Εκδόσεις Κίχλη Kichli Publishing
ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ / ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, "Η ιδιωτική μου αντωνυμία" (μικρά πεζά)
ΕΣΤΙΑΖΟΝΤΑΣ σε περιστατικά που έχουν αφήσει ισχυρό αποτύπωμα
στην ψυχή και στον νου ενός αγοριού που μεγαλώνει στα χρόνια της
Μεταπολίτευσης σε ένα χωριό της Μακεδονίας, ο συγγραφέας προσπαθεί να
διασώσει από τη λήθη έναν κόσμο που έχει πια οριστικά χαθεί, την
παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, χωρίς όμως να ενδίδει στην εξιδανίκευση ή
στη νοσταλγία. Η αθωότητα του παιδιού που ανακαλύπτει τον κόσμο, η
απλότητα της καθημερινής ζωής και οι μικρές χαρές της συνυπάρχουν με τον
μόχθο για τον επιούσιο, με τους στενούς ορίζοντες της επαρχίας, που
αδυνατούν να συγκρατήσουν τη νεανική ορμή, με τη βαριά σκιά του
Εμφυλίου, και ασφαλώς με τα σύγχρονα αδιέξοδα. Στις ιστορίες του
Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη ο κόσμος του χθες συναντά το παρόν, η συγκίνηση
τον στοχασμό και το ατομικό Εγώ το συλλογικό Εμείς.
Ποιο είναι όμως το βασικό χαρακτηριστικό της γραφής αυτής της συλλογής
από μικρά πεζά και μινιατούρες; Δεν πρόκειται για τα σπαράγματα μιας
ιδιωτικής μνήμης, για μια, έστω αποσπασματική, αυτοβιογραφία. Ο
συγγραφέας επιχειρεί κάτι διαφορετικό. Αποτυπώνοντας τα πολλαπλά είδωλα
του Εγώ, ενός Εγώ που διαστέλλεται για να περιλάβει το Εμείς,
αναστοχάζεται συνάμα για τα όρια και τη λειτουργία της αυτοβιογραφίας.
Έτσι, η Ιδιωτική του Αντωνυμία, που συναρθρώνεται ψηφίδα την ψηφίδα μέσα
από τα επάλληλα στρώματα της μνήμης, των βιωμάτων και του αναστοχασμού,
συναντά εντέλει τη Συλλογική μας Αντωνυμία, και βέβαια την ίδια τη
λογοτεχνία.
[από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]
***
Τὸ γεῦμα
Τὴ φώναζα Λενίτσα. Οὔτε ἕξι ἑφτὰ χρονῶν δὲν θά ’μουν. Ἐκείνη ἦταν
ἀρκετὰ μικρότερη καὶ μὲ ἀκολουθοῦσε ὅπου πήγαινα – στὸν μπακάλη, στὴν
πλατεία, στὸ γήπεδο. Ἕναν ὁλόκληρο σχεδὸν μήνα ἔτρεχε ξοπίσω μου.
῎Ανοιξη καιρός, κόντευε Πάσχα κι ἐγὼ ἔκανα ὄνειρα γιὰ τὸ καλοκαίρι
χαζεύοντας τὶς ἀνθισμένες μαργαρίτες στὸ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι μου
λιβάδι. Ἀλλὰ ἂς ὄψεται ὁ πατέρας μου. Τὴν ἔσφαξε ὁ ἄτιμος τὴ μέρα τῆς
Λαμπρῆς, ποὺ ἦταν ὅλοι μαζεμένοι στὸ σπίτι. Δύο ὧρες ἔτρεχαν κορόμηλα τὰ
δάκρυά μου.
Θὰ τὸ πῶ ὅμως τὸ κρίμα μου. Στὸ τέλος δοκίμασα κι ἐγώ.
Ἔτσι ἐξηγεῖται, νομίζω, ὁ ρεφορμισμός μου στὰ πολιτικὰ καὶ ποὺ δὲν τὰ
ἔφτιαξα ποτέ μου μὲ ῾Ελένη.
***
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΤΑΞΙΕΣ
Κάτι ἀλοιφὲς γιὰ τὸ κρύωμα μὲ πασάλειβε ἡ μάνα μου ὅταν εἶχα λιγάκι βήχα
ἢ ἀνέβαζα δέκατα. Καὶ γιὰ ἕνα τέταρτο ἔνιωθα τὸ στῆθος μου νὰ καίγεται
καὶ τὴν ἀνάσα μου νὰ κοχλάζει. Προσευχόμουν ἀπὸ μέσα μου: Θεούλη μου,
μὴν τύχει καὶ περάσει. Περδίκι τὴν ἄλλη μέρα. Μπρός, γραμμὴ γιὰ τὸ
σχολεῖο.
῞Οταν μπῆκα στὸ νόημα, φρόντιζα ἀπὸ νωρὶς νὰ τὶς ἐξαφανίζω
κρύβοντάς τες στὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη. ῎Αρχιζα μετὰ τὰ γκούχου γκούχου,
πουθενὰ οἱ ἀλοιφές. Δυὸ φορὲς κατάφερα ἔτσι νὰ τὴ σκαπουλάρω. Τὴν τρίτη
βρέθηκαν παραχωμένες στὴν παπουτσοθήκη. Θυμᾶμαι ὅτι ἔφαγα τῆς χρονιᾶς
μου. Σὺν ποὺ μοῦ τὶς ἄλειψε. Σὺν ποὺ πῆγα στὸ σχολεῖο.
Τὶς
σκεφτόμουν τὶς προάλλες ἔτσι ὅπως ἔβλεπα τὴ μάνα μου, μισὴ χαψιὰ ἄνθρωπο
σὰν μωρὸ παιδί, νὰ πνίγεται ἀπ’ τὸν βήχα. Ὁ πυρετὸς δὲν ἔλεγε μὲ τίποτα
νὰ πέσει. Κι ἐγὼ νὰ ἀνακαλῶ τὶς θεραπευτικὲς ἰδιότητες τῶν ἀλοιφῶν
ἐκείνων. Γιατὶ τὰ ξέρω πολὺ καλὰ αὐτὰ τὰ κόλπα. Ἔκανε τὴν ἄρρωστη, τὸ
παλιοκόριτσο, γιὰ νὰ γλιτώσει τὸ σχολεῖο. Ἀλλὰ ἔχε χάρη ποὺ βαριόμουν
νὰ ξεσηκώνω συρτάρια καὶ παπουτσοθῆκες. Ἀποφάσισα λοιπὸν νὰ κάτσω δίπλα
της σὲ μιὰ καρέκλα καὶ νὰ πιάσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κάτι παλιὰ παραμυθάκια ποὺ
μᾶς ἔλεγε. Γιὰ τοὺς καλικάντζαρους τῶν Φώτων, τοὺς Μωμόγερους τῶν
Χριστουγέννων, καὶ κυρίως γιὰ τὸν ἄρκον, τὸν λύκον καὶ τὸν ἀλεπόν.
***
ΖΕΧΙΡΙ
Ἦταν ὡραῖα ἐκεῖνα τὰ βράδια τοῦ ᾽Ιούλη. Μυρωδιὰ ἀπὸ σουβλάκια,
μπιφτέκια καὶ πανσέτες. «῎Ασ’ τὸν τρελὸ στὴν τρέλα του», «Θὰ κλείσω τὰ
μάτια» καὶ «Ὑπάρχω» ἀπὸ τὴν παραδιπλανὴ ταβέρνα. Μαζὶ μὲ τὸν θόρυβο τῆς
γαζομηχα¬νῆς. Ἀφοῦ τὰ μεσημέρια, καὶ ἰδίως οἱ νύχτες τῆς παιδικῆς μου
ἡλικίας δὲν εἶχαν ὧρες κοινῆς ἡσυχίας. Οὔτε καὶ τὸ ἀνάποδο μυαλό μου,
ποὺ μόνο χειμῶνες ἤθελε νὰ ὀνειρεύεται καὶ στὶς πιὸ καταρρακτώδεις
βροχὲς νὰ ἐλπίζει.
Ἀλλὰ ἔλεγα γιὰ κεῖνα τὰ βράδια τοῦ ᾽Ιούλη ποὺ
μάτωναν τὰ μάγουλα, ὁ σβέρκος κι ὁ λαιμὸς ἀπὸ τὸ ξύσιμο. Σμήνη ὁλόκληρα
ἀπὸ γερμανικὰ στούκας τὰ κουνούπια. Μὲ τὶς πιὸ χαμηλὲς πτήσεις γύρω ἀπὸ
τ’ αὐτιά μου. Ἕνα ζαλιστικὸ ζζζ μὲς στὸ μυαλό μου, ἐνόσω ἔνιωθα νὰ
με¬τεωρίζομαι μεταξὺ ὕπνου-ξύπνου καὶ νὰ τινάζομαι στὰ καλὰ καθούμενα
ἀπ’ τὶς φάπες ποὺ ἀναγκαζόμουν νὰ μοῦ ρίχνω, μπὰς καὶ γλιτώσω.
Τρία
ματσάκια ἀκόμη. Μισὴ λινάτσα ὑπόθεση. Πῆγε ἤδη ἕντεκα. «῎Αντε, νὰ
τελειώνουμε καὶ σήμερα», ἡ φωνὴ τoῦ πατέρα μου. Ἐγερτήριο ξανὰ στὶς
τέσσερις. Τὸ πολὺ στὶς τέσσερις καὶ τέταρτο. Ἔχει καρπούζι μὲ τυρὶ στὸ
τρα¬πέζι. Δὲν πρέπει νὰ κοιμᾶμαι μὲ ἄδειο στομάχι. Μὴν ξεχάσω μόνο νὰ
καθαρίσω τὰ χέρια μου ἀπὸ τὴν πίσσα τοῦ καπνοῦ.
Καὶ ὅταν ἐπιτέλους
ξάπλωνα νὰ κοιμηθῶ, ἔρχονταν στὸν ὕπνο μου κάτι ἀπίθανοι ἐφιάλτες. Νά,
ὅτι εἶμαι στὴν ἡλικία τοῦ πατέρα μου. Σὲ ἕνα διαμέρισμα στὴν πόλη. Τὸ
τραπέζι στρωμένο. Τὰ παιδιὰ περιμένουν γιὰ τὸ μεσημεριανὸ καὶ ἐγὼ πλένω
καὶ ξαναπλένω καὶ ξαναπλένω τὰ χέρια μου. Ἀλλὰ τὸ ζεχίρι δὲν λέει ἀκόμη
νὰ ξεκολλήσει.
***
ΣΚΟΤΩΜΕΝΕΣ ΜΥΓΕΣ
Θυμᾶμαι τὴ
μάνα μου κάτι ἀπογεύματα τοῦ Σεπτέμβρη. Δίχως τσάπα ἢ μάζεμα καπνοῦ ἢ
συλλογὴ βάμβακος καὶ βιομηχανικῆς ντομάτας. Καθόταν στὸ ὑπόστεγο τοῦ
σπιτιοῦ. Συνήθως σιωπηλὴ ἢ τὸ πολὺ πολὺ μὲ κάτι σκόρπια σχόλια γιὰ τὸν
ἄλφα ἢ τὸν βῆτα ἢ τὸν δείνα. Πάντα μὲ μιὰ μυγοσκοτώστρα στὸ χέρι. Ὁ ἕνας
χωρίζει – μπράφ. Ἡ ἄλλη φεύγει ἀπ’ τὸ χωριό – μπράφ. Ὁ τρίτος ἔφαγε ὅλα
τὰ λεφτά του στὸ καζίνο – μπράφ. Ἕνα ὁλόκληρο νεκροταφεῖο ἀπὸ μύγες τὸ
τραπέζι. Σὰν νὰ μὴν ἦταν μύγες, ἀλ¬λὰ οἱ μέρες τῆς ἄνοιξης καὶ τοῦ
καλοκαιριοῦ. Μὲ τὶς τσάπες, τὸ μάζεμα τοῦ καπνοῦ, τὴ συλλογὴ βάμβακος
καὶ βιομηχανικῆς ντομάτας. Καὶ ἔτσι ὅπως τὴ βλέπω τώρα στὰ πολὺ στερνά
της, πατημένα πιὰ τὰ ὀγδόντα, ἀλλὰ πάντα μὲ τὴν ἴδια μυγοσκοτώστρα στὸ
χέρι χειμώνα καλοκαίρι, ἀναρωτιέμαι πόσα ὑπόλοιπα ζωῆς τῆς μένουν ἀκόμη
νὰ σκοτώσει.
***
Ἡ μεταμόρφωση
Δὲν ξέρω τί ζόρι
τραβοῦσε. ῎Ισως ἔφταιγε ποὺ ἀνέσκαφταν τὸν μπαξέ της. Τὴ θυμᾶμαι πάντως
νὰ κάθεται μὲ τὶς ὧρες κρατώντας μιὰ τσάπα στὸ χέρι καὶ νὰ ἀφουγκράζεται
ὑπόγειες δονήσεις. Ἐρχόταν μετὰ καὶ μοῦ ’δειχνε τὸ μακάβριο κατόρθωμά
της: ἕνας ἀκόμη τυφλοπόντικας εἶχε πέσει θύμα τοῦ φονικοῦ χεριοῦ της.
Ἀπέστρεφα τότε ἐγὼ τὸ βλέμμα, ἐξυφαίνοντας στὸ μυαλό μου σχέδια
ἐκδίκησης. ῞Οτι τάχα μεταμορφώνομαι σὲ τυφλοπόντικα καὶ ξεριζώνω ὅλες
τὶς μπάμιες καὶ τὶς ντοματιὲς καὶ τὰ φασολάκια ἀπ’ τὸν μπαξέ της.
Ἀλλὰ τί μοῦ ’ρθε τώρα καὶ ἀναθυμᾶμαι τὰ καμώματά της; Τρεῖς ἡ ὥρα τὰ
χαράματα καὶ σκάβω ἀκόμη σήραγγες μὲς στὸ ὑπόγειο γραφεῖο μου. Ἡ
ἡλικιωμένη μάνα μου ἔχει ἀπὸ χρόνια ἐγκαταλείψει τὸν μπαξέ, τὰ λαχανικὰ
καὶ τὴν τσάπα της. Ἐγώ, πάλι, βρίσκω συνεχῶς τὸν ἑαυτό μου στὸ ἴδιο
ἀκριβῶς σχέδιο ἐκδίκησης. Φτύνω τὶς παλάμες, τρίβω τὰ χέρια καὶ ξεριζώνω
ὅλα τὰ κηπευτικά της ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ ξανά. Χὲ χέ.
***
ΤΟΥ ΚΟΝΙΚΟΒΟΥ Η ΣΤΙΒΑ, ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ο τόπος μου ἔχει τρία πρόσφατα ὀνόματα καὶ πάμπολλες ξεχασμένες
ἱστορίες. ῍Αν ἤτανε ἀλλιῶς τὰ πολιτικὰ ἢ τὰ ἐθνικὰ πράγματα, πιθανῶς νὰ
ὑπῆρχε καὶ ἕνα τέταρτο ἢ ἕνα πέμπτο ὄνομα μαζὶ μὲ μιὰ ντουζίνα ἄλλες
ξεχασμένες ἱστορίες. Γιὰ τὴν ὥρα ἀρκούμαστε σ’ αὐτὸ τὸ τρίτο, ποὺ τὸ
θέλει δυτικὰ ἄλλου χωριοῦ, στὴν πραγματικότητα ὅμως ὀνομάστηκε Δυτικὸ
πρὸς τιμὴν τῆς Δυτικῆς Συμμαχίας. Σπάω τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν ἔχω κάτι
ἀξιοσημείωτο νὰ προσθέσω. Τὸ ποταμάκι τῶν παιδικῶν μου χρό-νων κατεβάζει
τοῦ κόσμου τὶς ἀκαθαρσίες, τὸ δὲ πλατανό¬δασος ἀποψιλώνεται χρόνο μὲ
τὸν χρόνο καὶ καταπατᾶ¬ται. Νὰ ἐπισημάνω μόνο τὸ σαρδόνιο ρυμοτομικὸ
χιοῦμορ τῶν παλιῶν, ποὺ ἐπέλεξαν τὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ σχε¬διάσουν
τὸ νεκροταφεῖο, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ βρίσκονται οἱ καφετέριες, οἱ ταβέρνες,
τὸ σχολεῖο καὶ τὸ γήπεδο. Στὸν χαμηλὸ μαντρότοιχό του θήτευσαν οἱ πολὺ
πρώιμες ὑπαρξιακές μου ἀγωνίες παρέα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ρωμανοῦ Διογένη
ἀπὸ τηλεοπτικὴ σειρὰ τῆς ἐποχῆς νὰ περιφέρεται ἀνάμεσα στὰ μνήματα μὲ
τὶς κόρες τῶν ματιῶν χυμένες. Μπορῶ ἐπίσης νὰ διαβεβαιώσω ὅτι πολὺ ἀργὰ
τὴ νύχτα ἀκούω σλαβικὲς ψαλμωδίες ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κονικόβου κι
ἀκόμα πώς, ὅταν εἶναι στὴ χάση του τὸ φεγγάρι, μπορεῖ κανεὶς νὰ
διακρίνει κάτι προϊστορικοὺς δεινόσαυρους νὰ παίζουνε στὶς κούνιες καὶ
στὴν τραμπάλα τῆς παιδικῆς χαρᾶς ἢ νὰ στρώνουνε καρὸ τραπεζομάντιλα γιὰ
νὰ κάνουνε πικνὶκ στὴν πρασινάδα.
***
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970, κατοικεί στον δήμο Πέλλας και είναι εκπαιδευτικός.
Έχουν εκδοθεί τα εξής βιβλία του: "Τρεις μνήμες και δύο ζωές"
(διηγήματα), Μεταίχμιο 2005· "Καλά μόνο να βρεις" (νουβέλα), Κέδρος
2006· "Το παραμύθι του ύπνου" (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2008· "Αστοχία
υλικού" (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2010· "Ζώνη πυρός" (διηγήματα),
Μεταίχμιο 2014.