Κ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ «Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ.»ή «Tagebucher»
(Απόσπασμα)
Ο Κ Χρηστομάνος βρέθηκε το 1888 στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις
σπουδές του -το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του
Ίνσμπρουκ- και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τα πνευματικά του
ενδιαφέροντα. Εκεί το Μάιο του 1891 ζητήθηκε αρχικά από τον αδελφό του
και -κατόπιν της άρνησης του- από τον ίδιο το Χρηστομάνο
να διδάξει ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισσάβετ, περισσότερο γνωστή και
ως πριγκίπισσα Σίσσυ.
Τα αποσπασματικά τρία χρόνια (1891-1893) που
πέρασε κοντά της ο Χρηστομάνος ως δάσκαλος αλλά και συνοδός της (ακόμα
και σε σύντομο ταξίδι στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Κέρκυρας), θα τον
σημαδέψουν βαθιά και θα τον ωθήσουν να διαμορφώσει λατρεία στο πρόσωπο
της Σίσσυ.
Το 1898, λίγο μετά τη δολοφονία της αυτοκράτειρας,
αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτήν, το «Tagebucher»
(«Φύλλα ημερολογίου»), το οποίο όμως προκαλέσε την έντονη δυσαρέσκεια
των Ανακτόρων που, χαρακτηρίζοντας τον ως ανεπιθύμητο, τον υποχρεώνουν
να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο και να επιστρέψει στην
Ελλάδα. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗ
Τὸ θαλαμηγὸ τῆς
Αὐτοκράτειρας εἶναι κομψὸ καὶ λουσσᾶτο. Οἱ καμπίνες ποὖναι προορισμένες
γιὰ τὴ Μεγαλειότητά Της, πολὺ βαθιὰ στὴν καρίνα το πλοίου, ἔχουν τὰ
ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς κατοικίας ἑνὸς ναυτικοῦ. Εἶναι ἁπλούστατες καὶ
πρακτικὰ βαλμένες, κι ὅμως μαντεύει κανεὶς ἀμέσως τὴ διαμονὴ μιᾶς
ὑπέροχης προσωπικότητος. Κ' ἐδῶ ὅλα τὰ ἔπιπλα σκεπασμένα μὲ ἄσπρα λινὰ
ντύματα ποὺ κάτω τους δὲ βάζει ὁ νοῦς τὸ μετάξι· καὶ παντοῦ λουλούδια. Ἡ
καμπίνα τοῦ λουτροῦ εἶναι στἀλήθεια τὸ κυριώτερο διαμέρισμα καὶ μὲ
περισσότερη εὐμάρεια ἀπὸ τἄλλα ταχτοποιημένο. Στὰ ταξίδια της ἡ
Αὐτοκράτειρα κάνει μόνο θαλάσσια λουτρά: μιὰ βαρκοῦλα, ἐνόσῳ περπατεῖ τὸ
πλοῖο, τραβᾷ ἀλάργα στὸ πέλαγος καὶ τῆς φέρνει τὸ νερὸ τἀμάλαγο ἀπ' τὰ
βαθιὰ κι ἀπ' τἀμάλαγα. Στὸ κατάστρωμα ἐπάνω εἶναι στημένο ἕνα κιόσκι
στρογγυλὸ ὅλο κρύσταλλα, ποὺ βλέπει ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς τὴ θάλασσα: εἶνε
ντυμένο ἀπομέσα μὲ γαλάζιο μετάξι capitonné κ' ἔχει στόρια ποὺ
ἀνεβοκατεβαίνουν κ' ἕνα ντιβάνι ἡμικυκλικό, κι αὐτὰ ἀπὸ μετάξι
ὁμοιόχρωμο. Ἐδῶ μέσα ἡ Αὐτοκράτειρα κάθεται καὶ τὴ χτενίζουν τὸ πρωῒ καὶ
συνάμα διαβάζει ἢ γράφει μαζί μου: ἐνόσῳ βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ κιόσκι,
ὅλα τὰ παραπετάσματα εἶναι κατεβασμένα. Ἐκτὸς ἀπ' αὐτὲς τὶς ὧρες, μόνον
ὅταν βρέχῃ ἢ σὰν ἔρθῃ καμμιὰ φουρτοῦνα, ἀποτραβιέται ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ
τότε ἡ θέα πρὸς τὴ θάλασσα μένει πάλιν ἀνοιχτὴ κ' ἐλευθερωμένη. Μόνη της
μοῦ ἔδειξε καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅλ' αὐτά.
− Ὅταν κάνῃ μεγάλη τρικυμία
καὶ βρισκόμαστε στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, βάζω συνήθως καὶ μὲ δένουνε μὲ
σχοινιὰ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν πολυθρόνα. Λαβαίνω, βλέπετε, τὶς ἴδιες
προφυλάξεις μὲ τὸν Ὀδυσσέα, ἐπειδὴ τὰ κύματα μὲ τραβοῦν κ' ἐμένα τὸ
ἴδιο.
Μὰ ἡ ξέχωρή της περιοχή, τὸ λημέρι της, ὅπως ἡ ἴδια μοὔλεγε,
εἶναι ἡ πρύμη τοῦ πλοίου καὶ μὶα ἀπὸ τὶς γέφυρες τῆς βάρδιας· κι αὐτὲς
ἔβαλε καὶ τὶς κλείσανε μὲ καραβόπαννα ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς μὲ τρόπο ποὺ
νὰ μὴ φαίνεται πιὰ τίποτ' ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ μονάχα ἡ θάλασσα νὰ
ξανοίγεται ἀπεριόριστη. Αὐτὴν τὴν τέντα τὴν περίφραχτη τὴ βάφτισα ἐγὼ
«Τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης», − ἐπειδὴ ἔτσι, σὲ τέτοιο μέσα πορφυρόφαντο
τσαντήρι, ἀθώρητην ἀπ' τοὺς ναῦτες κι ἀπ' τὴν καρδιά του ἀκόμα, τὴν
πήγαινε ὁ πιστὸς Τριστὰν τὴ γλυκειὰν ἀγάπη τῆς ψυχῆς του νύφη τοῦ
βασιλιᾶ του. Αὐτὴ ἡ ὀνομασία πολὺ τῆς ἄρεσε τῆς Αὐτοκράτειρας. Κ' ἔχει
μερικὲς ὧρες ποὺ προτιμᾷ τὴ γέφυρα τῆς βάρδιας, ἄλλες πάλι τὴν πρύμη: τὸ
πρωῒ τὴ γέφυρα, τὸ μεσημέρι τὴν πρύμη, καὶ τὸ βράδυ πάλι τὴ γέφυρα.
Ἀλλὰ πρὸς τὸ βράδυ ὅλες οἱ λινάτσες κατεβάζονται καὶ τότες οἱ ναῦτες
καθὼς κι ὅσοι εἶναι στὸ καράβι χάνονται μπρὸς ἀπ' τὰ μάτια της καὶ
προσπαθοῦν ὅσο μποροῦνε νὰ μένουν ἀόρατοι − − Ἀργὰ τὴ νύχτα μόνον, ὅταν
τἄστρα τρεμοφέγγουν ἀμίλητα πάνω ἀπ' τὸ μαῦρο καραβι ποὺ πλέει σιγαλά,
ἔρχεται ἀπ' τὴν πλώρη τὸ τραγούδι τῶν ναυτῶν ὣς μέσα στὸ ἔρημικὸ
τσαντήρι τῆς ὀνειρεμένης Βασίλισσας, τῆς παραμυθένιας…
Σήμερα μόλις
τελείωσαμε τὸ μάθημα μὲς τὸ κιόσκι, μὲ φώναξεν ἐπάνω στὴ γέφυρα. Στὸ
τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης μόνο ἕνα ἄνοιγμα ἦτον ἀφημένο ποὺ κι αὐτὸ ἔκλεινε
μ' ἕνα κρεμαστὸ χαλί.
Μπροστὰ μας δὲν εἴχαμε παρὰ τὴ θάλασσα τὴν
ἀτέρμονη, ἔρημη καὶ βουρκωμένη, βαθιόμαβια μολυβένια ποὺ τὸ χρῶμα της
αὐτὸ ἔκανε σχεδὸν αἰσθητὸ τὸ βάρος τῶν νερένιων ὄγκων της· κι ἄσπρα
γαϊτάνια ἀπὸ ἀφροὺς ρήγωναν καὶ πλούμιζαν αὐτὸ τὸ κρασᾶτο μαβὺ τὸ
πένθιμο καὶ ἀπέραντο. Γλάροι μὲ σιγαλερὲς φτεροῦγες σὰν τόξα τανυσμένα
πετοῦσαν πίσω μας· καὶ κάθε λίγο βγάζανε κάτι στριγγὲς κραυγές.
−
Στὸ κάθε ταξίδι μου, οἱ γλάροι ἀκολουθοῦν τὸ πλοῖο μου, εἶπεν Ἐκείνη,
καὶ πάντα βρίσκεται ἀνάμεσά τους κ' ἕνας βαθύχρωμος, σχεδὸν μαῦρος, σὰν
κ' ἐκεῖνον ἐκεῖ.
Καὶ μοὔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό της ἕνα γλάρο μαυρειδερὸ ποὺ πετοῦσε πιὸ μπρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔπειτα πρόσθεσε:
− Νὰ δῆτε ποὺ αὐτὸς θἄρθῃ μαζί μας σχεδὸν ἴσα μὲ κοντὰ στὴν Κέρκυρα.
Πολλὲς φορὲς ὁ μαῦρος γλάρος μ' ἔχει ἀκολουθήσει ὁλόκληρη ἑβδομάδα ἀπὸ
μιὰν ἤπειρο ὣς τὴν ἄλλη. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἡ Μοῖρα μου ποὺ μὲ
παραφυλάει.
Τὸ «Μιραμάρε» ἔκαμε σταθμὸ στὴν Πόλα, ἐπειδὴ ἡ
Αὐτοκράτειρα σκόπευε νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὸ παλιὸ καταδρομικὸ «Πελεκάνος», ποὺ
μετασκευαζότανε τώρα στὸ Ναύσταθμο σ' αὐτοκρατορικὸ θαλαμηγό. Τὸ πλοῖο
ποὺ τὴν περίμενε αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη ἤτονε σημαιοστόλιστο. Καὶ πῆγε νὰ τὸ
ἰδῇ μαζὶ μὲ τὴν Κυρία τῆς Τιμῆς της μέσα σὲ μιὰ δωδεκάκουπη βάρκα τοῦ
«Μιραμάρε» καὶ στὰ μισὰ τοῦ δρόμου ἦρθε νὰ τὴν ὑποδεχθῇ μιὰν ἄλλη λέμβος
τοῦ πολεμικοῦ, γεμάτη ναυάρχους καὶ διαφόρους βαθμοφόρους τοῦ λιμένος.
Ἀπ' τὶς ἐρημιὲς τοῦ πνεύματος ὅπου πλανιότανε ξανάμπαινε τώρα μὲς τὴν
ἀτμοσφαῖρα τῆς αὐτοκρατορικῆς περιωπῆς της μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ κ'
ἐδῶ ἔφερνε μαζί της τὸ ἀλάλητο ὕψος, τὴν ἄφθαστη χάρη τῆς ξέχωρα δικιᾶς
της φύσεως: σ' ὅλων αὐτῶν ποὺ γύρω της στέκονταν τὴν ὄψη ἔβλεπα περίχυτο
τὸ μαγεμένο θάμπωμα ἀπ' τὴν ποίηση τῆς παρουσίας της, ἀλλὰ συνάμα
ἔνοιωθα πὼς δὲν καταλάβαιναν τὴν αἰτία τὴ μοναδική, παρὰ ἐξηγούσανε
σφαλερὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνονταν τότε μὲ τὴν ἀψηλή της θέση.
Σήμερα εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὴ θάλασσα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ ταξίδι: εἶναι
μιὰ ζωὴ καλυτερεμένη, πιὸ βαθειὰ καὶ προπάντων πιὸ ἀληθινή· γι' αὐτὸ
προσπαθῶ νὰ τὴν ἀπολαβαίνω ὅσο μπορῶ πιὸ τέλεια καὶ πιὸ πολὺν καιρό. Ἐδῶ
στὸ ἀφρόζωστο καράβι βρίσκεται κανεὶς σὰν ἐπάνω σ' ἕνα νησὶ ἀπ' ὅπου
ὅλες οἱ δυσαρέσκειες καὶ οἱ σχέσεις οἱ ἀνθρώπινες ἔχουν ἐξορισθῆ. Εἶναι
μιὰ ζωὴ ἡδονική, λαγαρὴ καὶ κρυσταλλωμένη, χωρὶς πόθο καὶ χωρὶς
συναίσθηση τοῦ χρόνου: − τὸ αἴσθημα τοῦ καιροῦ ποὺ περνᾷ εἶναι πάντα
ὀδυνηρό, γιατὶ μᾶς κάνει νὰ αἰσθανόμαστε τὴ ζωή μας.
Στὴ γέφυρα
ἐπάνω μοῦ εἶπε, δείχνοντάς μου παλι τὸ μαῦρο γλάρο ποὺ ὄλο καὶ σάλευε
ἀθόρυβες μεγάλες φτεροῦγες, διάφεγγες στὸν ἥλιο, καὶ πότε δεξιά, πότε
ἀριστερὰ τοῦ καραβιοῦ ἔλαμνε ἀπάνωθέ μας στὸν αἰθέρα:
− Μοῦ
προφητεύει πὼς θὰ τελειώσω στὴ θάλασσα. Ὅταν ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς
πέθανε ὁ Σέλλεϋ, ἀμέσως μοὖρθε κ' ἐμένα αὐτὴ ἡ σκέψη ἢ .. αὐτὴ ἡ
λαχτάρα!
Περνούσαμε μπρὸς ἀπ' τὰ νησιὰ τῆς Δαλματίας. Ἡ θάλασσα ἦτον
τώρα ἡσυχώτερη. Πέρα οἱ ἀκρογιαλιὲς πρασίνιζαν. Τὴν ἀρώτησα, ἂν δὲν
αἰσθανότανε τὴν ἐπιθυμία νὰ πατήσῃ πάλι τὸ πόδι της στὴ γῆς. Κ' ἐκείνη
εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὸ πλοῖο ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ὀμορφιὰ ἀπ' τὸ κάθε
ἀκρογιάλι. Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἐπιθυμῇ κανεὶς νὰ πάῃ πούποτα παρὰ
μόνο ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας καὶ τοῦ πόθου μας βρίσκεται τὸ ταξίδι. Ἂν
πήγαινα σ' ἕναν τόπο ποὺ νἄξερα πὼς δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ξαναφύγω, καὶ
Παράδεισος νὰ ἤτονε, θὰ μοῦ φαινότανε Κόλασις ἡ διαμονὴ σ' αὐτόν. Ἡ ἰδέα
πὼς σὲ λιγάκι θἀφήσω πάλι κάποιο μέρος μὲ συγκινεῖ καὶ μὲ κάνει νὰ
τἀγαπῶ. Κ' ἔτσι θάβω κάθε φορὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει πρόωρα γιὰ νἀρχίσω
νὰ στενάζω γιὰ κάποιο ἄλλο ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει γεννηθῆ.
Στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα τῆς φέρνουνε νὰ πιῇ γάλα ἀπὸ μιὰ γίδα Μαλτέζικη ποὺ τὴν ἔχουν πάρει μαζὶ ἀπ' τὴ Βιέννη.
− Κάνει τὸ ταξίδι χωρὶς κανέναν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ ὡραῖο, μοὖπε ἡ
Αὐτοκράτειρα, καθὼς πήγαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴ βασιλικὴ κατσίκα στὸ
ξύλινό της ἀνάχτορο. Ἀλλὰ ἔχει πολὺ ἀνεπτυγμένο τὸ αἴσθημα τοῦ
καθήκοντος, γιατὶ εἶναι Ἀγγλίδα: αὐτὸ ἔχει πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπὸ κάθε
αἰσθητική. Γι' αὐτὸ κι' ἐγὼ τὴν πῆρα μαζί μου. Δὲν ὑπάρχουν καλύτερες
«nurses» ἀπὸ τὶς Ἀγγλίδες.
Ὑστερώτερα μοῦ εἶπε:
− Οἱ ἄνθρωποι
νομίζουν πὼς ἔχουν ὑποδουλώσει τὴ φύση καὶ τὰ στοιχεῖα μὲ τἀτμόπλοια καὶ
τὰ ἐξπρὲς τραῖνα τους. Ἀπεναντίας ὅμως ἡ φύσις τώρα ἔχει βάλει τοὺς
ἀνθρώπους στὸ ζυγό. Ἄλλοτε αἰσθανόταν κανεὶς τὸν ἑαυτό του θεὸ σὲ καμμιὰ
βαθιὰ κρυμμένη λαγκαδιὰ ποὺ δὲν ἔβγαινε ποτέ του νὰ κάνῃ ἕνα βῆμα
παραέξω ἀπὸ τὰ φρύδια της − σὰν τὸν ποντικό στὴν τρύπα του. Τώρα ποὺ
γινήκαμε globertotters καὶ πήραμε σβάρνα τὴν ὑδρόγειο, κυλοῦμε σὰν τὶς
σταγόνες μὲς τὴ θάλασσα καὶ στὰ τελευταία θὰ τὸ καταλάβωμε πὼς δὲν
εἴμαστε τίποτα περισσότερο.
− Στὴ θάλασσα μέσα ἡ ἀναπνοή μου
πλαταίνει, μοῦ εἶπε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γέφυρα· ρυθμίζεται σύμφωνα μὲ τὸ
σάλεμα τῆς θάλασσας: ὅσο πιὸ πλατιὰ ἁπλώνονται καὶ φουσκώνουν τὰ κύματα,
τόσο βαθύτερα ἀνασαίνω ἐγώ.
− Ναί, Μεγαλειοτάτη, ἀνάμεσά μας, τῶν
φτωχῶν θνητῶν ποὔμαστε, καὶ τῶν πραγμάτων ποὺ δὲν πεθαίνουν ὑπάρχουν
κάποιες βαθειὲς σχέσεις ποὺ οἱ νόμοι τους μένουν κρυμμένοι σ' αἰώνια
μυστήρια.
− Ἐγὼ φαντάζομαι, μοῦ εἶπε, πὼς ἡ θάλασσα μᾶς παίρνει ὅ,τι
ἔχομε ἀνθρώπινο, πὼς δὲν ἀνέχεται μέσα μας τίποτα ἀπ'τὴν ἐπίγειο
ζωοσύνη. Μέσα στὴν τρικυμία πολλὲς φορὲς θαρρῶ πὼς κ' ἐγὼ ἡ ἴδια ἔχω
γίνει ἕνα κῦμα ποὺ ἀφρίζει.
Κ' ἐγὼ τὴν κύτταζα σὰ θαμπωμένος − −
Σήμερα πάλιν ἡ θάλασσα εἶναι κυματοῦσα κι ἀγριεμένη. Μοῦ ζήτησε νὰ τῆς
διαβάσω μερικὲς σελίδες ἀπὸ τὸν «Κύκλο τῆς θάλασσας τοῦ Βοριᾶ» τοῦ
Χάϊνε. Ἡ δεύτερη στροφὴ τῆς «Τρικυμίας» μ' ἔκαμε νἀνατριχιάσω καθὼς τὴ
διάβαζα, τόσο μοῦ φάνηκε παρμένη ἀπὸ ἐπάνω της:
− O Meer!
Mutter der Schönheit, der schaumentstieg' nen!
Schon flattert, leichenwitternd,
Die weisse, gespenstische Möwe
Und wetzt an dem Mastbaum den Schnabel… [1]
Καὶ παρακάτω:
− Fern an schottischer Felsenküste..
Steht eine schöne kranke Frau,
Zartdurchsichtig und marmorblass..
Und den Wind durchwühlt ihre langem Locken
Und trägt ihr dunkles Lied
Űber daw weite, stürmende Meer…[2]
Περίφοβα σήκωσα τὰ ματια μου πρὸς τὰ δικά της καὶ εἶδα τὰ βλέμματά της
νὰ σέρνωνται μαζὶ μὲ τὸν ἀγέρα πάνω στὸ ἄραχνο καὶ μανιασμένο πέλαγος…