Εάλω η Πόλις
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7%CF%82
Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης | |
---|---|
|
|
Χρονολογία | 29 Μαΐου 1453 |
Τόπος | Κωνσταντινούπολη |
Έκβαση | Νίκη των Οθωμανών |
Μαχόμενοι | |
Βυζαντινή Αυτοκρατορία | Οθωμανικό Σουλτανάτο |
Αρχηγοί | |
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1404-1453) | Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β΄ ο Πορθητής (1432-1481) |
Δυνάμεις | |
στρατιώτες 8.500 περίπου , 26 πλοία | στρατιώτες 80.000-100.000, 150 πλοία |
Απώλειες | |
Περίπου 4.000 νεκροί στρατιώτες και άμαχοι | Άγνωστος αριθμός
|
- Για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, δείτε: Δ' Σταυροφορία.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.
Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο
αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους
και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και
θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη
οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη
σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354
από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων
πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο
έγινε το 1373 φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε
ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα
άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το
τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον
ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της
πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της
εποχής.
Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των
Τούρκων. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο
απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών Ελλήνων από την Κωνσταντινούπουλη στην Ιταλία
λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου
και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης
Πίνακας περιεχομένων |
Πηγές
Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της
εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα.
Οι τέσσερις κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την
εκτίμηση των γεγονότων. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, επιφανής
ιστορικός, αξιωματούχος και διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής,
που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του
Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την
αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ', της ταπεινωμένης
του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος,
που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα
από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και
ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Δούκας,
υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας
του Βυζαντίου με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα
τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης
επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την
Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του
Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν
υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων[1].
Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο
η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos
Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που
διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Ο Λεονάρδος ο Χίος,
Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, έστειλε μια έκθεση προς τον Πάπα, που
παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω
της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Νικόλαο Μπάρμπαρο,
που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να
παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές
που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύβοντος και
νικηφόρου Ισλάμ
και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β'. Οι τουρκικές πηγές είναι
εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και
τον Βόσπορο[2].
Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η
Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε
πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας
κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261.
Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους
και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία
ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το
μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.
Οι αντίπαλοι ηγέτες
Μωάμεθ Β΄
Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β', είκοσι ενός μόλις ετών (το
1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, ιδιαίτερα
σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη,
ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, ενώ
κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο
Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις
επιστήμες, κυρίως αστρολογία,
διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε
γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την
προστασία που παρείχε στους ομόθρησκούς του λογίους.[3]
Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα
για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες,
χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία
που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το
τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική
προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το Ρούμελι Χισάρ [ή Μπογάζ Κεσέν στα τουρκικά ("Λαιμοκόφτης")]. Τα κανόνια
που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η
πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη
ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος
τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον
οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολού-χισάρ), την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη[4].
Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β' έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις
βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει την αποστολή
ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το
Δεσποτάτο του Μυστρά[5].
Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος
Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού
Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες
προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από
την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν
για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο,
τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί
ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε
δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις
ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα
τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου
κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες
καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου.
Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.
Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης.
Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη.
Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία,
το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού
της πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του
Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:
Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.
Παρατάξεις
Ο Οθωμανικός στρατός
Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β'
ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα όμως με νεότερους ιστορικούς τα
τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες,
οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες[6]. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 12.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών[7]. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό.
Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές.
Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο,
αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη,
τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για
τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και
επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ
μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό
προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων,
που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας[8]. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει την θαλάσσια
περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωση της μόνο από την
ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο που
αποτελούνταν από 6 τριήρεις (οι οποίες αντί για τρεις παράλληλες σειρές
κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, αυτές είχαν μία με τρεις κωπηλάτες), 10
διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70 φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό από καΐκια και κότερα[9]. Το μέγεθός του πρέπει να έφτανε τις 150 μονάδες[10].
Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε με προσοχή τους αξιωματικούς που θα τον
στελέχωναν, ενώ ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον
Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου[11].
Όμως εκεί πού έδωσε την μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην
κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που
προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β' υπήρξε ο πρώτος
στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο
πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της
εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν
ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής[12].
Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και
εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό
πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250
κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο
Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν
μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα
πυροβόλα[13].
Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι
υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν
εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και
μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα
τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453[14].
Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης
Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά
του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή
του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000
ξένους[15].
Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν
στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουατικά
πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης[16]. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500[17].
Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος
διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις
πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγο της ελάχιστης ποσότητας
πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών
των όπλων [18].
Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν[19].
Τα τείχη της πόλης
Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως
τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές
του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα
θαλάσσια τείχη[20].
Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζόταν Έξω Τείχος. Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος,
που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους
ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55
μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και
είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν
τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν
ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ
ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς
«Περίβολος». Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15
έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι
21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες[21].
Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες
χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους
αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα.
Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών. Το
παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των
Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17
πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε
μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την
Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ.,
διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε
όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η
αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας
καθίστατο πιο εύκολο[22].
Η πολιορκία
Οι Οθωμανοί προ των τειχών
Τα πρώτα οθωμανικά αποσπάσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις 2
Απριλίου, ενώ ολόκληρο το στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της
πόλης εως στις 5 Απριλίου. Την ίδια ημερομηνία έφτασε και ο σουλτάνος
με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως απέκλεισε την πόλη από στεριά και
θάλασσα[23].
Όσον αφορά την διάταξη των αντιπάλων, ο αυτοκράτορας με τα καλλίτερα
στρατεύματά του ανέλαβε την υπεράσπιση του μεσαίου τμήματος των χερσαίων
τειχών (Μεσοτειχίου), που ήταν και τα πιο ευπρόσβλητα, γιατί σ΄ εκείνο
το σημείο τα διέσχιζε κάθετα ο χείμαρρος Λύκος. Απέναντί του τάχθηκε ο
σουλτάνος με τους γενίτσαρους και άλλες επίλεκτες μονάδες, καθώς και το
μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρβανός[24].
Αριστερά του αυτοκράτορα, προς την Προποντίδα, ήταν ο Καττενάο με τα
γενοβέζικα στρατεύματά του, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο οποίος μαζί με
μερικούς βυζαντινούς φιλούσε την πύλη των Πηγών, ο Φίλιππος Κονταρίνι
που ήταν υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή
πύλη, στην οποία ήταν ο Γενοβέζος Μανουήλ, ενώ λίγο πιο κάτω, δίπλα στα
θαλάσσια τείχη, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός. Απέναντί τους οι
Οθωμανοί παρέταξαν τα μικρασιατικά στρατεύματα υπό τον Ισάκ πασά[25].
Δεξιά του αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο Κόλπο, στο τμήμα των τειχών
που ονομάζονταν Μυριάνδριον παρατάχθηκε ο Ιουστιννιάνης, ο οποίος λίγο
μετά μετακινήθηκε στο σημείο που ήταν ο αυτοκράτορας. Αντικαταστάθηκε
από ένα τμήμα υπό τους αδελφούς Μποκκιάρντι. Πιο πάνω, στο παλάτι των
Βλαχερνών, εγκαταστάθηκε ο Βενετός βάιλος Μιννότο, ενώ ένας συμπατριώτης
του, ο Τεόντορο Καρίστο, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο
τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού
τείχους. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Λανγκάσκο ήταν
πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο. Όλοι αυτοί
είχαν να αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, υπό τον
Καρατζά πασά.[26]
Τα θαλάσσια τείχη υπεράσπιζαν από την πλευρά της Προποντίδας ο
Τζιάκομο Κονταρίνι που φιλούσε την περιοχή του Στουδίον. Δίπλα του
υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο
πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο ανατολικό παράλιο της
Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ
Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο
της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φιλούσαν 700 Βενετοί και
Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο. Στον Αλβίζο Ντιέντο
παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο. Απέναντί τους
είχαν τον Ζαγανός πασά με ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο
παρατάχθηκε στο σημείο οπού τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του
Κεράτιου. Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο αποσπάσματα ως εφεδρεία: ένα υπό
τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας, και το άλλο,
υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.[27]
Στις 6 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β', αφού
πρώτα, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, η πρόταση του για να παραδοθεί η
πόλη υποσχόμενος ότι θα σέβονταν την ζωή και την περιουσία των
κατοίκων, απορρίφθηκε από τους βυζαντινούς[28].
Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των τειχών
κοντά στη Χαρίσια πύλη να καταστραφεί, όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν να
το επισκευάσουν γρήγορα. Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί άρχισαν εργασίες για να
παραγεμίσουν την τάφρο, ώστε σε περίπτωση ρήγματος των τειχών να
μπορούν να επιτεθούν με ευκολία. Επίσης αναλήφθηκαν υπονομευτικές
εργασίες εναντίον των τμημάτων των τειχών που το έδαφος ήταν κατάλληλο.
Στην θάλασσα τα πλοία έκαναν την πρώτη τους επίθεση, πιθανόν στις 9
Απριλίου, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Μπαλτόγλου να περιμένει την
άφιξη της μοίρας του Ευξείνου για να σχεδιάσει νέες επιχειρήσεις[29].
Το διάστημα μεταξύ 6 με 11 Απριλίου ο Μωάμεθ πήρε μερικά στρατεύματα
και κυρίευσε δύο φρούρια που υπήρχαν έξω από την πόλη, το Θεράπειο και
Στουδίου, ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα
Πριγκιπόνησα[30].
Στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και
αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος
που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός
με τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της
πολιορκίας[31].
Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια,
που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν
τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά
γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα
τείχη[32]. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία.
Την νύχτα της 18ης Απριλίου οι Οθωμανοί επιτέθηκαν με αλαλαγμούς και
τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η
αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση
των βυζαντινών, όπως και η ηγετική ικανότητα του Τζουστινιάνι, έπαιξαν
καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από τέσσερις
ώρες οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές
κανέναν[33].
Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους
πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από
νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να
ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την
ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν
ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι
πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή[34].
Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της
προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου.
Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα
είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια
πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία,
που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το
εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο
στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός
του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της
πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο
τουρκικός στόλος με υγρό πυρ
την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν
πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε
να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε
ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.
Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η
έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις
αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες
διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με
τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά,
ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της
πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και
ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με
θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.
Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές
βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες
παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες
ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες.
Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν
ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη
Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για
κατάληψη της πόλης.
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη.
Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον
Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους.
Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου.
Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην
πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα
αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους
φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα
και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη
όμως δήλωσε:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:
« Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε
σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα
αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.»
Η τελική επίθεση
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό
συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του
θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν
επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η
υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα
τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα
άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις
εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων,
ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου[35].
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία,
η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη
εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και
πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο
Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι
«υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους
υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και
κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο
Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.[36]
.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε
γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη
συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν
να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να
περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι
αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους
τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ
Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με
ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το
οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε
και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της
πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους
Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο
Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν
υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο
θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την
ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.
Λεηλασίες
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα).
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη,
αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην
Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν
την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος.
Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο
Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και
προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά
ανάκτορα των Βλαχερνών.
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της
πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την
πρώτη ημέρα[37][38]. O ιστορικός Δούκας
αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα
και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους
και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων[39]. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση.[40]
Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με
όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές
περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια
αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα
βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές[41].
Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει
ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη
ερημώθηκε ολοσχερώς.[42]
Επακόλουθα της Άλωσης
Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση
της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της
οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ.[43] (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του το 1922.
Το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, που τότε ήταν εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα.
Θρύλοι και παραδόσεις Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν
διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της
μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο
αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά»[44] που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν
οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο
ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των
πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα,
που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η
Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει
από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία[45].
Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι
είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα
τότε θα ανακτήσει ( ο Κωνσταντίνος ) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα
στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι
Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά
ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή
επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος[46].σχετικοί σύνδεσμοι
http://www.ert.gr/ert-arxeio/item/13339-H-ALWSH-THS-KW%CE%9DSTA%CE%9DTI%CE%9DOYPOLHS
http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/05/blog-post_3072.html
http://www.sansimera.gr/articles/145
http://www.newsbomb.gr/ethnika/story/137668/alosi-tis-konstantinoypolis-meta-559-hronia-vinteo