🌀🌀🌀🌀
Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ’ οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’ ανθίζουν οι γαζίες.
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ’ έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ’ αυτόν ν’ άγιάση!..
🌀🌀🌀🌀
Μην κλαις
Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σού’ μειν’ εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ’ απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ’ η ζωή μας. ‘Ολη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνη
σιγά σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης…
Απόψε
Aπόψε, η γη σου είν' όμορφη -Θε μου- όλη πέρα ώς πέρα:
το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,
σα να 'ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα
σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.
Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν
ακίνητες στο λίγο φως, δε σειέται ένα κλαδί τους,
δεν τρέμει ούτ' ένα φύλλο τους· όπου κι αν δεις σωπαίνουν
και σα μια δέηση βουβή, θαρρείς, είν' η σιωπή τους.
Kάτω στα πλάγια του βουνού, που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό, το βραδινό χωριό τ' αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που 'ν' άγιες έχει γίνει.
Kι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είν' ασπροντυμένοι
αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν
κι ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,
που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...
🌀🌀🌀🌀
Χειμωνιάτικα Δέντρα
Tα σκοτεινά φυλλώματα τα πεύκα αργοσαλεύουν,
σα ρασοφόροι στο βουνό που μάχονται ν' ανέβουν,
κι ο θλιβερός τους ο ψαλμός στ' άδεια βογγάει λαγκάδια
σα μουσικός αντίλαλος από βαθιά πηγάδια.
Mαζί τους κάτι ολόγυμνα κλαριά δεν αποσταίνουν
τρελλά μια χειμωνιάτικη καμπάνα να σημαίνουν,
όπου τα γέρνει ο άνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
απ' το βουβό τους σήμαντρο ποτέ να βγαίνει ο ήχος.
Kαι στον καθρέφτη του νερού, που σαν την καταχνιά,
κάποτε -τ' ανοιξιάτικο το λέει το παραμύθι-
τον κήπο της Nεράιδας εστρώναν τα κλωνιά
τίποτε τώρα στα θολά δεν απομένει βύθη.
Σε ραγισμένους γύρω αυλούς οι καλαμιές φυσούνε
τα νυφικά μαλλάκια τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,
τον κήπο της Nεράιδας σβημένο νοσταλγούνε
και κλαιν τις ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές,
Ω! κι όλο σκύβουν στα νεκρά νερά τα βουρκωμένα,
ω! κι όλο σειούνται κι έχουνε μες στον πικρό βοριά
τα ίδια τα κινήματα, τ' αργά κι απελπισμένα,
που 'χομε μες στη λύπη μας κι εμείς την πιο βαριά.
Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Mα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στην σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει,
μόλις φαινόνταν η σκηνή στ' ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Tα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι εβγαίναν κ' έπαιζαν τ' αλλόκοτό τους δράμα,
κι άκουγες βόγγους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Eγώ δεν ξέρω. Eβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία,
Kι έβγαινε -Θε μου!- κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε -Θε μου!- κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.
🌀🌀🌀🌀
Το Στερνό Παραμύθι
Πήραν στρατί στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλλάρηδες απάνω στ' άτι.
Kαι γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσ' από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν -ποιος το ξέρει;- κάτι.
Kανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Aράπη
και να της φέρει αθάνατο νερό.
H μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ' απάνω -μια φορά κι έναν καιρό-
ο Aρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
🌀🌀🌀🌀
Το Xαμόγελο
Ωραία γυναίκα, το τρελλό το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχώ ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.
M' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές,
Kαι μ' όσα ακόμα ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά τη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...
🌀🌀🌀🌀
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π’ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιε το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιε το η ψυχή σου αξέννοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν έρθ’ η Mοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Xάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Λάμπρος Πορφύρας είναι το «απαστράπτον ψευδώνυμον» που «περιεβλήθη ως
μανδύαν βύσσου» ο ποιητής Δημήτριος Σύψωμος από την πρώτη κιόλας
εμφάνισή του στα γράμματα, τον Σεπτέμβριο του 1894, και με το οποίο
καθιερώθηκε έκτοτε στον ελληνικό Παρνασσό. Το ψευδώνυμο αυτό, χωρίς να
υποδηλώνει καθόλου ότι ο δεκαπενταετής μόλις τότε φέρελπις ποιητής είχε
ζηλώσει δόξα «λαμπράς πορφύρας», φιλοδοξία που θα αποδεικνυόταν άλλωστε
ασυμβίβαστη με την ταπεινοφροσύνη και την απλότητα όλης της μετέπειτα
ζωής του, παραπέμπει στα έργα του Σολωμού Λάμπρος και Πόρφυρας και
φαίνεται έτσι να αποτελεί έγκαιρη αναγνώριση και τιμή προς τη σολωμική
ποίηση.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού,
«Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα
(1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 13-14 [σειρά:
Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
🌀🌀🌀🌀
[…] Αυτός ο μετριοπαθής ποιητής, που πέρασε τη ζωή του αποτραβηγμένος
και χωρίς φιλοδοξίες στις ταβέρνες της Πειραϊκής, κατάφερε όσο λίγοι
συνομήλικοί του να εκφράσει τη μελαγχολία της γενιάς του. Χάρη σε μια
γλώσσα ουσιαστική που δεν επιδιώκει σύνθετες λέξεις, ηχηρά επίθετα, και
στο ανεπιτήδευτο των παραστάσεών του, κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο
το ημίφως του συμβολισμού μπορούσε να εγκλιματιστεί με φυσικότητα στην
Ελλάδα και να αποκτήσει γνήσια ελληνική ιθαγένεια· […]
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 323.
[…] από την άποψη της λυρικής διάθεσης, μπορούμε να μνημονεύσουμε τον
Πορφύρα και το λιγοστό έργο του: μια ποιητική συλλογή Σκιές (1920) και
μια οψίτυπη, Οι μουσικές φωνές (1934). Κι οι δυο συγκεντρώνουν την
παλαιότερη εργασία του: βγαίνει κι αυτός από τον κύκλο της Τέχνης και
του Διόνυσου. Ρέμβη, νοσταλγία, μελαγχολία, είναι τα φυσικά θέματα της
ποίησής του, που είναι πάντα ευγενική, σεμνή, δοσμένη σε μισόλογα και
αποχρώσεις. Όταν πάει να υψώσει την φωνή του, ο λυρισμός φεύγει. […].
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 544-545.
Ο Πορφύρας υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, ο γνησιότερος και συνεπέστερος
ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες συμβολιστές ποιητές. Ο Συμβολισμός, με όλα
όσα προϋποθέτει, δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς μια σχολή ή μια τεχνοτροπία,
ανάμεσα στις άλλες, που την ακολούθησε σε μια φάση ή περίοδο της
δημιουργίας του, την πιο γόνιμη έστω και την πιο σημαντική, όπως π.χ. ο
φίλος του ο Χατζόπουλος, αλλά αποτέλεσε ένα είδος πίστης και στάσης
ακλόνητης απέναντι στη ζωή και στην ποίηση, συνυφασμένης με τον ψυχισμό
και την προσωπικότητά του. Γι’ αυτό και επινοεί και χρησιμοποιεί με
τρόπο αβίαστο και φυσικό τα σύμβολά του […]. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
και η ποίησή του αναβλύζει μονότροπη, συγχρόνως όμως και τόσο
ειλικρινής. Αυτή είναι, πιστεύω, η κυριότερη αιτία για την οποία η
λιγοστή, χαμηλόφωνη και διακριτική ποίηση του Λάμπρου Πορφύρα άφησε
φανερά τα ίχνη της στη δεύτερη γενιά των Ελλήνων συμβολιστών ποιητών. Οι
απηχήσεις της, «όχι και τόσο αισθητές με την πρώτη ματιά», πάντως
υπαρκτές στο έργο του Καρυωτάκη, γίνονται περισσότερο ευδιάκριτες στο
έργο των ποιητών εκείνων που ακολούθησαν συνειδητά, βαθαίνοντας την
κοίτη του, με το ρεύμα του Συμβολισμού και έφεραν ακόμα πιο κοντά την
ποίησή τους με τη μουσική. Έτσι, την ποιητική του δημιουργία
προϋποθέτουν ορισμένα τουλάχιστον, αλλά από τα καλύτερα ποιήματα του
Ρώμου Φιλύρα (Εαρινό, Καρτέρι, Μπόρα του Μάη κ.ά.), του Κώστα Ουράνη
(Νοσταλγίες, Η ζωντανή νεκρή, Φθινοπωρινό πάρκο, Χινοπωριάτικοι καιροί,
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι κ.ά.), του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
(Μελαγχολία, Όταν βραδιάζη, Πόθος, Ήταν ένα βαθύ κ’ εξαίσιο βράδι,
Dolente, Απόψε πρόβαλεν ο κάμπος κ.ά.), του Μήτσου Παπανικολάου
(Βράδιασμα, Θάλασσα του βορρά κ.ά.).
Ο Τέλλος Άγρας, άλλωστε, πάντα εύστοχος κριτικός, το έχει δηλώσει
κατηγορηματικά: «Ο Πορφύρας (…) επιδράσεις επί νεαρωτέρων έσχε πολλάς».
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η
εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα
(1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 106 & 107
[σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
πηγές