Αθήνα 25 Ιουνίου 2010.
Κύριε, καλέ μας Μιχάλη ! ........Θερμά συγχαρητήρια για όσα μας διηγείστε....
Μας κάνατε υπερήφανους....Μπράβο ΣΑΣ ! .....Να είστε πάντα καλά !..............
........................................................Με απέραντι εκτίμηση
Πολυάνθη Βουτσινά.
Υποδιευθύντρια 42 ου Δημοτικό Σχολείο Αθηνών.
Διαβάζοντας με προσοχή τις αναμνήσεις του παππού Μιχάλη και στα πλαίσια της 70ης Επετείου του Έπος του ’40, δημοσιεύομε μερικές απ’ αυτές...
- 1939 : Στο χωριό μου τη Δερβιτσάνη, Ιταλοί επιστάτες με αλβανούς εργάτες άρχισαν να επισκευάζουν τον οδικό άξονα Κακαβιά – Αργυρόκαστρο. Θυμάμαι πως αραδιάζονταν οι Ιταλοί στρατιώτες απ’ τα λατομεία του χωριού μας μέχρι το σημείο Μογγίλα κάτω από τα αμπέλια και δίνοντας τις πέτρες ο ένας του άλλου, χτίζαν εκεί τους στρατώνες τους. Βεβαίως και είχαν τον σκοπό τους.
Σχεδόν καθημερινά τρία ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν πέρα από την Κακαβιά ανιχνεύοντας φαίνεται το ελληνικό έδαφος.
« - Νομίζω, ότι δεν έχουν καλό σκοπό αυτοί οι πεπίνιδες, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Όλη αυτή η κωλοζτρίμωση των Ιταλών δεν μου αρέσει....Κάποια μέρα θα επιτεθούν κατά της Ελλάδας, ..αλλά,...αλλά θα το πούνε « Παπούτσια να μπαλώσουμε » Και βγήκε ο λόγος του....
*
Στο Σπατς, τρομερές φυλακές και κάτεργα του καθεστώτος του Ενβερ Χότζα. Όντος με 8 χρόνια κάθειρξη ως φιλέλληνας και αντιφρονούντας του Κομουνιστικού Κόμματος Αλβανίας. Κατά το 1980 εκεί γνώρισα έναν καλοκάγαθο Ελληνόβλαχο γεροντάκο, τον Κήτα Μειντή, ο οποίος μεταξύ άλλων μου αφηγήθηκε :
« Ήμασταν τότε στο Δέλβινο με τα ζωντανά μας, όταν νέο παιδί εγώ, με επιστράτευσαν οι Ιταλοί με 7 μουλάρια και άλλους συμπατριώτες μου.
Μόλις περάσαμε τα ελληνο – αλβανικά σύνορα, μας έδωσαν από ένα κουτάλι σούπας με ένα υγρό σαν είδος ρετσινόλαδο. Μάς άναψε το σώμα....Ήταν αντιφοβικό υγρό. Σαν φτάσαμε στην Ιερά Μόνή της Βελλάς, βρήκαμε έναν και μόνο, περασμένο ηλικίας μοναχό, ο οποίος μας λέγει : « Που πάτε ρε παιδιά μου, γυρίστε πίσω ! Θα σκοτωθείτε !...Οι Έλληνες έχουν κλείσει τους Ιταλούς σε τανάλια !...
Ύστερα από λίγο φτάσαμε στο Καλπάκι. Ξεφορτώσαμε τα πυρομαχικά κάτω από ένα δέντρο και πάμε να ξεκουραστούμε ,όταν, ύστερα από λίγο περνάει από πάνω μας ένα μικρό καταδιωκτικό ελληνικό αεροπλάνο. Άφησε πάνω από το δέντρο των πυρομαχικών , έναν άσπρο κάπνό και έφυγε. Αμέσως μετά απ’ αυτό, οι Ιταλοί μας δίνουν εντολή να απομακρυνθούμε το γρηγορότερο !..Τι να σου πώ Μιχάλη μου !...
Σε λιγότερο από μισή ώρα δύο οβίδες σκάνε ! Έγινε του άγιου !... Ανατινάχτηκαν πυρομαχικά, άνθρωποι και ζώα...Μετά άρχισε το τουφεκίδι και ...στο σουρούπωμα , πέσαν σε μάχη σώμα με σώμα. Τότε από την μία μεριά ακούγαμε : « Αέρα παιδιά ! » και από την άλλη « Μάμα μία ! »
Πέφταν οι Ιταλοί και ποδοπατιώνταν από τους ίδιους τους συμπολεμιστές τους και όπου φύγει – φύγει !....
*
Δεκέμβριος 1940. Οι Ιταλοί με την ουρά κάτω στα σκέλη άρχισαν να υποχωρούν.
Σε λίγο διάστημα προσέξαμε στο χωριό μας να έρχονται πολλοί Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί. Το σπίτι του Κύρο Ντάρου μετατράπηκε σε στρατηγείο. Στο σπίτι μας φιλοξενήσαμε κάποιον λοχία από το Άργος της Πελοπονήσσου. Ονομαζόταν Θύμιος Πασπαλιάρης.Το σπίτι του Γρηγόρη Σιάνου μετατράπηκε σε φρουραρχείο, ενώ στου συγχωριανού μας Παντελή Δέδε φιλοξενούνταν οι Γεώργιος Ράλλης (τότε λοχαγός και αργότερα πρωθυπουργός) και οι Σπύρος Σκούρας και Θεόδωρος Λανάρας. Αυτό το διάστημα στο χωριό μας φιλοξενήθηκε και η διάσημη Σοφία Βέμπο και τραγούδησε ένα βράδυ στο καφενείο «Ταμπόρι» κοντά στην εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα βάδισε προς Τεπελένι να εμψυχώσει τους έλληνες εκεί.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1940 στο χωριό μας χτυπήθηκε από μία ιταλική βόμβα ο έλληνας ασυρματιστής Χριστόφορος. Εκατοντάδες κάτοικοι του χωριού και έλληνες στρατιώτες που βρισκόνταν εκεί, τον κλάψαν και τον τάφιασαν στο νεκροταφείο του χωριού. Μετά το 1990 ο τάφος του καί κάποιου άλλου έλλη- να φαντάρου με το όνομα Φώτο που σκοτώθηκε στο Παλαιόκαστρο, ενταφιάστηκαν ξανά σε επίσημη τελετή. Στο τάφιασμα του Χριστόφορου ασυρματιστή μία χωριανή μου μοιρολόγησε : « Που είναι η μανούλα σου νιάτα μας, να σε φιλήσει για τελευταία φορά. Σε επιθυμούσε για γαμπρό αλλά εσύ παντρεύτηκες τη λευτεριά της πατρίδας μας». Θυμάμαι πως κλαίγαμε μικροί και μεγάλοι, χωριανοί και Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί.
--του δάσκαλου Μιχάλη Μάσσιου--