Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Ο
Ευγένιος Γκλάντστοουν Ο'Νηλ (Eugene Gladstone O'Neill, Νέα Υόρκη, 16
Οκτωβρίου 1888 - Βοστώνη, 27 Νοεμβρίου 1953) ήταν ένας από τους
μεγαλύτερους Αμερικανούς θεατρικούς
συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Τέσσερα από τα θεατρικά του έργα
τιμήθηκαν με Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ ο ίδιος τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ
Λογοτεχνίας το 1936.
Ο Ευγένιος Γκλάντστοουν Ο'Νηλ
(Eugene Gladstone O'Neill, Νέα Υόρκη, 16 Οκτωβρίου 1888 - Βοστώνη, 27
Νοεμβρίου 1953) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς θεατρικούς
συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Τέσσερα από τα θεατρικά του έργα
τιμήθηκαν με Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ ο ίδιος τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1936.
Ήταν ο πρώτος αμερικανός δραματουργός που υιοθέτησε στο έργο του τις
τεχνικές ρεαλισμού που είχαν χρησιμοποιήσει πριν από αυτόν ευρωπαίοι
συγγραφείς όπως ο Άντον Τσέχωφ, ο Ερρίκος Ίψεν και ο Άουγκουστ
Στρίντμπεργκ. Τα θεατρικά του ήταν από τα πρώτα που γράφτηκαν στην
αμερικάνικη ιδιωματική διάλεκτο και πραγματεύονταν περιθωριοποιημένους
χαρακτήρες που ενώ είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά, πασχίζουν να
διατηρήσουν όνειρα και φιλοδοξίες, φτάνοντας εν τέλει σε απόγνωση. Τα
έργα του χαρακτηρίζονται από τραγωδία και απαισιοδοξία, ενώ η μοναδική
κωμωδία που έγραψε ήταν το Ω, ερημιά! (Ah, Wilderness).
Ο Ο'Νηλ γεννήθηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην πλατεία Τάιμς, στο
Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Ήταν γιος του ιρλανδικής καταγωγής ηθοποιού
Τζέφρι Ο'Νηλ και της Μαίρη Έλεν Κουίνλαν. Λόγω του επαγγέλματος του
πατέρα του στάλθηκε σε μικρή ηλικία σε οικοτροφείο, όπου βρήκε παρηγοριά
στα βιβλία, ενώ περνούσε ξέγνοιαστος τα καλοκαίρια του στο Νέο Λονδίνο
του Κονέκτικατ. Κάποιο από εκείνα τα καλοκαίρια εργάστηκε στην εφημερίδα
New London Telegraph, γράφοντας ποιήματα σε κάποια της στήλη. Όταν
τελείωσε το σχολείο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, από όπου και τον
απέβαλλαν, αναγκάζοντάς τον να στραφεί στη θάλασσα. Κατά τη διάρκεια
της θητείας του στα καράβια ο Ο'Νηλ έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και έπνιγε
τον πόνο του στο αλκοόλ. Οι περιπλανήσεις του στη θάλασσα έληξαν το 1913
όταν νοσηλεύτηκε σε σανατόριο, καθώς είχε προσβληθεί από φυματίωση. Ενώ
βρισκόταν στο σανατόριο αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή θεατρικών
έργων.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 10, ο Ο'Νηλ συσχετίστηκε με πολλά
μέλη της λόγιας σκηνής του Γκρίνουιτς Βίλατζ στο Μανχάταν και ιδιαίτερα
με τον ιδρυτή του κομμουνιστικού εργατικού κόμματος της Αμερικής, Τζον
Ριντ. Ο Ο'Νηλ είχε επίσης σύντομη ερωτική σχέση με τη σύζυγο του Ριντ,
τη συγγραφέα Λουίζ Μπράιαντ. Αυτή την περίοδο της ζωής του Ο'Νηλ
πραγματεύεται η ταινία του Γουόρεν Μπίτι, Οι Κόκκινοι (Reds, 1981),
βασισμένη στη ζωή του Ριντ. Στη συγκεκριμένη ταινία στο ρόλο του Ο'Νηλ
εμφανίζεται ο Τζακ Νίκολσον.
Στα μέσα του 1916, ο Ο'Νηλ πήγε στο Πρόβινσταουν της Μασαχουσέτης με ένα
φορτηγό γεμάτο θεατρικά έργα. Η πρεμιέρα του μονόπρακτου έργου του
Πλέοντας ανατολικά για το Κάρντιφ (Bound East for Cardiff) από τον
τοπικό θίασο (Provincetown Players) έγινε, σύμφωνα με μαρτυρία της
συγγραφέως Σούζαν Γκάσπελ, σε μια καλύβα ιδιοκτησίας του συζύγου της που
βρισκόταν στην άκρη μιας προβλήτας. Η Γκάσπελ είπε επίσης:
Έτσι ο Γιουτζίν έβγαλε το Πλέοντας ανατολικά για το Κάρντιφ από το
φορτηγό και περίμενε στο σαλόνι, όσο ο Φρέντι Μπερτ μας έκανε την πρώτη
ανάγνωση του έργου. Μετά το τέλος της ανάγνωσης σπεύσαμε όλοι προς το
σαλόνι.
Το θέατρο στο οποίο έγινε η πρώτη ανάγνωση του Πλέοντας ανατολικά για το Κάρντιφ.
Οι ηθοποιοί του Πρόβινσταουν ερμήνευσαν πολλά από τα πρώιμα έργα του
Ο'Νηλ σε συνοικιακά θέατρα του Πρόβινστάουν και του Γκρίνουιτς Βίλατζ
του Μανχάταν. Έτσι ερασιτέχνες ηθοποιοί υποδύθηκαν πρώτοι τους
χαρακτήρες των έργων του Ο'Νηλ, προτού ανακαλυφθούν από θεατρικούς
παραγωγούς του Μπρόντγουέι. Για μερικά από τα πιο πετυχημένα του δράματα
ο Ο'Νηλ άντλησε την έμπνευσή του από προσωπικά βιώματα. Σε ένα από τα
πρώτα του θεατρικά, τον Αυτοκράτορα Τζόουνς (The Emperor Jones,
1920)πλησίασε τις αρχές του εξπρεσιονισμού φλερτάροντας με το υπερφυσικό
στοιχείο. Το 1920 τιμήθηκε με το πρώτο του βραβείο Πούλιτζερ για το
έργο του Πέρα από τον ορίζοντα(Beyond the Horizon, 1918), ενώ την ίδια
περίοδο απεβίωσαν οι γονείς του, ο ένας μετά τον άλλο, καθώς και ο
αδελφός του Τζέιμι, που πέθανε από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Το 1920 έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το Πέρα από τον ορίζοντα (Beyond
the Horizon, 1918), που ήταν το πρώτο του έργο που δημοσιεύτηκε από
εκδοτικό οίκο. Παρά το γεγονός ότι κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ για το Πέρα
από τον ορίζοντα, η πρώτη του επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ ήταν το
Αυτοκράτορας Τζόουνς, με το οποίο σχολίασε εμμέσως την κατάληψη της
Αϊτής από το τάγμα πεζοναυτών των ΗΠΑ. Ακολούθησαν τα έργα του: Άννα
Κρίστι (Anna Christie, 1922) με το οποίο τιμήθηκε με δεύτερο βραβείο
Πούλιτζερ, Πόθοι κάτω από τις λεύκες (Desire Under the Elms, 1924),
Παράξενο Ιντερμέτζο (Strange Interlude, 1928), για το οποίο έλαβε το
τρίτο του Πούλιτζερ και η τριλογία Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα
(Mourning Becomes Electra, 1931), με επιρροές από την αρχαία ελληνική
τραγωδία Ηλέκτρα. Οι επιρροές του από την αρχαία ελληνική τραγωδία είναι
εμφανείς στα έργα Ο Λάζαρος γέλασε (Lazarus Laughed, 1925–26) και Ο
μέγας θείος Μπράουν (The Great God Brown, 1926) στο οποίο οι ηθοποιοί
εμφανίζονται με μάσκες. Το 1933 έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ η
μοναδική του κωμωδία Ω, Ερημιά! (Ah, Wilderness!), στην οποία περιέγραφε
μια εξιδανικευμένη παιδική ηλικία. Το 1936 τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ
Λογοτεχνίας και έκανε μια παύση 10 χρόνων για να επανέλθει με το Ο
παγοπώλης έρχεται (The Iceman Cometh, 1946). Την επόμενη χρονιά έκανε
πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους (A Moon
for the Misbegotten), το οποίο θεωρήθηκε αποτυχημένο. Το Ένα φεγγάρι για
τους καταραμένους έλαβε την αναγνώριση που του αξίζει δεκαετίες
αργότερα
Ο Ο'Νηλ με τη δεύτερη του σύζυγο και την κόρη του.
Πρώτη σύζυγος του Ο'Νηλ ήταν η Καθλίν Τζένκινς, με την οποία υπήρξε
παντρεμένος από το 1909 μέχρι και το 1912 και με την οποία απέκτησε τον
πρώτο του γιο τον Ευγένιο (Γιουτζίν) το νεότερο. Το 1917 γνώρισε τη
συγγραφέα Άγκνες Μπούλτον, με την οποία παντρεύτηκε ένα χρόνο αργότερα.
Οι δυο τους απέκτησαν δυο παιδιά τον Σέιν και την Όονα. Το 1929 οι δυο
τους χώρισαν όμως, αφότου ο Ο'Νηλ τους εγκατέλειψε για την ηθοποιό
Καρλότα Μόντερεϊ. Ο Ο'Νηλ παντρεύτηκε τη Μόντερεϊ αμέσως μετά την έκδοση
του διαζυγίου του από την Μπούλτον κι οι δυο τους πήγανε να ζήσουν στη
Γαλλία. Τα πρώτα χρόνια η Μόντερεϊ είχε οργανώσει τη ζωή τους με τέτοιο
τρόπο ώστε να διευκολύνει τον Ο'Νηλ στη συγγραφή, αργότερα όμως εθίστηκε
στο βρωμιούχο κάλιο προκαλώντας δυσκολίες στον έγγαμο βίο. Οι δυο τους
βρέθηκαν σε διάσταση πολλές φορές χωρίς να χωρίσουν ποτέ, καθώς είχαν
μεγάλη ανάγκη ο ένας τον άλλο. Επέστρεψαν στην Αμερική στις αρχές της
δεκαετίας του 30 κι από το 1937 έως το 1944, έζησαν στο Ντάνβιλ της
Καλιφόρνια. Το σπίτι του Ο'Νηλ στην Καλιφόρνια, το Tao House, λειτουργεί
σήμερα ως μουσείο.
Το 1943 αποκλήρωσε την κόρη του Όονα που παντρεύτηκε σε ηλικία 18 χρονών
τον 36 χρόνια μεγαλύτερό της Τσάρλι Τσάπλιν. Οι δυο τους δεν
ξαναειδώθηκαν ποτέ. Δεν είχε επίσης καλές σχέσεις με κανέναν από τους
δυο γιους του. Ο Γιουτζίν ο νεώτερος, που ήταν εθισμένος στο αλκοόλ
αυτοκτόνησε το 1950, ενώ ο δευτερότοκός του, ο Σέιν, έκανε χρήση ηρωίνης
και αυτοκτόνησε το 1977.
Ύστερα από χρόνια πάλη με τον αλκοολισμό και την κατάθλιψη, ο Ο'Νηλ
βρέθηκε αντιμέτωπος με συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της νόσου του
Πάρκινσον. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, του ήταν αδύνατο να
γράψει και προσπάθησε να υπαγορεύει σε άλλους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Είχε ως όνειρο να γράψει μια σειρά θεατρικών που να παρουσίαζαν την
αμερικανική οικογένεια από τις αρχές του 1800 μέχρι και τα μέσα του
1900. Από τα 11 θεατρικά που είχε προγραμματίσει να γράψει κατάφερε να
ολοκληρώσει μόνο δυο: Το σημάδι του ποιητή (A Touch of the Poet, 1942)
και More Stately Mansions. Ενώ η υγεία του χειροτέρευε ο Ο'Νηλ έχανε
σιγά σιγά κάθε ενδιαφέρον για το εγχείρημα κι αποφάσισε να ολοκληρώσει
τα αυτοβιογραφικά: Ο παγοπώλης έρχεται (The Iceman Cometh, 1946), Ένα
φεγγάρι για τους καταραμένους (A Moon for the Misbegotten, 1943) και
Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα (Long Day's Journey Into
Night). Το τελευταίο, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ 4 χρόνια
μετά το θάνατό του, θεωρείται και το καλύτερό του έργο και βραβεύτηκε με
βραβείο Πούλιτζερ. Λίγο πριν αφήσει το Tao House της Καλιφόρνια
κατάφερε επίσης να ολοκληρώσει το Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους που
παρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1946. Τα υπόλοιπα ημιτελή του έργα
καταστράφηκαν από τη σύζυγό του έπειτα από παράκλησή του.
Το 1953, ο Ο'Νηλ απεβίωσε στο δωμάτιο 401 του ξενοδοχείου Σέρατον στη Βοστώνη. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν:
Το ήξερα! Το ήξερα! Γεννήθηκα σε δωμάτιο ξενοδοχείου και ανάθεμά με, πεθαίνω σε δωμάτιο ξενοδοχείου.
Η αυτοψία που έγινε μετά το θάνατό του έδειξε ότι ο Ο'Νηλ δεν έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον, αλλά από εγκεφαλική ατροφία.
Ο Ο'Νηλ με την τρίτη του σύζυγο Καρλότα Μόντερεϊ.
Κινηματογραφικές μεταφορές των έργων του
Πολλά από τα δράματα του Ο'Νηλ μεταφέρθηκαν τόσο στη μικρή, όσο και στη
μεγάλη οθόνη. Οι σημαντικότερες κινηματογραφικές μεταφορές είναι:
Η Άννα Κρίστι το 1930 με τη Γκρέτα Γκάρμπο και τον Τσαρλς Μπίκφορντ,
το Παράξενο ιντερμέτζο το 1932 με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και τη Νορμα Σίρερ,
Το μακρύ ταξίδι του γυρισμού το 1940 με τον Τζον Γουέιν, που προβλήθηκε στην Ελλάδα ως Περιπέτεια στον ωκεανό,
Ο μαλλιαρός πίθηκος το 1944 με την Σούζαν Χέιγουορντ και τον Γουίλιαμ Μπέντιξ,
Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα το 1947 με τη Ρόζαλιντ Ράσελ και την
Κατίνα Παξινού, Πόθοι κάτω από τις λεύκες το 1958 με τη Σοφία Λόρεν και
τον Άντονι Πέρκινς,
Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα το 1962 με την Κάθριν Χέπμπορν
και τον Τζέισον Ρόμπαρτς, που προβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Μακρύ
ταξίδι μέσα στη νύχτα
και Ο παγοπώλης έρχεται το 1976 με το Λι Μάρβιν και τον Τζεφ Μπρίτζες.
Πόθοι κάτω από τις λεύκες
Το θεατρικό έργο Πόθοι κάτω από τις λεύκες ( Desire under the Elms)
εκδόθηκε το 1924 από τον Ευγένιο Ο'Νηλ. Το έργο θεωρείται ως μία
σύγχρονη αγγλική διασκευή του μύθου της Φαίδρας του Ευριπίδη
τοποθετημένο στον αμερικάνικο νότο του 1850. Το 1958 το θεατρικό ανέβηκε
και στη μεγάλη οθόνη.
Ο ηλικιωμένος ,αλλά θαλερός, Εφραίμ Κάμποτ ζει με τους τρεις γιους του
στο αγροτόσπιτο μιας μικρής επαρχιακής πόλης του αμερικάνικου νότου. Η
οικογενειακή σχέση είναι αρκετά τεταμένη. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι που
για χρόνια πότισαν με τον ιδρώτα τους τη γη του πατέρα τους παρουσιάζουν
μία έντονη αποστροφή προς αυτόν. Ο Ήμπεν, ο τρίτος γιος του Εφραίμ ένας
νέος με λεπτούς τρόπους μοιράζεται κι αυτός αντίστοιχα συναισθήματα με
τα ετεροθαλή αδέρφια του για τον αυταρχικό πατέρα τους. Ο Ήμπεν θεωρεί
τόσο το σπίτι όσο και την γη του πατέρα του δική του. Η μητέρα του που
πέθανε πριν από κάμποσα χρόνια ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια της
περιουσίας που πέρασε στον Εφραίμ. Στόχος και όνειρο του Ήμπεν είναι να
ξανακερδίσει τη γη που του ανήκει. Γι' αυτό το λόγο κλέβει χρήματα από
τον πατέρα του και μ'αυτά εξαγοράζει τα δικαιώματα από τα δύο ετεροθαλή
αδέρφια του που εγκαταλείπουν το σπίτι τους για να αναζητήσουν την τύχη
τους στην California, τη γη του χρυσού. Ο Εφραίμ που είχε λείψει για ένα
μικρό διάστημα επιστρέφει στο σπίτι με τη νέα πανέμορφη γυναίκα του την
35χρονη Άμπη. Η Άμπη μία γυναίκα που στη ζωή της στερήθηκε την ευτυχία
έρχεται στο σπίτι ως νικήτρια, ως η πραγματική ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Η
Άμπη είναι μία γυναίκα που επιθυμεί να διεκδικήσει από τη ζωή της αυτό
που της αξίζει. Η πρώτη συνάντηση με τον Ήμπεν φανερώνει την φλόγα του
έρωτα που θα ξεσπάσει σύντομα ανάμεσά τους. Οι αντιστάσεις τους δεν θα
αργήσουν να καμφθούν και ένα πάθος μοιραίο θα καθορίσει τη ζωή
τους.Διατηρώντας για καιρό κρυφό δεσμό, η Άμπη γέννησε το παιδί του
Ήμπεν που όμως ο Εφραίμ θεωρούσε δικό του. Πάνω σε έναν καυγά ανάμεσα
στον Ήμπεν και τον πατέρα του, ο Εφραίμ αποκάλυψε στον Ήμπεν πως το
κτήμα και το σπίτι ανήκει ολοκληρωτικά στην Άμπη μιας κι αυτή του χάρισε
έναν γιο. Ο Ήμπεν βγάζει το συμπέρασμα ότι η Άμπη τον εξαπάτησε, τον
χρησιμοποίησε προκειμένου να τεκνοποιήσει και να καρπωθεί την ιδιοκτησία
του. Φρενιασμένος ο Ήμπεν κατηγορεί την Άμπη και επιρρίπτει στην ύπαρξη
αυτού του παιδιού τη λήξη της σχέσης τους καθώς αυτό το παιδί αποτελεί
την απόδειξη των σχεδίων της. Απογοητευμένη η Άμπη και έχοντας
παραφρονήσει από το ενδεχόμενο να στερηθεί την πραγματική της αγάπη , τη
μοναδική ελπίδα για ευτυχία σε τούτο τον κόσμο, πνίγει το βρέφος με ένα
μαξιλάρι. Η Άμπη αποκαλύπτει στον Ήμπεν την πράξη της , στο άκουσμα της
πράξης της ο Ήμπεν χάνει πάλι την ψυχραιμία του, αδυνατεί να εννοήσει
το έγκλημα που δίεπραξε και σπεύδει να την καταγγείλει στην αστυνομία.
Πριν φτάσουν οι αστυνομικοί να τη συλλάβουν επιστρέφει στο σπίτι
μετανιωμένος για την άδικη συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα που
αγαπούσε. Εν τω μεταξύ ο Εφραίμ έχει ήδη μάθει την αλήθεια, την δέχεται
ως άλλη μία δυσκολία του θεού και με δύναμη και θάρρος ξανα σχεδιάζει τη
ζωή του, το μέλλον του, χωρίς τους δύο ενόχους που τους καταριέται. Η
αστυνομία έρχεται και συλλαμβάνει το ζευγάρι που τραβάν το δρόμο για τη
φυλακή ξέροντας όμως πως ο ένας ανήκει στον άλλον, άλλωστε η ιδιοκτησία
ήταν το ζητούμενο και των δύο, κι αυτό ήταν τελικά που κέρδισαν, το να
ξέρουν ότι ο ένας ανήκει στον άλλον.https://el.wikipedia.org/
Απόσπασμα:
Πρώτη πράξη
Σκηνή 2
Σελ. 17, 18, 19
ΗΜΠΕΝ
(Αποφασιστικά) Α, μπα! Δεν θα φύγετε ποτέ από δω. Γιατί περιμένετε το μερίδιό σας από το χτήμα, όταν τα τινάξει ο γέρος.
ΣΙΜΕΟΝ
(Μετά από παύση) Το δικαιούμαστε.
ΠΗΤΕΡ
Τα δύο τρίτα είναι δικά μας.
ΗΜΠΕΝ
(Πετάγεται όρθιος) Κανένα δικαίωμα δεν έχετε. Δεν ήτανε δικιά σας μάνα!
Και το χτήμα ήτανε δικό της! Εκείνος της το πήρε, της το ‘κλεψε. Τώρα
που πέθανε η μάνα μου, το χτήμα είναι δικό μου.
ΣΙΜΕΟΝ
(Ειρωνικά) Αυτό να το πεις στο γέρο – όταν μας έρθει πίσω. Βάζω στοίχημα ότι θα γελάσει – πρώτη φορά στη ζωή του. Χα!
(Γελάει σαν να γαβγίζει)
ΠΗΤΕΡ
(Εξίσου ειρωνικός με τον αδερφό του) Χα!
ΣΙΜΕΟΝ
(Μετά από παύση) Τι έχεις μαζί μας, Ήμπεν; Όσο περνάει ο καιρός τα μάτια σου σκοτεινιάζουνε – σαν κάτι να σε τρώει.
ΠΗΤΕΡ
Ναι, ναι.
ΗΜΠΕΝ
Να σας πω τι έχω! (Απότομο ξέσπασμα) Γιατί δεν μπήκατε στη μέση, ανάμεσα
σ’ εκείνον και στη μάνα μου, όταν τη βασάνιζε, κλειδωμένη εδώ μέσα,
μέχρι που την έστειλε στον τάφο – γιατί δεν τη βοηθήσατε, έτσι, για να
της ξεπληρώσετε όλες τις καλοσύνες που σας είχε κάνει;
(Μεγάλη παύση. Οι δύο τον κοιτάζουνε κατάπληκτοι)
ΣΙΜΕΟΝ
Είχαμε… να ποτίζουμε τα ζώα.
ΠΗΤΕΡ
… Να κόβουμε ξύλα.
ΣΙΜΕΟΝ
… Να οργώνουμε.
ΠΗΤΕΡ
… Να θερίζουμε.
ΣΙΜΕΟΝ
Να ρίχνουμε κοπριά.
ΠΗΤΕΡ
… Να ξεβοτανίζουμε.
ΣΙΜΕΟΝ
… Είχαμε να κλαδεύουμε.
ΠΗΤΕΡ
… Ν’ αρμέγουμε.
ΗΜΠΕΝ
(Τους διακόπτει) Και να χτενίζετε τοίχους – τη μία πέτρα πάνω στην άλλη –
να χτίζετε τοίχους, ώσπου οι καρδιές σας πετρώσανε – γίνανε
μαντρότοιχοι που αποκλείσανε κάθε σας συναίσθημα.
ΣΙΜΕΟΝ
(Ειλικρινά) Δεν μας έμενε ούτε στιγμή ν’ ασχοληθούμε με…
ΠΗΤΕΡ
(Στον Ήμπεν) Κι εσύ τι έκανες; Όταν πέθανε η μάνα σου ήσουνα δεκαπέντε χρόνων, ολόκληρος άντρας. Έκανες τίποτα;
ΗΜΠΕΝ
(Άγρια) Τόσες δουλειές έκανα από μικρός, ξέχασες; (Παύση. Πιο αργά.)
Μόνον όταν εκείνη πέθανε το κατάλαβα. Όταν ανέλαβα και τις δικές της
δουλειές – το μαγείρεμα και όλα τ’ άλλα. Τότε κατάλαβα τι τραβούσε –
τρέχα στο χωράφι να βοηθήσεις – γύρνα πίσω στο σπίτι να βράσεις πατάτες –
τηγάνισε μπέηκον – ψήσε κουλουράκια – μην ξεχάσεις να ρίξεις ξύλα στη
φωτιά – η χόβολη μαζεύτηκε, άδειασέ τη – και τα μάτια της να κλαίνε απ’
την κάπνα και τις στάχτες. Έρχεται ακόμα τα βράδια – στέκεται εκεί, στη
στόφα – δεν μπορεί να ξεκουραστεί, ν’ «αναπαυθεί εν ειρήνη». Δεν μπορεί
να συνηθίσει την ελευθερία της, ούτ’ εκεί μέσα, στον τάφο της.
ΣΙΜΕΟΝ
Κουβέντα δεν έβγαζε, πάντως. Ούτ’ ένα παράπονο.
ΗΜΠΕΝ
Είχε κουραστεί πάρα πολύ. Και είχε συνηθίσει την κούρασή της. Κι εκείνος
έφταιγε για όλα. (Φουντώνει) Εγώ, αργά ή γρήγορα, θα τον ξεμπροστιάσω.
Θα του ρίξω κατάμουτρα όσα δεν τόλμησα τότε! Θα τα φωνάξω μέχρι να
σκάσουν τα πλεμόνια μου. Μήπως έτσι βρει γαλήνη η μάνα μου στον τάφο.
(Κάθεται πάλι στην καρέκλα του και βυθίζεται στη σιωπή. Οι άλλοι δύο τον κοιτάζουν κάπως αδιάφοροι.)
Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα
Ο Ευγένιος Ο΄Νηλ παρουσιάζει το 1928 την τριλογία του «Το πένθος
ταιριάζει στην Ηλέκτρα», που βασίζεται στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Το
έργο αποτελείται από τρία μέρη, αντίστοιχα των τριών του Αισχύλου: «Ο
γυρισμός» - «Αγαμέμνων», «Οι κυνηγημένοι» - «Χοηφόροι», «Οι
στοιχειωμένοι» - «Ευμενίδες».
Ο Αμερικανός δραματουργός τοποθετεί χρονικά το έργο του στον εμφύλιο
πόλεμο που συντάραξε την Αμερική (1861-1865) βρίσκοντας αντιστοιχίες
ανάμεσα στην οικογένεια Μάννον και στον οίκο των Ατρειδών.
Έντονα αυτοβιογραφικός, ο Ο΄Νηλ σκιαγραφεί μέσα στην τριλογία του όχι
μόνο τον εμφύλιο σπαραγμό της Αμερικής, αλλά και τη δραματική ιστορία
της δική του οικογένειας.
Αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στις ΗΠΑ, ο στρατηγός Έζρα
Μάννον επιστρέφει στο σπίτι του, στη Νέα Αγγλία. Όμως στην οικία των
Μάννον, με το σκοτεινό παρελθόν και την νοσηρή σχέση με τη ζωή, υπάρχουν
πολλές ανοιχτές πληγές. Η παθολογική αγάπη της γυναίκας του Έζρα,
Κριστίν Μάννον, για τον γιο της Όριν, η προβληματική της συμβίωση με την
κόρη της Λαβίνια, και η παρεμβολή ενός τρίτου προσώπου στη ζωή τους
διευρύνουν τον κύκλο μίσους, εκδίκησης και καταστροφικού έρωτα, που ήδη
εμποτίζει το παρελθόν της οικογένειας και θα ολοκληρωθεί μόνο με την
τιμωρία όσων εμπλέκονται σε αυτόν.
Ο Γιουτζήν Ο’Νηλ, επεξεργάζεται τον μύθο της Ορέστειας και τον
μεταγράφει σε μια σύγχρονη τριλογία, αποκαλύπτοντας τη διαβρωμένη εικόνα
της αστικής τάξης που κρύβεται πίσω από ένα άψογο προσωπείο. Το
οικοδόμημα που συντηρείται από τον πουριτανισμό και μια άκαμπτη ηθική
στάση ζωής κλονίζεται σταδιακά και συμπαρασύρει όσους παγιδεύονται μέσα
σ' αυτό. Οι ήρωες νευρωτικοί, απελπισμένοι και εν τέλει αδικαίωτοι,
καταδικάζονται στη λήθη και τη σιωπή.
Απόσπασμα:
Τρίτη πράξη
Σελ. 134
ΟΡΙΝ
(Συνεχίζει με το ίδιο ύφος) Προτού γυρίσω στις γραμμές μας, χρειάστηκε
να σκοτώσω κι άλλον, με τον ίδιο τρόπο. Μου φάνηκε σαν να ξέκανα τον
ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά! Είχα μια αλλόκοτη αίσθηση, ότι πόλεμος
σημαίνει να σκοτώνεις τον ίδιο άνθρωπο πολλές φορές και στο τέλος ν’
ανακαλύπτεις πως αυτός είναι ο εαυτός σου! Τα πρόσωπα όλων εκείνων
έρχονται στα όνειρά μου και παίρνουν τη μορφή του πατέρα ή τη δικιά μου.
Τι να σημαίνει αυτό, Βίννι;
ΛΑΒΙΝΙΑ
Δεν ξέρω. Εγώ πρέπει να σου μιλήσω! Έλεος, ξέχνα πια τον πόλεμο – τελείωσε!
ΟΡΙΝ
Μέσα στην ψυχή ολωνών που έχουμε σκοτώσει, δεν τελείωσε. (Μετά, γρήγορα,
σε πικρό, ειρωνικό τόνο) Όλα τ’ άλλα είναι αστεία πράγματα!... Το
επόμενο πρωί βρέθηκα πίσω από τα δικά μας χαρακώματα. Στο Πήτερσμπουργκ.
Δεν είχα κοιμηθεί καθόλου. Το κεφάλι μου χάλια. Σκεφτόμουνα τι παιχνίδι
θα μπορούσαμε να παίξουμε σ’ όλους αυτούς τους ηλίθιους στρατηγούς σαν
τον πατέρα, εάν εμείς, οι στρατιώτες, βλέπαμε τον πόλεμο σαν ένα
κακόγουστο αστείο που εκείνοι προκαλούσανε και γελούσαμε και δίναμε τα
χέρια! Αυτό κι έκανα: άρχισα να γελάω και προχώρησα μέσα στις γραμμές
τους με το χέρι μου τεντωμένο. Φυσικά, το αστείο γύρισε εναντίον μου,
γιατί μου φυτέψανε μια σφαίρα στο κεφάλι. Κι εγώ τρελάθηκα, ήθελα να
σκοτώσω κι έτρεχα ουρλιάζοντας. Και τότε, πολλοί ηλίθιοι δικοί μας
τρελάθηκαν και μ’ ακολούθησαν κι έτσι κερδίσαμε πολύ έδαφος μέσα στις
γραμμές τους – κάτι που ούτε τολμούσαμε να διανοηθούμε πριν. Εγώ είχα
προχωρήσει χωρίς εντολές, φυσικά… Όμως ο πατέρας θεώρησε σκόπιμο να το
παραβλέψει και μου επέτρεψε να γίνω ήρωας! Γι’ αυτό, μην απορείς που
γελάω!
Ο Μαλλιαρός πίθηκος
Ο Μαλλιαρός πίθηκος (1921) είναι γραμμένος την εποχή της μεγάλης
οικονομικής καταστροφής της Αμερικής, του περίφημου κραχ, όπου ο λαός
πέρασε δύσκολα χρόνια και πήρε μεγάλη έκταση το θέμα των ταξικών
διαφορών. Τα χαμηλά στρώματα ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες, ενώ οι
επιχειρηματίες και οι βιομήχανοι κρατούσαν, όταν ήταν εφικτό, τις
περιουσίες τους στα ύψη.
Στο συγκεκριμένο έργο, ο σημαντικός Αμερικανός δραματουργός
πραγματεύεται έντονα, και με καθαρά κυριαρχούσα διάθεση, το στοιχείο της
απέραντης ταξικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στους καρβουνιάρηδες,
τους θεριστές των αμπαριών στα καράβια, στο λεβητοστάσιο (αυτούς δηλαδή
που ολημερίς φτυαρίζουν και ρίχνουν το κάρβουνο στους τεράστιους
φούρνους για να προχωρά το πλοίο) και στους άλλους, τους ιδιοκτήτες του
«Τραστ του ατσαλιού», στον κ. Ντάγκλας, στην κόρη του Μίλντρετ και στη
θεία του που τυχαίνει να είναι επιβαίνουσες του συγκεκριμένου καραβιού,
ιδιοκτησίας του Ντάγκλας, διασχίζοντας τον ατελείωτο Ατλαντικό Ωκεανό.
Το σκηνικό του έργου είναι εφιαλτικό, τα πάντα περιτριγυρίζονται απο
ατσάλι, δείγμα της δύναμης του «μεγάλου αφεντικού»: οι υποτιθέμενες
κουκέτες του πληρώματος, οι πάγκοι, τα έπιπλα, όλα ατσάλινα.
Η εικόνα που διαφαίνεται είναι αυτή ενός ασφυκτικού κλουβιού, όπου μέσα
εκεί ζουν, περνούν μάλλον όλη τους τη ζωή, σαν τα άγρια θηρία, οι
θερμαστές. Ο τρόπος που ο Ευγένιος Ο' Νηλ σκιαγραφεί τους κεντρικούς του
χαρακτήρες και χειρίζεται τα θέματα του, αυτή η απόλυτη αίσθηση του
ρεαλισμού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο πως τον κατατάσσουν στους
κορυφαίους συγγραφείς του παγκόσμιου θεάτρου στον 20ό αιώνα και
αναμφισβήτητα, στους μέγιστους δραματουργούς του Αμερικανικού Θεάτρου,
δίπλα στον Τέννεσση Ουίλλιαμς, τον Κλίφορντ Οντές, τον Θόρτον Ουάιλντερ,
τον Άρθουρ Μίλλερ, τον Έντουαρντ Άλμπη.
Απόσπασμα:
ΜΙΛΝΤΡΕΝΤ
(με απάθεια σχεδόν) Σε σιχαίνομαι, θεία. (Κοιτώντας την κριτικά) Ξέρεις,
τελικά, τι μου θυμίζεις; Μια παγωμένη πουτίγκα χοιρινού, με φόντο ένα
λινό τραπεζομάντιλο στην κουζίνα ενός – καλά, οι δυνατότητες
παρομοιώσεων καταντούν τόσο βαρετές τελικά! (Κλείνει τα μάτια)
ΘΕΙΑ
(με πικρό γέλιο) Χρυσή μου, merci για την ευθύτητά σου! Αλλά, μια και
ΕΙΜΑΙ και ΠΡΕΠΕΙ να παριστάνω τον κηδεμόνα σου – τουλάχιστον κατ’ όψιν –
ας συνάψουμε ένα είδος εκεχειρίας. Από μέρους μου, είσαι ελεύθερη να
υιοθετείς οποιαδήποτε πόζα εκκεντρικότητας σου αρμόζει – αρκεί να
παρατηρείς και τις χαρές της ζωής –
ΜΙΛΝΤΡΕΝΤ
(μακρόσυρτα, βαρετά) Τις… βλακείες της ζωής, είπες;
ΘΕΙΑ
(συνεχίζει σαν να μην άκουσε) Αφού εξάντλησες όλη σου την αιμοβόρα
συγκινησιακή φόρτιση στη διάρκεια της Κοινωνικής Εργασίας που προσέφερες
στις Ανατολικές περιοχές της Νέας Υόρκης – Χριστέ μου, πόσο θα πρέπει
να σε μίσησαν οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι, τους οποίους έκανες ακόμα
φτωχότερους! – τώρα, έχεις βάλει σκοπό της ζωής σου να περιηγηθείς σε
όλες τις φτωχογειτονιές, διεθνώς. Πραγματικά, εύχομαι το White Chapel να
σου παράσχει το απαραίτητο τονωτικό φάρμακο για τα νεύρα! Μόνο πρόσεχε
καλά: ΜΗ μου ζητήσεις να τρέχω από πίσω σου ΚΑΙ σ’ εκείνα τα μέρη.
Είπα ήδη στον πατέρα σου πως αυτό ΔΕΝ το κάνω! Μισώ τη διαστροφή! Θα
προσλάβουμε ένα στρατό, αν θέλεις, από ιδιωτικούς ντεντέκτιβ και θα
μπορείς να κάνεις έρευνες ελεύθερα – θα σου επιτρέπουν εκείνοι να δεις
ό,τι θες!
ΜΙΛΝΤΡΕΝΤ
(διαμαρτύρεται μ’ ένα είδος ειλικρινούς σοβαρότητας) Σε παρακαλώ πολύ,
να μη γελοιοποιείς τις προσπάθειες που κάνω να ανακαλύψω πώς ζει ο άλλος
μισός πληθυσμός! Τουλάχιστον, αναγνώρισέ μου, έστω και λίγο, σ’ αυτόν
τον τομέα, ένα ανεπαίσθητο ίχνος ειλικρίνειας. Θα ήθελα πραγματικά να
τους βοηθήσω. Θέλω να φανώ σε κάτι χρήσιμη σ’ αυτόν τον κόσμο. Εγώ φταίω
που δεν ξέρω το πώς; Θα μου άρεσε να είμαι ειλικρινής, να αγγίξω κάπου
τη ζωή.
(Βαριεστημένα και κάπως πικρόχολα) Όμως, φοβάμαι πως δεν έχω ούτε τη
ζωτικότητα, ούτε το σθένος και την ακεραιότητα που χρειάζονται. Όλα αυτά
είχαν χαθεί στο σόι μας, προτού να γεννηθώ εγώ. Οι υψικάμινοι του
παππού, βγάζοντας φλόγες στον αέρα, λιώνοντας το ατσάλι, απέφεραν
εκατομμύρια – μετά ήρθε ο πατέρας, που διατήρησε αυτές τις οικογενειακές
επιχειρήσεις με τις φωτιές, κερδίζοντας περισσότερα εκατομμύρια – και
στην άκρη αυτής της ουράς, εγώ, βρέφος. Δεν είμαι τίποτ’ άλλο, παρά ένα
φθαρμένο προϊόν της διαδικασίας Μπέσσεμερ – όπως και τα εκατομμύρια. Ή,
καλύτερα, κληρονομώ το ήδη αποκτημένο χαρακτηριστικό, της υπεραξίας,
τον πλούτο, αλλά καθόλου την ενέργεια ή, ακόμα, και τη δύναμη του
ατσαλιού που το έφτιαξε. Με γέννησε το χρυσάφι, αλλά αυτό το ίδιο με
καταράστηκε κιόλας, όπως λένε στη γλώσσα του Ιπποδρόμου – μια κατάρα
πολύπλευρη, τελικά. (Γελάει άκεφα)
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ, Σελ. 24,25,26
Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Τρίτη πράξη
Σελ. 104,105
ΤΖΙΜ
(Σαν να μη την άκουσε, κλείνει πάλι τα μάτια) Μετά απ’ αυτό, έπινα τόσο
πολύ, που δύσκολα καταλάβαινα τι μου γινότανε. Αν και οι κινήσεις μου
ήταν μετρημένες, και κανένας δεν κατάλαβε πόσο μεθυσμένος ήμουνα.
(Παύση) Αλλά υπάρχουνε πράγματα που δεν μπορώ ποτέ μου να ξεχάσω: Οι
νεκροθάφτες, κι εκείνη στο φέρετρο, ταχτοποιημένη μέσα στα λουλούδια. Δε
μ’ αρέσει αυτό που γίνεται στην Αμερική, να μακιγιάρουνε τους νεκρούς.
Εγώ με δυσκολία την αναγνώρισα. Ήταν ομορφότερη και νεότερη, σαν κάποια
που θυμόμουνα χρόνια πριν. Δηλαδή, σαν ξένη. Που κι εγώ της ήμουνα
ξένος. Αδιάφορος. Δεν ενδιαφερότανε πια για μένα. Κι ήτανε τελικά
ελεύθερη. Ελεύθερη απ’ τα βάσανα. Απ’ τους πόνους. Από μένα. (Παύση)
Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν αισθανόμουν απολύτως τίποτα. Ήξερα ότι,
κανονικά, έπρεπε να τρελαινόμουν από τον πόνο, αλλά δεν ένιωθα τίποτα.
Σαν να είχα πεθάνει κι εγώ. Ήξερα ότι έπρεπε να κλαίω. Καλύτερα ως και
να ξέσπαγα σε λυγμούς, παρά να στέκομαι έτσι πετρωμένος. Αλλά, δεν
μπορούσα να κλάψω. Έβριζα τον εαυτό μου, «Παλιοτόμαρο, η μάνα σου είναι.
Τη λάτρευες και τώρα είναι νεκρή! Την έχασες για πάντα. Ποτέ, ποτέ δεν
θα…» Αλλά, τίποτα, ούτε ένα δάκρυ. Προσπάθησα να δικαιολογηθώ μέσα μου,
«Είναι πεθαμένη. Δεν τη νοιάζει αυτή αν εγώ κλαίω ή όχι, δεν τη νοιάζει
πια τι κάνω. Όλα της είναι αδιάφορα τώρα. Είν’ ευτυχισμένη εκεί που
βρίσκεται, γιατί δεν μπορώ να την πληγώσω πια. Κατάφερε και με
ξεφορτώθηκε. Γιατί, λοιπόν δεν την αφήνω ούτε τώρα να ησυχάσει;» (Παύση)
Αλλά, υπήρχανε μερικοί άνθρωποι γύρω μου, που περίμεναν από μένα κάποια
αντίδραση. Και τι έκανα, λες, το γαϊδούρι; Έπεσα στα γόνατα, έκρυψα το
πρόσωπο στις παλάμες μου, και φώναξα με λυγμούς: «Μάνα μου, γλυκιά μου
μανούλα!» Αλλά από μέσα μου έλεγε, «Τι τομάρι μου είσαι! Τι υποκριτής!»
(Ανοίγει τα μάτια του και, κοιτάζοντας αόριστα το φεγγάρι, αφήνει ένα
βραχνό γέλιο)