Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο
homouniversalisgr.blogspot.com
Το βαλς, 1905 Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864…
Καμίλ Κλοντέλ ( 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943 )
Το βαλς, 1905
Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο.
Γεννήθηκε στην γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία, κόρη του
Louis Prosper Claudel και της Louise Athanaise Cécile Cerveaux, αδελφή
του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πωλ Κλοντέλ. Από πολύ νεαρή ηλικία
έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται
ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Το 1879 η Κλοντέλ
γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher, ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο
της και πείθει την οικογένεια της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή
εκπαίδευση. Το 1881εγκαθίσταται με την μητέρα και τα αδέλφια της στο
Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία
Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται
αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες. Κατά την διάρκεια των σπουδών της,
με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και
ελάχιστα έργα αυτής της περιόδου διασώζονται, μεταξύ αυτών μια προτομή
του αδελφού της σε ηλικία 13 ετών.
Η γνωριμία με τον Ροντέν
Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί
τα έργα της ενώ ο Boucher την παρουσιάζει στον διευθυντή της Σχολής
Καλών Τεχνών, Paul Dubois. Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη
της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος αντικαθιστά τον Boucher για
ένα διάστημα στη διάρκεια των μαθημάτων της Ακαδημίας. Ερωτικές
επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883,
αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Την ίδια
χρονιά, η Κλοντέλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Σαλόν της Société des
Artistes français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια
των Ροντέν και Dubois.
Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται
στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον
επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για
τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν
και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση.
Παράλληλα εξελίσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από
το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με την σύντροφό
του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ
απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν
επιβεβαιώνονται.
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της
πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898,
ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική
πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898
εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται
ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση
της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην
συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του
Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.
Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η
εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο
χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα
γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός
που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία
περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και
περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.
6Camille Claudel (left) and sculptor Jessie Lipscomb in their Paris studio in the mid-1880
Εγκλεισμός
Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το
γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά
από πρωτοβουλία του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική
κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της
υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια
γράφει την ίδια χρονιά: "[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού
τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία
ανταπόδοση όπως αυτή.". Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne
δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά δημοσιεύματα που
ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της
τέχνης.
Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ
κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο
ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων
της.
Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα,
ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του
1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η
μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει
προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της,
Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στη μητέρα της ζητώντας τη βοήθειά της για
τη σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια
που όμως αρνείται.
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η
Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται
σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet
Έργο
Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της,
έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο
αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το
μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της.
Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Μια σημαντική έκθεση έργων της πραγματοποιήθηκε επίσης το 1984
Head of Camille Claudel, 1884, by Auguste Rodin,
Κλωθώ, 1893
Το κύμα, 1897
Οι κουτσομπόλες, 1897, (όνυχας και μπρούντζος)
Σακουντάλα, 1905
Ώριμη ηλικία, 1902
Auguste Rodin
Perseus and the Gorgon, 1905
Paul Claudel à seize ans (1893)
Επίκληση
L'Abandon
Femme accroupie
La petite sirène
Καμίλ Κλοντέλ 1915 , 2013 - ΤΑΙΝΙΑ
Ένα σπαρακτικό –και, κατά στιγμές, σοκαριστικό– πορτρέτο της έξωθεν
«επιβεβλημένης» κατάδυσης της γλύπτριας Καμίγ Κλοντέλ στην
ιδρυματοποιημένη τρέλα, με τη Ζιλιέτ Μπινός σε μια χαμηλότονα
συγκλονιστική ερμηνεία.
Βασισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αλληλογραφία της γλύπτριας Καμίγ
(γιατί «Καμίλ», αίφνης, βρε παιδιά;) Κλοντέλ (1864-1943), η ταινία του
Ντυμόν ουσιαστικά πιάνει το νήμα της ζωής της τραγικής ηρωίδας εκεί
περίπου όπου το άφησε το 1988 η έτερη «Camille Claudel» του γαλλικού
σινεμά. Τότε, η Ιζαμπέλ Ατζανί (που με αυτόν τον ρόλο είχε φτάσει έως
τις υποψηφιότητες των Όσκαρ) είχε αναλωθεί στον 15ετή, ανθρωποφαγικό και
«τεράστιο» παράνομο έρωτα της Καμίγ με τον μυθικό μέντορά της, Ογκίστ
Ροντέν (του Ντεπαρντιέ). Ο Ντυμόν, όπως δηλώνει και ο τίτλος του φιλμ
του, ασχολείται με την Καμίγ από το 1915 κι εντεύθεν, ήγουν δυο χρόνια
αφότου η 50χρονη γλύπτρια μπουντρουμιάστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με
πρωτοβουλία του μικρότερου αδελφού της (και κορυφαίου λογοτέχνη), Πολ
(τον υποδύεται ο θεατρικός Βανσόν). Μεγάλο μέρος της –μινιμαλιστικής και
ζοφερής, όπως συνηθίζει ο σκηνοθέτης– αφήγησης εστιάζει στην απύθμενη
προσμονή της Καμίγ για την επίσκεψη του αδελφού της (ο οποίος,
σημειώστε, την επισκέφτηκε μόλις επτά φορές κατά τα 30 χρόνια του
εγκλεισμού της…). Η κάμερα καταδύεται κυριολεκτικά στα εύπλαστα,
εκφραστικότατα κι ωραιότατα χαρακτηριστικά του προσώπου της
Μπινός-Κλοντέλ, η οποία δίνει ακόμα μια εξαιρετική ερμηνεία.
Σε αυτό το πρώτο μέρος της ταινίας –με την εμπνευσμένη φωτογραφία του
Γκιγιόμ Ντεφοντέν να δίνει εικαστικές διαστάσεις στο μεσαιωνικό
εσωτερικό του (υποτιθέμενου) ψυχιατρείου Μοντεβέργκ στη Νότια Γαλλία– ο
Ντυμόν έχει κάνει μια επιλογή, που, σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση,
σοκάρει. Για να μην πω, «απωθεί». Διότι εκεί, μέσα στο τρελάδικο όπου η
Κλοντέλ έχει κλειστεί εντελώς… παρά φύσιν, βασιλεύουν διάφοροι
κομπάρσοι, οι οποίοι είναι αληθινά άτομα με ειδικές ανάγκες… Και τα
γκροπλάν που επιφυλάσσει ο σκηνοθέτης στην πρωταγωνίστριά του,
επεκτείνονται και σε αυτά τα πρόσωπα… Κι όμως: όσο κι αν αυτό αρχικά
φαντάζει α) ως πηγαία απωθητικό θέαμα και β) ως πολιτικώς μη ορθή
εκμετάλλευση αναγκεμένων ανθρώπων, τελικά αυτή η επιλογή υπηρετεί το
σκοπό του Ντιμόν. Διότι καταδεικνύει πόσο η Καμίγ δεν ανήκει σε αυτόν
τον κόσμο των πιστοποιημένα ανισόρροπων. Ακόμα κι όταν εκρήγνυται
αχαλίνωτα κατά τη συνέντευξη με τον ψυχίατρο, μόλις ακούσει το όνομα του
Ροντέν, του προ 20ετίας μοιραίου έρωτά της…
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε κυρίως τον αδελφό Πολ,
καθώς ταξιδεύει για το άσυλο της Νότιας Γαλλίας και δίνει βήμα σε
διάφορες θεολογικές και υπαρξιακές αναζητήσεις που τον κατέτρυχαν, ως
άτομο και ως συγγραφέα. Η δε τελική σκηνή, με τη συνάντηση των δυο
αδελφών στο Μοντεβέργκ, ενώνει (με κάπως χαλαρό, η αλήθεια είναι, τρόπο)
αυτούς τους δυο τόσο διαφορετικούς προβληματισμούς περί ύπαρξης,
αγάπης, τρέλας και λογικής.
Τατιάνα Καποδίστρια
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://tospirto.net/