Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Ε! Σεις όπου σκορπίζετε τα πλούτη στον αέρα,
Το χέρι σας το άπονο και άσωτο εξαπλώστε
Και δώστε και στον άρρωστο και στην πτωχή μητέρα…
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, ελεημοσύνη δώστε!
Ποιος λέει, ποιος, πως όλ’ αυτά που τώρα σεις πετάτε,
Είναι δικά σας;… Δύστυχοι! αυτό που περισσεύει
Είναι της χήρας, του ορφανού και μην τα σπαταλάτε...
Όποιος τα πλούτη του σκορπά, απ’ τους πτωχούς τα κλέβει!
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη
Λίγο ψωμί για το φτωχό και λίγη καλοσύνη!
Το χέρι σας το άπονο και άσωτο εξαπλώστε
Και δώστε και στον άρρωστο και στην πτωχή μητέρα…
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, ελεημοσύνη δώστε!
Ποιος λέει, ποιος, πως όλ’ αυτά που τώρα σεις πετάτε,
Είναι δικά σας;… Δύστυχοι! αυτό που περισσεύει
Είναι της χήρας, του ορφανού και μην τα σπαταλάτε...
Όποιος τα πλούτη του σκορπά, απ’ τους πτωχούς τα κλέβει!
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη
Λίγο ψωμί για το φτωχό και λίγη καλοσύνη!
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ ( 1838 - 26 Ιανουαρίου 1895 )
Ο Αχιλλέας Παράσχος (πραγματικό όνομα Νασάκης ή Νασίκογλου· Ναύπλιο 1838
- Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1895) ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου
αιώνα, εκπρόσωπος της πρώτης Αθηναϊκής σχολής. Παράσχος ήταν το μικρό
όνομα του πατέρα του.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από τη Χίο. Νωρίς εγκαταστάθηκε στην
Αθήνα με τον πατέρα του έπειτα από την καταστροφή της Χίου. Διδάχθηκε
τα πρώτα γράμματα από τον αδελφό του Γεώργιο(1821-1886), επίσης ποιητή.
Από όσα γνωρίζουμε δεν έκανε σπουδές και κατόρθωσε να μορφωθεί από τις
εφημερίδες και τα βιβλία τα οποία διάβαζε. Δεν εργάστηκε ποτέ του, καθώς
χρήματα και φήμη τού έδιναν μονάχα οι στίχοι του. Οι πολιτικοί της
εποχής τον διόριζαν σε διάφορες θέσεις μόνο και μόνο για να εισπράττει
μισθό.
Στα νεανικά του χρόνια αναμείχθηκε στον κύκλο της Χρυσής Νεολαίας, στους
σπουδαστές και στους διανοούμενους οι οποίοι είχαν στόχο την
απομάκρυνση του Όθωνα, και που εξαιτίας αυτής της φυλακίσθηκε στις
φυλακές του Μεντρεσέ απέναντι από τους Αέρηδες και πού εξαιτίας αυτού
εμπνεύστηκε το ποίημά του «Εις τον πλάτανον του Μεντρεσέ» το οποίο και
έγινε πανελληνίως γνωστό. Αφέθηκε γρήγορα ελεύθερος γιατί στην φυλακή
αρρώστησε βαριά αλλά δεν σταμάτησε την δράσης του εναντίον του Όθωνα. Τη
νύχτα που καταλύθηκε ή εξουσία ο Παράσχος ήταν ένας από τους πολίτες
που πήγαν στον στρατώνα του πυροβολικού για να ενωθούν με τον ξεσηκωμένο
στρατό. Ωστόσο, όταν το 1867 πέθανε ο Όθων μετανιωμένος για τη στάση
του έγραψε το Ελεγείον εις τον Όθωνα δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την
απογοήτευσή του από την πολιτική εκείνων που είχαν εκδιώξει τον
Όθωνα,αλλά δεν τήρησαν τις επαγγελίες τους.
Δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στα περιοδικά Αβδηρίτης και
Χρυσαλλίς. Όταν το 1881 εξέδωσε τρεις τόμους με ποιήματά του, εισέπραξε
το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 50.000 δραχμών. Ωστόσο γρήγορα το
σπατάλησε και άρχισε να ζητά βοήθεια από τους φίλους του. Ταξίδεψε στη
Ρουμανία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Αγγλία όπου οι εκεί Έλληνες τον
υποδέχθηκαν με αγάπη.
Απεβίωσε το 1895 και ενταφιάστηκε στο Α΄ Κοιμητήριο των Αθηνών. Η κηδεία
του, με είκοσι επικήδειους, συγκέντρωσε πλήθος κόσμου και έγινε
παρουσία και του τότε βασιλιά, Γεωργίου Α'. Τέτοια πάνδημη κηδεία δεν
είχε ξαναγίνει ποτέ. Όπως έγραψε και ό Ξενόπουλος «Δεν έμεινε άνθος
που να μην κατατεθεί εις τον τάφον του εκείνον στολιζόμενον καθημερινώς
επί εβδομάδας, επί μήνας από γνωστούς και αγνώστους θαυμαστάς. Όλοι τον
έκλαψαν ως τον τελευταίον εθνικόν ποιητήν του ελληνισμού».
Εργογραφία
Διάσπαρτα εδώ κι εκεί ποιήματά του(Τετράτομο) τα οποία και χαιρετίστηκαν
ως εθνικό γεγονός γιατί ό ποιητής ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Ο λαός
είχε απομνημονεύσει πολλούς από τους στίχους του ενώ μελοποίησε τα
ερωτικά ποιήματά του ο λαϊκός τραγουδιστής Ζαΐμης’’ ποίηση (1881)
’’Εις τον πλάτανον του μεντρεσέ (εμπνευσμένο΄από την φυλάκισή του στις ομώνυμες φυλακές)’’ ποίημα (1880)
’’Ελεγείον εις τον Όθωνα’’ ποίηση (1882)
Αποτίμηση του έργου του
Τον Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Η φήμη του
έφτασε και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και όταν απήγγειλε, ο κόσμος
έσπευδε να τον ακούσει. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική του ποίηση, τα
μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και λησμονήθηκε. Η επιτυχία του οφείλεται
στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν
έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο
στις υπερβολές. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και την επίδραση που
δέχτηκε από τον Γαλλικό Ρομαντισμό ο οποίος είχε περάσει μαζί με την
υπόλοιπη Γαλλική μόδα στον ελληνικό αστισμό.
Η γλώσσα του ήταν μικτή, κυρίως καθαρεύουσα, αλλά κάποιες φορές και
γνήσια δημοτική στο ύφος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Από τεχνικής άποψης,
οι στίχοι του ήταν φλογεροί πατριωτικοί καί βαθύτατα δημοκρατικοί καί
παρουσιάζουν κάποια ελαττώματα - όπως χασμωδίες και επαναλήψεις - και το
ίδιο πολλές φορές συμβαίνει και με το περιεχόμενό τους, ωστόσο αυτό δεν
σημαίνει ότι ήταν ένας ατάλαντος ποιητής. Ο ποιητής χώρισε τα ποιήματά
του στις ενότητες Δάφνες (πατριωτικά), Ιτέας (ελεγειακά), Χλόη
(παιδαγωγικά), και Φύλλα (διάφορα). Το ιδεώδες του ήταν υπερβολικά
ρομαντικό με στοιχεία από την ποίηση των λόρδου Βύρωνα, Αλφόνς Ντε
Λαμαρτίν του Οσιάν και από το υποτονικό βλέμμα ενός νοσηρού
πουριτανισμού.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραψε για τον Παράσχο: «Εις πάντα αυτού τα
ποιήματα θαυμάζομεν κραυγάς ανερχομένας εις τα χείλη εκ των μυχών αληθώς
αλγούσης καρδίας, ευγλώττους αποστροφάς, σφοδρότητα πάθους, μεταφοράς
ποιητικωτάτας». Ο Δημήτριος Βερναδάκης τον αποκάλεσε «υπέροχο» και
ανάλογο θαυμασμό προς το πρόσωπό του έδειχνε και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Τέλος, για τον Κωστή Παλαμά αποτέλεσε «το λυρικό ίνδαλμα των νιάτων
του. Την ποίησή του παρόλη την οσμή του μπαρουτιού, της λεβεντιάς της
φουστανέλλας, την λάμψη του αγώνα και το πατριωτικό μένος την διακρίνει
πιο πολύ η θηλυκή ευπάθεια παρά η αρρενωπή ενέργεια». Ο Παράσχος
είναι ο ποιητής μιας ευσυγκίνητης, υπερευαίσθητης, ρομαντικής κοινωνίας η
οποία έτσι τον ήθελε για να τον αγαπήσει και για να τον δοξάσει. Ο
Παράσχος επέζησε όλων των άλλων ρομαντικών ποιητών φτάνοντας μέχρι το
κατώφλι του επόμενου αιώνα. Είδε τις νέες τάσεις που ερχόντουσαν για να
παραμερίσουν τα ξεπερασμένα ιδανικά. Προσπάθησε να αντιταχθεί αλλά σιγά
σιγά βεβαιωνόταν για το μάταιο της προσπάθειάς του, αν και πολύς κόσμος
εξακολουθούσε να τον αγαπάει, οι νέοι ποιητές του τότε χάραζαν τον
καινούργιο δρόμο της ποίησης, βέβαιοι για το μέλλον τους, περιφρονούσαν
την εφήμερη δόξα του.
«Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο
της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο.
Συμμάζωξε τα φύλλα σου τα δακρυραντισμένα,
να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’ άστρα τα καϋμένα.
Αν είσαι δέντρο σπλαχνικό ανθρώπους μη μιμήσαι
μη δεσμοφύλακας και συ ωσάν εκείνους είσαι!
Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη,
που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σου στείλη,
και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη.
Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη,
και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα
εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυρρανία».
http://athensville.blogspot.gr/
Εις το Ωρολόγιον της Αγοράς
Α΄
Βάλτε φωτιά και κάψτε το στους τέσσερες αγέρες
Σκορπίσετε την σκόνη του· σημάδι να μη μείνη·
Είναι ντροπή τόσου καιρού να στέκεται ημέρες,
Ολόρθη η αδιάντροπη αυτή ευγνωμοσύνη...
Γκρεμίστε το· δεν ξέρετε στο έθνος τί αξίζει·
Στο έθνος; σ' όλους τους λαούς, στην τέχνη, στη σοφία·
Διαμάντι κάθε πέτρα του, διαμάντι μας κοστίζει·
Μία του Ικτίνου ξεστεριά, μια σκέψι του Φειδία!
Β΄
Ένας Μιλόρδος μια φορά, του σκότους ένας Σκώτος,
Μες στους ανθρώπους έσχατος, μες στους αχρείους πρώτος,
Ήλθε στη γη της Αθηνάς σ' άλλο καιρό και χρόνο
Κ' έστησε το ρολόγι αυτό στην αγορά κολώνα,
Κι αυτός δεν πήρε τίποτα, δεν πήρε παρά μόνο
Ολίγα παληομάρμαρα του γέρο-Παρθενώνα.
Είχε το χέρι ανοιχτό, πολύ μας αγαπούσε·
Ήτον φιλέλλην, καθώς λέν' κι αυτόν τον Άμπους τώρα...
Είδωλα, παληομάρμαρα τόνα του χέρι εσπούσε,
Με τ' άλλο πύργο σήκονε για να μας δώση ώρα.
Βλέπετε, δεν επίστευε στα είδωλα εκείνος,
Και είχε χέρι χριστιανού αλήθεια ο Ελγίνος...
Γ΄
Αιώνες ήτον ο δαυλός του Ηροστράτου μόνος
Και να του δώση σύντροφο δεν εύρισκεν ο χρόνος·
Μα ό,τι δεν ημπόρεσε ούτ' ο καιρός να κάνη,
Ο Σύλλας κ' οι Χριστιανοί, φωτιά και Μουσουλμάνοι,
Ένας Σκωτσέζος τόκανε κ' εγκρέμισεν εκείνα
Που είχε περηφάνεια του ο κόσμος και στολή του,
Που του Φειδία έγλυψε το χέρι με ακτίνα
Και το δαυλό συντρόφεψε το γύφτικο σφυρί του!
Δ΄
Βάλτε φωτιά και κάψτε το· δεν είν' αυτό ρολόγι
Του Γιούδα είν' τ' αργύρια, κατάρας μοιρολόγι·
Γκρεμίστε το· δεν έχομε ανάγκη να τ' ακούμε·
Δεν τον ξεχνούμε κι αν χαθή το φίλεμα το πλάνο·
Θαρρούσε ο μωρός μ' αυτό πως θα τον θυμηθούμε!
Ωσάν να μη πηγαίνωμε στον Παρθενώνα επάνω,
Ωσάν να μη κυττάζωμε εις το αέτωμά του
Γραμμένο με το χέρι του τ' ανίερ' όνομά του.
Κάθε σπασμένο μάρμαρο στ' αέτωμα εκείνο
«Ντροπή, φωνάζει, στην Φραγκιά, κατάρα στον Ελγίνο!
Α, η αθανασία του αιώνια θα ζήση,
Στον Παρθενώνα στάθηκε και δεν μπορεί να σβύση.
Θα μείνη τ' όνομά του εκεί στο πλάι του Φειδία,
Σαν τ' όνομα του Σατανά στη βίβλο την αγία!
Βάλτε φωτιά και κάψτε το στους τέσσερες αγέρες
Σκορπίσετε την σκόνη του· σημάδι να μη μείνη·
Είναι ντροπή τόσου καιρού να στέκεται ημέρες,
Ολόρθη η αδιάντροπη αυτή ευγνωμοσύνη...
Γκρεμίστε το· δεν ξέρετε στο έθνος τί αξίζει·
Στο έθνος; σ' όλους τους λαούς, στην τέχνη, στη σοφία·
Διαμάντι κάθε πέτρα του, διαμάντι μας κοστίζει·
Μία του Ικτίνου ξεστεριά, μια σκέψι του Φειδία!
Β΄
Ένας Μιλόρδος μια φορά, του σκότους ένας Σκώτος,
Μες στους ανθρώπους έσχατος, μες στους αχρείους πρώτος,
Ήλθε στη γη της Αθηνάς σ' άλλο καιρό και χρόνο
Κ' έστησε το ρολόγι αυτό στην αγορά κολώνα,
Κι αυτός δεν πήρε τίποτα, δεν πήρε παρά μόνο
Ολίγα παληομάρμαρα του γέρο-Παρθενώνα.
Είχε το χέρι ανοιχτό, πολύ μας αγαπούσε·
Ήτον φιλέλλην, καθώς λέν' κι αυτόν τον Άμπους τώρα...
Είδωλα, παληομάρμαρα τόνα του χέρι εσπούσε,
Με τ' άλλο πύργο σήκονε για να μας δώση ώρα.
Βλέπετε, δεν επίστευε στα είδωλα εκείνος,
Και είχε χέρι χριστιανού αλήθεια ο Ελγίνος...
Γ΄
Αιώνες ήτον ο δαυλός του Ηροστράτου μόνος
Και να του δώση σύντροφο δεν εύρισκεν ο χρόνος·
Μα ό,τι δεν ημπόρεσε ούτ' ο καιρός να κάνη,
Ο Σύλλας κ' οι Χριστιανοί, φωτιά και Μουσουλμάνοι,
Ένας Σκωτσέζος τόκανε κ' εγκρέμισεν εκείνα
Που είχε περηφάνεια του ο κόσμος και στολή του,
Που του Φειδία έγλυψε το χέρι με ακτίνα
Και το δαυλό συντρόφεψε το γύφτικο σφυρί του!
Δ΄
Βάλτε φωτιά και κάψτε το· δεν είν' αυτό ρολόγι
Του Γιούδα είν' τ' αργύρια, κατάρας μοιρολόγι·
Γκρεμίστε το· δεν έχομε ανάγκη να τ' ακούμε·
Δεν τον ξεχνούμε κι αν χαθή το φίλεμα το πλάνο·
Θαρρούσε ο μωρός μ' αυτό πως θα τον θυμηθούμε!
Ωσάν να μη πηγαίνωμε στον Παρθενώνα επάνω,
Ωσάν να μη κυττάζωμε εις το αέτωμά του
Γραμμένο με το χέρι του τ' ανίερ' όνομά του.
Κάθε σπασμένο μάρμαρο στ' αέτωμα εκείνο
«Ντροπή, φωνάζει, στην Φραγκιά, κατάρα στον Ελγίνο!
Α, η αθανασία του αιώνια θα ζήση,
Στον Παρθενώνα στάθηκε και δεν μπορεί να σβύση.
Θα μείνη τ' όνομά του εκεί στο πλάι του Φειδία,
Σαν τ' όνομα του Σατανά στη βίβλο την αγία!
Ερως
Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ' εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ'ολίγο σώμα - άνεμον σχεδόν - ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ' αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον...
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα,
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήρεμον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ' όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την κόρην τελευτώσαν!
με ποίαν, ποίαν άφωνον στοργήν θα την προσείχα·
θα είχε προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
και μόνον μου αντίζηλον τον θάνατο θα είχα.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την ασθενή παρθένον,
ωχρός, συνέχων την πνοήν και άγρυπνος προσμένων...
Ω, πόσας δεν ητένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ήσαν κάτωχροι κι είχον μορφήν νοσούσαν.
Ω, πόσας εσυνόδευσα νεκράς εις το μνημείον,
νομίζων πως ακολουθώ την φίλην μου θανούσαν.
Ποσάκις είδον ν' ανοιχθεί νεκράς αγνώστου στόμα
και μ' είπεν: "ακολούθει με! εγώ είμαι το πτώμα!"
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ' εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ'ολίγο σώμα - άνεμον σχεδόν - ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ' αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον...
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα,
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήρεμον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ' όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την κόρην τελευτώσαν!
με ποίαν, ποίαν άφωνον στοργήν θα την προσείχα·
θα είχε προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
και μόνον μου αντίζηλον τον θάνατο θα είχα.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την ασθενή παρθένον,
ωχρός, συνέχων την πνοήν και άγρυπνος προσμένων...
Ω, πόσας δεν ητένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ήσαν κάτωχροι κι είχον μορφήν νοσούσαν.
Ω, πόσας εσυνόδευσα νεκράς εις το μνημείον,
νομίζων πως ακολουθώ την φίλην μου θανούσαν.
Ποσάκις είδον ν' ανοιχθεί νεκράς αγνώστου στόμα
και μ' είπεν: "ακολούθει με! εγώ είμαι το πτώμα!"
Ζηλοτυπία
Eκείνος όστις αγαπά έχει βαθύ το όμμα·
Tην άβυσσον το βλέμμα του αυτήν διαπερά.
Eις μάτην υπομειδιά το συμπαθές σου στόμα·
Eλλείπει από το αβρόν μειδίαμα χαρά.
Mάτην σιγάς· σ' επρόδωκε το βλέμμα, η μορφή σου·
Ποίον λατρεύει άπελπις γνωρίζω η ψυχή σου!
Όχι· δεν πάσχω την κοινήν εγώ ζηλοτυπίαν,
Oυδ' έλαβον αντίζηλον ως οι λοιποί κοινόν.
Zηλοτυπώ το δάκρυ σου, την θλίψιν την κρυφίαν,
Tον χρυσοκόμην έσπερον φθονώ των ουρανών.
Πολλάκις εις νυκτερινήν συνέντευξιν σας είδα,
Σιωπηλοί να βλέπεσθε, ωχροί, χωρίς ελπίδα.
Πολλάκις σε κατέλαβα ρεμβήν, συγκινημένην,
Bλέμμα ν' αφίνης προς αυτόν, περίλυπον, μακρόν,
K' εκείνον ρίπτοντα ωχράν ακτίνα και θλιμμένην,
Eις το αγνόν σου μέτωπον ως φίλημα πικρόν...
Σε είδον κ' έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
K' ησθάνθην έτι δια σε κ' εκείνον ευσπλαχνίαν!
Tην άβυσσον το βλέμμα του αυτήν διαπερά.
Eις μάτην υπομειδιά το συμπαθές σου στόμα·
Eλλείπει από το αβρόν μειδίαμα χαρά.
Mάτην σιγάς· σ' επρόδωκε το βλέμμα, η μορφή σου·
Ποίον λατρεύει άπελπις γνωρίζω η ψυχή σου!
Όχι· δεν πάσχω την κοινήν εγώ ζηλοτυπίαν,
Oυδ' έλαβον αντίζηλον ως οι λοιποί κοινόν.
Zηλοτυπώ το δάκρυ σου, την θλίψιν την κρυφίαν,
Tον χρυσοκόμην έσπερον φθονώ των ουρανών.
Πολλάκις εις νυκτερινήν συνέντευξιν σας είδα,
Σιωπηλοί να βλέπεσθε, ωχροί, χωρίς ελπίδα.
Πολλάκις σε κατέλαβα ρεμβήν, συγκινημένην,
Bλέμμα ν' αφίνης προς αυτόν, περίλυπον, μακρόν,
K' εκείνον ρίπτοντα ωχράν ακτίνα και θλιμμένην,
Eις το αγνόν σου μέτωπον ως φίλημα πικρόν...
Σε είδον κ' έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
K' ησθάνθην έτι δια σε κ' εκείνον ευσπλαχνίαν!
Ποιητής-Έπαρχος
Και πάλιν, πάλιν έγγραφα και πάλιν βδελυγμίαι,
Και πάλιν φράσεις τυπικαί, ανούσιαι και κρύαι.
Οποίος μέγας φάκελλος κλειστός με περιμένει,
Ως έχιδνα υπό ψυχράν χιόνα κεκρυμμένη!
Και να τον ίδω δεν τολμώ, ουχί να τον ανοίξω·
Τον κομιστή του μ' έρχεται κλητήρα μου να πνίξω,
Τον του Επάρχου απεχθή διορισμόν να σχίσω,
Και τρέχων προς την θάλασσαν χωρίς να σταματήσω,
Με πρώτον πλοίον να ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Το Επαρχείον παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Μάτην, ώ Μούσα, έρχεσαι το τέκνον σου ζητούσα·
Αντί του ψάλτου Έπαρχον εμπρός σου βλέπεις, Μούσα·
Κ' ενώ με δίδετ' εκ χειρός τόσον σεπτής η λύρα,
Ογκώδη αίφνης φάκελλον λαμβάνω εις την χείρα.
Αντί της Μούσης είς κλητήρ ζωώδης επαρχείου,
Αντί επών εγκύκλιοι νεκραί του υπουργείου,
Αντί της ιεράς φλογός ο δήμαρχος Ανάφης!...
Τοιούτου είδους κόλασιν, ώ Δάντη περιγράφεις;
Ω, και με λέμβον θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τους φακέλλους μου εις του λουτρού το κρύα.
Προχθές με παρεφύλαττεν η πονηρά μου Μούσα,
Κ' εφλόγισε τα στήθη μου προδοτικώς ελθούσα·
Κ' έψαλλα πάλιν· «αγαπώ το μύρον των ανθέων,
«Τον ρύακα της εξοχής, την αύραν των ορέων...»
Οπότε ως διάβολον εξαίφνης, παρ' ελπίδα,
Ενός χωρίου πάρεδρον ενώπιόν μου είδα!
Και Μούσα, μέτρα, και ρυθμός με άφησαν υγείαν,
Παγώσαντα εις την μορφήν αυτού την ηλιθίαν.
Μετά σχεδίας θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον πάρεδρόν μου παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Χθες πάλιν ανεγίνωσκα τον Βύρωνα κρυφίως,
Οπότε με κατέλαβε γραφεύς τις αιφνιδίως.
Επ' αυτοφώρω συλληφθείς εις τόσην καταισχύνην,
Ερυθριάσας άφησα τον Βύρωνα μ' οδύνην.
Εις του γεννάδα την μορφήν η έκπληξις εφάνη·
Φευ, έβλεπε τον Βύρωνα αντί του Δελιγιάννη
Νομοθεσίαν... Έπαρχος ν' αναγινώσκη έπη!
Και ο γραφίσκος έκτοτε κατώτερον με βλέπει...
Ω, θέλω πέσει κολυμβών εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τον γραφίσκον μου εις του λουτρού το κρύα.
Και μη με κράζουν Έπαρχον εις το γραφείον μόνον;
Φευ, το πτωχόν μου όνομα στερούμαι τόσον χρόνον!
«Κύριε Έπαρχε!» εδώ, εκεί, εις κάθε μέρος·
Υπάγω εις περίπατον να πνεύσω ελευθέρως,
Τσουφ! καλοκάγαθος αστός δειλώς εμπρός μου νεύει,
Και αν ο Όθων, μ' ερωτά, εισέτι βασιλεύη.
Φεύγω, δημαστυνόμος τις ασθμαίνων μοι αγγέλλει,
Πως τακτικώς πάσαν αυγήν ο Φοίβος ανατέλλει!
Ως ο Αρίων θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον νέον παραιτών Φωσέ εις του λουτρού το κρύα.
Είν' άνοιξις, και τον σωρόν αφείς των εγκυκλίων,
Μετέβην εις ανθόστρωτον αλλοφρονών πεδίον
Κ' ερρέμβαζα ως άλλοτε... Α, τί ευδαίμων ήμην!
Πλην ράσον από ατραπόν προέκυψεν ερήμην,
Και μοναχός μετά στιγμήν από το γήρας τρέμων·
Φευ, ήθελε τον έπαρχον ο ρασοφόρος δαίμων.
Μ' εζήτει, θέλων δι' αυτόν να γράψω εις Αθήνας,
Πως δεν αρνείτ' Επίσκοπος να γίνη και της Κίνας!
Θα σχίσω μ' αερόστατον τα κυανά πεδία,
Αφίνων τον καλόγηρον εις του λουτρού το κρύα.
Την λύραν σου εκρέμασες εις ειρηνοδικείον
Βασιλειάδη δυστυχή, κ' εγώ εις επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά πρωίαν,
Έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την υπαλληλίαν,
Τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν οπίσω;
Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν θ' αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύω Σούτσων μοίραν
Θα φέρω κ' εις τον τάφον μου παρήγορον την λύραν.―
Ω, σας αφίνω· χαίρετε, πρωτόκολλα, γραφεία·
Διότι σβύνετ' η πυρά εις του λουτρού το κρύα!
Και πάλιν φράσεις τυπικαί, ανούσιαι και κρύαι.
Οποίος μέγας φάκελλος κλειστός με περιμένει,
Ως έχιδνα υπό ψυχράν χιόνα κεκρυμμένη!
Και να τον ίδω δεν τολμώ, ουχί να τον ανοίξω·
Τον κομιστή του μ' έρχεται κλητήρα μου να πνίξω,
Τον του Επάρχου απεχθή διορισμόν να σχίσω,
Και τρέχων προς την θάλασσαν χωρίς να σταματήσω,
Με πρώτον πλοίον να ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Το Επαρχείον παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Μάτην, ώ Μούσα, έρχεσαι το τέκνον σου ζητούσα·
Αντί του ψάλτου Έπαρχον εμπρός σου βλέπεις, Μούσα·
Κ' ενώ με δίδετ' εκ χειρός τόσον σεπτής η λύρα,
Ογκώδη αίφνης φάκελλον λαμβάνω εις την χείρα.
Αντί της Μούσης είς κλητήρ ζωώδης επαρχείου,
Αντί επών εγκύκλιοι νεκραί του υπουργείου,
Αντί της ιεράς φλογός ο δήμαρχος Ανάφης!...
Τοιούτου είδους κόλασιν, ώ Δάντη περιγράφεις;
Ω, και με λέμβον θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τους φακέλλους μου εις του λουτρού το κρύα.
Προχθές με παρεφύλαττεν η πονηρά μου Μούσα,
Κ' εφλόγισε τα στήθη μου προδοτικώς ελθούσα·
Κ' έψαλλα πάλιν· «αγαπώ το μύρον των ανθέων,
«Τον ρύακα της εξοχής, την αύραν των ορέων...»
Οπότε ως διάβολον εξαίφνης, παρ' ελπίδα,
Ενός χωρίου πάρεδρον ενώπιόν μου είδα!
Και Μούσα, μέτρα, και ρυθμός με άφησαν υγείαν,
Παγώσαντα εις την μορφήν αυτού την ηλιθίαν.
Μετά σχεδίας θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον πάρεδρόν μου παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Χθες πάλιν ανεγίνωσκα τον Βύρωνα κρυφίως,
Οπότε με κατέλαβε γραφεύς τις αιφνιδίως.
Επ' αυτοφώρω συλληφθείς εις τόσην καταισχύνην,
Ερυθριάσας άφησα τον Βύρωνα μ' οδύνην.
Εις του γεννάδα την μορφήν η έκπληξις εφάνη·
Φευ, έβλεπε τον Βύρωνα αντί του Δελιγιάννη
Νομοθεσίαν... Έπαρχος ν' αναγινώσκη έπη!
Και ο γραφίσκος έκτοτε κατώτερον με βλέπει...
Ω, θέλω πέσει κολυμβών εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τον γραφίσκον μου εις του λουτρού το κρύα.
Και μη με κράζουν Έπαρχον εις το γραφείον μόνον;
Φευ, το πτωχόν μου όνομα στερούμαι τόσον χρόνον!
«Κύριε Έπαρχε!» εδώ, εκεί, εις κάθε μέρος·
Υπάγω εις περίπατον να πνεύσω ελευθέρως,
Τσουφ! καλοκάγαθος αστός δειλώς εμπρός μου νεύει,
Και αν ο Όθων, μ' ερωτά, εισέτι βασιλεύη.
Φεύγω, δημαστυνόμος τις ασθμαίνων μοι αγγέλλει,
Πως τακτικώς πάσαν αυγήν ο Φοίβος ανατέλλει!
Ως ο Αρίων θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον νέον παραιτών Φωσέ εις του λουτρού το κρύα.
Είν' άνοιξις, και τον σωρόν αφείς των εγκυκλίων,
Μετέβην εις ανθόστρωτον αλλοφρονών πεδίον
Κ' ερρέμβαζα ως άλλοτε... Α, τί ευδαίμων ήμην!
Πλην ράσον από ατραπόν προέκυψεν ερήμην,
Και μοναχός μετά στιγμήν από το γήρας τρέμων·
Φευ, ήθελε τον έπαρχον ο ρασοφόρος δαίμων.
Μ' εζήτει, θέλων δι' αυτόν να γράψω εις Αθήνας,
Πως δεν αρνείτ' Επίσκοπος να γίνη και της Κίνας!
Θα σχίσω μ' αερόστατον τα κυανά πεδία,
Αφίνων τον καλόγηρον εις του λουτρού το κρύα.
Την λύραν σου εκρέμασες εις ειρηνοδικείον
Βασιλειάδη δυστυχή, κ' εγώ εις επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά πρωίαν,
Έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την υπαλληλίαν,
Τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν οπίσω;
Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν θ' αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύω Σούτσων μοίραν
Θα φέρω κ' εις τον τάφον μου παρήγορον την λύραν.―
Ω, σας αφίνω· χαίρετε, πρωτόκολλα, γραφεία·
Διότι σβύνετ' η πυρά εις του λουτρού το κρύα!
(Πρώτη του Έτους)
Ε! Σεις όπου σκορπίζετε τα πλούτη στον αέρα,
Το χέρι σας το άπονο και άσωτο εξαπλώστε
Και δώστε και στον άρρωστο και στην πτωχή μητέρα…
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, ελεημοσύνη δώστε!
Ποιος λέει, ποιος, πως όλ’ αυτά που τώρα σεις πετάτε,
Είναι δικά σας;… Δύστυχοι! αυτό που περισσεύει
Είναι της χήρας, του ορφανού και μην τα σπαταλάτε...
Όποιος τα πλούτη του σκορπά, απ’ τους πτωχούς τα κλέβει!
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη
Λίγο ψωμί για το φτωχό και λίγη καλοσύνη!
Συλλογιστείτε εις αυτήν την ώρα γυμνωμένα
Πόσα παιδάκια κρυώνουνε, πόσα μικρά πεινούνε.
Πόσα δεν έχουνε γιατρό και γιατρικό κανένα!
Αλίμονο εις τις καρδιές που σήμερα γελούνε...
Αχ! δώσετε ένα φόρεμα στο γέροντα που κρυώνει,
Λίγο ψωμί μ' ένα γλυκό χαμόγελο στον ξένο,
Ένα ραβδί στον τυφλό που στο σκοτάδι λιώνει,
Κι ένα παιχνίδι στο παιδί το παραπονεμένο!...
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη
Χαρά σ' εκείνη την καρδιά που το ψωμάκι δίνει!
Συλλογιστείτε εις αυτήν την ίδια ώρα πόσοι,
Χωρίς να θέλουν το κακό στο νου τους μελετάνε....
Τι εύκολα που ημπορεί κανείς να τους γλιτώσει
Μ' αυτά όπου εδώ κι εκεί τα χέρια σας πετάνε!...
Πόσα κορίτσ' αγγελικά την ώρα αυτή με τρόμο,
Γεμάτα φρίκη και ντροπή ωσάν αρνιά νοιασμένα,
Στης αμαρτίας κλαίοντας πηγαίνουνε τον δρόμο,
Γιατί δεν έχουν το ψωμί της μάνας τα καημένα!...
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη
Χαρίσετε τους την τιμή, πριν το κακό να γίνει...
Τα ελαφρά μεταξωτά και το μαργαριτάρι,
Όπου ο πλούτος σήμερα και η σπατάλη δίνει,
Δεν έχουν τόση ευμορφιά, δεν έχουν τόση χάρη,
Δεν είναι ευμορφώτερα απ' την ελεημοσύνη.
Πόσοι χαρίζουν σήμερα σ' ανθρώπους που μισούνε
Για να φαντάζουν μοναχά και να φανούνε μόνο,
Και τα φτωχά τ' αδέλφια τους αφήνουν να χαθούνε.
Αυτοί να μη γελάσουνε εις τον καινούριο χρόνο...
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη
Πολλά χαρίζει ο Θεός σ’ εκείνον, όπου δίνει.
http://ola-ta-kala.blogspot.gr/
Αλλού να μ’αγαπάς…
– Δεν θέλω να με αγαπάς ως μ΄αγαπούν οι άλλοι,
μ΄αγάπην ομοιάζουσαν της αύρας τας ριπάς.
Το αίσθημα του έρωτος στιγμήν, ως άνθος, θάλλει.
Εδώ υπάρχει θάνατος. αλλού να μ΄αγαπάς!
– Αλλού; και που να σ΄αγαπώ; και που δεν είναι μνήμα;
Επάνω, κάτω, εις την γην, τας σφαίρας τας λοιπάς;
Παντού ευρίσκεται, το παν θανάτου είναι κτήμα.
Παντού υπάρχει θάνατος, εδώ να μ΄αγαπάς…
Εδώ, εδώ! πριν την ζωήν ο θάνατος μαράνη
και φθινοπώρου πριν ιδής ημέρας σκυθρωπάς.
Ταχύτερον ο έρως σου ο μέγας θ΄αποθάνη.
Πολύ πριν παύση η ζωή, θα παύσης ν΄αγαπάς…
– Όταν η νυξ τον ήλιον καλύπτει της ημέρας
κι υπό νεφέλας θάπτεται το φως αγριωπάς,
μυρίους βλέπει σχίζοντας τα σκότη της αστέρας…
Έρως και φως είναι παντού. Παντού να μ΄αγαπάς!
– Κόρον και λήθην η ψυχή, πριν ή εκπνεύσει, πνέει..
και της αγάπης η στιγμή πολλάς έχει τροπάς.
Του μακροτέρου έρωτος βραδύτερον εκπνέει
κι η βραχυτέρα ύπαρξις. εδώ να μ΄αγαπάς!
– Κι εδώ, κι εδώ θα σ΄αγαπώ, κι υπό την γην, κι επάνω,
και εις θανάτου έρεβος, κι εις βίου αστραπάς.
Δεν είναι χώμα η ψυχή. ποτέ δεν θ΄αποθάνω.
Είναι ζωή κι ο θάνατος, οπόταν αγαπάς.
πηγή φωτογραφίας http://www.athenssculptures.com/
Τίτλος έργου: Αχιλλέας Παράσχος
Θέση: Ζάππειο
Έτος Κατασκευής: 1928
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Γεώργιος Δημητριάδης
Θέση: Ζάππειο
Έτος Κατασκευής: 1928
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Γεώργιος Δημητριάδης