Σαν σήμερα, 13η ΙΟΥΝΙΟΥ 323 π.Χ
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΒΑΒΥΛΩΝΑ
ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 33 ΕΤΩΝ.
Ο Πλούταρχος στο βιβλίο του «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου Τύχης ἤ Ἀρετῆς», παρουσιάζει τον Αλέξανδρο να συνομιλεί αγανακτισμένος με την θεά Τύχη και να υπερασπίζεται το έργο του ως προϊόν εναρέτου βίου και όχι συγκυριών.
Το κείμενο τού Πλουτάρχου έχει όπως παρακάτω:
Οὗτος ὁ τῆς Τύχης λόγος ἐστίν ἴδιον καὶ μόνης αὐτῆς ἔργον ἀποφαινομένης Ἀλέξανδρον:
««««Μή μοῦ διάβαλλε τὴν ἀρετήν μηδ᾽ἀφαιροῦ περισπῶσα τὴν δόξαν· Δαρεῖος ἦν σὸν ἔργον, ὃν ἐκ δούλου καὶ ἀστάνδου βασιλέως κύριον Περσῶν ἐποίησας· καὶ Σαρδανάπαλος, ῳ τὸ διάδημα τῆς βασιλείας πορφύραν ξαίνοντι περιέθηκας..…»»»»
ΑΠΟΔΟΣΗ
»»Μή μού διαβάλλεις την αρετή και μη μού αφαιρείς την δόξα.
Ο Δαρείος είναι δικό σου έργο, που από δούλο και ταχυδρόμο του βασιλιά τον έκανες δεσπότη των Περσών· και ο Σαρδανάπαλος, που τον περιέβαλες με βασιλικό διάδημα, ενώ ήταν εργάτης πορφύρας.
Εγώ όμως είχα καταλάβει τα Σούσα αφού νίκησα στα Άρβηλα, και η Κιλικία μού άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την Αίγυπτο, και για την Κιλικία ο Γρανικός , που τον πέρασα πατώντας στα πτώματα τού Μιθριδάτη και τού Σπιθριδάτη. Κόσμησε τον εαυτό σου και περηφανέψου για βασιλιάδες που δεν γνώρισαν τραύματα και αίματα.
Εκείνοι ήταν τυχεροί, οι Ώχοι και οι Αρταξέρξες, που αμέσως από την ώρα που γεννήθηκαν τούς εγκατέστησες στο θρόνο του Κύρου.
Το δικό μου όμως το σώμα είναι γεμάτο σημάδια που δείχνουν ότι η Τύχη πολεμούσε εναντίον μου, παρά ήταν μαζί μου. Πρώτα χτυπήθηκα στους Ιλλυριούς με πέτρα στο κεφάλι και με σίδερο στον τράχηλο· έπειτα στο Γρανικό τραυματίστηκα στο κεφάλι από βαρβαρικό λεπίδι και στην Ισσό, στον μηρό με ξίφος· στην Γάζα πάλι χτυπήθηκα με βέλος στον αστράγαλο και «έβγαλα» τον ώμο μου πέφτοντας βαρύς από την θέση μου· στους Μαρακανδούς έσπασε από εχθρικό τόξευμα το κόκκαλο της κνήμης μου· και πολλά τραύματα στους Ινδούς και ψυχικοί πόνοι· στους Ασπάσιους τραυματίστηκα από βέλος στον ώμο, και στους Γανδρίδες στο πόδι· στους Μαλλούς ένα βέλος από τόξο καρφώθηκε στο στέρνο μου με την αιχμή του βαθιά μέσα μου, και δέχτηκα χτύπημα λοστού στον τράχηλο, όταν οι σκάλες που είχαμε κολλήσει στα τείχη έσπασαν· μόνο εμένα η Τύχη με εγκλώβισε, κι όχι σε ονομαστούς αντιπάλους αλλά σε άσημους βαρβάρους προσφέροντάς μου τόσο μεγάλη χάρη· κι αν ο Πτολεμαίος δεν με κάλυπτε με την ασπίδα του, κι αν ο Λιμναίος δεν έπεφτε νεκρός έχοντας αποκρούσει προτάσσοντας τα στήθη του χιλιάδες βέλη, κι αν οι Μακεδόνες δεν καταλάμβαναν με γενναιότητα και βία το τείχος, θα έπρεπε αυτή η βαρβαρική και ανώνυμη κωμόπολη να είχε γίνει ο τάφος του Αλεξάνδρου «««.