Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Κρητικά κόλλυβα

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
cretangastronomy.gr
Τα κόλλυβα είναι μέρος της θρησκευτικής τελετουργίας της εκκλησίας μας…
 

 Τα κόλλυβα είναι μέρος της θρησκευτικής τελετουργίας της εκκλησίας μας και παρασκευάζονται στα μνημόσυνα των νεκρών μας αλλά και τα Ψυχοσάββατα.Ψυχοσάββατα  είναι τα Σάββατα πριν τις Κυριακές της Αποκριάς (και της Κρεατινής και της Τυρινής) , της Α΄ των Νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής και πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Μάλιστα για το τελευταίο, λέγανε ότι όποιος δεν έχει στάρι, να ζητιανέψει ή να πάει σ’ αλώνι να μαζέψει έστω δυο σπυριά και να φτιάξει κόλλυβα, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να μνημονέψει τους νεκρούς του. Εμείς εδώ τα φτιάχνουμε τις Παρασκευές πριν από τα Ψυχοσάββατα, τις Παρασκευές «των ψυχών» ή τω ψυχώ (στην κρητική γλώσσα). Αυτές οι Παρασκευές είναι μέρες νηστείας. Ακόμη και το λάδι νηστεύεται ιδίως από όσους έχουν πρόσφατο πένθος.
Έτσι αυτές τις Παρασκευές των ψυχών, στις εκκλησιές μας γίνεται «παρέλαση» από μικρά δισκάκια, πιατέλες και μπολ με κόλλυβα, συνήθως φτιαγμένα στα σπίτια. Και χαρτάκια με ονόματα αγαπημένων νεκρών. Πολλούς τους θυμόμαστε μόνο εκείνη την ημέρα τώρα που το σκέφτομαι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου κάποια φορά να γράφει στο χαρτάκι της ένα άγνωστο για μένα όνομα. Κι όταν τη ρώτησα ποια είναι αυτή, μου είπε για μια αδελφή που είχε χάσει πολύ μικρή σε χρόνια δύσκολα που ο κόσμος πέθαινε από αρρώστιες που σήμερα θεωρούνται πιο απλές από γρίππη. Καλά καλά ούτε αυτή δεν τη θυμόταν αλλά τη μνημόνευε τις μέρες αυτές!
Είναι καμάρι για μια νοικοκυρά να ζητούν από τα δικά της κόλλυβα. Η μάνα μου το θεωρεί μεγάλη της τιμής που δεν προλαβαίνει καλά καλά να βγει από την εκκλησία και έχει αδειάσει το δισκάκι της. Πολλοί μάλιστα την περιμένουν απ’ έξω επί τούτου…
 
Οι συμβολισμοί των κολλύβων είναι πολλοί. Ο κυριότερος μάλλον είναι αυτός που αναφέρεται στην Α΄ επιστολή προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου (κεφ.14) όπου αναφέρεται ότι όπως ο σπόρος που θάβεται στη γη, αποσυντίθεται αλλά εν τέλει φυτρώνει και ανανεώνεται έτσι και ο νεκρός θα αναστηθεί:
 
37 καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· […] 42 οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ·
Η χριστιανική παράδοση λέει ότι καθιερώθηκαν επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Ο Ιουλιανός είχε απαγορεύσει την νηστεία και απέσυρε από την αγορά τα νηστίσιμα τρόφιμα. Τότε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίστηκε σε όνειρο του Πατριάρχη Ευδόξιου και του είπε να συμβουλέψει τους χριστιανούς να τραφούν με στάρι και μέλι για να μη πεινάσουν. Αυτά περιγράφονται πολύ γλαφυρά από τον κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στο κείμενο «Άγια και Πεθαμένα» που θα βρείτε εδώ
Παρ’ όλα αυτά τα κόλλυβα αναφέρονται και σαν εξέλιξη της αρχαιοελληνικής πανσπερμίας, ενός χυλού που παρασκευαζόταν από πολλά όσπρια και δημητριακά προσφερόταν στα Ανθεστήρια που ήταν γιορτή αφιερωμένη και στους νεκρούς. Όμως,το παρασκεύασμα αυτό δεν το κατανάλωναν γιατί προοριζόταν για τους νεκρούς. Εικάζεται ότι η ονομασία «σπερνά» συνδέεται με την προέλευση των κολλύβων από την πανσπερμία.  Ακόμη κι αν τα κόλλυβα σήμερα παρασκευάζονται αποκλειστικά από στάρι, είναι τελικά θαυμαστός ο τρόπος που πολλές τελετές και έθιμα της αρχαιότητας ενσωματώθηκαν στον χριστιανικό τρόπο ζωής! Ακόμη είναι θαυμαστό και στις δύο περιπτώσεις, το γεγονός πως σε περιόδους γιορτής και χαράς δεν ξεχνιούνται οι νεκροί και μνημονεύονται.
 

 Στην Κρήτη ακόμη και η παρασκευή των κολλύβων έχει το τελετουργικό της. Η μάνα μου όταν τα σουρώνει βάζει λιβάνι και τα θυμιατίζει. Από ότι γνωρίζω σε πολλές περιοχές της Κρήτης ( Ρέθυμνο , Μεσσαρά κ.ά.) πρέπει το στάρι που θα χρησιμοποιηθεί για κόλλυβα να έχει διαβαστεί από παπά.
 
Εκτός από τα κόλλυβα, σε πολλά χωριά μοιράζουν το κολλυβόζουμο . Φτιάχνεται από το χυλό που μένει από το βρασμένο στάρι. Σε πολλά μέρη μάλιστα, αυτόν το χυλό τον δένουν με κορν φλάουρ (παλιότερα με αλεύρι) και φτιάχνουν μια πεντανόστιμη κρέμα.
Είναι απαραίτητο να περιέχουν κόκκινο και πράσινο χρώμα .Γι αυτό βάζουμε πάντα ρό(γ)δι και μαϊντανό ή δυόσμο. Ο νεκρός λέει «βλέπει» μόνο το κόκκινο και το πράσινο μου έλεγε κάποτε μια γειτόνισσα. Μάλιστα επειδή δεν είχε ρόδι , έκοψε δυο τρία φυλλαράκια από κατακόκκινο γαρύφαλλο και τα έβαλε στο στάρι.
Φρόντιζαν λοιπόν να έχουν σχεδόν όλο το χρόνο ρό(γ)δια. Τα έδεναν και τα κρεμούσαν σε σκοτεινό και δροσερό μέρος και παρόλο που ξεραινόταν το φλούδι τους, μέσα τα σπόρια διατηρούνταν αρκετά καλά.
Τώρα υπάρχουν εισαγόμενα όλες τις εποχές. Επίσης απαραίτητη θεωρείται και η σταφίδα. Εκείνο όμως που κάνει τα κρητικά κόλλυβα να διαφέρουν από εκείνα της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι το ρεβίθι. Ρεβίθι το λέμε και έτσι το ζητάμε, αλλά δεν πρόκειται για το ρεβίθι που μαγειρεύουμε.
Πρόκειται για ένα «αλεύρι» που προκύπτει από αλεσμένο κίτρινο στραγάλι (αυτό που λέμε αφράτο αλλά ανάλατο) και χρησιμοποιείται αντί του καβουρντισμένου αλευριού ή της φρυγανιάς που χρησιμοποιούν αλλού. Είναι σαφώς πιο εύγευστο και δένει περισσότερο με τα υπόλοιπα μυρωδικά των κολλύβων.
Οι ποσότητες που δίνω παρακάτω αφορούν μισό κιλό στάρι. Η μητέρα μου έφτιαξε ένα μεγάλο και βαθύ μπολ για την εκκλησία και περίσσεψαν αρκετά για τις γειτόνισσες που δεν εκκλησιάστηκαν. Δηλαδή θα γέμιζαν άλλο ένα όμοιο αυτά που έμειναν.
Υλικά:
½ κιλό στάρι
1 κοφτή κουταλιά σούπας αλάτι
½ κιλό σουσάμι αναποφλοίωτο
800 γραμμάρια ζάχαρη άχνη (ή λιγότερη αν δεν τα θέλετε πολύ γλυκά)
5-6 κουταλιές κοινή ζάχαρη
800 γραμμάρια ρεβίθι
1 -1,5 κούπα αμύγδαλα
1-1,5 κούπα καρύδια
1 κούπα σταφίδες
½ κούπα σπόρους ροδιού
1 κοφτή κουταλιά κανέλα σκόνη
1 κοφτό κουταλάκι γαρύφαλλο σκόνη
1 κουταλιά πολύ ψιλοκομμένο δυόσμο (ή μαϊντανό)
Επί το έργον:
Βάζουμε το στάρι στο νερό αποβραδίς. Το απόγευμα της επόμενης μέρας το ξεπλένουμε και το βάζουμε να βράσει με αρκετό νερό και για αρκετή ώρα. Μέχρι να αρχίσουν τα σποράκια να σκάνε ελαφρά. Τότε σβήνουμε το μάτι , το αλατίζουμε και το αφήνουμε σκεπασμένο με μια πετσέτα μέσα στην κατσαρόλα μαζί με το νερό μέχρι το επόμενο πρωί. Το βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και το ξεπλένουμε με άφθονο νερό να φύγουν όλες οι κολλώδεις ουσίες. Κρατάμε το ζουμί που βράσανε και αφήνουμε και κάμποσα σποράκια μέσα αν θέλουμε να φτιάξουμε κολλυβόζουμο.
 Απλώνουμε το στάρι σε καθαρά απορροφητικά υφάσματα και το σκεπάζουμε να στεγνώσει εντελώς αρκετές ώρες, μέχρι την ώρα που θα ετοιμάσουμε τα κόλλυβα. Ανάμεσα στα σποράκια σκορπάμε πλυμένα και στεγνωμένα λεμονόφυλλα .
Παράλληλα ετοιμάζουμε τα υπόλοιπα υλικά. Ασπρίζουμε , κόβουμε στα τέσσερα και καβουρντίζουμε ελαφρά τα αμύγδαλα, και ψιλοκόβουμε τα καρύδια. Καβουρντίζουμε και το σουσάμι και το αλέθουμε στο multi.Παλιότερα το κοπάνιζαν σε χαβάνια.
Όταν έλθει η ώρα για να τα στρώσουμε στο δίσκο, μεταφέρουμε σε μια λεκάνη το στάρι και προσθέτουμε τα ρόδια, το δυόσμο, το μισό σουσάμι, τους ξηρούς καρπούς(εκτός από δυο τρεις κουταλιές) τα κανελογαρύφαλλα , τις σταφίδες και αρκετό ρεβίθι (λίγο λιγότερο από το μισό) κοσκινίζοντάς το.
ΔΕΝ βάζουμε ζάχαρη τώρα..Τα ανακατεύουμε να αναμειχθούν τα υλικά και τα αρωματικά.Πρέπει να δείχνουν σαν αλευρωμένα.
 Γεμίζουμε το σκεύος που θέλουμε. Πρόσεξα ότι η μάνα μου βάζοντάς το στάρι με τις χούφτες της στο μπολ, σχημάτισε ένα σταυρό και μετά το γέμισε. Αν πρόκειται για δισκάκι ή πιατέλα τα βάζουμε σαν βουναλάκι.
Από πάνω τώρα ρίχνουμε το υπόλοιπο σουσάμι, τους υπόλοιπους ξηρούς καρπούς και το υπόλοιπο ρεβίθι, κοσκινίζοντας το απαλά. Μόλις καλυφθούν με ρεβίθι, σκεπάζουμε με χαρτί ψησίματος ή με μια χαρτοπετσέτα και πιέζουμε να στρωθεί και να χαμηλώσει. Ξανακοσκινίζουμε ως ότου πάρει όλο σχεδόν το ρεβίθι. Πάνω από το ρεβίθι βάζουμε με ένα κουτάλι την κρυσταλλική ζάχαρη και μετά αρχίζουμε την ίδια διαδικασία με την αχνοζάχαρη. Κοσκινίζουμε , πιέζουμε πάνω από χαρτοπετσέτα ή λαδόκολλα και ξανακοσκινίζουμε. Σε μας αρέσει η τελική στρώση να μην έχει πιεστεί αλλά να είναι η επιφάνεια αχνισμένη. Άλλοι προτιμούν την λεία επιφάνεια της πιεσμένης αχνοζάχαρης.
Στολίζουμε με κουφέτα, χρυσοκούφετα, αμύγδαλα και σπόρους ρογδιού. Οι πιατέλες τα Ψυχοσάββατα είναι απλές. Δεν χρειάζονται παρά ένα σταυρό. Στα μνημόσυνα γίνονται πραγματικά κεντήματα με απαραίτητο πάντα το σταυρό και τα αρχικά του ονόματος του νεκρού που μνημονεύεται. Όταν χρειάστηκε να στολίσω κάποτε δίσκο μνημοσύνου, χάραζα με μια οδοντογλυφίδα στην άχνη το σχέδιο που ήθελα και με χρυσοκούφετα το σχημάτιζα τελικά.

Κολλυβόζουμο:
Βάζουμε σε μπολάκια κρέμας λίγο από το χυλό που έμεινε από το βρασμένο στάρι και προσθέτουμε απ’ όλα τα υλικά που χρησιμοποιήσαμε για τα κόλλυβα, εκτός από ρεβίθι και ζάχαρη. Το γλυκαίνουμε με μέλι. Οι ποσότητες που θα βάλουμε είναι …κατά βούληση. Τρώγεται χλιαρό αλλά και κρύο.
Εναλλακτικά, ξαναβράζουμε το χυλό , προσθέτουμε μέλι και λίγα από όλα τα υλικά των κολλύβων εκτός από ρεβίθι. Διαλύουμε σε λίγο νερό ανάλογο κορν φλάουρ και δένουμε το χυλό μας. Έχει την υφή μουσταλευριάς  , είναι σαν νηστίσιμο ρυζόγαλο με στάρι, και είναι πολύ νόστιμο.
Παρατηρήσεις:
1)Δεν είχα την πρόθεση να είναι τόσο μεγάλο το post όταν ξεκίνησα να το γράφω. Παρόλο που περιέκοψα αρκετά το αρχικό μου κείμενο , είναι μεγάλο και αυτό που έμεινε. Εν τέλει όμως δεν ήθελα να παραλείψω τίποτε άλλο.
2)Το σχόλιο που έκανα στην ανάρτηση της Κικής για τα κόλλυβα, ήταν η αφορμή για να πάρω πολλά emails που μου ζητούσαν τη συνταγή για τα κρητικά κόλλυβα, για να τα φτιάξουν κάποιο από τα Ψυχοσάββατα που ακολουθούν. Δεν γινόταν να δημοσιεύσω νωρίτερα το post γιατί θα έπρεπε να έχω φωτογραφίες που τραβήχτηκαν βέβαια τις 2 τελευταίες μέρες.
3)Τα κόλλυβα έχουν αποτελέσει πολλές φορές αιτία τροφικής δηλητηρίασης και μάλιστα μαζικής. Αυτή οφείλεται στο βάκιλο των δημητριακών. Η ζέστη αλλά και ζάχαρη ευνοούν την ανάπτυξή του, γι αυτό τα κόλλυβα πρέπει να καταναλώνονται λίγο μετά την παρασκευή τους. Επίσης η ζάχαρη δεν πρέπει να έλθει σε επαφή με το στάρι μέχρι την ώρα της κατανάλωσης. Έτσι το ρεβίθι παίζει και το ρόλο του «μονωτικού» ανάμεσα στο στάρι και τη ζάχαρη. Εννοείται ότι τα σκεύη που θα χρησιμοποιηθούν καθώς και τα υφάσματα που απλώνουμε το βρασμένο στάρι πρέπει να είναι σχολαστικά καθαρά.
4) Στοιχεία για το post πήρα από τα παρακάτω sites αλλά και από προσωπικές μνήμες και αφηγήσεις ηλικιωμένων γνωστών μου:
http://www.meganisitimes.gr/
http://www.worldlingo.com/
http://arxontariki.forumup.gr/
http://www.sarantakos.com/
Η  παρασκευή των κολλύβων έγινε από τη μάνα μου, που μου έδωσε βέβαια και τη συνταγή, με την παραγγελία όταν χρειαστεί να τα φτιάξω γι αυτήν και να μη τα παραγγέλνω σε επαγγελματίες. Εύχομαι αυτό να αργήσει πολύ πολύ πολύ….
 

Κ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

 Ιωάννα Τσάτσου

«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός»,  γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.

  Μενέλαος Λουντέμης "Ο εξάγγελος"
 
( Του Δημήτρη Δαμασκηνού* "Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας...Λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη)
(Το απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη 'Ο Εξάγγελος', που μιλά ο συγγραφέας για τον Αγγελο Σικελιανό. Περιγράφει πώς έζησαν εκείνη τη μέρα οι ίδιοι.Στον πρώτο διάλογο, μιλά ο Σικελιανός με το Λουντέμη - η Αννούλα, είναι η γυναίκα του Σικελιανού, και η Ναυσικά η κόρη του Παλαμά).

Ηχήστε οι σάλπιγγες..!

-Πεθαίνει ο Παλαμάς. Ναι... μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα. Εστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ’κανα; (…)

Ηθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που... νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του.
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Ετσι -εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο- για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ενας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. (…)

Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να τ ε λ ε ί ω σ ε; Αλλά... τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Οχι. Σταματούν.

Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί. (...)

Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί-πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του "Αετού". Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. (...)

Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά:
- Κύριοι!!.. είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!... Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πει "μυστικά").
Αφρισα.
- Ποια οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ό ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει.
Ηταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα.
- Ξεκινάτε από 'αλλότριους' σκοπούς... είπε με σφιγμένα τα δόντια. Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο.
- Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!... Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση.
Ετσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ’μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης;
Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια... Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.
Είναι αδύνατο -και τώρα- να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή
-σα χρησμός- ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την "κόψη του σπαθιού την τρομερή", έσκισε την πένθιμη σιωπή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους.
Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην Πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί...
Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν... Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε -από απόσταση ενός αιώνα- σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Ε λ λ η ν α ς Ποιητής:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βιά μετράει τη γη...
Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. 
Τον Υμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - ΠΑΛΑΜΑΣ

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

 
Στην κηδεία του Παλαμά επίσης ο Σωτήρης Σκίπης απήγγειλε το παρακάτω ποίημά του

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ «ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ»

Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.

σε Μουσεία και Αρχαιολογικούς χώρους την Κυριακή...

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Μπέντριχ Σμέτανα

Μπέντριχ Σμέτανα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πήδηση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Μπέντριχ Σμέτανα
Smetana.jpg
Γέννηση 2  Μαρτίου 1824[1][2][3][4][5][6]
Litomyšl[7][8]
Θάνατος 12  Μαΐου 1884[2][9][3][4][5][6]
Πράγα[10][8]
Αιτία θανάτου Σύφιλη
Υπηκοότητα Αυστριακή Αυτοκρατορία και Αυστροουγγαρία
Σπουδές Akademické gymnázium Štěpánská
Ιδιότητα συνθέτης, μαέστρος, δάσκαλος, παιδαγωγός, πιανίστας και μουσικός παιδαγωγός
Όργανα πιάνο και Βιολί
Είδος τέχνης κλασική μουσική, όπερα και Συμφωνικό ποίημα
Καλλιτεχνικά ρεύματα Ρομαντική μουσική
Σημαντικά έργα The Brandenburgers in Bohemia, The Bartered Bride, Dalibor, Libuše, The Two Widows, The Kiss, The Secret, The Devil's Wall, Viola και Má vlast
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τον καλλιτέχνη
Ο Μπέντριχ Σμέτανα (τσέχικα: Bedřich Smetana, Λιτόμισλ 2 Μαρτίου 1824 - Πράγα 12 Μαΐου 1884) ήταν Τσέχος μουσικοσυνθέτης του Ρομαντισμού.

Έργο

Είναι γνωστός για το συμφωνικό ποίημά του Vltava (Μολδάβας), το δεύτερο από τα 6 της συλλογής Má vlast ("Η χώρα μου"), και για την όπερά του Η ανταλλαγμένη νύφη. Έγραψε 8 όπερες, 6 συμφωνικά ποιήματα με τον γενικό τίτλο Η Πατρίδα μου, ένα τρίο με πιάνο, 2 κουαρτέτα για έγχορδα, πολλά έργα για πιάνο (πόλκες και τσέχικοι χοροί), χορικά και μελωδίες.
Κατάλογος σημαντικών έργων όπερας
  • Braniboři v Čechách ("Οι Βρανδεβούργιοι στη Βοημία")
  • Prodaná nevěsta ("Η πουλημένη μνηστή")
  • Dalibor ("Νταλιμπόρ")
  • Libuše ("Λιμπούσα")
  • Dvě vdovy ("Οι δύο χήρες")
  • Hubička ("Το φιλί")
  • Tajemství ("Το μυστικό")
  • Čertova stěna ("Ο τοίχος του διαβόλου")

Βιογραφία

Ο Σμέτανα ήταν γιος ζυθοποιού. Μελέτησε το πιάνο και το βιολί από νεαρή ηλικία, και έπαιξε σε ένα ερασιτεχνικό κουαρτέτο με άλλα μέλη της οικογένειάς του. Υπήρξε μαθητής σε γυμνάσιο του Πίλζεν το 1840-1843. Σπούδασε μουσική στην Πράγα, παρά την αρχική αντίδραση του πατέρα του. Εξασφάλισε μια θέση ως κύριος μουσικός σε μια ευγενή οικογένεια, και το 1848 έλαβε χρήματα από τον Φραντς Λιστ για να συνεχισει τις σπουδες του.
Το 1856, ο Σμέτανα κινήθηκε προς το Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, όπου δίδαξε και διεύθυνε. Το 1863, γύρισε πίσω στην Πράγα, άνοιξε ένα νέο σχολείο μουσικής και αφιερώθηκε στην προώθηση της τσεχικής μουσικής. Από το 1875 έζησε στο μικρό χωριό Jabkenice. Το 1883 ο Σμέτανα, λόγω στα περαιτέρω προοδευτικά νευρολογικά αποτελέσματα της ασθένειάς του, έγινε παράφρων, και λήφθηκε σε ένα διανοητικό νοσοκομείο στην Πράγα, όπου πέθανε το επόμενο έτος.
Ο Σμέτανα ήταν ο πρώτος συνθέτης που εγράψε μουσική σε συγκεκριμένα τσέχικα θέματα και χαρακτήρα. Πολλές από τις όπερές του είναι βασισμένες σε τσεχικούς μύθους, με πιο γνωστή την κωμωδία της ανταλλαγμένης νύφης (1866). Χρησιμοποίησε πολλούς τσεχικούς ρυθμούς χορού και οι μελωδίες του μερικές φορές μοιάζουν με τα λαϊκά τραγούδια της Τσεχίας. Άσκησε μεγάλη επιρροή στον Αντονίν Ντβόρζακ, ο οποίος χρησιμοποίησε επισης τσεχικά θέματα στα έργα του.
Κάθε χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του, ξεκινάει το Διεθνές μουσικό φεστιβάλ της Πράγας.

Δημοφιλείς αναρτήσεις