Μικρασία 1922 ("Η Σμύρνη μάνα καίγεται" )
«Η πυρκαιά τέθηκε σκόπιμα. Πολλοί Αμερικανοί πολίτες είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τους Τούρκους τακτικούς στρατιώτες να βάζουν φωτιά σε σπίτια, κρατώντας κουρέλια βουτηγμένα σε βενζίνη. Η εξόντωση των χριστιανών που ακολούθησε, υπήρξε συστηματική... Πολλοί κατέφυγαν στις εκκλησίες όπου κάηκαν ζωντανοί, όταν οι Τούρκοι τις πυρπόλησαν.» (The London Times, 05/09/1922)
«Οι κεμαλικοί αποφάσισαν ότι η Σμύρνη θα γινόταν στο εξής πόλη καθαρά τουρκική. Οι γνώμες όλων συμπίπτουν: την πυρκαιά την άναψαν οι Τούρκοι, με την σύμπραξη του τακτικού τους στρατού...Οι Τούρκοι, μετά την λεηλασία της αρμενικής συνοικίας και τη σφαγή πολλών κατοίκων της, κατέφυγαν στην φωτιά, για να εξαλείψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους» (Ρενέ Πουώ, Γάλλος συγγραφέας)
«Πυρκαιά ξέσπασε σε πολλά σημεία, άρα επρόκειτο για συστηματική πυρπόληση, που μπορούσε να γίνει μόνο βάσει συντονισμένου σχεδίου. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν την Σμύρνη, αποσκοπώντας στην έξωση όλων όσων δεν ήταν μουσουλμάνοι ή Εβραίοι. Η φωτιά που κατέστρεψε την Σμύρνη, ήταν η φυσική αποκορύφωση των ενεργειών του φανατισμένου Τουρκικού Στρατού» (Ενορκη μαρτυρία του καθολικού ιερέα της Σμύρνης, αιδεσιμώτατου Τσαρλς Ντόμπτσον)
Τί ήταν η Σμυρνη
"Κανείς δεν μπορούσε να φθάσει στη Σμύρνη και να μη επισκεφθεί το περίφημο παζάρι της. Ήταν μεγαλύτερο από της Κωνσταντινούπολης, αλλά και πιο δυτικότροπο. Κυριαρχούν τα προϊόντα της αγγλικής βιομηχανίας, γυαλικά, ελβετικά ρολόγια, χαλιά της Περσίας και γλυκά ταψιού." Όπως αναφέρει με έκπληξη ο Γάλλος περιηγητής Paul Eudel, to 1870, από το παζάρι δεν λείπουν τα αρχαία κομμάτια από τα ερείπια της Εφέσου.
Στα χρόνια του 1912 ο πληθυσμός της πόλης υπολογιζόταν σε 240.000 κατοίκους. Οι Έλληνες ήταν 100.000, οι Τούρκοι 60.000, Εβραίοι 20.000, Αρμένιοι 15.000 και 15-20.000 διαφόρων εθνοτήτων.
Οι Ελληνες κατοικούν κοντά στο λιμάνι και στο εμπορικό κέντρο, τον Φραγκομαχαλά, εδώ που από τον 16ο αιώνα διαμένουν οι Ευρωπαίοι, κυρίως Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, Βενετοί, Γενουάτες.
Από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια η Σμύρνη αναγράφεται ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Γάλλος περιηγητής Vital Cuinet ανέφερε ότι υπήρχαν 13 ορθόδοξες εκκλησίες, 10 καθολικές, 3 αρμενικές, 3 εκκλησίες διαμαρτυρομένων και 15 συναγωγές.
Ο ναός της Αγίας Φωτεινής, άγνωστο πότε θεμελιώθηκε, υπήρξε από τους παλαιότερους της Σμύρνης. Στα 1892 τοποθετήθηκε στο κωδωνοστάσιο μεγάλο ρολόι βαυαρικού εργοστασίου. Ήταν το πλέον υψηλό και επιβλητικό μνημείο της εποχής. (Ναός και κωδωνοστάσιο ανατινάχθηκαν με δυναμίτιδα από τους Τούρκους μετά την καταστροφή.)
Η φωτιά
Η καταστροφή της άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη.
Η μεγάλη πυρκαιά που κατέκαψε την πόλη, αποτέλεσε την «χαριστική βολή» για την ιωνική πρωτεύουσα που, επί 30 αιώνες, βρισκόταν σε ακμή. Το όνειρο του κεμαλισμού έλαβε σάρκα και οστά επάνω στις στάχτες και το αίμα: η ελληνική Σμύρνη ανήκε πλέον στο παρελθόν και στην ιστορική μνήμη.
Οι πρώτες φλόγες που κατέφαγαν τη Σμύρνη κι έσβησαν την ελληνοκότητά της άρχισαν να ξεπηδούν τη νύχτα της 30ής Αυγούστου κυρίως από την Αρμένικη συνοικία πού συνόρευε με το Παζάρι της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου και με την Μητρόπολη της "Αγ. Φωτεινής. Φωτιά απο ότι φάνηκε αργότερα εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νκολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά φούντωσε . Όσο οι ώρες περνούσαν τόσο οι φλόγες υψώνονταν Πυροβολισμοί κι εκρήξεις συνόδευαν τον εμπρησμό της άλλοτε χαρούμενης πολιτείας της πανάρχαιας πρωτεύουσας της πιο ελληνικής κι από την Ελλάδα Ιωνίας. Στο μεταξύ με την βοήθεια της νύχτας τούρκοι εμπρηστές περιέτρεχαν τις σκοτεινές συνοικίες αδειάζοντας κουβάδες τη βενζίνη και το πετρέλαιο. Προπαντός όμως το πρωί της 31ης Αυγούστου είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο του Νουρεντίν Πασά . Οι φλόγες η μία μετά την άλλη αναπηδούσαν από τις δύο χριστιανικές συνοικίες. Τα κτίρια πού ήθελε ο τουρκικός στρατός και η διοίκηση να διασώσουν τα προστάτευαν κατεδαφίζοντας τα πλαϊνά κτίρια και δημιουργώντας κενό για να μη μεταδοθεί η πυρκαγιά. "Δηλαδή οικοπεδοποιούσαν τον πλαϊνό χώρο. Έτσι διασώθηκε η ιταλική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και τα νεόδμητα (κτίρια της Ευαγγελικής Σχολής και του Ιωνικού πού δεν πρόλαβαν να το λειτουργήσουν οι Έλληνες.
Αναρίθμητοι ήταν εκείνοι πού κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Ακόμη και οι ανήμποροι να μετακινηθούν άρρωστοι των νοσοκομείων έγιναν κι αυτοί στάχτη. Ανάμεσα τους και ο διάσημος Ιατρός Ιπποκράτης Αργυρόπουλος πού αρκετό καιρό βρισκόταν κλινήρης στο νοσοκομείο της Σμύρνης. Ένα μεγάλο πλήθος καιγόμενων Σμυρναίων μετακινήθηκε στον «Πανιώνιο» και κατέκλυσε τις κερκίδες του για να σωθεί. Άλλοι πάλι με τα βρέφη τους στις αγκαλιές έτρεχαν στο νεκροταφείο της πόλης τους
Μαρτυρίες από τους Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του «ο θάνατος της Σμύρνης», τον αυτόπτη και αύτήκοο Πάλμερ Κίμπερλεγκ στο βιβλίο του «Το κορυφαίο έγκλημα του πολιτισμού», και από τον «Καλό Σαμαρείτη» του Τζωρτζ Χόρτον, γενικού Πρόξενου των Η.Π.Α. στη Σμύρνη του 1922 γράφουν : «Ισχυρά απόβασης υπό την προστασίαν των πυροβόλων του στόλου, θα ήταν πολύ αποτελεσματική. Υπάρχουν δύο ιστορικά προηγούμενα, του Ναυαρίνου στα 1827, καί της Κρήτης στα 1897. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι ναύαρχοι χωρίς να περιμένουν οδηγίες των κυβερνήσεων τους, ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία και οι ενέργειες τους με τα γνωστά αποτελέσματα. Οι σύμμαχοι όμως δεν θέλησαν να σώσουν την Σμύρνη» (Ρενέ Πυώ, Ό θάνατος της Σμύρνης)Και όχι μόνο δεν θέλησαν να σώσουν την Σμύρνη και τους χριστιανικούς πληθυσμούς αλλά με εξαίρεση τους αμερικανούς ναύτες κτυπούσαν με κοντάρια τους έλληνες και τους αρμένιους πού κατόρθωσαν να φθάσουν κολυμπώντας στα πλοία τα υποτιθέμενα χριστιανικά αυτά πλοία σωτηρίας αλλά ξύλο αντί σωτηρία βρήκαν .. «Στις (2 π.μ.) 15 Σεπτεμβρίου 1922 οι επιβαίνοντες στα πολεμικά των λεγομένων χριστιανικών δυνάμεων, των ναυλοχούντων εις τον γραφικό λιμένα της Σμύρνης, εθεώντο εκ μακράς αποστάσεως την πυρπόλησιν της πόλεως και την σφαγήν των κατοίκων της. Οι ναύαρχοι αυτών των στόλων, άκουγαν απαθείς τάς φωνάς των γυναικών, τούς θρήνους των παιδιών, τάς οιμωγάς των σφαζομένων λαών».
Ξένες εφημερίδες μεταδίδουν μέσω των ανταποκριτών τους:«Με κάρα, γαϊδούρια, άλογα, αραμπάδες, με κάθε είδους τροχοφόρο, άλλοι στους ώμους, μικροί και μεγάλοι, οικογένειες ολόκληρες τούρκων κουβαλούσαν ανενόχλητοι τα κλοπιμαία, παράνομο καρπό της λεηλασίας τους». Το τρίπτυχο δράμα βιασμών, σφαγών, λεηλασιών, κορυφώθηκε τη νύκτα της 31ης Αυγούστου ξημερώνοντας η αποφράδα της 1ης Σεπτεμβρίου. Στη λαϊκή συνοικία τη λεγόμενη Τεπετζίκι σφάχτηκαν 300 γυναίκες, 80 νήπια, 550 άνδρες από τσέτες και ζεμπέκηδες δηλ. τους άτακτους του τουρκικού στρατού πού αποτελούν την εγκληματική πρωτοπορία .
«Στη συνοικίαν του Αγίου Κωνσταντίνου διεπράχθησαν φρικαλέα εγκλήματα από τους τσέτες. Στην εκκλησία μέσα της Μυρτιδιώτισσας στο Μερσινλή στραγγαλίσθηκαν δεκάδες κορίτσια ενώ στρατιώτες αποπατούσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα. Πτώματα επί πτωμάτων στοιβάχθηκαν και σχημάτισαν σορούς το Οινοπνευματοποιείο του Πανάρετου και συγκεκριμένα στη συνοικία του αγίου Βουκόλου είχαν καταφύγει εκατοντάδες γυναικόπαιδα και κτυπήθηκαν εκεί μέσα με όλμους και χειροβομβίδες.»
«Σε όλη την ευρύτερη παραλιακή ζώνη της Σμύρνης από το Κοκάργιαλι έως το Κορδελιό και σε μήκος 30 χιλιομέτρων οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε γενική σφαγή των Ελλήνων κατοίκων και προσφύγων. Ολόκληρες οικογένειες εκτελούντο εν ψυχρώ».
«Στα προάστια Αγία Τριάδα και Πετρωτά, οι κάτοικοι βρήκαν τραγικό θάνατο εντός των εκκλησιών, στις οποίες είχαν καταφύγει. Στη συνοικία Τεπετζίκι οι Τούρκοι εκτέλεσαν περισσότερες από 300 γυναίκες και 66 βρέφη.»
Ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ κατέγραψε μαρτυρίες συμπατριωτών του, οι οποίοι έκαναν λόγο για αποκεφαλισμένα σώματα μικρών παιδιών γύρω από την αρμενική μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου.
Ο Αγγλος Ρόυ Τρέλοαρ, αντιπρόσωπος μεγάλης βρετανικής εταιρίας στην Σμύρνη κατέθεσε ενδεικτικά ότι από τα πεταμένα στους δρόμους πτώματα, η νοσογόνος δυσοσμία ήταν τόσο ανυπόφορη, ώστε ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς στις Αρμενικές γειτονιές.
Αλλά, και στην προκυμαία η κατάσταση που επικρατούσε ήταν φρικώδης. Ιδιαίτερα ατιμωτική υπήρξε η μεταχείριση από τους Τούρκους των Ελλήνων αιχμαλώτων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι τους υποχρέωναν να καθαρίζουν γυμνοί την προκυμαία. Οι ταλαιπωρίες τους διήρκεσαν πολλές ημέρες, ενώ αρκετοί από αυτούς θανατώθηκαν με απαγχονισμό.
Στο Μερσινλί, στην εκκλησία της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, οι Τούρκοι, αφού ασέλγησαν σε δεκάδες κοπέλες [...] τις στραγγάλισαν. Στο προάστιο αυτό κατεσφάγησαν όλοι οι εκεί παραμένοντες.
Στο προάστιο Μπαιρακλί, προκειμένου, προκειμένου να αποφύγουν την ατίμωση και το βασανιστικό τέλος, εκατοντάδες νέες προτίμησαν να πέσουν στην θάλασσα, βρίσκοντας έτσι θάνατο από πνιγμό
Ο μαρτυρικός θάνατος του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου
Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1922, ενώ ο Τουρκικός Στρατός ήλεγχει πλέον πλήρως την Σμύρνη, ένας Ιταλός καθολικός ιερέας ενημέρωσε τους Γάλλους σχετικά με τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο Χρυσόστομος. Πολύ σύντομα μια γαλλική περίπολος, αποτελούμενη από 20 ναύτες, κατέφθασε στην Μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, με σκοπό να φυγαδεύσει τον Χρυσόστομο. Οι Γάλλοι ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να τους ακολουθήσει είτε στο προξενίο τους είτε στην καθολική εκκλησία της Sacre Coeur (Καρδιά του Ιησού). Εκείνος όμως αρνήθηκε τονίζοντάς τους ότι το καθήκον του υπαγόρευε να παραμείνει με το ποίμνιό του, «ως καλός ποιμένας», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.
Λίγο αργότερα, κατά τις 19.30, κατέφθασε ένας Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος συνοδευόταν από δύο στρατιώτες. Οδήγησαν τον Χρυσόστομο στην πλατεία Διοικητηρίου, μαζί με δύο από τα πλέον εξέχοντα πρόσωπα της Σμύρνης: τον δημογέροντα Γεώργιο Κλιμάνογλου και τον νομικό Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας «La Reforme». Η γαλλική περίπολος ακολούθησε τον μητροπολίτη, ο οποίος βρισκόταν ήδη ενώπιον του Νουρεντίν πασά. Ο τελευταίος έδωσε εντολή να εκτελεστούν οι δύο δημογέροντες. Ακολούθως απευθύνθηκε στον Χρυσόστομο λέγοντάς του: «Εμείς, θα τα βρούμε μαζί». Και συνέχισε, εξυβρίζοντάς τον χυδαία και κατηγορώντας τον για την φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του Τουρκικού έθνους. Κατόπιν του ανακοίνωσε ότι το «επαναστατικό δικαστήριο της ανεξαρτησίας», στην Αγκυρα, είχε ήδη αποφασίσει την καταδίκη του σε θάνατο.
Επειτα, ο Τούρκος αξιωματούχος κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι του κτηρίου, απ' όπου αντίκρισε, στην πλατεία Διοικητηρίου, τη θέα μαινόμενου πλήθους, 1.500 περίπου Τούρκων, στους οποίους απηύθυνε τα παρακάτω λόγια, δείχνοντας συγχρόνως τον Χρυσόστομο: «Αν καλό σας έκανε τούτος να του το ανταποδώσετε. Αν κακό σας έκανε, κάντε του και εσείς κακό! Εγώ σας παραδίδω τον χιρσίζ ντομούζ (κλεφτογούρουνο). Το μαρτύριο του είχε μόλις αρχίσει.
Ο Τουρκικός όχλος, τελώντας σε έξαλλη κατάσταση, παρέλαβε τον Χρυσόστομο. Επιτέθηκε εναντίον του κτυπώντας τον με γροθιές, λοστούς και ξύλα και τον οδήγησαν σε ένα κουρείο, όπου τον ανάγκασαν να φορέσει μια λευκή μπλούζα. Στην συνέχεια, του ξερίζωσαν τη γενειάδα και τον έσυραν στην τουρκική συνοικία, προπηλακίζοντας και πτύνοντάς τον. Εκεί του επεφύλαξαν έναν αργό και βασανιστικό θάνατο: τον μαχαίρωσαν σε πολλά σημεία του σώματος του, εξόρυξαν τους οφθαλμούς του και του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ: «Η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε... Οι Γάλλοι ναύτες «είχαν βγει από τα ρούχα τους». Χωρίς υπερβολή, έτρεμαν από αγανάκτηση και αποφάσισαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής αξιωματικός τους, όμως, ακολουθώντας τις διαταγές που είχε, με το περίστροφο στο χέρι, τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.... Δεν ξαναείδαμε τον Χρυσόστομο, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση». Σύμφωνα με μια εκδοχή, ένας Τούρκος πυροβόλησε τον μητροπολίτη δύο φορές στο κεφάλι, δίνοντας τέλος στο μαρτύριό του. Κανείς δεν κατόρθωσε να πληροφορηθεί τι απέγινε - ότι απέμεινε από το κατακρεουργημένο σώμα του Χρυσοστόμου. Φημολογείται, ωστόσο ότι κατέστη δυνατό να ενταφιαστεί στο γήπεδο του Απόλλωνα.
Τραγικό υπήρξε και το τέλος των δυο δημογερόντων που τον συνόδευαν. Ο Γεώργιος Κλιμάνογλου απαγχονίσθηκε. Τον Νικόλαο Τσουρούκτσογλου, αφού τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, τον περιέφεραν στο κέντρο της Σμύρνης, ενώ το κεφάλι του συρόταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αρμένιος επίσκοπος, Γεβόντ Τουριάν, ζήτησε αρχικά άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα. Τελικά κατόρθωσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. Εκεί όμως εκτελέστηκε από Αρμένιους αγωνιστές, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του όπως έπραξε ο Χρυσόστομος.
Η τελευταία υποστολή σημαίας από τον Κ. Στούρνα
Σε μένα λαχαίνει ο θλιβερός ρόλος να κατεβάσω τη σημαία την Ελληνική από το ψηλό κοντάρι της για τελευταία φορά. Η σημαία αυτή κυματίζει τρία χρόνια τώρα, αφ' ότου έγινε η κατάληψη της Σμύρνης. Προκλητική στο ψηλό κοντάρι της αντίκρυ στον Τουρκομαχαλά, που υψώνεται πάνω ως τον Πάγο και τους Μπες Τεπέδες με το χανουμολόι και τις δεκοχτούρες. Πόσες αυγές μουεζίνηδες, χανούμισσες, μπέηδες, αγάδες, δεν αντίκρυσαν με βλέμμα μίσους τις πτυχές της. Πόσες φορές δεν αναπόλησαν στη θέση της τη σημαία του Ισλάμ με το μισοφέγγαρο και δεν ήλπιζαν να την ξαναϊδούν πάλι. Και να τώρα, που η στιγμή έφτασε. Η στιγμή που δεν την περίμεναν αληθινά. Να, που εγώ αυτή την ώρα θα κατεβάσω σιγά σιγά απ' το κοντάρι τη γαλάζια σημαία. Βγαίνω έξω τάχα αδιάφορος και κοιτάζω έναν όμιλο Τούρκων που παρακολουθεί απ' τη γωνιά του δρόμου με περιέργεια και χαρά κάθε κίνησή μας. Δεν έχω καμμιά αιτία να οχτρεύομαι αυτούς τους... ραγιάδες Τούρκους. Μα πρέπει εγώ να παίξω το ρόλο μου, ρόλο αδιάφορου, για να μην πάρουν είδηση πως έχουμε αποφασίσει να φύγουμε και μας χτυπήσουν. Η καρδιά μου είναι βαρειά. Κατεβάζω τη γαλανόλευκη σημαία σιγά-σιγά, όπως γινόταν τακτικά κάθε δειλινό τρία χρόνια τώρα, κι αφήνω απάνω στο ψηλό κοντάρι το σημαιόσκοινο, για να νομίσουν ότι και αύριο πρωί θα ξανασηκωθή στη θέση της.
Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.