτηριστική φωνή της, διατηρεί την καθαρότητα και το εύρος που του επιτρέπουν να είναι τόσο ισχυρή ως μια πορεία διαμαρτυρίας και ως οδυνηρή όπως μια αφρικανική νανούρισμα. Miriam ήταν MamaAfrica, μια κυρία με μια ιδιαίτερη πινελιά.

Έχει ξεπεράσει πολλές καταιγίδες στη ζωή της, μεταξύ των οποίων αρκετά ατυχήματα αυτοκινήτων, αεροπορικό δυστύχημα, ακόμη και καρκίνο. Παρέμεινε ως ενεργός στην τελευταία χρόνια της ζωής της, όπως έκανε ως ένα νεαρό κορίτσι με τα αστέρια στα μάτια της.

Στις 9 Νοεμβρίου 2008, Μίριαμ Μακέμπα αρρώστησε, λαμβάνοντας παράλληλα μέρος σε μια συναυλία που θα διεξαγόταν στο Castel Volturno της Ιταλίας. Miriam υπέστη καρδιακή προσβολή μετά από το τραγούδι "Pata Pata", και έσπευσε σε μια κλινική όπου οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα.Μια εξαιρετική προσωπικότητα και καλλιτέχνης, όποου τα επιτεύγματα της ήταν μέρος της ιστορίας του 20ου αιώνα.
http://www.apocalypsejohn.com/2013/03/Miriam-Makempa.html

http://www.youtube.com/watch?v=kCc61z9IFu4

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Papadiamantis Aleksandros by Nirvanas.jpg
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911), «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:

"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.

Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."

Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε στο Γυμνάσιο (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στη Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές του - όπως όταν, επί παραδείγματι, απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.

Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε,
μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς
ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς.
Κωστῆς Παλαμᾶς, Ἡ Μοῦσα τοῦ Παπαδιαμάντη

Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, γλώσσες που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τις γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.

Η θέση του καλυτέρευσε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες- συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του[εκκρεμεί παραπομπή]. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» έχει γράψει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος , καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.

Παρόλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος, παρόλο που του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση και δεν έπιανε εύκολα φιλίες, στο Περιοδικό "Νέα Εστία" (Χριστούγεννα 1940) διαβάζουμε για εκείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο:[1] ". . Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς το Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα σε κάθε δύσκολη στιγμή, δεν έδειξε την αγάπη, που, ίσως, θα έπρεπε να δείξει[εκκρεμεί παραπομπή]. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.

Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος Άγιος) παπα Νικόλας Πλανάς.

Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε και η υγεία του. Κάποιοι φίλοι του (μεταξύ των οποίων οι Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος) διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του και να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε να τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.

Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.

Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933 έγιναν ομιλίες μπροστά στην προτομή του για το έργο του, με την παρουσία και συμμετοχή τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων που επισκέφθηκαν τη Σκιάθο, καθώς και εκατόν πενήντα Ελλήνων λογοτεχνών και άλλων θαυμαστών του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα, τα οποία να απορρέουν από μια αντικειμενική μελέτη του έργου του, δεν υπάρχουν ως το 1935.

Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί
ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ
καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Τὸ Ἄξιoν Ἐστί

Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου, στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση. Επίσης αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη και τις κάνει διηγήματα, εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του και με τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.

Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, έπαιρνε τα θέματά του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Το υπόστρωμα συνήθως είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση, τόσο στους μετέπειτα χρόνους όσο και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκι.

Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου : «Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα, που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από τον ποιητικό οίστρο και τη μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί, βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα, που χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Ωστόσο, σιγά-σιγά απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, που έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο Αιγαίο, είτε σε φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό μυστικισμό του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.

Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Παναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δε θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.

Η πρώτη του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται με το μυθιστόρημα Η μετανάστις. Είναι ένα έργο του ξενιτεμένου ελληνισμού. Επικρίνει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, που κατ' αυτόν ξέχασαν τις γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την Ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστρια κι η ίδια), που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, με την αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και στην ευγένεια της ψυχής της, οδηγείται, με καρτερικότητα και άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα του στο επίπεδο μορφής της αρχαίας τραγωδίας και, μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο, βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη διαφθορά του περίγυρου και την κακία της κοινωνίας.

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του Οι έμποροι των εθνών, ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο το οποίο δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα[εκκρεμεί παραπομπή]. Μια πληθωρική φαντασία, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο, έδωσε ένα έργο πραγματικά γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατία στην πρώτη της εξόρμηση για την κατάκτηση των Κυκλάδων και περιγράφει με δαντικές εικόνες την αγριότητα των Βενετών και των Γενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία και την ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι «οι έμποροι των εθνών», που η δίψα του χρήματος τούς μεταβάλει σε λύκους και απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων των ελληνικών νησιών.

Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, Η Γυφτοπούλα, είναι ένα συγγραφικό τόλμημα, και στη σύλληψη, και στη σύνθεση, και στη μορφή[εκκρεμεί παραπομπή]. Δημοσιευμένη σε συνέχειες, μήνες ολόκληρους στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του τον θρύλο τού μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς ο συγγραφέας κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. Η Γυφτοπούλα είναι ένα μυθιστόρημα για την Άλωση[εκκρεμεί παραπομπή], ένας θρήνος για την Πόλη, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Για τον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό και αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρία του, τον αποδοκιμάζει για τη θρησκευτική του πλάνη και την άγονη προσπάθειά του να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των Γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες τον Πλήθωνα και την άτυχη κόρη του, με τον ακόμα πιο άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο (στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται και οι δυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό την παραμονή της Άλωσης της Πόλης).

Με τον Χρήστο Μηλιόνη ο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ηρωικά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης. Εκεί, κατά τον συγγραφέα, η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Έθνους. Είναι ένα προανάκρουσμα της παρουσίασης της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πως η Επανάσταση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός, που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του, «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους». Κατά τον συγγραφέα, οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τις νόθες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτή μετεπαναστατική κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. Ο Χρήστος Μηλιόνης είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα, ίσως το καλύτερο που έχει δώσει ως σήμερα η νεοελληνική γραμματεία[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο πυρήνας του έργου προέρχεται από το γνωστό δημοτικό τραγούδι για τον ηρωικό θάνατο τού Χρήστου Μηλιόνη. Το έργο αυτό δίνει την εικόνα μιας Κλεφτουριάς με αγνό ηρωισμό και ασίγαστη πίστη στην ελευθερία.

Η Φόνισσα είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα, συγκλονιστική, και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη φτάνει στο κορύφωμά της, όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια το καταδικάζει, ενώ, παράλληλα, την εξανθρωπίζει το, στο βάθος του, ανθρωπιστικό ιδανικό της.

Τα Ρόδινα Ακρογιάλια, με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει την παρακμή και τα γηρατειά του συγγραφέα[εκκρεμεί παραπομπή]. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Οι δύο ήρωες του έργου, ο ναυτικός Διαμαντής ο Αγάλλος και ο βοσκός Πατσοστάθης, διηγούνται την ιστορία τους στον τρίτο ήρωα, τον αφηγητή, στον οποίο υποκρύπτεται ο Παπαδιαμάντης. Ο Αγάλλος, αλαφροΐσκιωτος από γενιά, έλειψε χρόνια στα βόρεια της Γαλλίας κι έχει γυρίσει τώρα, γεροντοπαλίκαρο, στο νησί του, ενώ ο Πατσοστάθης, αγροίκος βοσκός ή άπραγο αγρίμι, μένει για έντεκα χρόνια αρραβωνιασμένος επειδή του έχουν κάνει μάγια, αλλά και με μάγια παντρεύεται. Η νουβέλα μάς δίνει ανάγλυφη την εικόνα της ζωής στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα και των ηθών στην ελληνική ύπαιθρο της εποχής όσον αφορά τον γάμο και τις προσωπικές σχέσεις γενικότερα, αναδεικνύοντας -με τον μοναδικό τρόπο και την υψηλή ψυχογραφική δεινότητα του Παπαδιαμάντη- τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις πολύ αξιόλογες περιγραφές του έργου αυτού θαύμαζε ιδιαίτερα ο Καβάφης.

Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατό του, τυπώθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους εξέδωσε ο Οίκος Ελευθερουδάκη το 1925-1930 και έναν τόμο (Θαλασσινά διηγήματα) ο Αθ. Καραβίας το 1945. Το 1955, τα Άπαντά του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο Δ. Δημητράκου, με βιογραφικά στοιχεία, κριτικά σχόλια και προλόγους σε γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους και επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.

Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, που αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες και σχέδιο. Αυτά είναι: Το χριστόψωμο, Η χήρα παπαδιά, Η τελευταία βαπτιστική, Η υπηρέτρα, Ο σημαδιακός, Η σταχομαζώχτρα, Εξοχική Λαμπρή, Η χτυπημένη[ασαφές], Ο Πανταρώτας, Η παιδική πασχαλιά, Η μαυρομαντηλού, Το Πάσχα ρωμέϊκο, το Θέρος-έρος, Ο φτωχός άγιος, Η νοσταλγός, Μια ψυχή, Ο Αμερικάνος, Στο Χριστό στο Κάστρο, Στην Αγ' Αναστασά και το Όλόγυρα στη λίμνη. Σε αυτά μπορεί να καταταχθεί και το Έρως-ήρως'. Με το αριστούργημά του Ολόγυρα στη λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας, δημιουργώντας δική του τεχνική, και ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του[εκκρεμεί παραπομπή]. Εκτός από το διήγημά του Ολόγυρα στη Λίμνη, κορυφαία δημιουργία του μπορεί να θεωρηθεί και η Νοσταλγός[εκκρεμεί παραπομπή].

Με το Ολόγυρα στη λίμνη, ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία[εκκρεμεί παραπομπή]. Με έντονη πλαστική δύναμη, δίνει διάφανες περιγραφές και δροσερές εικόνες, καθαρές και έντονες, που κάνουν το διήγημα έναν πολυσύνθετο πίνακα της νησιώτικης ζωής, γεμάτο από ποικιλία μορφών.

Από το 1892 ως το 1897, περίοδο όπου η Ελλάδα είδε τη χρεωκοπία, την πτώση του Τρικούπη και τον αποτυχημένο πόλεμο του '97, ο Παπαδιαμάντης, αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, στηλιτεύει την κοινωνική διαφθορά και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής, απόχρωσης. Με τη σάτιρά του προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία και να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Αρχίζει με το διήγημα Οι Χαλασοχώρηδες και συνεχίζει με τα Τα δύο τέρατα, Ο καλόγερος, Τυφλοσύρτης, Ναυαγίων ναυάγια, Βαρδιάνος στα Σπόρκα κ.α. Με τους Ελαφροΐσκιωτους, μεταφέρει τη σάτιρά του στη Σκιάθο και χτυπάει τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τη μαγεία κλπ. Οι Παραπονεμένες και μερικά άλλα διηγήματα, όπως το Πατέρα στο σπίτι, ανήκουν στα αθηναϊκά διηγήματα. Ψυχολογικό είναι το διήγημα Φιλόστοργοι, και κοινωνικό το διήγημα Χωρίς στεφάνι. Άλλα διηγήματα αυτής της εποχής είναι τα Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Ο Γαγάτος καί τ' άλογο, Απόλαυσις στη γειτονιά, Για τα ονόματα κ.ά.

Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του και έγιναν διαχρονικά για την ελληνική λογοτεχνία. Ξεδίπλωσε το ταλέντο του, εκδηλώνοντας μορφοπλαστικές ικανότητες μεγάλης δύναμης. Στην κορύφωση αυτής της περιόδου ανήκουν τα διηγήματα: Μερακλίδικα[ασαφές], Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο καλούμπας, Για την περηφάνια, Η στρίγγλα μάννα, Ο έρωτας στα χιόνια, Άγια και πεθαμένα, Τρελλή βραδιά, Τ' αγνάντεμα. Επίσης τα παιδικά: Δαιμόνια στο ρέμα, Υπό την βασιλικήν δρυν, Τα κρούσματα, Της Κοκκώνας το σπίτι, Το πνίξιμο του παιδιού, Γουτού-γουπατού, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Ω! τα βασανάκια κ.ά.

Ύστερα ακολουθούν σημαντικά διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και πάθος: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμακολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα Επίσης, θα μπορούσαν να μπουν και Τα ρόδινα ακρογιάλια. Στην τέταρτη, και τελευταία, την ρεαλιστική-κοινωνική περίοδο, που οι κριτικοί χαρακτηρίζουν ως την εποχή των μεγάλων δημιουργιών του Παπαδιαμάντη, ανήκουν τα διηγήματα: Η τύχη απ' την Αμέρικα, έργο πνοής και ωμού ρεαλισμού, Κοκκώνα θάλασσα, Μάννα και κόρη, Η αποσώστρα, Η ξομπλιάστρα, Η συντέκνισσα, Τα δυο κούτσουρα, Θάνατος κόρης, Έρμη στα ξένα, Αλιβάνιστος, Τ' αγγέλιασμα, Η ασπροφουστανούσα, Η πεποικιλμένη, Το χατζόπουλο, Οι Κανταραίοι και Η Φόνισσα.
Μυθιστορήματα

Η Γυφτοπούλα (1884)
Η Μετανάστις (1880)
Οι Έμποροι των Εθνών (1883)

Νουβέλες

Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893)
Η Φόνισσα (1903)
Τα Ρόδιν' ακρογιάλια (1908)
Χρήστος Μηλιόνης (1885)

Διηγήματα

Αγάπη στον κρεμνό
Άγια και πεθαμένα (1896)
Άλλος τύπος (1903)
Αμαρτίας φάντασμα (1900)
Άνθος του γιαλού (1906)
Αποκριάτικη νυχτιά (1892)
Απόλαυσις στη γειτονιά (1900)
Άσπρη σαν το χιόνι (1907)
Άψαλτος (1906)
Για τα ονόματα (1902)
Για την περηφάνια (1899)
Γουτού Γουπατού (1899)
Γυνή πλέουσα (1905)
Εξοχική Λαμπρή (1890)
Εξοχικόν κρούσμα (1906)
Έρημο μνήμα (1910)
Έρμη στα ξένα (1906)
Έρως – Ήρως (1897)
Η Άκληρη (1905)
Η Αποσώστρα (1905)
Η Βλαχοπούλα (1892)
Η Γλυκοφιλούσα (1894)
Η Γραία κ' η θύελλα (1906)
Η Δασκαλομάννα (1894)
Η Επίσκεψις του αγίου Δεσπότη (1906)
Η Θητεία της πενθεράς (1902)
Η Θεοδικία της Δασκάλας (1906)
Η Ξομπλιαστήρα (1906)
Η Κάλτσα της Νώενας (1907)
Η Μακρακιστίνα (1906)
Η Μαούτα (1905)
Η Μαυρομαντηλού (1891)
Η Νοσταλγός (1894)
Η Ντελησυφέρω (1904)
Η Πεποικιλμένη (1909)
Η Πιτρόπισσα (1909)
Η Σταχομαζώχτρα (1889)
Η Στοιχειωμένη καμάρα (1904)
Η Συντέκνισσα (1903)
Η Τελευταία βαπτιστική (1888)
Η Τύχη απ' την Αμέρικα (1901)
Η Φαρμακολύτρια (1900)
Η Φωνή του Δράκου (1904)
Η Χήρα παπαδιά (1888)
Η Χήρα του Νεομάρτυρος (1905)
Η Χολεριασμένη (1901)
Η Χτυπημένη (1890)
Θάνατος κόρης (1907)
Θέρος – Έρος (1891)
Κοινωνική αρμονία (1906)
Κοκκώνα θάλασσα (1900)
Λαμπριάτικος Ψάλτης (1893)
Με τον πεζόβολο (1907)
Μια ψυχή (1891)
Μικρά ψυχολογία (1903)
Ναυαγίων ναυάγια (1893)
Νεκρός ταξιδιώτης (1910)
Ο Αβασκαμός του Αγά (1896)
Ο Αειπλάνητος (1903)
Ο Αλιβάνιστος (1903)
Ο Αμερικάνος (1891)
Ο Ανάκατος (1910)
Ο Γαγάτος καί τ' άλογο (1900)
Ο Γείτονας με το λαγούτο (1900)
Ο Διδάχος (1906)
Ο Έρωτας στα χιόνια (1896)
Ο Κακόμης (1903)
Ο Καλόγερος (1892)
Ο Κοσμολαΐτης (1903)
Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης (1896)
Ο Πανδρολόγος (1902)
Ο Πανταρώτας (1891)
Ο Πεντάρφανος (1905)
Ο Πολιτισμός εις το χωρίον (1891)
Ο Σημαδιακός (1889)
Ο Τυφλοσύρτης (1892)
Ο Χαραμάδος (1904)
Ο Χορός εις του κ. Περιάνδρου (1905)
Οι Δύο Δράκοι (1906)
Οι Ελαφροΐσκιωτοι (1892)
Οι Κουκλοπαντρειές (1903)
Οι Λίρες του Ζάχου (1908)
Οι Μάγισσες (1900)
Οι Ναυαγοσώσται (1901)
Οι Παραπονεμένες (1899)
Οι Χαλασοχώρηδες (1892)
Ολόγυρα στη λίμνη (1892)
Όνειρο στο κύμα (1900)
Παιδική Πασχαλιά (1891)
Πάσχα Ρωμέικο (1891)
Πατέρα στο σπίτι! (1895)
Ποία εκ των δύο (1906)
Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου (1906)
Σταγόνα νερού... (1906)
Στην Αγι-Αναστασά (1892)
Στο Χριστό, στο Κάστρο (1892)
Στρίγλα μάννα (1902)
Τ' Αγνάντεμα (1899)
Τ' Αερικό στο δέντρο (1907)
Τ' Αστεράκι (1909)
Τ' Μπούφ' του π'λί (1904)
Τα Δαιμόνια στο ρέμα (1900)
Τα Δύο κούτσουρα (1904)
Τα Δύο τέρατα (1909)
Τα Καλαμπούρια ενός δασκάλου (1908)
Τα Κρούσματα (1903)
Τα Λιμανάκια (1907)
Τα Πτερόεντα δώρα (1907)
Τα Συχαρίκια (1894)
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (1896)
Της Δασκάλας τα μάγια (1909)
Της Κοκκώνας το σπίτι (1893)
Το Γιαλόξυλο (1905)
Το Γράμμα στην Αμερική (1910)
Το Ενιαύσιον θύμα (1899)
Το Θαλάσσωμα (1906)
Το Θαύμα της Καισαριανής (1901)
Το Καμίνι (1907)
Το Κρυφό Μανδράκι (1906)
Το Μυρολόγι της φώκιας (1908)
Το «Νάμι» της (1906)
Το Νησί της Ουρανίτσας (1902)
Το Πνίξιμο του παιδιού (1900)
Το Σπιτάκι στο Λιβάδι (1896)
Το Τυφλό σοκκάκι (1906)
Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη
Το Χριστόψωμο (1887)
Το Ψοφίμι (1906)
Τρελή βραδιά (1901)
Υπηρέτρα (1888)
Υπό την Βασιλικήν δρύν (1901)
Φιλόστοργοι (1895)
Φορτωμένα κόκκαλα (1907)
Φτωχός Άγιος (1891)
Φώτα – Ολόφωτα (1894)
Χωρίς στεφάνι (1896)
Ωχ! Βασανάκια (1894)

Ποιήματα

Στην Παναγίτσα στο Πυργί
Προς την μητέρα μου (1880)
Δέησις (1881)
Εκπτωτος ψυχή (1881)
Η κοιμισμένη βασιλοπούλα (1891)
Το ωραίον φάσμα (1895)
Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη (1902)
Νύχτα βασάνου (1903)
Επωδή παπά στη χολέρα (1879)
Επωδή γιατρού στη χολέρα (1879)
Το τραγούδι της Κατίνας (1892)
Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν (1907)
Ερωτες στα κοπριά (1907)
Στην Παναγία τη Σαλονικιά (1908)

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Σήμερα ...4/3

Αποτέλεσμα εικόνας για λουλουδια
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Μαρία Πλυτά

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια παλιότερη δημοσίευση.
Αποτέλεσμα εικόνας για Μαρία ΠλυτάΓεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ασχολήθηκε από το 1941 με τη λογοτεχνία (Δεμένα Φτερά, Αλυσίδες κ.α.). Το 1948 πέρασε και στη συγγραφή θεατρικών έργων (Κάστρο της Χερσώνας, Μάνας Γης: Βραβείο Καλοκαιρίνειου διαγωνισμου κ.α.).
Προς το τέλος της δεκαετίας του '40 ασχολήθηκε με την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, όπως τη Μαρίνα (1947) του Αλ. Σακελλάριου και Μαρίνος Κοντάρας (1948) του Γ. Τζαβέλλα.
Το 1950 περνάει στη σκηνοθεσία και τη συγγραφή σεναρίων με την ταινία Τ' Αρραβωνιάσματα, ένα έργο - σταθμός στον ελληνικό ηθογραφικό κινηματογράφο. Η επιτυχία της ταινίας της έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσει και να καθιερωθεί ανάμεσα στους επιτυχημένους σκηνοθέτες της γενιάς της.
Σκηνοθέτησε 17 ταινίες, ασχολήθηκε με το σενάριο και το μοντάζ σε πολλές από αυτές, ενώ έγραψε και το σενάριο σε 2 ταινίες άλλων σκηνοθετών: Ζήλεια (1963) και Ανάμεσα σε Δύο Γυναίκες (1967).
Η ταινία της Λύκαινα (1951), βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Σόλωνα Μακρή, απέσπασε τον έπαινο της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Η Μαρία Πλυτά είναι η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτις. Πέθανε στις 4 Μαρτίου 2006 σε ηλικία 92 ετών.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

«Μάρτης» ή «Μαρτιά»

https://www.sansimera.gr/articles/131#ixzz2MGLjmrdI

«Μάρτης» ή «Μαρτιά»

Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο έθιμο, με βαλκανική διασπορά. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου οι μύστες έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι, όπως παρατηρεί ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης.
Σύμφωνα με το έθιμο, την 1η του Μάρτη, οι μητέρες φορούν στον καρπό του χεριού των παιδιών τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά, για να τα προστατεύει από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, που είναι ιδιαίτερα βλαβερός, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες. Ο Μάρτης προφυλάσσει επίσης, όπως πιστεύεται, από τα κουνούπια και τους ψύλλους και ακόμα απομακρύνει τις αρρώστιες και άλλα κακά.
Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι. Σε μερικές περιοχές ο Μάρτης φοριέται στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σαν δαχτυλίδι για να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του.
Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους ή το καίνε με το αναστάσιμο φως του Πάσχα.
Η Χριστιανική Εκκλησία δια του Ιωάννου του Χρυσοστόμου θεωρεί το έθιμο ειδωλολατρικό ήδη από το 5ο αιώνα.

Ο «Μάρτης» στα Βαλκάνια

Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία Μάρτινκα και στην Αλβανία ως Βερόρε. Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Άλλοι πάλι, δένουν τον Μάρτη σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται Μαρτενίτσα. Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. Η Μαρτενίτσα λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία.
Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα ρουμανικά την ονομασία Μαρτιζόρ. Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός - Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι.
Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του -λέει ο μύθος- έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.

Μάρτιος

Μάρτιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιανουάριος | Φεβρουάριος | Μάρτιος | Απρίλιος | Μάιος | Ιούνιος | Ιούλιος | Αύγουστος | Σεπτέμβριος | Οκτώβριος | Νοέμβριος | Δεκέμβριος
1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 | 16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21 | 22 | 23 | 24 | 25 | 26 | 27 | 28 | 29 | 30 | 31

Μάρτιος
Κυρ. Δευτ. Τρ. Τετ. Πεμ. Παρ. Σαβ.
        1 2 3
4 5 6 7 8 9 10
11 12 13 14 15 16 17
18 19 20 21 22 23 24
25 26 27 28 29 30 31
 
2018
Το Καλαντάρι του Μαρτίου από το Très riches heures du duc de Berry
Κεφαλή κρανοφόρου Άρη. Ρωμαϊκό αντίγραφο (ύστερος 2ος αιώνας μ.Χ.) ελληνικού πρωτότυπου του 5ου αιώνα π.Χ. αποδιδόμενο στον Αλκαμένη.
wiktionary logo
Το Βικιλεξικό έχει σχετικό λήμμα:
Ο Μάρτιος ή Μάρτης (Μαρτς στα ποντιακά), είναι ο τρίτος μήνας του πολιτικού έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 31 ημέρες.

Πίνακας περιεχομένων

Ο Μάρτιος στην αρχαιότητα

Η αντιστοιχία του Μαρτίου με το αρχαίο αττικό ημερολόγιο είναι κατά το πρώτο 15νθήμερο με τον 8ο μήνα τον Ανθεστηριώνα, κατά δε το 2ο 15νθήμερο με τον 9ο τον Ελαφηβολιώνα. Ήταν ο μήνας που γιόρταζε η Δήλος τον μουσηγέτη θεό της, ενώ γιορτάζονταν επίσης και ο Διόνυσος των Ελευθερών, μιας μικρής κωμόπολης στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Αργότερα οι πολυήμερες γιορτές των «Διονυσίων εν άστει» στην Αθήνα ξεπέρασαν σε μεγαλείο όλες τις άλλες παρόμοιες γιορτές της περιφέρειας. Με τα Διονύσια συνδέθηκαν επίσης και τα Ασκληπιεία με θυσίες προς τιμήν του Ασκληπιού, και η πρώτη εμφάνιση των δραματικών αγώνων όπου διαγωνίζονταν τρεις τραγικοί ποιητές με μία τετραλογία και πέντε κωμικοί με μια κωμωδία ο καθένας.
Ρωμαϊκή Γερουσία: Ο Κικέρων επιτίθεται στον Καταλίνα, νωπογραφία 19ου αιώνα.
Κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο το έτος άρχιζε από τον Μάρτιο συνεπώς τότε ήταν ο πρώτος μήνας του έτους κι έτσι η Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν την 1η Μαρτίου (Καλένδες Μαρτίου). Την ημέρα εκείνη η «εσπερία δύσις» του Ταύρου (όταν δηλαδή ο αστερισμός του Ταύρου έδυε μαζί με τον Ήλιο) σήμαινε και την αρχή του νέου έτους, ενώ οι Εστιάδες Παρθένες άναβαν νέα ιερή φωτιά στον ναό της Εστίας στην αγορά της Ρώμης. Την Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν επίσης και τα Ματρωνάλια, προς τιμή της θεάς Ήρας και μητέρας του Άρη, καθώς και τα γενέθλια του ίδιου του Άρη (λατινικά Mars) προς τιμήν του οποίου ο γιος του, ο μυθικός Ρωμύλος, έδωσε στον Μάρτιο το όνομα του πατέρα του που θεωρούνταν γενάρχης των Ρωμαίων. Για τούτο και κατά τον Πλούταρχο (Βίος Νουμά, 19) αναφέρεται πως ο Μάρτιος απεικονίζεται ως άνδρας ενδεδυμένος με δέρμα λύκαινας. Κατά τους χρόνους όμως της «ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας» ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος στον θεό Ερμή. Κατά την υπό του Νουμά όμως διαρρύθμιση μετακινήθηκε ως τρίτος μήνας και πρώτος ο προς τιμή του ειρηνικού θεού Ιανού. Κατ΄ άλλους η μετατόπιση αυτή έγινε μετά το 153 π.Χ. από τους υπάτους εξακολουθώντας να παραμένει ο Μάρτιος πρώτος μήνας του θρησκευτικού έτους.

Ο Μάρτιος στην Ελληνική λαογραφία

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, έργο του Αντρέι Ρουμπλιώφ
Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα, που προέρχεται από την αρχαιότητα, είναι και η τοποθέτηση από τις μανάδες την 1η Μαρτίου ενός μικρού βραχιολιού από άσπρο και κόκκινο νήμα (που ονομάζεται Μάρτης) στο χέρι των παιδιών τους για να μην τα μαυρίσει ο Ήλιος. Ο «Μάρτης» θεωρείται ότι προστάτευε τις κοπέλες από το κάψιμο του ήλιου. Τον έβγαζαν την ημέρα της Λαμπρής και το έβαζαν στο αρνί για να μην καεί κατά το ψήσιμο. Ενώ ακόμη κατάλοιπο της αρχαιότητας είναι και το έθιμο που ήθελε τις ανύπαντρες κοπέλες να βάζουν των Αγίων Θεοδώρων κόλλυβα κάτω από το προσκέφαλό τους για να τους φανερώσουν τον άντρα που θα έπαιρναν. Επίσης κατά το μήνα αυτό συνηθίζονταν παλιά και το έθιμο της χελιδώνας.
Στη δημώδη παράδοση, ο λαός μας έχει δώσει στον Μάρτιο διάφορες ονομασίες που σχετίζονται κυρίως με τις ασταθείς καιρικές συνθήκες που επικρατούν στη διάρκειά του. Γι’ αυτό είναι γνωστός ως Κλαψομάρτης, αλλά και Πεντάγνωμος: «Ο Μάρτης ο Πεντάγνωμος, πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε πως δεν εξαναχιόνισε», και «Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης», και «Κάλιο Μάρτης στις γωνιές, παρά Μάρτης στις αυλές». Παρ' όλα αυτά ο Μάρτης θεωρείται ο καταλληλότερος μήνας για φύτεμα δένδρων και γι’ αυτό ονομάζεται και Φυτευτής, ενώ λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού ονομάζεται και Βαγγελιώτης. Τον Μάρτη πάντως ξεκινάει και η Άνοιξη, γι’ αυτό ονομάζεται και Ανοιξιάτης, ενώ χαρακτηριστική είναι και η παροιμία «από Μαρτιού καλοκαιριά, κι απ’ Αύγουστο χειμώνας». Ο Μάρτης περιλαμβάνει επίσης και το κύριο μέρος της νηστείας της μεγάλης τεσσαρακοστής: «Δεν λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή», όπως χαρακτηριστικά λέγεται.
Άλλα προσωνύμια του Μάρτη στην ελληνική λαογραφία που σχετίζονται με τις παρατηρούμενες σ΄ αυτόν καιρικές μεταβολές είναι και οι εξείς:
  • «Φύλα ξύλα για τον Μάρτη να μη κάψεις τα παλούκια»
  • «Όπως ασπρίζουν τα βουνά το Μάρτη από τα χιόνια, έτσι ν΄ ασπρίσουν τα μαλλιά της νύμφης απ΄ τα χρόνια».
  • «Αν ρίξ' ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνο το ζευγά πό 'χει πολλά σπαρμένα».
  • «Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει» ή «Μάρτης έβρεχε κι ο θεριστής χαιρόταν»
  • «Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυράρης».
  • «Οπόχει κόρη ακριβή τον Μάρτη ήλιος μην τη δει»
  • «Του Μάρτη οι αυγές με κάψανε του Μάη το μεσημέρι...».
  • «Τον Μάρτη στον ήλιο μη κοιμηθείς».

Δημοφιλείς αναρτήσεις