Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
....μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Ομήρου Οδύσσεια
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Ομήρου Οδύσσεια
homouniversalisgr.blogspot.com
John William Waterhouse - Penelope and the Suitors (1912). Ομήρου…
Ομήρου Οδύσσεια
τ
Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα. ( Αποσπάσματα )
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55 Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60 Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65 Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70 Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75 Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80 Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85 Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90 την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95 τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100 Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105 ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110 φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115 Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120 τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125 οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130 [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135 μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150 τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155 ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160 τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165 «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170 και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175 Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180 του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185 Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,
...................................................................................
Η Πηνελόπη στον αργαλειό και οι μνηστήρες.Μινιατούρα από έκδοση στα
γαλλικά του έργου του Βοκάκιου De claris mulieribus, περίπου 1440.
Βρετανική Βιβλιοθήκη
Είπε, και πιότερη όρεξη της φέρανε για κλάμα
250 εκείνα τα ολοφάνερα του Οδυσσέα σημάδια.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
τότες του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
«Και πρώτα σε συμπόνεσα, μα από τα τώρα, ώ ξένε,
μες στο παλάτι αγαπητός και σεβαστός θα μου είσαι.
255 Εγώ τα ρούχα τού 'δωκα που τώρα μου ιστορούσες·
τα δίπλωσα και τά 'βγαλα απ' το θάλαμο, κι απάνω
θηλυκωτήρι λαμπερό του κάρφωσα στολίδι.
Μα αυτός δε μου γυρίζει πια να τον δεχτώ στο σπίτι·
μοίρα κακή τον έστειλε στο βαθουλό καράβι,
260 το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
την ομορφιά σου μη χαλνάς, μη λυώνης την καρδιά σου,
θρηνώντας για τον άντρα σου. Κι όχι κακό πως τό 'χω,
265 τ' είναι πολλές που χάσανε και κλαίν το σύγκοιτό τους,
που το φιλί του χάρηκαν, και τέκνα του γεννήσαν,
κι ας ήταν άλλος, κι όχι αυτός, που λεν σα θεός φαινόταν.
Μα πάψε πια τα κλάματα, το τι θα πω ν' ακούσης·
τι θα μιλήσω αληθινά, και δε θα σου το κρύψω,
270 πως άκουσα το γυρισμό του θεϊκού Οδυσσέα,
που ζη κοντά στων Θεσπρωτών τη γης την καρποφόρα,
και φέρνει θησαυρό πολύ που σύναξε απ' τον τόπο.
...........................................
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου τέλος να βρη· και τότες
310 θένα 'χης την αγάπη μου, και τόσα πλούσια δώρα,
που θα σε μακαρίζουνε όσοι θνητοί σε βλέπουν.
Μα άλλα η ψυχή μου προμηνά, κι αυτά, θαρρώ, θα βγούνε.
Μήτ' ο Δυσσέας δεν έρχεται και μήτ' εσύ δε θά 'βρης
προβόδωμα· δεν έχει πια το σπίτι νοικοκύρη,
315 σαν το Δυσσέα που στάθηκε στους τιμημένους ξένους,
πάντα καλός να προβοδά και να καλωσορίζη.
Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, και στρώστε του κλινάρι
με μαλακά παπλώματα και χράμια και φλοκάτες,
που ως τη χρυσόθρονην Αυγή να χαίρετ' από ζέστα.
320 Και λούστε τον κι αλείψτε τον, άμα γλυκοχαράξη,
να πάη με τον Τηλέμαχο στο γέμα να καθίση
μες στο παλάτι. Θά το βρούν πικρό οι κακοί μνηστήρες,
που να κακοκαρδίζουνε τον ξένο πάντα θέλουν,
μα αυτοί πια δε θα δύνουνται να κάμουν τα δικά τους,
όσο αν θυμώνουνε. Και πως, ώ ξένε, εσύ θα μάθης,
325 εγώ αν τις άλλες ξεπερνώ στα φρένα και στη γνώση,
στα δείπνα μας αν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος,
μες στο παλάτι; των θνητών οι μέρες είναι λίγες·
όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος κι έχει άσπλαχνη τη γνώμη,
όλοι οι ανθρώποι και σα ζη τον καταριούνται ετούτον,
330 και σαν πεθάνη, τον γελούν και τον καταφρονούνε.
Πάλε, όποιος φαίνεται γλυκός, κι έχει γλυκειά τη γνώμη,
η δόξα του ως τα πέρατα σκορπιέται από τους ξένους,
κι όλος ο κόσμος εκεινού καλό όνομα του δίνει.»
................................................
«Ξένε, κάτι άλλο θέλω εγώ να σε ρωτήξω ακόμα,
510 τι φτάνει τώρα της γλυκειάς ανάπαψης η ώρα,
για κείνους που ύπνο χαίρουνται, πολύ καημό κι αν έχουν.
Μα εμένα λύπη αμέτρητη μου έχει δοσμένη η μοίρα.
Όσο 'ναι μέρα την περνώ, με σπαραγμούς και κλάψες,
στο σπίτι μέσα τα έργα μου κοιτώντας και τις δούλες·
515 μα η νύχτα μιάς και κατεβή, κι όλους τους πάρη ο ύπνος,
μες στο κλινάρι κοίτουμαι, και την πικρή καρδιά μου
έννοιες την πνίγουνε σκληρές, που να θρηνώ με κάνουν.
Κι όπως η Αηδόνα η λυγερή και κόρη του Παντάρου,
γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
520 στώ δέντρων καθώς κάθεται τα πυκνωμένα φύλλα
και με συχνά γυρίσματα μύριους σκοπούς αλλάζει.
τον Ίτυλο, το τέκνο της, θρηνώντας, που τον είχε
σκοτώσει ανήξερα, το γιό του βασιλέα του Ζήθου,
κι εμένα ο νους μου μιά απ' εδώ και μιά απ' εκεί γυρίζει,
525 ή να σταθώ με το παιδί, και να φυλάω δωπέρα,
το έχει μου, τις δούλες μου, και τ' αψηλά παλάτια,
με σεβασμό στο ταίρι μου και στη φωνή του κόσμου,
ή τον καλύτερο Αχαιό μνηστήρα ν' ακλουθήσω,
που στο παλάτι βρίσκεται, και δίνει πλέρια δώρα.
530 Κι όσο ήτανε μικρό παιδί δε δέχονταν ο γιός μου
άντρα να πάρω και να βγώ απ' του Δυσσέα τους πύργους·
μα τώρα που έγινε κι αυτός μεγάλο παλληκάρι,
λυπάται το πολύ το βιός που οι Αχαιοί του τρώνε,
και τους θεούς παρακαλεί να φύγω απ' τα παλάτια.
535 Μ' άκουσε τώρα τ' όνειρο που είδα, και ξήγησέ το.
Είκοσι χήνες θρέφω εδώ με το βρεχτό σιτάρι,
που χαίρουμαι να τις θωρώ και να τις καμαρώνω.
Μέγας αϊτός απ' το βουνό κατέβη αγκιστρομύτης,
και τα λαιμά τους έσπασε· νεκρές στρωθήκαν όλες
540 μες στα παλάτια κι ο αϊτός ανέβη στους αιθέρες.
Κι εγώ θρηνούσα κι έσκουζα μες στ' όνειρό μου τότες,
και γύρω οι ωριοπλέξουδες Αχαιΐδες συναχτήκαν,
απ' τις φωνές μου, που ο αϊτός μου σκότωσε τις χήνες.
Κι εκείνος ήρθε κάθισε στο ξώστεγο αποπάνω·
545 κι ανθρώπινα λαλώντας μου με μπόδιζε να κλαίγω·
«Θάρρος, του κοσμοξάκουστου του Ικάριου ώ θυγατέρα·
αλήθεια 'ναι, κι όχι όνειρο, και ξάστερο θα σού 'βγη.
Οι χήνες τους μνηστήρες σου σημαίνουν, κι εγώ που ήμουν
ως τώρα αϊτός, ο αντρας σου τώρα είμαι και γυρίζω,
550 να δώσω τέλος φοβερό σε κάθε σου μνηστήρα.»
Είπε, κι εμένα μ' άφησε του ύπνου η γλύκα τότες,
και κοίταξα, κι αγνάντεψα τις χήνες στην αυλή μου,
που έτρωγαν στάρι σαν προτού στη γούρνα τους τριγύρω.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ της·
555 «Αλλιώτικα αυτό τ' όνειρο, γυναίκα, δεν ξηγιέται,
γιατί ο Δυσσέας ο ίδιος πως θα το τελέση σου είπε,
και φαίνεται ολοκάθαρο το τέλος των μνηστήρων·
μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
560 «Έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα·
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φιλντισί την άλλη·
Όσα όνειρ' από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν,
565 χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Μα εμένα το έρμο μου όνειρο δεν πρόβαλε αποκείθε·
πόση χαρά θα τό 'χαμε, κι εγώ και το παιδί μου.
570 Κι άλλο εγώ κάτι θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
ζυγώνει η τρισκατάρατη η Αυγή που θα με πάρη
απ' του Οδυσσέα το σπιτικό· θα βγάλω τώρα αγώνα
τ' αξίνια που έστηνε σειρά μες στα παλάτια εκείνος,
σαν καραβιού στραβόξυλα, δώδεκ' αξίνια και όλα
575 με μιά σαϊτιά που έρριχνε μακρόθε τα περνούσε,
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα βάλω τώ μνηστήρων·
κι εκείνον που ευκολώτερα τεντώση το δοξάρι,
κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση,
θ' ακολουθήσω, αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα
580 νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.»
....................................................
Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωσηστην ιδέα «Οδυσσέας»που άφηνε τους μνηστήρες χρόνιανα περιμένουν στο προαύλιοτων μυστικών συνηθειών του κορμιού της.Εκεί στο παλάτι του νησιούμε τους φτιαχτούς ορίζοντεςμιας γλυκερής αγάπηςκαι το πουλί απ’ το παράθυρονα συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειροείχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσηςτην προσωπογραφία του έρωτα.Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλοβαστώντας μια κούπα καφέπρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστόςνα βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.Η σκιά του στον τοίχοσημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαναίμα από αρχαίο φόνομοναχική παράσταση του Καραγκιόζηστο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνοςόπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιάτο αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ’ τα χέριαη πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώοτο χώμα και το φτυάριτο γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ
And your absence teaches
me what art could not
Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
–απουσία από τη ζωή –
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
https://www.poeticanet.gr/
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
τ
Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα. ( Αποσπάσματα )
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55 Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60 Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65 Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70 Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75 Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80 Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85 Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90 την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95 τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100 Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105 ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110 φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115 Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120 τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125 οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130 [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135 μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150 τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155 ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160 τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165 «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170 και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175 Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180 του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185 Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,
...................................................................................
Βρετανική Βιβλιοθήκη
Είπε, και πιότερη όρεξη της φέρανε για κλάμα
250 εκείνα τα ολοφάνερα του Οδυσσέα σημάδια.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
τότες του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
«Και πρώτα σε συμπόνεσα, μα από τα τώρα, ώ ξένε,
μες στο παλάτι αγαπητός και σεβαστός θα μου είσαι.
255 Εγώ τα ρούχα τού 'δωκα που τώρα μου ιστορούσες·
τα δίπλωσα και τά 'βγαλα απ' το θάλαμο, κι απάνω
θηλυκωτήρι λαμπερό του κάρφωσα στολίδι.
Μα αυτός δε μου γυρίζει πια να τον δεχτώ στο σπίτι·
μοίρα κακή τον έστειλε στο βαθουλό καράβι,
260 το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
την ομορφιά σου μη χαλνάς, μη λυώνης την καρδιά σου,
θρηνώντας για τον άντρα σου. Κι όχι κακό πως τό 'χω,
265 τ' είναι πολλές που χάσανε και κλαίν το σύγκοιτό τους,
που το φιλί του χάρηκαν, και τέκνα του γεννήσαν,
κι ας ήταν άλλος, κι όχι αυτός, που λεν σα θεός φαινόταν.
Μα πάψε πια τα κλάματα, το τι θα πω ν' ακούσης·
τι θα μιλήσω αληθινά, και δε θα σου το κρύψω,
270 πως άκουσα το γυρισμό του θεϊκού Οδυσσέα,
που ζη κοντά στων Θεσπρωτών τη γης την καρποφόρα,
και φέρνει θησαυρό πολύ που σύναξε απ' τον τόπο.
...........................................
Η Πηνελόπη στον αργαλειό της.
Τμήμα της ταπισερί "THE STORY OF PENELOPE AND THE STORY OF THE CIMBRI WOMEN"
French or Franco-Flemish, περίπου 1480-83
Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών
πηγή
Τμήμα της ταπισερί "THE STORY OF PENELOPE AND THE STORY OF THE CIMBRI WOMEN"
French or Franco-Flemish, περίπου 1480-83
Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών
πηγή
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου τέλος να βρη· και τότες
310 θένα 'χης την αγάπη μου, και τόσα πλούσια δώρα,
που θα σε μακαρίζουνε όσοι θνητοί σε βλέπουν.
Μα άλλα η ψυχή μου προμηνά, κι αυτά, θαρρώ, θα βγούνε.
Μήτ' ο Δυσσέας δεν έρχεται και μήτ' εσύ δε θά 'βρης
προβόδωμα· δεν έχει πια το σπίτι νοικοκύρη,
315 σαν το Δυσσέα που στάθηκε στους τιμημένους ξένους,
πάντα καλός να προβοδά και να καλωσορίζη.
Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, και στρώστε του κλινάρι
με μαλακά παπλώματα και χράμια και φλοκάτες,
που ως τη χρυσόθρονην Αυγή να χαίρετ' από ζέστα.
320 Και λούστε τον κι αλείψτε τον, άμα γλυκοχαράξη,
να πάη με τον Τηλέμαχο στο γέμα να καθίση
μες στο παλάτι. Θά το βρούν πικρό οι κακοί μνηστήρες,
που να κακοκαρδίζουνε τον ξένο πάντα θέλουν,
μα αυτοί πια δε θα δύνουνται να κάμουν τα δικά τους,
όσο αν θυμώνουνε. Και πως, ώ ξένε, εσύ θα μάθης,
325 εγώ αν τις άλλες ξεπερνώ στα φρένα και στη γνώση,
στα δείπνα μας αν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος,
μες στο παλάτι; των θνητών οι μέρες είναι λίγες·
όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος κι έχει άσπλαχνη τη γνώμη,
όλοι οι ανθρώποι και σα ζη τον καταριούνται ετούτον,
330 και σαν πεθάνη, τον γελούν και τον καταφρονούνε.
Πάλε, όποιος φαίνεται γλυκός, κι έχει γλυκειά τη γνώμη,
η δόξα του ως τα πέρατα σκορπιέται από τους ξένους,
κι όλος ο κόσμος εκεινού καλό όνομα του δίνει.»
................................................
Η Πηνελόπη, ο μικρός Τηλέμαχος και ο Λαέρτης. Μινιατούρα από χειρόγραφο του 16ου αι. Εθν. Βιβλιοθήκη Γαλλίας
«Ξένε, κάτι άλλο θέλω εγώ να σε ρωτήξω ακόμα,
510 τι φτάνει τώρα της γλυκειάς ανάπαψης η ώρα,
για κείνους που ύπνο χαίρουνται, πολύ καημό κι αν έχουν.
Μα εμένα λύπη αμέτρητη μου έχει δοσμένη η μοίρα.
Όσο 'ναι μέρα την περνώ, με σπαραγμούς και κλάψες,
στο σπίτι μέσα τα έργα μου κοιτώντας και τις δούλες·
515 μα η νύχτα μιάς και κατεβή, κι όλους τους πάρη ο ύπνος,
μες στο κλινάρι κοίτουμαι, και την πικρή καρδιά μου
έννοιες την πνίγουνε σκληρές, που να θρηνώ με κάνουν.
Κι όπως η Αηδόνα η λυγερή και κόρη του Παντάρου,
γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
520 στώ δέντρων καθώς κάθεται τα πυκνωμένα φύλλα
και με συχνά γυρίσματα μύριους σκοπούς αλλάζει.
τον Ίτυλο, το τέκνο της, θρηνώντας, που τον είχε
σκοτώσει ανήξερα, το γιό του βασιλέα του Ζήθου,
κι εμένα ο νους μου μιά απ' εδώ και μιά απ' εκεί γυρίζει,
525 ή να σταθώ με το παιδί, και να φυλάω δωπέρα,
το έχει μου, τις δούλες μου, και τ' αψηλά παλάτια,
με σεβασμό στο ταίρι μου και στη φωνή του κόσμου,
ή τον καλύτερο Αχαιό μνηστήρα ν' ακλουθήσω,
που στο παλάτι βρίσκεται, και δίνει πλέρια δώρα.
530 Κι όσο ήτανε μικρό παιδί δε δέχονταν ο γιός μου
άντρα να πάρω και να βγώ απ' του Δυσσέα τους πύργους·
μα τώρα που έγινε κι αυτός μεγάλο παλληκάρι,
λυπάται το πολύ το βιός που οι Αχαιοί του τρώνε,
και τους θεούς παρακαλεί να φύγω απ' τα παλάτια.
535 Μ' άκουσε τώρα τ' όνειρο που είδα, και ξήγησέ το.
Είκοσι χήνες θρέφω εδώ με το βρεχτό σιτάρι,
που χαίρουμαι να τις θωρώ και να τις καμαρώνω.
Μέγας αϊτός απ' το βουνό κατέβη αγκιστρομύτης,
και τα λαιμά τους έσπασε· νεκρές στρωθήκαν όλες
540 μες στα παλάτια κι ο αϊτός ανέβη στους αιθέρες.
Κι εγώ θρηνούσα κι έσκουζα μες στ' όνειρό μου τότες,
και γύρω οι ωριοπλέξουδες Αχαιΐδες συναχτήκαν,
απ' τις φωνές μου, που ο αϊτός μου σκότωσε τις χήνες.
Κι εκείνος ήρθε κάθισε στο ξώστεγο αποπάνω·
545 κι ανθρώπινα λαλώντας μου με μπόδιζε να κλαίγω·
«Θάρρος, του κοσμοξάκουστου του Ικάριου ώ θυγατέρα·
αλήθεια 'ναι, κι όχι όνειρο, και ξάστερο θα σού 'βγη.
Οι χήνες τους μνηστήρες σου σημαίνουν, κι εγώ που ήμουν
ως τώρα αϊτός, ο αντρας σου τώρα είμαι και γυρίζω,
550 να δώσω τέλος φοβερό σε κάθε σου μνηστήρα.»
Είπε, κι εμένα μ' άφησε του ύπνου η γλύκα τότες,
και κοίταξα, κι αγνάντεψα τις χήνες στην αυλή μου,
που έτρωγαν στάρι σαν προτού στη γούρνα τους τριγύρω.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ της·
555 «Αλλιώτικα αυτό τ' όνειρο, γυναίκα, δεν ξηγιέται,
γιατί ο Δυσσέας ο ίδιος πως θα το τελέση σου είπε,
και φαίνεται ολοκάθαρο το τέλος των μνηστήρων·
μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
560 «Έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα·
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φιλντισί την άλλη·
Όσα όνειρ' από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν,
565 χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Μα εμένα το έρμο μου όνειρο δεν πρόβαλε αποκείθε·
πόση χαρά θα τό 'χαμε, κι εγώ και το παιδί μου.
570 Κι άλλο εγώ κάτι θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
ζυγώνει η τρισκατάρατη η Αυγή που θα με πάρη
απ' του Οδυσσέα το σπιτικό· θα βγάλω τώρα αγώνα
τ' αξίνια που έστηνε σειρά μες στα παλάτια εκείνος,
σαν καραβιού στραβόξυλα, δώδεκ' αξίνια και όλα
575 με μιά σαϊτιά που έρριχνε μακρόθε τα περνούσε,
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα βάλω τώ μνηστήρων·
κι εκείνον που ευκολώτερα τεντώση το δοξάρι,
κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση,
θ' ακολουθήσω, αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα
580 νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.»
....................................................
https://www.mikrosapoplous.gr/
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Η άλλη Πηνελόπη
Ο
Οδυσσέας ως ταπεινός ζητιάνος παρουσιάζεται στην Πηνελόπη, που κάθεται
σκεφτική. Oι υπόλοιπες μορφές της σκηνής απεικονίζουν πιθανόν τον
Τηλέμαχο, το Λαέρτη και το χοιροβοσκό Εύμαιο. Πήλινο "μηλιακό" ανάγλυφο.
460-450 π.Χ. (Νew York, Metropolitan Museum of Art 30.11.9.)https://www.liberal.gr/
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωσηστην ιδέα «Οδυσσέας»που άφηνε τους μνηστήρες χρόνιανα περιμένουν στο προαύλιοτων μυστικών συνηθειών του κορμιού της.Εκεί στο παλάτι του νησιούμε τους φτιαχτούς ορίζοντεςμιας γλυκερής αγάπηςκαι το πουλί απ’ το παράθυρονα συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειροείχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσηςτην προσωπογραφία του έρωτα.Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλοβαστώντας μια κούπα καφέπρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστόςνα βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.Η σκιά του στον τοίχοσημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαναίμα από αρχαίο φόνομοναχική παράσταση του Καραγκιόζηστο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνοςόπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιάτο αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ’ τα χέριαη πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώοτο χώμα και το φτυάριτο γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρατην υποβλητική μουσική του φόβουτα κρουστά της παραίτησηςτο γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέραςχωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνουτις περίπλοκες συγχορδίεςμιας άπειρης ευγνωμοσύνηςγια ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεταινεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωταόχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματααγγίγματα και δαγκώματαφωνούλες στα σκοτάδιαμυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτόςκαι του ’κλεισε την πόρτα.
Φωτ.: Αττικός ερυθρόμορφος σκύφος (αγγείο πόσης με δύο οριζόντιες
λαβές) από το Chiusi (σημερινή Τοσκάνη). Αποδίδεται στον "Ζωγράφο της
Πηνελόπης" (επώνυμο αγγείο). Στην κύρια όψη του αγγείου απεικονίζεται ο
Τηλέμαχος με την Πηνελόπη (σκηνή η οποία δίνει άλλωστε το συμβατικό
όνομα στον ανώνυμο αγγειογράφο του συγκεκριμένου αγγείου). Η Πηνελόπη,
μπροστά από τον αργαλειό της, όπου υφαίνει το πλούσια διακοσμημένο
σάβανο του γερο-Λαέρτη, κάθεται απελπισμένη σε δίφρο. Η στάση της
φανερώνει απόγνωση και λύπη. Μπροστά της στέκεται το Τηλέμαχος κρατώντας
δύο δόρατα. Στην άλλη όψη του αγγείου εικονίζεται η αναγνώριση του
Οδυσσέα από τη γριά υπηρέτριά του] https://www.liberal.gr/
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ And your absence teaches
me what art could not
Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
–απουσία από τη ζωή –
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
https://www.poeticanet.gr/