Η
ΑΡΙΑΓΝΗ (1962) είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το
μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα
άλλα δυο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η νυχτερίδα (1965). Η δράση
εκτυλίσσεται. διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην
Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης,
ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί
στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι
μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες
της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των
παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής
κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.
Στο
απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και
φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης
και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η
Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.
Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.
Μάτια
που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε
κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει
τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου
Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες
αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο
ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε
ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα
'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να
στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους
μπόγους και τα στρώματα.* Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων,
τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως
έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις
γιορτές, τις αγκούσες, πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να
θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε
σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη
σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και
κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις
ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε
σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως
δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα
ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε
που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού.
Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και
βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ'
αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να
πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα
βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα
λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε,
είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις
φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι,
πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε
και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι
καιρός.
Θα
λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω
για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον
πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι' αυτό θέλει
προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα
τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς
θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που
αγοράζεις κόβοντας απ' το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις,
γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα στο μονόροφο του λαβύρινθου με
τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα
μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη
λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε
νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το
σκολειό, παραπονιόταν: Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω
και πλάγιασε νωρίς. Θατανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε
στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να
γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη
της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε,
είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το
κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα
μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι
σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια
του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ' ένα τηλέφωνο και πες του
να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο
Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί,
σκυμμένη πάνω απ' τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα
κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε.
Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω
και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα.
Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα
γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ' αδέρφια της τα πονάει κι
είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της
πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο
Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά.
Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ' αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι
όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω,
αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα 'χε τελειωσει. Αυτό είναι
ξινισμένο κρασί απ' τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται,
Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα
χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες μ'
εκείνο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του
ποδηλατά. -Ομ Μεχάλη, τρέχει τίποτα;- Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το
παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν
τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα
χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη
σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την
πάει; Τρέχα με σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο
μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να
τους εξηγήσει. Όταν φτάσαμε στη Μπουστάνι, τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε
την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο
φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας
ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο
φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς
κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο
θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του
φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα
τζάμια;»
Με
το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε
από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός
ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα
ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. - Βρε, Γιούνες, του λέω,
κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; - Ομ Μεχάλη, μού
κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
Έτσι
το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας
έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη
λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού
μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο
κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά
κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. - Το γουμάρι, του κάνω, ο
ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. - Ποιος, τι; Κι
όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; -
Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;
Τη
λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι
με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη
στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της
ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια
και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το
λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν
πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας;
Τίποτα!
Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;
Κι
ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι
που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας
χαμένης αθωότητας. Τι σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να
ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα.
Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο,
βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα
νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο
ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε
ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της
κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να
τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.
Και
τώρα τι· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τι σκαλίζεις,
τι σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται.
Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ
πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα
ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο
Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει,
αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας
τέλος πάντων; Τι να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες,
τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει
βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον
ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα
μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα
ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας
σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία
χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την
«Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η
Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το
μαυροτσούκαλο;
Κι
ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι,
δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα
μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ως
απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε
κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και
σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση
παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και
σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τι σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος
μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν
κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά
κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.
[…]
[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59]
Μ’
αυτό το ιστορικό υλικό δε γράφεται βέβαια το χρονικό της Αντίστασης
αλλά ένα έργο φαντασίας. Η γλώσσα του, πειραματική, ρηξικέλευθη,
πρόκειται κι αυτή να ξαφνιάσει. Σπάνια βρίσκουμε στις Ακυβέρνητες Πολιτείεςτην
άμεση αφήγηση ενός γεγονότος, κι αυτό σε περιπτώσεις όπου η επική
αναπαράσταση έρχεται να συμπυκνώσει πολλές ατομικές συμπεριφορές, να τις
σχολιάσει αντιστικτικά ή να δημιουργήσει δραματική κορύφωση. Η επική
αφήγηση δηλαδή γίνεται στοιχείο της αισθητικής οικονομίας. Το ιστορικό
γεγονός φιλτράρεται μέσα από τις συνειδήσεις των ηρώων. Το
παρακολουθούμε, πολυδιάστατο, στις διαφορετικές εκδοχές και τις
προεκτάσεις του να εν-σωματώνεται σε πολλές ζωές. Οι απηχήσεις του στον
ψυχισμό των ηρώων, οι αλλοιώσεις που φέρνει στις σχέσεις τους οργανώνουν
και τη μυθιστορηματική πλοκή. Μια πλοκή που το άλλο νήμα της είναι ο
έρωτας. Με καταλύτη τον πόλεμο, ο έρωτας βιώνεται σαν αίσθηση οξυμένη ‒
ακαριαία και αιώνια. Ο συγγραφέας πλέκει έτσι τα δυο νήματα, ώστε,
βάζοντας μεγάλα σύνολα σε κίνηση, να καταγράφει τους ελάχιστους ψυχικούς
κραδασμούς.
Η λαίλαπα του φασισμού δημιουργεί μια κατάσταση
κατακλυσμιαία. Διάσπαση των μετώπων, διάσπαση των συνειδήσεων, ένας
κόσμος που καταρρέει, «ακυβέρνητος», σχετικοποίηση της αλήθειας.
Διασταύρωση ανθρώπων με τις πιο διαφορετικές καταβολές και εμπειρίες,
απόψεις, ηθικές αξίες. Και μέσα σ’ όλα αυτά, η προβολή σ’ ένα μέλλον, το
όνειρο και το όραμα. Η γραφή αντιστοιχεί σ’ αυτές τις ποικιλότροπες
κοινωνικές και ψυχικές καταστάσεις. Ο ρεαλισμός εναλλάσσεται με τη
φαντασίωση, το επικό στοιχείο με τον εσωτερικό μονόλογο της
αυτοανάλυσης, ο νατουραλισμός με το λυρισμό. Αλλά προπάντων, τις
διαφορετικές και αντιφατικές προσλήψεις της πραγματικότητας θα τις
εκφράσουν οι τρεις φωνές, στο πρώτο πρόσωπο η φωνή του «κεντρικού»
ήρωα-μάρτυρα, στο δεύτερο, τα «εις εαυτόν», η εσωτερική φωνή των ηρώων,
στο τρίτο η φωνή του συγγραφέα αφηγητή. Η δομή του μυθιστορήματος, το
τεμάχισμά του, ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιας τέτοιας σύνθεσης. Τιςακυβέρνητες πολιτείες μάς
τις γνωρίζουν πολλοί. Καθένας από τη δική του σκοπιά, με την
υποκειμενική, μερική του σύλληψη συμβάλλει στο να κυκλωθεί το ίδιο
γεγονός, προωθώντας παράλληλα τη μυθιστορηματική δράση. Οι φωνές
εναλλάσσονται ρυθμικά στους τρεις τόμους του βιβλίου. Αλλά τα πρόσωπα
που τις δανείζονται δεν είναι τα ίδια. Έτσι, ήρωες και εκδοχές
πολλαπλασιάζονται. Άλλωστε το τριαδικό αυτό σχήμα σπάζει ουσιαστικά κι
από άλλες καινοτομίες του συγγραφέα. Κάποτε το αφηγηματικό τρίτο πρόσωπο
υιοθετεί την οπτική κάποιου ήρωα ‒ αυτό γίνεται στην περίπτωση της
Αριάγνης που, ενώ δε μιλάει ποτέ η ίδια, έχουμε την αίσθηση πως την
ακούμε, ο τόνος είναι εμποτισμένος από τον ψυχισμό της, ακολουθεί τις
χειρονομίες της, ζεσταίνεται με τη φωνή της. Άλλοτε πάλι το τρίτο
πρόσωπο είναι το προσωπείο κάποιου ήρωα, όπως το αποκαλύπτουμε π.χ. στις
«υπηρεσιακές» εκθέσεις του Ρούμπυ Ρίτσαρντς. Οι καινοτομίες είναι πιο
εντυπωσιακές στα κεφάλαια όπου χρησιμοποιείται το δεύτερο πρόσωπο.
Μονόλογοι που ζητούν να εκφράσουν κάποια εσωτερική σύγκρουση, είτε
πρόκειται για τη σχιζοφρενική υστερία της φράου Άννας, είτε για τον
Παράσχο, διχασμένο ανάμεσα στο «χλωρό παράδεισο» των παιδικών ονείρων
και στην τρεχάμενη ζωή του ‒ διαγράφουν τα «κινήματα της φαντασίας».
Συνειρμικοί δαίδαλοι, σιωπές, ανολοκλήρωτες σκέψεις μέσα σ’
ανολοκλήρωτες φράσεις, απότομες μεταπτώσεις αισθημάτων, άρα και τόνων,
δίνουν την εσωτερική προοπτική με μια ποιητική άνεση γραφής. Ένα ένα
αυτά τα στοιχεία μπορεί και να μην είναι πρωτότυπα, αν το αίτημα είναι η
πρωτοτυπία. Το επίτευγμα εδώ είναι η σύνδεσή τους, το χώνεμά τους σε
μια αριστοτεχνική και ρωμαλέα σύνθεση, με τελικό αποτέλεσμα ένα
μυθιστόρημα ρεαλιστικό, οριακό, με συνεχείς απογειώσεις, και μια ποίηση
που δένει την παράδοση του έπους και του λυρισμού. Όπως και να ʼναι,
ένας καινούργιος λόγος μέσα στα νεοελληνικά γράμματα.
Χρύσα Προκοπάκη, Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική 1960-1966, Κέδρος, Αθήνα 1980, σσ. 8-10.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ
Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του), γιος
του Κώστα Χατζηαντρέα και της Περσεφόνης το γένος Σταμαράτη, γεννήθηκε
και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία
μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο
εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. Μετά την αποφοίτησή του
εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου για ένα χρόνο και από το 1929
ως το 1939 σε μια εταιρεία βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο, αρχικά ως
λογιστής και στη συνέχεια ως διευθυντής των εκκοκιστηρίων. Το 1933
πέθανε ο πατέρας του από φυματίωση. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική
οργάνωση Ligue Pacifiste και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την
Αντιφασιστική Πρωτοπορία. Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη, με
την οποία ταξίδεψε στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη
Γαλλία και την Ελλάδα και απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γενν.1957). Το
καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε μέρος (ανάμεσα στους Μπέρτολντ Μπρεχτ,
Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα και άλλους) στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των
Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και
του Φασισμού στο Παρίσι και έγραψε μαζί με τον Χιούς τον όρκο στον
Λόρκα, που προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν και υπογράφτηκε από σαράντα
συγγραφείς. Από το 1939 ως το 1963 έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε
ως διευθυντής βυρσοδεψείου (έφυγε για λίγους μήνες το 1942 όταν ο Ρόμμελ
απείλησε την πόλη).
Το
1943 έγινε καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού
Συνδέσμου. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η γνωριμία του με το Γιώργο
Σεφέρη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς αρνήθηκε να αποκηρύξει
το έργο του Η Λέσχη, που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα. Το 1963 έφυγε για
την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας
του Παπαδόπουλου έγινε μέλος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου.
Το 1969 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού και ένα χρόνο αργότερα πήρε
μέρος στη σύνταξη του αντιδικτατορικού τόμου 18 Κείμενα με το διήγημα
Αλλαξοκαιριά. Συμμετείχε επίσης στον τόμο Νέα Κείμενα (1970) και στα Νέα
Κείμενα2. Πέθανε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο σε ηλικία 69 χρόνων από
ανεύρυσμα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Έλλην - αργότερα όργανο του ΕΑΣ
-, Κυπριακά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα, Αλεξανδρινή Λογοτεχνία,
Πάροικος, Φωνή, Επιθεώρηση Τέχνης, Αυγή, Ταχυδρόμος, Συνέχεια. Τιμήθηκε
με το Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας για το έργο του Ο Καβάφης και η εποχή
του (1959) και Βραβείο Κριτικών και Εκδοτών της Γαλλίας (1972 για τις
Ακυβέρνητες Πολιτείες). Ο Στρατής Τσίρκας τοποθετείται ανάμεσα στη
μεσοπολεμική και μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής πεζογραφίας και το
έργο του συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη
γενέτειρά του, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος. Η πρώτη του εμφάνιση στο
χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1927 με μεταφράσεις των Μυσσέ, Χάινε
και Σίλλερ στα περιοδικά Μπουκέτο και Οικογένεια και τη δημοσίευση του
πρώτου του πεζογραφήματος με τίτλο Το Φεγγάρι στο περιοδικό Παναιγυπτία.
Το 1930 δημοσίευσε το πεζογράφημα Μεσημεριάτικο στο περιοδικό
Πρωτοπορία και το πρώτο του ποίημα, με τίτλο Pot pouri , στο περιοδικό
Αλεξανδρινή Τέχνη. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον Κ.Π. Καβάφη. Το
1937 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Φελλάχοι, όπου υπέγραψε για πρώτη
φορά με το όνομα Στρατής Τσίρκας. Ως το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου
πολέμου ασχολήθηκε με την ποίηση και το διήγημα. Γνωστός έγινε κυρίως
μετά την έκδοση της βιογραφίας Ο Καβάφης και η εποχή του και της
μυθιστορηματικής τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες, που δίχασαν τους
κριτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσαν ζυμώσεις στο χώρο της
αριστερής διανόησης. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. http://www.ekebi.gr/