Ο
Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι (ιταλικά: Antonio Lucio Vivaldi, 4 Μαρτίου
1678 - 28 - 7-1741), γνωστός και με το προσωνύμιο il Prete Rosso (= ο
κοκκινομάλλης παπάς) λόγω του χρώματος των μαλλιών του, ήταν Ιταλός
συνθέτης, (μουσουργός), δεξιοτέχνης βιολιστής και ιερέας της εποχής του
Μπαρόκ. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του και ο
δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, καθώς με τη
μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών τόσο της γενιάς του, μεταξύ των
οποίων, τους Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, όσο και τους
μετέπειτα.
Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται δεκάδες
κοντσέρτα για βιολί - μια ενότητα των οποίων αποτελούν τις περίφημες
"Τέσσερις Εποχές"- και άλλα όργανα, πάνω από 40 όπερες και πλήθος άλλων
έργων θρησκευτικής μουσικής.
Αρκετά έργα του συνέθεσε για το
γυναικείο μουσικό σχήμα του Ospedalle della Pietà, το οποίο ουσιαστικά
ήταν ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλειμμένα παιδιά και στο οποίο ο
Βιβάλντι εργάστηκε στις περιόδους 1703 – 1705 και 1723 – 1740. Οι όπερές
του επιπλέον είχαν κάποια επιτυχία σε πόλεις όπως η Βενετία, η Μάντουα
και η Βιέννη. Μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο τον Έκτο, ο
Βιβάλντι μετοίκησε στη Βιέννη όπου και έλπιζε στην τοποθέτησή του ως
μουσικού εκεί. Ο αυτοκράτορας ωστόσο σύντομα σχετικά μετά την άφιξή του
πέθανε και ο συνθέτης απεβίωσε πάμφτωχος άνευ κάποιας σταθερής πηγής
εισοδήματος.
Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής
και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η
δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά ως την ταχεία αναγέννησή της στο πρώτο
μισό του εικοστού αιώνα. Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται
μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
Ο Αντόνιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία στις 4 Μαρτίου του 1678.
Μάλιστα λέγεται ότι βαπτίσθηκε ανεπίσημα την ημέρα της γέννησής του εκ
φόβου θανάτου του, μετά από ελαφρύ τραυματισμό που υπέστη σε σημειούμενο
την ίδια μέρα σεισμό[1], ενώ η επίσημη (σε ναό) τελετή βάπτισης του
Βιβάλντι έλαβε χώρα 2 μήνες αργότερα.[2]
Τα ονόματα των γονέων
του συνθέτη, σύμφωνα με τα αρχεία του San Giovanni στη Bragora, ήταν
Giovanni Battista Vivaldi ο πατέρας και Camilla Calicchio η μητέρα. Είχε
5 αδέρφια με τα εξής ονόματα: Margarita Gabriela, Cecilia Maria,
Bonaventura Tomaso, Zanetta Anna, and Francesco Gaetano. Ο πατέρας του
ήταν αρχικά κουρέας ενώ αργότερα ασχολήθηκε επαγγελματικά με το βιολί
και ήταν αυτός που δίδαξε στον Antonio το όργανο και κατόπιν περιόδευσαν
στη Βενετία πατέρας και γιος δίνοντας παραστάσεις. Κρίνοντας από το
γεγονός ότι στην ηλικία των 24 ετών είχε πολλές γνώσεις στη μουσική και
προσλήφθηκε στο ορφανοτροφείο του Ospedalle della Pietà. Ο Ιωάννης
Βαπτιστής (Giovanni Batista, ο πατέρας του) ήταν ένας από τους ιδρυτές
του Sovvegno dei musicisti di Santa Cecilia του οποίου πρόεδρος ήταν ο
Giovanni Legrenzi, ένας διάσημος συνθέτης του μπαρόκ και maestro di
cappella (διευθυντής της χορωδίας) στην εκκλησία San Marco Bassilica.
Εικάζεται λοιπόν (και είναι πολύ πιθανό) ο Legrenzi να δίδαξε τα πρώτα
μαθήματα σύνθεσης στον νεαρό Antonio. Ο Walter Kolneder, ειδικός από το
Λουξεμβούργο, διέκρινε στοιχεία – επιρροές από το ύφος του Legrenzi στην
πρώιμη δουλειά του συνθέτη Laetatus sum (RV Anh 31, σύνθεση το 1961 σε
ηλικία 13 ετών του συνθέτη). Και ο πατέρας του Βιβάλντι πρέπει επίσης να
συνέθετε: το 1689 μια όπερα ονόματι La Fedeltà sfortunata αναφέρεται να
έχει συντεθεί από τον Giovanni Battista Rosso (Ιωάννης Βαπτιστής
Κόκκινος), όνομα με το οποίο ο πατέρας του συνθέτη φαίνεται πως
συμμετείχε στην ίδρυση του Sovvegno dei musicisti di Santa Cecilia: το
«Rosso» (κόκκινος) λογικά αναφέρεται στο χρώμα των μαλλιών του, ένα
οικογενειακό χαρακτηριστικό.
Η κατάσταση υγείας του Βιβάλντι
ήταν από τη γέννησή του κακή. Τα συμπτώματα (strettezza di petto –
σφίξιμο στο στήθος) που εμφάνιζε κατευθύνουν προς μια μορφή άσθματος.[2]
Αυτό του δημιούργησε προβλήματα στην εκτέλεση σε πνευστά όργανα, αλλά
δεν τον εμπόδισε σίγουρα να μάθει να παίζει βιολί όπως και να συνθέτει.
Στην ηλικία των 15 ετών –το 1693– ξεκίνησε να μελετά προκειμένου να
γίνει ιερέας.[2] Χειροτονήθηκε ιερέας το 1703 σε ηλικία 25 ετών και
σύντομα του απέδωσαν το υποκοριστικό «Il Prete Rosso» (ο κόκκινος παπάς)
εξαιτίας του χρώματος των μαλλιών του.[3] Σύντομα μετά τη χειροτόνησή
του, στο 1704, απαλλάχθηκε από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας εξαιτίας
της επιδείνωσης της υγείας του. Τέλεσε τη Θεία Λειτουργία σαν ιερέας
λίγες μόνο φορές, ενώ παρόλο που ανακλήθηκε από τα λειτουργικά του
καθήκοντα, παρέμεινε ιερέας.
Τον Σεπτέμβριο του 1703, ο
Βιβάλντι διορίστηκε ως δάσκαλος βιολιού (maestro di violino) στο
ορφανοτροφείο Pio Ospedalle della Pietà στη Βενετία.[4] Εκτός από
φημισμένος συνθέτης, ο Βιβάλντι επιπλέον ήταν και βιρτουόζος του
βιολιού: Ο Γερμανός αρχιτέκτονας Johann Friedrich Armand von Uffenbach
αναφέρθηκε σε αυτόν ως «[...]ο φημισμένος συνθέτης και βιολιστής[...]»
και φέρεται να είπε ότι «Ο Βιβάλντι εκτέλεσε ένα σόλο κομμάτι εξαιρετικά
και στο τέλος προσθέτοντας έναν ελεύθερο αυτοσχεδιασμό [μια καντέντσα]
με εξέπληξε πλήρως, για αυτό και θεωρώ πολύ απίθανο ότι κάποιος έχει
ποτέ παίξει ή πρόκειται ποτέ να παίξει με τέτοιον τρόπο».[5] Ο συνθέτης
ξεκίνησε να εργάζεται για το ορφανοτροφείο στην ηλικία των 25 ετών και
για τα επόμενα 30 χρόνια συνέθεσε τις κυριότερες δουλειές του
εργαζόμενος εκεί.[6] Εκείνη την εποχή στη Βενετία υπήρχαν 4 παρόμοια
ιδρύματα, τα οποία χρηματοδοτούσε η πολιτεία, με αποστολή την παροχή
ασύλου και εκπαίδευσης σε παιδιά ορφανά, εγκαταλειμμένα ή παιδιά των
οποίων οι οικογένειες δεν μπορούσαν να τα υποστηρίξουν.[7] Τα αγόρια
μάθαιναν μια τέχνη και στην ηλικία των 15 έπρεπε να φύγουν από το
ίδρυμα, ενώ τα κορίτσια διδάσκονταν μουσική με τα πιο προικισμένα να
παραμένουν και να αποτελούν μέλη της αναβιωμένης ορχήστρας και χορωδίας
του Ospedale.
Μετά την πρόσληψη του Βιβάλντι, τα ορφανά άρχιζαν
να κερδίζουν φήμη και εκτίμηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο
εξωτερικό, με τον συνθέτη να γράφει κονσέρτα, καντάτες και θρησκευτική
μουσική για φωνητικά σύνολα.[8] Αυτές οι τελευταίες δουλειές (που
αφορούν τη θρησκευτική μουσική) ξεπερνούν τις 60 και ποικίλουν ως προς
το είδος τους από σόλο κομμάτια μέχρι μεγάλης κλίμακας χορωδιακά έργα
για σολίστ, διπλή χορωδία και ορχήστρα.[9] Το 1704 εκτός από τη θέση του
ως δάσκαλος ου βιολιού, ανατέθηκαν στο συνθέτη και τα καθήκοντα ως
δασκάλου της viola all’inglese.[10] Ο συνθέτης επίσης κατείχε και τη
θέση του δασκάλου της χορωδίας που απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς εκ
μέρους του. Συνέθετε ένα ορατόριο σε κάθε γιορτή, ενώ παράλληλα έπρεπε
να διδάσκει τους μαθητές τόσο θεωρία της μουσικής όπως επίσης και το πως
να παίζουν κάποια όργανα.[11]
Οι σχέσεις του με τις εκάστοτε
διοικήσεις του ορφανοτροφείου ήταν συχνά τεταμένες. Προκειμένου να
διατηρηθεί κάποιος δάσκαλος στη θέση του, τα μέλη του συμβουλίου κάθε
χρόνο έπαιρναν τη σχετικά απόφαση με μυστική ψηφοφορία. Έτσι το 1709 με
μία ψήφο επιπλέον εναντίον του (7 κατά και 6 υπέρ)[12] ο Βιβάλντι
εκδιώχθηκε και για τον επόμενο χρόνο δούλεψε ως ελεύθερος μουσικός. Το
1711 ωστόσο το συμβούλιο αντιλαμβανόμενο την αξία του ως δασκάλου της
μουσικής τον επαναπροσέλαβε.[12] Το 1711 δε, ανελίχθηκε στη θέση του
mestro di’ concerti γεγονός που τον καθιστούσε υπεύθυνο για κάθε είδους
μουσική δραστηριότητα του ιδρύματος.[13][14]
Το 1705 η πρώτη
συλλογή (Connor Cassara) των έργων του εκδόθηκε από τον Giuseppe Sala
[15]: Το Opus 1 του είναι μια συλλογή –σε συμβατικό ύφος– από 12 σονάτες
για 2 βιολιά και συνοδεύον μπάσο (basso continuo – συνήθως συνοδεία
κοντραμπάσου και τσέμπαλου).[10] Το 1709 εκδώθηκε η δεύετρη συλλογή του
(Opus 2) που αποτελούνταν επίσης από 12 σονάτες για τον ίδιο μουσικό
σχηματισμό.[16] Η πραγματική καινοτομία σε ό,τι αφορά το έργο του ως
συνθέτη, ήρθε με μια συλλογή 12 κονσέρτων για 1, 2 ή 4 βιολιά με
συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων ονόματι L’estro armonico (Opus 3). Το έργο
αυτό εκδόθηκε το 1711 στο Amsterdam από Estienne Roger [17], και είναι
αφιερωμένο στον Μεγάλο Πρίγκηπα Φερδινάνδο της Τοσκάνης. Ο πρίγκηπας
όντας ο ίδιος μουσικός, επιχορήγησε αρκετούς μουσικούς,
συμπεριλαμβανομένου του Αλεσσάντρο Σκαρλάτι και του Χαίντελ, ενώ είναι
πολύ πιθανό να γνώρισε τον Βιβάλντι στη Βενετία. [18] Η επιτυχία του
L’estro armonico ήταν πανευρωπαϊκή. Το 1714 ακολούθησε η La stravaganza
(Opus 4) που αποτελέι μια συλλογή κονσερτών για σόλο βιολί και ορχήστρα
εγχόρδων [19], αφιερωμένη σε έναν παλιό μαθητή του στο βιολί: τον
βενετσιάνο ευγενή Vettor Dolfin.[20]
Τον Φεβρουάριο του 1711, ο
συνθέτης με τον πατέρα του ταξίδεψαν στην πόλη Brescia όπου το έργο του
Stabat Mater (RV 621) παίχτηκε στο πλαίσιο θρησκευτικών εκδηλώσεων. Το
έργο αυτό φαίνεται να έχει συντεθεί βιαστικά: τα μέρη των εγχόρδων είναι
απλά, τα μουσικά θέματα των 3 πρώτων κινήσεων επαναλαμβάνονται και στα
υπόλοιπα 3 ενώ το λιμπρέτο δεν είναι ολοκληρωμένο. Ωστόσο, το εν λόγω
έργο θεωρείται από τα πρώτα αριστουργήματά του.
Παρόλα τα
συνεχή του ταξίδια από το 1718 -ένα από τα οποία έκανε μάλιστα για να
διευθύνει τη χορωδία του πρίγκηπα του Έσσε-Ντάρμσταντ στη Μάντουα- το
ορφανοτροφείο του πλήρωνε 2 sequin (ιστορικό χρυσό νόμισμα της Βενετίας)
για να γράφει 2 κονσέρτα το μήνα για την ορχήστρα και να κάνει πρόβες
σε αυτή τουλάχιστον 5 φορές ενώ αυτός ήταν στη Βενετία.
Ιμπρεσσάριος της όπερας
Εξώφυλλο της πρώτης έδκοσης του έργου Juditha triumphans[21]
Στη Βενετία στις αρχές του 18ου αιώνα, η όπερα ήταν από τους πλέον
δημοφιλείς τρόπους διασκέδασης σε ό,τι αφορά τη μουσική (στην πόλη
υπήρχαν πολλά θέατρα που συναγωνίζονταν για την προτίμηση του κοινού)
γεγονός που αποδείχθηκε αρκετά προσοδοφόρα για το συνθέτη. Ξεκίνησε με
την όπερα σαν δευτερεύουσα ασχολία: η πρώτη του δουλειά Ottone in Villa
(RV 729) δεν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βενετία αλλά στο θέατρο Garzerie
στην πόλη Vicenza το 1723.[22] Το επόμενο έτος έγινε ιμπρεσάριος στο
Teatro Sant’Angelo στη Βενετία όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του
Orlando finto pazzo (RV 727). Καθώς δεν άγγιζε τόσο τις προτιμήσεις του
κοινού, μετά παό λίγες εβδομάδες τερματίστηκε η παρουσίασή της και
αντικαταστάθηκε από μια διαφορετικά δουλειά που είχε παρουσιαστεί το
προηγούμενο έτος. [18]
Το 1715 παρουσίασε την –πλέον χαμένη–
όπερά του Nerone fatto Cesare (RV 724) με μουσική από 7 διαφορετικούς
συνθέτες εκ των οποίων εξείχε ο Βιβάλντι. Η όπερα περιείχε 11 άριες και
σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα θέλοντας να συνθέσει μια όπερα μόνος
του, έγραψε την Arsilda regina di Ponto (RV 700, Arsilda η βασίλισσα του
Πόντου) ή οποία ωστόσο λογοκρίθηκε από τις τοπικές αρχές και
απαγορεύτηκε καθώς αναφερόταν στον έρωτα της πρωταγωνίστριας Arsilda με
μια άλλη γυναίκα, τη Lisea, η οποία ωστόσο προσποιούνταν ότι είναι
άντρας. Το επόμενο έτος ο Βιβάλντι ωστόσο, κατάφερε να άρει την
απαγόρευση και η λογοκριμένη όπερα σημείωσε αξιόλογη επιτυχία.
Την ίδια περίοδο το ορφανοτροφείο παρήγγειλε στο συνθέτη αρκετά έργα
θρησκευτικού χαρακτήρα. Τα πιο σημαντικά είναι 2 ορατόρια: το (πλέον
χαμένο) Moyses Deus Pharaonis (RV 643) και το Juditha triumphans (RV
644) στο οποίο εορτάζεται η νίκη της Επικράτειας της Βενετίας εναντίον
των Τούρκων και η ανακατάληψη της Κέρκυρας. Το τελευταίο αυτό έργο
συγκαταλέγεται μεταξύ των θρησκευτικών αριστουργημάτων του ενώ και τα 11
φωνητικά μέρη εκτελούνταν από κορίτσια του ορφανοτροφείου τα οποία
υποδύονταν και τους αντρικούς ρόλους. Αρκετές άριες περιλαμβάνουν σόλο
μέρη για όργανα (όπως φλογέρες, όμποε, κλαρινέτα, βιόλες d’amore και
μαντολίνα) τα οποία καταδείκνυαν το εύρος του ταλέντου των
κοριτσιών.[23]
Επίσης το 1716, ο Βιβάλντι συνέθεσε και παρήγαγε
άλλες 2 όπερες: την L’incoronazione di Dario (RV 719, η στέψη του
Dario) και την La coνstanza trionfante degli amori e degli odi (RV 706).
Η τελευταία σημείωσε τέτοια επιτυχία ώστε 2 χρόνια να ξαναπαρουσιαστεί
διασκευασμένη και με τον τίτλο Artabano re dei Parti (RV 701 – πλέον
χαμένη), ενώ 1732 παρουσιάστηκε και στην Πράγα. Τα επόμενα χρόνια, ο
Βιβάλντι συνέθεσε αρκετές όπερες που παρουσιάστηκαν σε όλη την Ιταλία.
Το προοδευτικό ύφος του στην όπερα δημιούργησε στον συνθέτη κάποια
προβλήματα με κάποιους συντηρητικούς μουσικούς όπως ο Benedetto Marcello
(ειρηνοδίκης και ερασιτέχνης μουσικός) που έγραψε ένα φυλλάδιο
κατηγορώντας δημόσια το συνθέτη και το έργο του. Το εν λόγω φυλλάδιο (με
τίτλο Il teatro alla moda) παρόλο που δεν κατονομάζει ρητά τον Βιβάλντι
περιέχει έμμεσες αναφορές σε αυτόν: στο εξώφυλο βρίσκεται ζωγραφιά
εικονίζοντας μια βάρκα (ονόματι Sant’ Angelo) που στα αριστερά της
υπάρχει ένα αγγελάκι φορώντας ιερατικό καπέλο και παίζοντας το βιολί. Η
οικογένεια Marcello διεκδικούσε την κυριότητα του θεάτρου Sant’ Angelo
(του οποίου ιμπρεσάριος διετέλεσε και ο συνθέτης) και είχε μακροχρόνιες
δικαστικές διαμάχες με τη διοίκηση του θεάτρου για την ιδιοκτησία του
δίχως επιτυχία όμως. Η λεζάντα που συνοδεύει τη ζωγραφιά από κάτω
επισημαίνει ανύπαρκτα ονόματα προσώπων και τοποθεσιών όπως το ALDIVIVA,
που αποτελεί ωστόσο αναγραμματισμό του ονόματος Α. Vivaldi.
Σε
μια επιστολή προς τον χορηγό του Marchese Bentivoglio, ο Βιβάλντι
αναφέρεται στις 94 όπερές του. Σήμερα ωστόσο, έχουν αποκαλυφθεί περίπου
50 ενώ απουσιάζουν αναφορές σχετικές με την ύπαρξη των υπόλοιπων. Ο
συνθέτης ίσως υπερέβαλλε αλλά παρόλα αυτά είναι αρκετά πιθανό να είχε
όντως γράψει 94 όπερες.[24] Παρόλο που συνέθεσε αρκετές όπερες, δεν
έφτασε ποτέ στο επίπεδο άλλων μεγάλων συνθετών όπως ο Alessandro
Scarlatti, o Leonardo Leo ή ο Baldassare Galuppi, γεγονός που
αποδεικνύεται από το ότι δεν ήταν ικανός να «κρατήσει» μια παραγωγή σε
κάποιο μεγάλο θέατρο επί μακρόν. [25]
Οι δημοφιλέστερες όπερές του La constanza trionfante και Farnace γνώρισαν 6 αναβιώσεις έκαστη.[25]
Στη Μάντουα, οι 4 εποχές
Γελοιογραφία από τον P.L.Ghezzi, Rome (1723)
"La primavera" (Άνοιξη) – Κίνηση 1: Allegro από τις Τέσσερις Εποχές
Μενου
0:00
Από ζωντανή εκτέλεση του 2000 των Wichita State University Chamber Players.
Έχετε προβλήματα με ; Δείτε βοήθεια πολυμέσων.
Το 1717 ή το 1718 προσφέρθηκε στο Βιβάλντι η θέση του Maestro di
Capella στην αυλή του κυβερνήτη της Μάντουα πρίγκηπα Philip of
Hesse–Darmstadt.[26] Έζησε εκεί για για 3 έτη και παρήγαγε αρκετές
όπερες μεταξύ των οποίων και η Tito Manlio (RV 738). Το 1721 ήταν στο
Μιλάνο όπου και πασουσίασε το ποιμενικό του δράμα La Silvia (RV 734) από
το οποίο σήμερα σώζονται 9 άριες. Επισκέφθηκε το Μιλάνο ξανά τον
επόμενο χρόνο με το πλέον χαμένο ορατόριο L’adorazione delli tre re magi
al bambino Gesù (RV 645). Το 1722 μετοίκησε στη Ρώμη όπου και εισήγαγε
το νέο του ύφος στις όπερες, ενώ ο νέος πάπας Βενέδικτος XIII τον
προσκάλεσε να δώσει παράσταση ενώπιόν του. Το 1725 επέστρεψε στη Βενετία
όπου και συνέθεσε 4 όπερες το ίδιο έτος.
Αυτή την περίοδο ήταν
που συνέθεσε και τις 4 εποχές, 4 κονσέρτα δηλαδή όπου «σκιαγράφονται»
σκηνές για κάθε μια εποχή. Τρία από τα 4 κονσέρτα αποτελούν πρότυπης
σύλληψης ενώ το πρώτο η «Άνοιξη» δανείστηκε πρότυπα από την εισαγωγή της
πρώτης πράξης της σύγχρονης όπερας Il Giustino. Έμπνευση για τη σύνθεση
των κονσέρτων αποτέλεσε πιθανώς η εξοχή που περιέβαλε τη Μάντουα. Τα εν
λόγω κονσέρτα αποτέλεσαν επανάσταση στο τρόπο της μουσικής σύλληψης: σε
αυτά ο Βιβάλντι παρουσιάζει ρυάκια, πουλιά που κελαηδούν (διαφορετικών
ειδών, καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται ειδικά), σκύλους που
γαβγίζουν, κουνούπια που βομβίζουν, ποιμενικούς σκύλους που αλυχτούν,
καταιγίδες, πιωμένους χορευτές, ήσυχες νύχτες, γιορτές κυνηγιού
(παρουσιαζόμενες τόσο από την πλευρά των κυνηγών όσο και από τη μεριά
των θυμάτων), παγωμένα τοπία, παιδιά που κάνουν πατινάζ και ζεστές
χειμερινές φωτιές. Κάθε κονσέρτο σχετίζεται με ένα σονέτο, πιθανώς από
τον Βιβάλντι, το οποίο περιγράφει τις σκηνές που σκιαγραφεί η μουσική.
Εκδόθηκαν το 1725 στο Amsterdam από τον Le Cène, ως τα πρώτα 4 σε μια
συλλογή με 12 κονσέρτα και με όνομα Il cimento dell’armonia e
dell’inventione (Opus 8).
Κατά τη διάρκεια της περιόδου στη
Μάντουα, ο συνθέτης συνδέθηκε με μια νέα και πολλά υποσχόμενη
τραγουδίστρια ονόματι Anna Tessieri Giro που επρόκειτο να γίνει
μαθήτρια, προστατευόμενη και αγαπημένη του πριμαντόνα.[27] Η Άννα μαζί
με την μεγαλύτερη ετεροθαλή αδερφή της Paolina εντάχθηκαν στην ακολουθία
του Βιβάλντι και συστηματικά των συνόδευαν στα ταξίδια του. Υπάρχουν
αμφιβολίες σχετικά με τη φύση της σχέσης μεταξύ του συνθέτη και της
Άννας, δίχως ωστόσο να υπάρχουν αποδείξεις για τίποτε περισσότερο από
καθαρά φιλική και επαγγελματική σχέση. Ο ίδιος επιπλέον, διαψεύδει
κατηγορηματικά την ύπαρξη οποιουδήποτε «ρομαντισμού» στη σχέση του με
την Άννα σε επιστολή του που χρονολογείται 16 Νοεμβρίου 1737 προς τον
χορηγό του Bentivoglio.[28]
Ύστερη ζωή και θάνατος
Στην
ακμή της καριέρας του, ο Βιβάλντι έλαβε τιμές από Ευρωπαίους ευγενείς
και βασιλικούς. Η γαμήλια καντάτα Gloria e Imeneo (RV 687) γράφτηκε για
το γάμο του Louis XV. Το Opus 9 του La Cetra, ήταν αφιερωμένο στον
αυτοκράτορα Charles VI. Το 1728, ο συνθέτης συνάντησε τον αυτοκράτορα σε
μια επίσκεψή του στην Τεργέστη όπου πήγε για να δει την κατασκευή ενός
νέου λιμανιού. Ο Charles θαύμαζε τόσο τη μουσική του Βιβάλντι ώστε
λέγεται ότι κατά τη συνάντησή τους μίλησε μαζί του περισσότερο απ’ όσο
είχε μιλήσει με τους υπουργούς του τα τελευταία 2 χρόνια! Ο αυτοκράτορας
έδωσε στο συνθέτη τον τίτλο του ιππότη, ένα χρυσό μετάλλιο και μια
πρόσκληση να τον επισκεφθεί στη Βιέννη. Ο Βιβάλντι από την άλλη έδωσε
στον αυτοκράτορα ένα χειρόγραφο αντίγραφο της La Cetra, ένα σύνολο
κονσέρτων εντελώς διαφορετικών από εκείνο που είχε εκδοθεί ως Opus 9.
Πιθανώς η έκδοση είχε ακυρωθεί και ο Βιβάλντι αναγκάστηκε να συλλέξει
μια «βελτιωμένη» έκδοση για τον αυτοκράτορα.
Ο Βιβάλντι
συνοδευόμενος από τον πατέρα του, ταξίδεψε στη Βιέννη και την Πράγα το
1730 όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του Farnace (RV 711).[29] Κάποιες
από τις ύστερες όπερές του δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με 2 από τους
κυριότερους ιταλούς λιμπρετίστες της εποχής. Οι όπερες L’Olimpiade και
Catone in Utica γράφτηκαν (λιμπρέτο) από τον Pietro Metastasio τον
κυριότερο εκπρόσωπο του Αρκαδικού κινήματος και ποιητή της βιενέζικης
αυλής. Η La Griselda ξαναγράφτηκε από τον νεαρό Carlo Goldoni με βάση
ένα παλιότερο λιμπρέτο του Apostolo Zeno.
Όπως αρκετοί συνθέτες
της εποχής, έτσι και ο Βιβάλντι πέρασε τα τελευταία του χρόνια με
πολλές οικονομικές δυσκολίες. Οι συνθέσεις του δεν τύγχαναν της ίδιας
εκτίμησης όπως κάποτε στη Βενετία˙ τα μεταβαλλόμενα μουσικά γούστα του
κοινού γρήγορα κατέστησαν τις συνθέσεις του εκτός εποχής. Ο συνθέτης
έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο αριθμό των χειρογράφων του σε
εξευτελιστικές τιμές προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στη
Βιέννη το 1740.[30] Οι λόγοι για την αναχώρησή του είναι ασαφείς αλλά
διαφαίνεται ότι μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Charles VI,
ήλπιζε στην ανάληψη της θέσης του συνθέτη στην αυτοκρατορική αυλή.
ταξιδεύοντας προς τη Βιέννη φέρεται να έκανε μια στάση στο Graz
προκειμένου να επισκεφθεί την Anna Giro.[31]
Φαίνεται επίσης
ότι ο Βιβάλντι πήγε στη Βιέννη για να παρουσιάσει όπερες αν κρίνουμε από
το γεγονός ότι η κατοικία του βρισκόταν δίπλα στο Kärntnertortheater.
Σύντομα μετά την άφιξή του στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας πέθανε και για
κακή του τύχη, ο συνθέτης έμεινε δίχως βασιλική προστασία και σταθερή
πηγή εισοδήματος. Ο Βιβάλντι πέθανε πένητας [32][33] λίγο μετά τον
αυτοκράτορα, τη νύχτα μεταξύ 27 και 28 Ιουλίου το 1741 σε ηλικία 63
ετών, [34] εξαιτίας «εσωτερικής λοίμωξης» σε ένα σπίτι ιδιοκτησία μιας
χήρας ενός βιεννέζου κατασκευαστή σελών για άλογα. Την 28 του Ιούλη
τάφηκε σε έναν απλό τάφο στο νεκροταφείο του νοσοκομείου της Βιέννης. Η
κηδεία του συνθέτη έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στέφανου όπου
ο νεαρός Joseph Haydn συμμετείχε στην παιδική χορωδία του ναού.
Τάφηκε δίπλα από την Karlskirche, σε μια περιοχή που πλέον εδράζεται το
Πολυτεχνείο (Technical Institute). Το σπίτι όπου ζούσε ο συνθέτης στη
Βιέννη κατεδαφίστηκε ενώ τώρα η περιοχή εν μέρει καταλαμβάνεται από το
ξενοδοχείο Sacher. Αναμνηστικές πλάκες έχουν τοποθετηθεί και στις δύο
τοποθεσίες όπως επίσης και ένα «αστέρι» Βιβάλντι στο βιεννέζικο
Musikmeile και ένα μνημείο στην Rooseveltplatz.
Μόνο 3 πορτρέτα
του Βιβάλντι είναι γνωστά στις μέρες μας: ένα χαρακτικό, μια
ελαιογραφία και ένα σχέδιο με μελάνι. Το χαρακτικό φιλοτεχνησε ο
Francois Morellon Le Cave το 1725 και απεικονίζει τον Βιβάλντι κρατώντας
ένα φύλλο μουσικής. Το σχέδιο με μελάνι απεικονίζει μόνο το κεφάλι και
τους ώμους του συνθέτη σε προφίλ και φλοτεχνήθηκε το 1723 από τον
Ghezzi. Τέλος, η ελαιογραφία που ανευρίσκεται στο Liceo Musicale της
Μπολόνια μας παρέχει πιθανότατα την πιο ακριβή απεικόνιση του συνθέτη
καθώς επισημαίνει τα κόκκινα μαλλιά του κάτω από την ξανθιά του περούκα.