Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Τόμας Στερνς Έλιοτ ( 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965 )

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.


Πληροφορίες για αυτόν τον ιστότοπο
homouniversalisgr.blogspot.com

Τόμας Στερνς Έλιοτ ( 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965 )


O Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965) ήταν Αγγλο-Αμερικάνος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), η Έρημη Χώρα (1922), τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι. Ο παππούς του, Γουίλιαμ Γκρήνλιφ Έλιοτ (1811-1887), ήταν ουνιταριστής κληρικός, συνιδρυτής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Μιζούρι και δεσπόζουσα φυσιογνωμία της οικογένειας του, αν και ο ίδιος ο Έλιοτ δεν τον γνώρισε καθώς είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Χένρυ Γουερ Έλιοτ (1843-1919) ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, πρόεδρος της κερδοφόρας εταιρείας Hydraulic-Press Brick Company, και φημιζόταν για την ικανότητά του σε οικονομικά ζητήματα. Η μητέρα του, Σαρλότ Σαμπ Στερνς (1843-1929), εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι πρόγονοί τους ήταν Άγγλοι και Γάλλοι. O Έλιοτ ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας και οι γονείς του τον απέκτησαν όταν είχαν ήδη ξεπεράσει την ηλικία των σαράντα ετών. Οι τέσσερις αδελφές του ήταν έντεκα έως δεκαεννέα χρόνια μεγαλύτερες από εκείνον, ενώ ο αδελφός του οκτώ χρόνια μεγαλύτερος. Υπήρξε ευπαθές παιδί και γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκαζε να φοράει ειδικό επίδεσμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

Σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών, ο Έλιοτ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τοπικό σχολείο και το 1898 ξεκίνησε να φοιτά στην «Ακαδημία Σμιθ» (Smith Academy) του Σαιντ Λιούις, που αποτελούσε προπαρασκευαστική σχολή για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον. Το πρόγραμμα των σπουδών του περιλάμβανε ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Στην ακαδημία, ο Έλιοτ έδειξε δείγματα μελετηρού μαθητή με καλούς βαθμούς, ενώ παράλληλα εξέδιδε μόνος του ένα περιοδικό ποικίλης ύλης με τίτλο The Fireside, ερχόμενος από νωρίς σε επαφή με τη συγγραφή. Παρά τις καλές του επιδόσεις και ενώ είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, οι γονείς του αποφάσισαν να φοιτήσει για ένα χρόνο στο προπαρασκευαστικό σχολείο της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Έλιοτ εγκατέλειπε το προστατευτικό οικογενειακό του περιβάλλον.
Τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ. Κατά το πρώτο έτος σπουδών, επέλεξε τα μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, της μεσαιωνικής ιστορίας και της γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Υπήρξε επίσης μέλος του συμβουλίου του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate, στο οποίο είχε δημοσιεύσει και ο ίδιος ορισμένα ποιήματά του. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, ο Έλιοτ συνεργάστηκε με δύο διακεκριμένους καθηγητές, τον ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον Ίρβινγκ Μπάμπιτ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1910 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και επισκέφτηκε κυρίως το Παρίσι. Στη διάρκεια της παραμονής του μελετούσε παράλληλα γαλλική φιλολογία, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και παρακολούθησε παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν. Την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε τα δύο μεγάλα ποιήματα της νεότητάς του, The Love Song of J. Alfred Prufrock και Portrait of a Lady. Εκτός από το Παρίσι, ο Έλιοτ επισκέφτηκε επίσης το Μόναχο και πιθανότατα το Λονδίνο.
Το 1911 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εγγράφηκε ως διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα της φιλοσοφίας. Μελέτησε σανσκριτικά παρακολουθώντας το μάθημα της ινδικής φιλολογίας και αργότερα ινδική φιλοσοφία, ακολουθώντας τη διαδρομή άλλων Αμερικανών διανοουμένων, προς τη διερεύνηση της ανατολικής θρησκείας. Αργότερα, ο Έλιοτ εγκατέλειψε αυτή την πορεία και στράφηκε σε περισσότερο «συμβατικούς» τομείς της φιλοσοφίας και της συγκριτικής μεθοδολογίας, παρακολουθώντας διαλέξεις των Τσαρλς Λάνμαν, Τζοσάια Ρόυς και Μπέρτραντ Ράσελ. Στις αρχές του 1914, εκμεταλλευόμενος μία υποτροφία που του πρόσφερε το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στην Ευρώπη με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο Merton College της Οξφόρδης, όπου επρόκειτο να ολοκληρώσει τη διατριβή του για τον βρετανό φιλόσοφο Φ. Χ. Μράντλεϋ, υπό την εποπτεία του Χάρολντ Γιόακιμ



Αγγλία

Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και αφού νωρίτερα είχε φροντίσει να επισκεφτεί το Βέλγιο και την Ιταλία. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντας του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. Με την έναρξη του φθινοπωρινού τριμήνου, Ο Έλιοτ ξεκίνησε τα μαθήματα φιλοσοφίας, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Το 1915 ήταν το έτος που σημάδεψε την προσωπική του ζωή, καθώς γνώρισε την Βίβιεν Χέι-Γουντ (1888-1947), την οποία παντρεύτηκε στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Ληξιαρχείο του Χάμστεντ, κρατώντας αρχικά κρυφό το γάμο από τους γονείς του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση προκειμένου να συντηρούνται. Εκείνη την περίοδο, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε στενή σχέση με το ζεύγος, πατερναλιστική όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος, και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του. Χάρη σε μεσολάβηση του Ράσελ, ο Έλιοτ ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman.

Τον Απρίλιο του 1916 παρέδωσε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη διατριβή του, με τίτλο Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley, αποφασισμένος να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των γονέων του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Στα τέλη του έτους, παραιτήθηκε από το δημοτικό σχολείο και παρά την αρχική του πρόθεση να συντηρηθεί αποκλειστικά από τις κριτικές του, χρειάστηκε για οικονομικούς λόγους να δεχθεί μία θέση στην τράπεζα Lloyds, την οποία εξασφάλισε χάρη σε ενέργεια του γενικού διευθυντή της, που ήταν φίλος της οικογένειας των Χέι-Γουντ. Την ίδια περίπου περίοδο εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, χάρη στην μεσολάβηση του Πάουντ, και ο Έλιοτ προσελήφθη ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό Egoist. Όταν το 1917 η Αμερική εισήλθε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ωστόσο εξαιτίας της κήλης του και ενός προβλήματος ταχυκαρδίας κρίθηκε ακατάλληλος για ενεργό υπηρεσία. Επιχείρησε να ενταχθεί στην Υπηρεσία ΠΛηροφοριών του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς επιτυχία, και αργότερα του προτάθηκε μία θέση στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, ωστόσο εξαιτίας καθυστερήσεων, ο Έλιοτ τελικά δεν υπηρέτησε, παρά τις προσπάθειες του.

Ο ποιητής με την Βιρτζίνια Γουλφ
πρώτη εκδότρια της «Έρημης χώρας»,
σε φωτογραφία του 1924
Το επόμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από βαρύ φόρτο εργασίας για τον Έλιοτ, αναγκασμένος να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην τράπεζα, τη βιβλιοκριτική ή τα δοκίμια του και τη συζυγική ζωή, συγχρόνως με οικονομικές δυσχέρειες αλλά και προβλήματα υγείας τόσο της συζύγου του όσο και δικά του, για τα οποία κατέφυγε κάποια στιγμή στη θεραπεία του ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη. Το 1922 εκδόθηκε το ποίημα Έρημη Χώρα, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Με την Έρημη Χώρα καταδίκασε τη ματαιότητα της σύγχρονης ζωής και γνώρισε παγκόσμια αποδοχή και αναγνώριση. Την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Criterion (Κριτήριο) στο οποίο δημοσίευσε πολυάριθμες κριτικές και θεωρητικά κείμενα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση των έργων άλλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Μέσα στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του, ο Έλιοτ συγκέντρωσε αρκετούς ικανούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ. Την περίοδο αυτή, η αυξανόμενη θρησκευτική του πίστη, τον έστρεψε προς την Αγγλικανική Εκκλησία και στις 29 Ιουνίου βαφτίστηκε με μεγάλη μυστικότητα και έγινε επίσημα δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Έλιοτ διέκρινε στο αγγλοκαθολικό ρεύμα τη συνέχεια μία παράδοσης και ένα είδος επιστροφής του στη θρησκεία των άγγλων προγόνων του. Η θρησκευτική τάση του αποτυπώθηκε και στα κείμενα του στο Criterion, τα οποία δεν αφορούσαν τόσο λογοτεχνικά ζητήματα, όσο εξέφραζαν τις αναλύσεις του για δημόσια θέματα, τα οποία προσέγγιζε κατά ομολογία του ως «ηθικολόγος», παρά ως καλλιτέχνης. Η χριστιανική του μεταστροφή αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με καχυποψία από τους παλιούς του φίλους λογοτέχνες, όπως τον Πάουντ και τον Γουίνταμ Λιούις. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε Βρετανός πολίτης, σε μία περιόδο που σταδιακά αναγνωριζόταν ως εκπρόσωπος των αγγλικών γραμμάτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γάμος του με την Βίβιεν είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει κρίση, η οποία οδήγησε τελικά στο χωρισμό τους, το 1933, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα ενός νέου ξεκινήματος για τον Έλιοτ. Τα επόμενα δύο χρόνια ολοκλήρωσε τα πρώτα του θεατρικά έργα The Rock (1934) και To Φονικό στην Εκκλησιά (1935). Το τελευταίο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και ταυτόχρονα επαινέθηκε από τους κριτικούς. Η Βίβιεν Χέι-Γουντ πέθανε αργότερα σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική του βόρειου Λονδίνου, το 1947. Στις αρχές του 1938, εκδόθηκαν δύο συλλογές του έργου του, το Essays Ancient and Modern, με δοκίμια του, καθώς και η συλλογή Collected Poems 1909-1935 που περιλάμβανε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος Burnt Norton, και έλαβε ευμενείς κριτικές, ανάλογες του κύρους που είχε αποκτήσει πλέον ο Έλιοτ.

Τελευταία χρόνια

Το Νοέμβριο του 1948 τού ανακοινώθηκε πως κέρδισε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και μετέβη στη Στοκχόλμη για την απονομή του. Παρά την ικανοποίησή του, ο Έλιοτ ανησυχούσε για τα επακόλουθα της μεγάλης φήμης που αποκτούσε, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από ανάλογη βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Η ανασφάλεια του γύρω από το ποιητικό του έργο ή το κατά πόσο θα κατόρθωνε να αντεπεξέλθει σε αυτό, υπήρξε χαρακτηριστικό του γνώρισμα, από τα πρώτα βήματά του. Τη βράβευση του με το Νόμπελ, ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολυάριθμες απονομές τιμητικών τίτλων και απονομών.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1957, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την τριαντάχρονη Βάλερι Φλέτσερ, η οποία στο παρελθόν υπήρξε γραμματέας του. Ο δεύτερος γάμος του τελέστηκε, όπως και ο πρώτος, με μυστικότητα, και ήταν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και συντομότερος σε διάρκεια. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε έντονα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1964 ταξίδεψε για τελευταία φορά στη γενέτειρά του και μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1964, κατέρρευσε στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε βαθύ κώμα και παράλυτος από την αριστερή πλευρά. Πέθανε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1965 από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του.























Ο Έλιοτ με τη Βίβιεν Γουντ, Λονδίνο 1916

Έργο

Ποίηση

Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ(The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry και χάρη σε παρότρυνση του Έζρα Πάουντ προς τη Χάριετ Μονρόε, ιδρυτή του περιοδικού. Ο Έλιοτ είχε συνθέσει το ποίημα νωρίτερα, την περίοδο από το Φεβρουάριο του 1910 έως τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Ο Έζρα Πάουντ είχε συμβολή και στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του Έλιοτ, καθώς ήταν εκείνος που καταρχήν είχε την ιδέα αλλά και οργάνωσε το υλικό που περιείχε. Το Prufrock and Other Observations εκδόθηκε το 1917 και αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με σύντομες και αρνητικές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Η κριτική του The Times Literary Supplement, σύμφωνα με την οποία «[...] τα ποιήματά του δύσκολα θα διαβαστούν από πολλούς με ευχαρίστηση»[6], στο τεύχος της 21ης Ιουνίου του 1917, αποτυπώνει την γενικευμένη εντύπωση που προκάλεσε το έργο στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.

Τον Οκτώβριο του 1922, ο Έλιοτ δημοσίευσε την Έρημη Χώρα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Criterion. Η ακριβής περίοδος κατά την οποία γράφτηκε παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ. Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική. Οι υπερασπιστές του το ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παιχνίδι ή ακατανόητο. O κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον θεωρούσε την Έρημη Χώρα «ό,τι καλύτερο παρουσιάστηκε».

Στα σημαντικότερα έργα του Έλιοτ ανήκει και η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) η οποία εκδόθηκε το 1943, αποτελούμενη από τα ποιήματα Burnt Norton (1935), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942), τα οποία είχαν παλαιότερα δημοσιευτεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας ευνοϊκες κριτικές στον αγγλικό τύπο. Υπήρξε το πρώτο ποιητικό έργο με το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και μέσα από το οποίο κατάφερε να εκφράσει με τον πιο καθαρό τρόπο τις χριστιανικές του πεποιθήσεις[9] παρέχοντας συγχρόνως μία ολοκληρωμένη εικόνα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα Τέσσερα Κουαρτέτα ως το καλύτερο έργο του.

Θέατρο

Στο χρονικό διάστημα μετά την Έρημη Χώρα, κατά το οποίο ο Έλιοτ δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικό, ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα να προσανατολιστεί στο θέατρο. Επιθυμούσε τότε να απομακρυνθεί από την τεχνοτροπία της Έρημης Χώρας και κατά αναλογία με την επιτυχία της να δημιουργήσει μία νέα μορφή ποίησης, επιδίωκε να οικοδομήσει ένα νέο είδος θεατρικού έργου, πρόθεση που αποτυπώθηκε στο πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Sweeney Agonistes, το οποίο έγραφε από το 1923 και εκδόθηκε το 1926. Το 1934 ολοκλήρωσε τη φαντασμαγορία The Rock που εντάσσεται στο είδος του ποιητικού δράματος της δεκαετίας του '30 και εξιστορεί την κατασκευή μίας εκκλησίας. Το έργο είχε απήχηση στο κοινό και στους κριτικούς. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε επίσης στους εκκλησιαστικούς κύκλους, γεγονός που οδήγησε στην παραγγελία ενός θεατρικού έργου του Έλιοτ για το φεστιβάλ του Καντέρμπουρι που επρόκειτο να διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο. Ο Έλιοτ ολοκλήρωσε για το σκοπό αυτό το Φονικό στην Εκκλησιά που παρουσιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στις 19 Ιουνίου του 1935 και έλαβε επαινετικές κριτικές. Κεντρικό θέμα του έργου αποτελεί ο φόνος του μάρτυρα και αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ. Ο Έλιοτ κλήθηκε να γράψει αργότερα και άλλα ιστορικά και θρησκευτικά έργα, ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε την επανάληψη, θεωρώντας πως ένα ποιητής οφείλει να αποστρέφεται τις δημιουργίες του παρελθόντος του.

Μικρότερη επιτυχία και κριτική αποδοχή είχε το επόμενο θεατρικό έργο του Έλιοτ The Family Reunion, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Γουέστμινστερ στις 21 Μαρτίου του 1939. Σε αυτό, ο Έλιοτ επεδίωκε τη επανασύνδεση θρησκευτικού και κοσμικού δράματος ενώ κύρια πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τραγωδία Ευμενίδες του Αισχύλου. Περίπου στις αρχές του 1948 καταπιάστηκε με τη συγγραφή του θεατρικού έργου The Cocktail Party, το οποίο παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον επόμενο χρόνο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα θεατρικά έργα The Confidential Clerk (1953) και The Elder Statesman (1958).

Επίδραση

Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος. Η επίδραση που άσκησε ο Έλιοτ στον Γιώργο Σεφέρη είναι ιδιαίτερη και σημαντική. Ο Έλληνας νομπελίστας εκτός από την Έρημη Χώρα μετέφρασε και το έμμετρο θεατρικό έργο Φονικό Στην Εκκλησία



Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ 


συνέχεια
 

Αγρυπνούμε

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα βίντεο.

https://www.facebook.com/maria.dimitriou.5/posts/1982411968522242?__tn__=-R
Ξύπνα Ελλάδα
Αγρυπνούμε σε τούτη τη γωνιά - Άγιοι Σαράντα, Βόρειο Ήπειρος

Εκπληκτικoί τρόποι για να βάψεις...

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα βίντεο.

https://www.facebook.com/maria.dimitriou.5/posts/1982414795188626?__tn__=-R
5-Minute Crafts GIRLY
Stunning ways to paint your walls.
Εκπληκτικoί τρόποι για να βάψεις τους τοίχους σου.

Γιάροσλαβ Χάσεκ ( 30 Απριλίου 1883 - 3 Ιανουαρίου1923 )

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
homouniversalisgr.blogspot.com
Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ ( τσεχ. Jaroslav Hašek ) ήταν Τσέχος σατιρικός…
 
Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ (τσεχ. Jaroslav Hašek) ήταν Τσέχος σατιρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1883 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου1923. Έζησε σε μια εποχή που η Πράγα ήταν ένα κέντρο λογοτεχνίας με σήμερα παγκοσμίως γνωστά ονόματα όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Μαξ Μπροντ.
Ο Χάσεκ γεννήθηκε στην Πράγα, όταν αποτελούσε πόλη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και υπήρξε γιος του δασκάλου μαθηματικών Josef Hašek και της συζύγου του, Κατερίνα. Η φτώχεια ανάγκασε την οικογένεια — με συνολικά τρία παιδιά, τον Γιάροσλαβ, τον τρία χρόνια νεότερο αδελφό του, Μπόχουσλαβ, και μια ορφανή ξάδελφη, τη Μαρία — να μετακομίζει συχνά, περισσότερες από δέκα φορές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του. Ως έφηβος, εγκατέλειψε το γυμνάσιο στην ηλικία των δεκαπέντε ετών για να γίνει φαρμακοποιός, αλλά τελικά αποφοίτησε από μία οικονομική σχολή. Εργάστηκε για λίγο ως τραπεζικός υπάλληλος και ως πωλητής σκυλιών (το ίδιο επάγγελμα ακολούθησε και ο ήρωας Σβέικ στο μυθιστόρημά του).
Το 1906 προσχώρησε στο αναρχικό κίνημα, έχοντας συμμετοχή και στις αντι-γερμανικές ταραχές που σημειώθηκαν στην Πράγα το 1897, τότε ως μαθητής. Έδινε διαλέξεις σε ομάδες εργαζομένων και το 1907 έγινε ο συντάκτης του αναρχικού περιοδικού Komuna. Aπομακρύνθηκε από το αναρχικό κίνημα και εργάστηκε ως σατιρικός συγγραφέας για περιοδικά όπως Η Τσουκνίδα (Kopřivy) και το Karikatury, από το 1908 μέχρι το 1910.
Το 1911 συμμετείχε στις εκλογές με το «Κόμμα υπέρ της προόδου μέσα στα πλαίσια του νόμου» (μια παρωδία παραδοσιακών κομμάτων) ζητώντας την κρατικοποίηση των υπηρεσιών θυρωρού, την σκλαβιά κλπ. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου αιχμαλωτίστηκε από τον ρωσικό στρατό και εντάχθηκε στις Τσεχοσλοβακικές Λεγεώνες, δυνάμεις εθελοντών που πολεμούσαν με το μέρος της Αντάντ κατά της Αυστροουγγαρίας. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία διαφώνησε με τις Λεγεώνες και εντάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό. Τον Δεκέμβριο του 1920 επέστρεψε στην πατρίδα του. Παντρεύτηκε συνολικά δύο φορές, την πρώτη ακολουθώντας το καθολικό τελετουργικό, και τη δεύτερη φορά στη Ρωσία, με ορθόδοξο γάμο.
Ο Χάσεκ εργάστηκε με επιτυχία για εφημερίδες και περιοδικά, γράφοντας σατιρικές ιστορίες και άρθρα. Ως συγγραφέας συνδύασε την απλή λαϊκή γλώσσα με την περιγραφή πολύπλοκων λεπτομερειών. Λίγοι αναγνώρισαν την ποιότητα στα έργα του. Οι περισσότεροι συνάδελφοί του πίστεύαν ότι τα έργα του ήταν ένα επιφανειακό φαινόμενο. Από το 1910 εργάστηκε για το ζωολογικό περιοδικό Svět zvířat (Ο Κόσμος τον Ζώων). Περιγράφοντας ανύπαρκτα ζώα έφερε μεγάλη αναταραχή στους ειδικούς. Το αποκορύφωμα ήταν άρθρα όπως η περιγραφή μεθυσμένων παπαγάλων και η ανακάλυψη της προϊστορικής ψείρας.
Το σημαντικότερο έργο του είναι το αντιπολεμικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ. Το βιβλίο αποτελεί αντίδραση στα γεγονότα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και έχει μεταφραστεί σε 58 γλώσσες. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην ιστορία ενός απλού και ασήμαντου ανθρώπου που προσπαθεί να ξεφύγει από τον πόλεμο. Η σχολαστική πραγματοποίηση των στρατιωτικών εντολών αποκαλύπτει τον παραλογισμό και την γελοιότητα του συστήματος. Αυτό το έργο θεωρείται κλασσικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και βρίσκεται συχνά μέσα σε καταλόγους των 100 καλύτερων βιβλίων.


Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ

Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ (Švejk) είναι ένα ατελές σατιρικό διήγημα τουΓιάροσλαβ Χάσεκ. Εικονογραφήθηκε από τον Γιόζεφ Λάντα μετά τον θάνατο του Χασέκ. Περιγράφει τις περιπέτειες του καλoύ στρατιώτη Σβέικ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του Τσέχου βετεράνου Γιόζεφ Σβέικ, και τις περιπέτειές του στο στρατό. Η ιστορία αρχίζει με την είδηση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, που πυροδότησε τονΠρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σβέικ είναι τόσο ενθουσιώδης που θα υπηρετήσει τη χώρα του (ή μάλλον τη χώρα στην οποία ανήκει η πατρίδα του) στο στρατό, που κανένας δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι απλά ανόητος ή θέλει να υπονομεύσει τον στρατό της Αυστροουγγαρίας.
Η ιστορία περιγράφει γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου, δεδομένου ότι Σβέικ κατατάσσεται στο στρατό και έχει διάφορες περιπέτειες, πρώτα στα μετόπισθεν του μετώπου, και έπειτα κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης ανάβασης για να συναντήσει τη μονάδα του στη πρώτη γραμμή. Το ατελές μυθιστόρημα διακόπτεται απότομα προτού δοθεί στον Σβέικ η ευκαιρία να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε μάχη ή να μπει στα χαρακώματα.
https://el.wikipedia.org/
Meir Margalit as The Good Soldier Švejk, painting by Chaim Topol
Παρουσίαση

Το μυθιστόρημα "Ο καλός στρατιώτης Σβέικ" θεωρείται ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και από τα σημαντικότερα αντιπολεμικά έργα όλων των εποχών.
Καλοσυνάτος, πρόσχαρος και αφελής, ο Σβέικ γίνεται ο πιο πιστός Τσέχος στρατιώτης του αυστριακού στρατού. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου πολέμου, καλείται να υπερασπιστεί την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Οι σπαρταριστές περιπέτειες του πιο πιστού Τσέχου στο στράτευμα, καθώς και οι κωμικοτραγικές καταστάσεις όπου εμπλέκεται, μάταια, για να φτάσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, προκαλούν το γέλιο - ένα γέλιο που κρύβει τον αγώνα και τη λαχτάρα για την ελευθερία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο κύριος Σβέικ είναι ένας αφελής, καλοκάγαθος, ευγενέστατος, ελαφρώς απλοϊκός στο μυαλό άνδρας που ζει στην Πράγα την εποχή που ακόμη αποτελεί μέρος της Αυστροουγγαρίας. Είναι στα 1914, την παραμονή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου όταν ο Σβέικ μέσα από μια σειρά παράλογων, κωμικοτραγικών ή και εντελώς αναπάντεχων περιστατικών βρίσκεται στη δίνη καταστάσεων που απλώς τονώνουν περισσότερο το πατριωτικό του αίσθημα. Ο κύριος Σβέικ έχει κριθεί ακατάλληλος «λόγω ηλιθιότητας» να υπηρετήσει στον στρατό, ωστόσο αυτό δεν θα τον εμποδίσει από το αναδειχθεί σε γενναίο πολεμιστή, ήρωα για τη χώρα του, το βασίλειο της Βοημίας, και τους συμπατριώτες του. Με πείσμα και παρά τις μάταιες προσπάθειές του να καταταγεί στο στρατό, συνεχίζει με το ηθικό άκαμπτο. Ο αφελής πωλητής σκύλων θα κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, θα έρθει αντιμέτωπος με την πιο παράλογη γραφειοκρατία, θα αντικρούσει την υποκρισία των θεοσεβούμενων. Η απλοϊκή του σκέψη θα τον βοηθά να αντιλαμβάνεται διαυγέστερα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του και ως εκ τούτου να αποδεικνύεται διορατικός. Το μεγαλύτερο προτέρημα του Γιόζεφ Σβέικ είναι πως ακόμη και στην πιο παράλογη και αδιέξοδη κατάσταση βλέπει την θετική της πλευρά. Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ έγραψε ένα αντιπολεμικό ύμνο στην ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στην ηλιθιότητα. Οι άνθρωποι μη μπορώντας να υπερβούν την ανοησία συχνά την αναγάγουν σε κανόνα. Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται: Το σατιρικό μυθιστόρημα «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» δεν γράφτηκε για παιδιά, μπορεί ωστόσο να διαβαστεί από τα μεγάλα παιδιά του δημοτικού, περισσότερο της Στ' τάξης, και του Γυμνασίου. Μπορεί επίσης να διαβαστεί και από μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες. Για ποιο λόγο θα το αγαπήσουν τα παιδιά: Τα παιδιά θα απολαύσουν και θα εκτιμήσουν το σαρκαστικό χιούμορ του αφελούς Σβέικ, θα αναγνωρίσουν τα ιδανικά του και θα αντιληφθούν την ανατρεπτική οπτική του: στη φυλακή βλέπει τον νόμο και την πρόοδο, στην τρέλα του πολέμου την ευκαιρία να κάνει το σωστό και να δείξει πίστη και αφοσίωση. Για ποιο λόγο να το προτιμήσουν οι γονείς: Η υπερπληθώρα τίτλων που περιμένει στα ράφια των βιβλιοπωλείων δεν σημαίνει πάντοτε πως διευκολύνει τις επιλογές όσων αγοράζουν βιβλία για παιδιά. Η επιστροφή στα κλασσικά είναι μεν ασφαλής λύση αλλά δεν πρέπει να γίνεται με μόνο κριτήριο ότι το βιβλίο «έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές». Δέον είναι να επαναβεβαιώνεται η στόχευση του βιβλίου, σε ποιο κοινό απευθύνεται και αν αυτό είναι τα σημερινά παιδιά ή οι σημερινοί έφηβοι. Το αντιπολεμικό, σατιρικό έργο του Χάσεκ Ο καλός στρατιώτης Σβέικ εξακολουθεί να δίνει ένα χρήσιμο όσο και διασκεδαστικό μάθημα για το πού μπορεί να οδηγήσει ο ανθρώπινος παραλογισμός αλλά και για το ότι δεν είναι καθόλου μάταιο να τον πολεμάμε. (Ελένη Κορόβηλα, Bookpress.gr 24/2/2014)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

..Αργότερα στο ψυχιατρείο ο Σβεϊκ μιλούσε και έλεγε καλά λόγια για τον εαυτό του και για τους άλλους τρόφιμους.
- Λευτεριά. Κάνεις ότι σου καπνίσει χωρίς να δώσεις λογαριαμό σε κανένα. Κυλιέσαι, ουρλιάζεις, ξεγνυμνώνεσαι,παραμιλάς, δαγκώνεις, χτυπάς και τέτοια. Αν όλα αυτά κάποιος τα έκανε στο δρόμο θα΄ταν περίεργα και παράξενα και τρελά. Στο ψυχιατρείο θεωρούνται πολύ φυσικά. Ούτε..ούτε στα όνειρά τους οι σοσιαλιστές είδαν τέτοιου είδους λευτεριά. Μπορεί να έισαι ο Θεός, διάβολος, Παναγιά, Πάππας,Ναπολέοντας, Βασιλιάς, Αυτοκράτορας, Άγιος...Είναι γιομάτος ο παράδεισος από όλους αυτούς και απόλες τις ιδέες. Την πιο μεγάλη φασαρία κάει ένας φιλαράκος που λέει ότι είναι ο δεκάξι τόμος της Μγάλης Εγκυκλοπαίδειας. Έχει πλάκα ο άνθρωπος. Από τον καθένα ζητάει να βρει την λέξη "ραπτομηχανή". Αλήθεια το λέω ότι και αν κάνει κάποιος εδώ μέσα είναι καλώς καμωμένο....." http://giusurum.blogspot.gr/


ΚΡΙΤΙΚΗ 

Γιώργος Νοταράς - Ελευθεροτυπία 

Υπάρχουν βιβλία που όταν φτάσεις στην τελευταία τους σελίδα, σε πιάνει θλίψη. Το ίδιο ισχύει και για μερικές ταινίες.
Και στη μία περίπτωση και στην άλλη δε μιλάμε για κορυφαίες στιγμές. Θα έλεγα ότι ένα σπουδαίο κείμενο ή φιλμ, με το που τελειώνει, σου έχει δώσει μια τέτοια αίσθηση ολοκλήρωσης, οπότε μένεις μόνο στη χαρά. Ομως το συναίσθημα της μελαγχολίας που μπορεί να προκύψει, ύστερα από την ανάγνωση ενός απλού κατά κανόνα, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, μυθιστορήματος, κινείται λίγο στη σφαίρα της μαγείας. Ξαφνικά νιώθεις σαν να πέρασες από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο. Το συναίσθημα είναι ακριβώς ίδιο. Μάλιστα, ένα τέτοιο μυθιστόρημα μπορεί να μην έχει καμία σχέση με το καλοκαίρι, όπως ο «Σβέικ». Να πεις ότι μεταφερθήκαμε για ένα διάστημα σε μια παραδεισένια περιοχή, οπότε η επιστροφή στην πραγματικότητα μας κακοφαίνεται, τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει εδώ. Βεβαίως, κάθε ανάγνωση, ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου, θέματος, εποχής ή χαρακτήρων, μπορεί να σε ταξιδέψει - επαφίεται στην ικανότητα του συγγραφέα να το πετύχει, η λευκή σελίδα μπροστά του μπορεί να γίνει η αρχή για την υλοποίηση ενός ολόκληρου κόσμου ή μπορεί να ήταν προτιμότερο γι' αυτόν να μείνει λευκή. Ενδιαμέσως υπάρχουν πολλές κατηγορίες λιγότερο ή περισσότερο χρήσιμων κειμένων, όμως εδώ έχουμε ένα κυριολεκτικά ονειρικό κείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης φεύγει παντελώς και αρνείται να επιστρέψει... Κάτι που μπορεί να μην ήταν καν στις προθέσεις του συγγραφέα Γιάροσλαβ Χάσεκ. Αντιθέτως, κατά τα φαινόμενα, βασικός του σκοπός ήταν να καταγράψει μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, από την ώρα που ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και μετά, από την πλευρά της Αυστροουγγαρίας, όπως την έζησε ο Τσέχος Χάσεκ. Είχε σχεδιάσει να ολοκληρώσει το έργο σε έξι τόμους, όμως πέθανε το 1923, αφήνοντας πίσω του ένα μέτριο σε όγκο βιβλίο, μ' ένα φανερά πρόχειρο έως απότομο φινάλε. Θα μπορούσαμε τυπικά να ορίσουμε το έργο σαν μια σάτιρα, αλλά φοβάμαι πως ο όρος αυτός είναι πολύ λίγος για να καλύψει έναν ποταμό περιστατικών, που αφορά πάμπολλες πτυχές της ανθρώπινης κουζουλάδας. Κάθε απόπειρα σοβαρής, συγκροτημένης τοποθέτησης αυτού του κειμένου δεν θα οδηγούσε πουθενά. Αναλύσεις, κρίσεις, αναφορές και πληροφορίες περισσότερο θα έκρυβαν παρά θα αποκάλυπταν την αίσθηση που βγάζει ο Σβέικ, η οποία βρίσκεται, όπως λέμε μερικές φορές, στον αέρα, άπιαστη και αταξινόμητη. Είναι πιο εύκολο να γράψει κανείς για δέκα φιλοσόφους, παρά για τον Σβέικ... Υπάρχει όμως και κάτι άλλο 100% ουσιώδες. Είναι η συγκεκριμένη έκδοση. Μπορούσε κανείς να τη βρει σε διάφορους υπαίθριους πάγκους της δεκαετίας του '70, μια σειρά με τον τίτλο «Βιβλιοθήκη για όλους», χωρίς καμία άλλη επιπλέον πληροφορία, σχετικά με το πότε, πού και ποιος. Ως μεταφράστρια αναφέρεται η Μαντώ Αναστασιάδη κι εδώ είναι όλο το ζουμί. Πρόκειται σαφέστατα για απόδοση, για απόλυτη μεταφορά σε μια ελληνική λαϊκή γλώσσα, γραμμένη με εξαιρετικό κέφι, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση ακρίβειας και με μπόλικη φαντασία. Πρόκειται δηλαδή για έναν «ελληνικό» «Σβέικ, που μοιάζει ακόμη περισσότερο διασκεδαστικός, ακόμη περισσότερο φευγαλέος, πέρα για πέρα δικός μας - εξ ου και η θλίψη όταν τον αποχωριζόμαστε. Η μετάφραση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τελική αίσθηση. Δεν ξέρω αν εξακολουθεί να κυκλοφορεί σήμερα ή αν μόνο στα παλαιοπωλεία μπορεί να τη βρει, πια, κανείς.Οσοι δεν έχουν διαβάσει αυτήν την έκδοση, είναι επιτακτική ανάγκη να το κάνουν, αν ποτέ πέσει στα χέρια τους. Μπορεί κάποιος να βρει μια πιο ξεκάθαρη απάντηση στο μυστήριο της γοητείας τού «Σβέικ»... Τα ερωτήματα είναι: Ποιοι θα είχαν σήμερα την όρεξη ν' ασχοληθούν μαζί του; Πού θα μπορούσε να ενταχθεί μέσα στο φάσμα των σημερινών ανησυχιών; Οι περισσότεροι αναγνώστες σήμερα, παγκοσμίως, αναζητούν θέματα που κατά κάποιον τρόπο πρέπει να τους αγγίζουν προσωπικά. Συχνά τα ερωτήματα βγαίνουν στο τέλος ενός βιβλίου ή μιας ταινίας, από την πλευρά ενός μέρους του κοινού: «Και μένα τι με νοιάζει; Πόσο με αφορούν όλα αυτά τα πρόσωπα;». Κι ενώ συχνά οι απορίες αυτές είναι βάσιμες, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι και μια εύκολη λύση για τον αναγνώστη να «ξεφορτώσει» διάφορα πράγματα που μαζεύονται στον εγκέφαλό του. Ο μόνος τρόπος για να δώσω εγώ μιαν απάντηση ήταν να διαβάσω τον «Σβέικ» για τρίτη φορά και με μεγάλη χρονική διαφορά από την προηγούμενη. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές σε όσα ανέφερα πριν. Είμαι όμως ένας μέσα σε χιλιάδες. Αποτελούμε, άραγε, κάποιοι από μας, μέρος ενός συνόλου; Αποφεύγω να το ψάξω...
Γιώργος Νοταράς
 

Η ΤΑΙΝΙΑ 

Η διάσημη αντιπολεμική σάτιρα του Γιάροσλαβ Χάσεκ, στην καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά της. Το σήμα κατατεθέν της τσεχικής λογοτεχνίας, ένα πανέξυπνο ψυχογράφημα και παράλληλα ένα ξεκαρδιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα, σκηνοθετημένο με σπιρτάδα από τον κορυφαίο Τσεχοσλοβάκο σκηνοθέτη Κάρελ Στέκλι (υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα το 1957).
«Ο όρος "σάτιρα" είναι πολύ λίγος για να καλύψει έναν ποταμό περιστατικών, που αφορά πάμπολλες πτυχές της ανθρώπινης κουζουλάδας...»https://www.youtube.com/

Κωμωδία παραγωγής Τσεχοσλοβακίας 1957 σε επανέκδοση
Η διάσημη αντιπολεμική σάτιρα του Γιάροσλαβ Χάσεκ στην καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά της.
Το σήμα κατατεθέν της τσεχικής λογοτεχνίας, ένα πανέξυπνο ψυχογράφημα και παράλληλα ένα ξεκαρδιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα, σκηνοθετημένο με σπιρτάδα από τον κορυφαίο Τσεχοσλοβάκο σκηνοθέτη Κάρελ Στέκλι (υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα το 1957)
«Οι ξεκαρδιστικές (αλλά συμβολικές και διαχρονικές) περιπέτειες του αγαθού ήρωα του Χάσεκ, ο οποίος αγωνίζεται να επιβιώσει εγκλωβισμένος στα γρανάζια ενός τερατώδους γραφειοκρατικού και μιλιταριστικού οργανισμού, που υπάρχει για να εξυπηρετεί αποκλειστικώς τις ανάγκες της διεφθαρμένης μειοψηφίας των αριστοκρατών»
Ο «αντιήρωας» Σβέικ, μέσα από το ανατρεπτικό του χιούμορ και τις κωμικοτραγικές καταστάσεις όπου εμπλέκεται, αποδεικνύει τη ματαιότητα της ανθρώπινης φιλοδοξίας και τον παραλογισμό του πολέμου
«Εκτός του γέλιου που προσφέρει, κινεί τη σκέψη και τη συνείδηση του θεατή. Ο κωμικοτραγικός Σβέικ είναι ανιδιοτελής πατριώτης, ένας λαϊκός άνθρωπος, 
που με την άδολη "πανουργία" του αντιστέκεται στον παραλογισμό και την αγριότητα του πολέμου»
Θύμιος Καρακατσάνης 
«Ο όρος “σάτιρα” είναι πολύ λίγος για να καλύψει έναν ποταμό περιστατικών, που αφορά πάμπολλες πτυχές της ανθρώπινης κουζουλάδας...»
Ως βιβλίο, θεωρείται από τα διαχρονικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε πάνω από 60 γλώσσες. Ως θεατρική παράσταση, δεν πρέπει να υπάρχει χώρα στον κόσμο όπου να μην έχει ανέβει στη σκηνή δεκάδες φορές. Ως ταινία, δε, μόνο ένας συμπατριώτης του Γιάροσλαβ Χάσεκ, του εμπνευσμένου συγγραφέα του βιβλίου, θα μπορούσε να το αποδώσει τόσο πιστά, στην πιο πετυχημένη αναμφίβολα κινηματογραφική μεταφορά του, ατελούς μεν, αριστουργηματικού δε σατιρικού αφηγήματος του μεγάλου αντικομφορμιστή Τσέχου συγγραφέα.
Ο «Καλός Στρατιώτης Σβέικ» (που ο πρωτότυπος τίτλος του ήταν «Η τύχη του Καλού Στρατιώτη Σβέικ κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου») θεωρείται πλέον σήμα κατατεθέν της τσεχικής λογοτεχνίας, έχοντας ξεπεράσει σε αναγνωρισιμότητα, αναγνωσιμότητα και παγκόσμια προβολή ακόμα κι αυτά τα διάσημα έργα του Φραντς Κάφκα. 
Πρόκειται για ένα πανέξυπνο ψυχογράφημα και παράλληλα ένα ξεκαρδιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα, σκηνοθετημένο με σπιρτάδα από τον κορυφαίο Τσεχοσλοβάκο σκηνοθέτη Κάρελ Στέκλι. Μια διαχρονικά απαράμιλλη αντιμιλιταριστική σάτιρα, την οποία πολλοί στην πορεία των χρόνων προσπάθησαν να μιμηθούν αλλά δεν τα κατάφεραν.http://www.ishow.gr/



Δημοφιλείς αναρτήσεις