homouniversalisgr.blogspot.com
“Πρέπει”. Ο πιο άδειος λόγος μέσ’ στην απέραντη κενολογία της…
“Πρέπει”. Ο πιο άδειος λόγος μέσ’ στην απέραντη κενολογία της ανθρώπινης γλώσσας.
Ο Μ[ΙΤΙΑ] ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
(λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα,
ένα από τα πέντε παιδιά του Γεώργιου Ροδόπουλου και της Ανθής το γένος
Μουλούλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της
Πάτρας, ήταν δικηγόρος και πολιτικός και διετέλεσε διευθυντής της
Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Λόγω των συνεχών
μεταθέσεών του, η οικογένεια έζησε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της
Ελλάδας. Ο Καραγάτσης πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στη Λάρισα
ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του το 1924 στη Θεσσαλονίκη και τον
ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της
Γκρενόμπλ. Το 1925 επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του
στα τμήματα Νομικής (αποφοίτησε το 1930) και Πολιτικών και Οικονομικών
Επιστημών (αποφοίτησε το 1931) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1931 ως
το 1939 (χρονιά θανάτου του πατέρα του) εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος
ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας. Παράλληλα εργάστηκε ως δημοσιογράφος
στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (Βραδυνή, Πρωία, Νέα Εστία κ.α.) και
ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Το 1946 πέθανε η μητέρα του, στη μνήμη της
οποίας αφιέρωσε το μυθιστόρημα Ο μεγάλος ύπνος.
Από το 1952 εργάστηκε στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής και συμμετείχε στις εκλογές του 1956 και 1958 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 52 χρόνων · έπασχε από την καρδιά του από το 1958. Ο Μ.Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927 με τη συμμετοχή και βράβευσή του (με τον Α΄ Έπαινο) στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Η μετέπειτα πορεία του τον ανέδειξε ως έναν από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία (μυθιστόρημα - διήγημα - νουβέλα), το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία. Από το πεζογραφικό του έργο σημειώνουμε ενδεικτικά τα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Το μπουρίνι, Σέργιος και Βάκχος, Ο Κίτρινος φάκελλος.
Το έργο του
τοποθετείται συμβατικά στα πλαίσια του ρεαλισμού, με έντονη ωστόσο την
παρουσία ιδεαλιστικών και λυρικών εξάρσεων. Κυρίαρχη είναι επίσης η
ψυχολογική εμπλοκή του συγγραφέα στον κόσμο των ηρώων του και στις
ακραίες καταστάσεις που βιώνουν, στα πλαίσια μιας προσπάθειας
αναθεώρησης και σκόπιμης επανερμηνείας της ιστορίας με λογοτεχνικά μέσα
με στόχο τον προσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και την κριτική
της σύγχρονής του κοινωνικής πραγματικότητας.
Από το 1952 εργάστηκε στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής και συμμετείχε στις εκλογές του 1956 και 1958 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 52 χρόνων · έπασχε από την καρδιά του από το 1958. Ο Μ.Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927 με τη συμμετοχή και βράβευσή του (με τον Α΄ Έπαινο) στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Η μετέπειτα πορεία του τον ανέδειξε ως έναν από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία (μυθιστόρημα - διήγημα - νουβέλα), το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία. Από το πεζογραφικό του έργο σημειώνουμε ενδεικτικά τα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Το μπουρίνι, Σέργιος και Βάκχος, Ο Κίτρινος φάκελλος.
ΑΠΟ http://www.ethnos.gr/ |
Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι
στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε
τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει
καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της
εκκλησίας του χωριού. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από
το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον
αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για
τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ. Το
γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση
σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των
ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον
Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα
Ντυμένος συνταγματάρχης Λιάπκιν στο δικό του μπαλκόνι, στο σπίτι τους στην πλ. Αμερικής ΑΠΟ http://www.enet.gr/
|
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Μυθιστορήματα
• Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
• Χίμαιρα. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936 (και αναθεωρημένη έκδοση με τίτλο Η μεγάλη Χίμαιρα, Αθήνα, Μαυρίδης, 1953).
• Τα στερνά του Γιούγκερμαν. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Λειτουργία σε λα ύφεσις· Ξυλογραφίες Λουκίας Μαγγιώρου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Νυχτερινή ιστορία. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου. Αθήνα, Αετός, 1944.
• Ο μεγάλος ύπνος. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Ο κόσμος που πεθαίνει· Αίμα χαμένο και κερδισμένο· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ίκαρος, 1947.
• Βασίλης Λάσκος. Αθήνα, Αετός, 1948.
• Τα στερνά του Μίχαλου. Αθήνα, Αετός, 1949.
• Άμρια Μούγκου (Στο χέρι του Θεού). Αθήνα, Ίκαρος, 1954.
• Ο θάνατος κι ο Θόδωρος· Τραγωδία μεν αλλά με πολλά κωμικά στοιχεία
γραμμένη από τον Μ.Καραγάτση κατά τον τρόπο όχι του θεατρικού έργου αλλά
του κινηματογραφικού σεναρίου. Αθήνα, Έχιδνα, 1954.
• Ο κίτρινος φάκελλος. Αθήνα, Εστία, 1956.
• Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
• Το 10. Αθήνα, Εστία, 1964.
• Ο μικρός Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Εστία, 1973.
• Στρατής Μυριβήλης – Μ.Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ηλίας Βενέζης, Το μυθιστόρημα των τεσσάρων. Αθήνα, Εστία, 1979.
ΙΙ.Διηγήματα - Νουβέλες
• Το συναξάρι των αμαρτωλών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
• Η λιτανεία των ασεβών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1940.
• Το χαμένο νησί· Φανταστική νουβέλα· Ξυλογραφίες Γ.Βελισσαρίδη. Αθήνα, Αετός, 1943.
• Το μπουρίνι· Ξυλόγραφίες Λουίζας Μοντεσάντου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ο τρελός με τα κουδούνια. Αθήνα, Γλάρος, 1944.
• Πυρετός. Αθήνα, Δημητράκος, 1945.
• Το νερό της βροχής. Αθήνα, Αετός, 1950.
• Η μεγάλη λιτανεία. Αθήνα, Εστία, 1955.
ΙΙΙ. Ιστορία
• Η Ιστορία των Ελλήνων Α΄· Ο αρχαίος κόσμος. Αθήνα, Αετός, 1952.
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Από Ανατολή σε Δύση· (ταξιδιωτικά κείμενα). Αθήνα, Καστανιώτης, 1991
• Περιπλάνηση στον κόσμο. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις (επιμ. Άντειας Φραντζή). Αθήνα, Εστία, 2003.
V. Διασκευές
• Ο πόλεμος της Τροίας και οι περιπέτειες του Οδυσσέα. Αθήνα, Εστία, 2004.
VI. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Το μεγάλο συναξάρι. Αθήνα, Αετός, 1952.
• Νεανικά κείμενα · επιμέλεια Στρατή Πασχάλη. Αθήνα, Εστία, 1985.
• Νεανικά διηγήματα· Εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993.
• Κριτική Θεάτρου 1946-1960. Αθήνα, Εστία, 1999.
ΒΙΒΛΙΑ
Η μεγάλη χίμαιρα
"Η μεγάλη χίμαιρα" είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας
καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η
ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται
και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της
Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς
της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της,
κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους.
Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική
φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του
θανάτου.
- Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ! Ο καπετάνιος σαστίζει.
- Παρντόν, μαμζέλ. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μιλώ γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά...
- Πώς! Ελληνικά δεν ξέρετε;
- Διάβολε! Είμαι Έλληνας.
- Η φράση που σας είπα είναι ελληνική. Αρχαία ελληνική.
- Δεν αποκλείεται. Αλλά...
- Τι εννοείτε; Σας βεβαιώνω ότι γνωρίζω πολύ καλά τη γλώσσα των προγόνων σας.
- Εγώ ομολογώ πως δεν είμαι τόσο δυνατός στη γλώσσα των προγόνων μου. Έχετε την καλοσύνη να ξαναπείτε τη φράση;
- Ευχαρίστως. Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ!
Ο καπετάνιος αναστενάζει, πολύ στενοχωρημένος. Βγάζει από την τσέπη του ένα
σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- Παρακαλώ, δεν την γράφετε εδώ; Άμα την δω γραμμένη, ίσως την καταλάβω...
Με χέρι νευρικό, γράφει τη φράση. Ο καπετάνιος τη διαβάζει, και ξεσπάει σε γέλιο ομηρικό.
- Ναύκληρε καλέ καγαθέ, χαίρε! Έτσι προφέρεται, κι όχι όπως το είπατε.
- Μιλώ με την ερασμιακή προφορά. Η δική σας, καθώς βλέπω, είναι εντελώς αλλιώτικη.
- Είναι η σωστή. Μου την εξήγησε ο μικρός αδερφός μου, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση. Το αποδείχνει, λέει, η μετρική, η προσωδία... Απόμειναν σιωπηλοί. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν. Κι η Μαρίνα είπε:
- Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, μα δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω Έλληνες. Είδα, λοιπόν, το πλοίο σας, το «Ιμαϊρά»...
- Πώς είπατε; Ιμαϊρά;
- Βεβαίως. Έτσι δε λέγεται το πλοίο σας;
- Όχι, δεσποινίς. Λέγεται Χίμαιρα. Χίμαιρα.http://bikiropoulos.blogspot.gr/
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Τον κοιτάει. Είναι νέος - πολύ νέος για καπετάνιος - ως τριάντα χρόνων. Όμορφος άντρας, με κορμί αρμονικό και πρόσωπο αδρό μα γλυκό,
όπου γυαλίζουν δυο μάτια χρυσαφιά, χαμογελαστά και εξυπνότατα. «Ένας
Έλληνας. Έτσι πάντα φανταζόμουν τους Έλληνες. Πρέπει να του μιλήσω
ελληνικά».- Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ! Ο καπετάνιος σαστίζει.
- Παρντόν, μαμζέλ. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μιλώ γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά...
- Πώς! Ελληνικά δεν ξέρετε;
- Διάβολε! Είμαι Έλληνας.
- Η φράση που σας είπα είναι ελληνική. Αρχαία ελληνική.
- Δεν αποκλείεται. Αλλά...
- Τι εννοείτε; Σας βεβαιώνω ότι γνωρίζω πολύ καλά τη γλώσσα των προγόνων σας.
- Εγώ ομολογώ πως δεν είμαι τόσο δυνατός στη γλώσσα των προγόνων μου. Έχετε την καλοσύνη να ξαναπείτε τη φράση;
- Ευχαρίστως. Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ!
Ο καπετάνιος αναστενάζει, πολύ στενοχωρημένος. Βγάζει από την τσέπη του ένα
σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- Παρακαλώ, δεν την γράφετε εδώ; Άμα την δω γραμμένη, ίσως την καταλάβω...
Με χέρι νευρικό, γράφει τη φράση. Ο καπετάνιος τη διαβάζει, και ξεσπάει σε γέλιο ομηρικό.
- Ναύκληρε καλέ καγαθέ, χαίρε! Έτσι προφέρεται, κι όχι όπως το είπατε.
- Μιλώ με την ερασμιακή προφορά. Η δική σας, καθώς βλέπω, είναι εντελώς αλλιώτικη.
- Είναι η σωστή. Μου την εξήγησε ο μικρός αδερφός μου, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση. Το αποδείχνει, λέει, η μετρική, η προσωδία... Απόμειναν σιωπηλοί. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν. Κι η Μαρίνα είπε:
- Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, μα δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω Έλληνες. Είδα, λοιπόν, το πλοίο σας, το «Ιμαϊρά»...
- Πώς είπατε; Ιμαϊρά;
- Βεβαίως. Έτσι δε λέγεται το πλοίο σας;
- Όχι, δεσποινίς. Λέγεται Χίμαιρα. Χίμαιρα.http://bikiropoulos.blogspot.gr/
Γιούγκερμαν
Η ζωή και οι περιπέτειες του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, γόνου μιας
πλούσιας φιλανδικής οικογένειας, που έχει πάρει το δρόμο του γλεντιού,
του ποτού, του χαρτοπαιγνίου, της απάτης και του εκβιασμού, και τον
οποίο η ρωσική επανάσταση και άλλα γεγονότα τον οδηγούν ως τον τόπο
μας.
Στην Ελλάδα, ενώ σκοπεύει να εξακολουθήσει την ύποπτη δράση του,
προσλαμβάνεται σε μια τράπεζα, γίνεται ανώτατος υπάλληλός της και
καταλήγει οικονομική προσωπικότητα μεγάλης ολκής -πλουσιότατος, ισχυρός,
πλην δυστυχισμένος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
[Οι συντροφιές και τα γλέντια του Γιούγκερμαν]
Ο
Γιούγκερμαν, άψογος στο χώρο της εργασίας του, εξακολουθεί, τον πρώτο
τουλάχιστον καιρό, να είναι αχαλίνωτος στην ιδιωτική του ζωή. Μέθυσος
και γυναικάς, αναζητούσε τους συντρόφους του για τα γλέντια στον
Πειραιώτικο υπόκοσμο. Στο παρακάτω απόσπασμα βλέπουμε τον τρόπο με τον
οποίο διασκέδαζε ο ήρωας με τη συντροφιά του καθώς και μια εικόνα από τη
ζωή των νεόπλουτων κατοίκων της Αθήνας την πρώτη δεκαετία του
μεσοπολέμου.
Σ' αυτά τα
γλέντια είχε σύντροφο κάποιο Γιάννη Μόγια, έναν τύπο του λιμανιού, κάτι
ανάμεσα σημειωτή εμπορευμάτων και πράχτορα φορτηγίδων. Μεγάλη λέρα, απ'
το λιγδωμένο καπέλο και τα βρωμερά πόδια του ως τα βάθη του
παρασυνειδήτου του. Είχ’ ένα μούτρο κρύο, κτηνώδες, στερημένο απ' την
έκφραση των ματιών (φορούσε μέρα νύχτα μαύρα γυαλιά, γιατί έπασχε από
τραχώματα). Η κουβέντα του ήταν γοργή, ξερή, ειπωμένη με φωνή
βραχνιασμένου τενόρου. Δεν χαμογελούσε ποτέ· μα κι ούτε έδειχνε ποτέ
θυμό η μορφή του, η τυποποιημένη σε μάσκα απάθειας. Κυκλοφορούσε πάντοτε
με μια μεγάλη μοτοσικλέτα, που την έτρεχε δαιμονισμένα [...] Ήταν
σκληρός κι απάνθρωπος με τις κοινές γυναίκες. Ήξερε να τις τυραννά με τη
διεστραμμένη επιβολή του, με τις καταχθόνιες απειλές του και, αν το
'φερνε η ανάγκη, με το πιστόλι του. Σήκωνε το χέρι για το τίποτα, για το
έτσι' και το κατέβαζε μ’ ορμή στα φτιασιδωμένα μούτρα, δέρνοντας για
γούστο, για ένα ναι ή ένα όχι. Έπαιρνε ξωπίσω του, υπασπιστή και
γελωτοποιό, το Νάσο τον καμπούρη, έν’ αποτρόπαιο έκτρωμα με κεφάλι
καραγκιόζη και χέρια χιμπατζή, κρεμασμένα ως τη γη. Ο καμπούρης
συμπλήρωνε το Μόγια σε κυνισμό και λαγνεία [...]
Αυτοί οι δυο
ήσαν η ταχτική παρέα του Γιούγκερμαν. Τους γνώρισε κάποιο βράδυ, στο
Ιντερνασιονάλ·* έσμιξαν αμέσως τα χνώτα τους και γίνηκαν αχώριστοι.
Εκείνο τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου
μπορούσες να διασκεδάσεις ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας
συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ
οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι
από μακροχρόνια νηστεία, το 'χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι
αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο.
Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι,
μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις
τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα.
Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη
λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους.
Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο
αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρχτους τότε δρόμους της Αττικής,
αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια Ραφήνα και Σκαραμαγκά - που ο μη
εκατομμυριούχος μονάχα στ' όνειρό του μπορούσε να τα ιδεί. Ήσαν εκεί
κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν
τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές
αστρονομικές.
Είχαν και
κάτι βρωμερές «αίθουσες δι’ οικογενείας» με μοναδική επίπλωση ένα
ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο από τα’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.
Ivτερνασιoνάλ: κακόφημο κέντρο διασκέδασης στην Τρούμπα του Πειραιά.
Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν
Η πρώτη κριτική για τον "Συνταγματάρχη Λιάπκιν"
"Οι "λευκοί Ρώσοι" που έχουν καταφύγει στην Ελλάδα αρχίζουν ν'
απασχολούν και την φιλολογία μας με την περιπέτεια και το δράμα της ζωής
των. Ο "συνταγματάρχης Λιάπκιν" είναι ο τίτλος νουβέλας ενός νέου
λογοτέχνου που παρουσιάζεται με το ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης.
Η όλη σύνθεσις του έργου αυτού φανερώνει διηγηματογράφο με ζωηρή
έμπνευση [...]. Αν και η διάθεση του είναι επαναστατική, εν τούτοις δεν
κάνει φιλολογία πολιτική. Τον ενδιαφέρουν περισσότερο τα πράγματα, η
μοίρα των προσώπων, η ζωή των, οι ανυψώσεις και οι καταπτώσεις των, το
θλιβερό κατάντημα των.
Στην πνευματική δημιουργία του είναι φανερό ότι έχει επιδράσει η ρωσική
φιλολογική τεχνοτροπία, η σχολή της. [...] Είναι ένας αξιοπρόσεκτος
μαθητής της. [...] Έργον ζωντανής φαντασίας, μια γνήσια φιλολογική
σύνθεσις".
Μιχ.Ροδάς "Νέα Βιβλία. Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν"
"Ελεύθερον Βήμα", Τρίτη 28 Μαρτίου 1933
Ο κίτρινος φάκελος
Αν ο φίλος σας δολοφονήθηκε με γεια και χαρά του δολοφόνου! Έκανε
δουλειά αριστοτεχνική. Τόσο αριστοτεχνική που, παρ' όλες τις
δικαιολογημένες αμφιβολίες μας, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε την
άποψη της αυτοκτονίας. Να, ο λόγος που δεν τόλμησα να εκμυστηρευθώ στον
εισαγγελέα τις υποψίες μου, για να διαταχθεί τακτική ανάκριση. Κίνδυνος
ήταν να γελοιοποιηθώ, να χαντακώσω τη σταδιοδρομία μου, έτσι γυμνός που
ήμουν από στοιχεία... Η αρμοδιότητά μου σαν αστυνομικού σταματάει εδώ,
κι αρχίζει η δική σας, σαν μυθιστοριογράφου. Γιατί δεν γράφετε ένα
μυθιστόρημα;
Το 10
"Το 10" αποτελεί
κρίσιμη καμπή στο έργο του Μ. Καραγάτση και είναι ατυχές γεγονός ότι ο
θάνατος του συγγραφέα ματαίωσε αμετάκλητα την ολοκλήρωσή του. Για πρώτη
φορά ο Καραγάτσης αποστασιοποιείται πλήρως από τους ήρωές του και πλάθει
τη μυθιστορηματική του ύλη με χέρι άφοβο έμπειρου τεχνίτη. Δεν υπάρχει
εδώ προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα, συμμετοχή του στα δρώμενα μέσ' από
προσωπεία, αυτοβιογραφικές προβολές, ταυτίσεις, ευνοημένους χαρακτήρες.
Υπάρχει συγγραφική διαύγεια, σιγουριά, ψυχρότητα ή και σκληρότητα. Το
μέγα πλήθος των προσώπων που κατοικεί στο 10, τη λαϊκή πολυκατοικία του
Πειραιά, κινείται με εξαιρετική ακρίβεια και άσφαλτους υπολογισμούς από
συγγραφέα που διεκδικεί την ιδιότητα του παντεπόπτη. Έργο ωριμότητας,
αυστηρό, βαθύτατα πικρό και απαισιόδοξο, χαρτογραφεί και ανατέμνει τη
νεοελληνική κοινωνία της δεκαετίας του '50 με πρωτοφανή και προφητική
(αν κρίνουμε τη σημερινή κοινωνική αποσύνθεση) οξυδέρκεια.
Άρης Μπερλής, "Μ. Καραγάτσης", στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία", τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη 1992.
Άρης Μπερλής, "Μ. Καραγάτσης", στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία", τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη 1992.
Συνέντευξη στον Καραγάτση
Από τον Παντελή Λίβρο.
Ήθελα πολλά χρόνια να πάρω αυτή τη
συνέντευξη, ίσως από τις πρώτες στιγμές που έκανα το πρώτο μου ασήμαντο
ρεπορτάζ κι έγραψα τις αρχικές μου αράδες σε κάποιες καταχωνιασμένες
στήλες της εφημερίδας που πρωτοεργάστηκα. Μετά την εφηβεία που διήρκεσε
λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο και ως τα εικοσιεπτά μου είχα διαβάσει
όλα τα μυθιστορήματά του. Τον διάβασα μανιωδώς δύο και τρεις φορές
εκστασιασμένος από την ανεξάντλητη φαντασία του, αισθάνθηκα να
συντροφεύω τους ήρωες του, τους ένοιωσα οικείους. Δίσταζα όλο αυτόν
τον καιρό ν’ αποταθώ σ’ αυτόν έχοντας δύο σκέψεις να φράζουν την
επιθυμία μου. Τον άπειρο θαυμασμό μου, που γέμιζε με τρόμο την
πιθανότητα μιας κατά πρόσωπο συνάντησης με τον λογοτεχνικό ογκόλιθό του
και τις διάσπαρτες φήμες που κυκλοφορούσαν για τον αστάθμητο χαρακτήρα
του. Προσπαθώντας να ζυγιάσω τους φόβους με τις επιθυμίες μου, ζήτησα
εντέλει μια συνάντηση μαζί του η οποία έγινε αμέσως αποδεκτή και κανονίστηκε μέσα σε λίγες μέρες στο σπίτι του κι έδρα της εργασίας του.
Ήταν Σάββατο κατά τις εννιά.
Έφτασα
συνεπής, χτύπησα το κουδούνι κι ανέβηκα τις σκάλες ώσπου αντίκρισα μια
μισάνοιχτη πόρτα δίχως κανένα φιλόξενο πρόσωπο να ξεπροβάλει πίσω της.
Χτύπησα πάνω της απαλά τα δάχτυλά μου κι άκουσα μια τραχιά νευρική φωνή:
- Περάστε κύριε.
- Καλησπέρα, άφησα να ξεφύγει απαλόηχα και λίγο ντροπαλά.
- Πώς είπαμε ότι σας λένε;
- Λίβρο, Παντελή Λίβρο, κύριε Καραγάτση.
- Ναι, μάλιστα ο κ. Λίβρος. Περάστε, καθίστε.
Εκείνος
στριφογυρνούσε αδιάκοπα μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα σκορπώντας μια ένταση
στο χώρο που δύσκολα σου επέτρεπε να κουκουλωθείς μέσα στην προετοιμασία
που ’χες κάνει. Ξαφνικά σταμάτησε, έδειξε το γραφείο του και χωρίς άλλη
κουβέντα βρεθήκαμε εκεί καθισμένοι αντίκρυ.
- Λοιπόν; μου λέει, ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο.
- Λοιπόν; του λέω.
- Λοιπόν, τι θα θέλατε; μου λέει. Αυτό
το «λοιπόν» λες και δεν απευθυνόταν σε μένα έτσι όπως το ξεστόμισε, με
το ανταριασμένο βλέμμα που είχε. Σαν να το απεύθυνε στον εαυτό του σε
στιγμή οξείας έντασης όπου στο συγγραφικό μυαλό του εκτυλισσόταν ήδη
ένας διάλογος από κάποιο μυθιστόρημα που ’χε στα σκαριά.
- Είναι μεγάλη χίμαιρα η ζωή κε Καραγάτση, μεγάλη κι άπιαστη;
- Εννοείτε η γεύση της ευτυχίας από την ζωή απ’ ότι καταλαβαίνω κι όχι η ζωή αυτή καθεαυτή.
- Ήθελα να πω…
- Δεν
χρειάζεται. Ακούστε. Έχετε διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο μου. Για να
έρχεστε προφανώς θα το ’χετε κάνει. Η ζωή δεν είναι χίμαιρα, είναι κάτι
χειροπιαστό απ’ όλους τους ανθρώπους. Δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να
πεις ότι η ζωή είναι χιμαιρική. Μπορείς όμως με βεβαιότητα να πεις ότι
είναι δραματική. Έχει όλες τις θεατρικές υφέσεις κι εξάρσεις, έχει τους
από μηχανής θεούς της. Χίμαιρες είναι οι εικόνες που χτίζουν οι
άνθρωποι, οι προσδοκίες τους που προβάλλονται σαν τα πεινασμένα κενά
τους πάνω στους άλλους και διαρκώς ματαιώνονται. Αυτή είναι η χίμαιρα κε
Λίβρο. Η χίμαιρα του ανθρώπου και όχι της ζωής. Γιατί αναμφίβολα ζωή
υπάρχει, ο άνθρωπος όμως όπως τον καταλαβαίνουμε υπάρχει; Ή μήπως είναι
δημιούργημα δικό μας;
Αποσώνει
την τελευταία φράση του έχοντας στυλωμένο το βλέμμα του πάνω στο δικό
μου. Τον κοιτάζω κι εγώ κατάματα ενώ ο απόηχος των λόγων του κουνάει τα
σωθικά μου. Συνεχίζει επίμονα να βυθίζει το βλέμμα του μέσα στα κατάβαθά μου.
- Θα θέλατε να μου πείτε πως εμπνευστήκατε και πως τελικά σχεδιάσατε τον Κίτρινο Φάκελο;
- Θα θέλατε να μου πείτε εσείς πως στήσατε το πρώτο σας ρεπορτάζ;
- Δεν είναι το ίδιο.
- Κάνετε λάθος. Τι χρειαστήκατε για να το φτιάξετε;
- Τι χρειάστηκα;
- Ναι.
- Τίποτα ιδιαίτερο απ’ ότι θυμάμαι, μόνο την ανάγκη να αναπαραστήσω ακριβώς αυτό που συνέβαινε.
- Άρα έπρεπε να έχετε λεπτή παρατηρητικότητα, σωστά; Και μια σχετική ευχέρεια λόγου για να το αποδώσετε. Σωστά;
- Ε, σωστά.
- Το ίδιο
λοιπόν έκανα κι εγώ. Μόνο που το έκανα με τον κάθε διπλανό μου άνθρωπο
κι όχι μόνο μ’ αυτόν που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει είδηση. Παρατήρησα
κύριο Λίβρο τους ανθρώπους. Τους μελέτησα. Κάθε αντίδρασή τους, κάθε
τους χαρά και λύπη. Θέλετε να με πείτε ωτακουστή ή αυτήκοο μάρτυρα, το
ζητούμενο είναι ότι κάπου έβαλα μια παύση στη ζωή μου για να δω, ν’
ακούσω, να οσφρανθώ. Δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω. Απλά έβαλα σε παύση
για λίγο τη ζωή μου δίνοντας προτεραιότητα στα κελεύσματα των διπλανών
μου. Και πιστέψτε με. Άκουσα και είδα πολλά. Αυτά άλλωστε διαβάζετε στα
μυθιστορήματά μου. Έτσι δημιουργήθηκε ο Κίτρινος Φάκελος, αλλά κυρίως ο
«Γιούγκερμαν». Μια ζωή ζωγράφιζα με λέξεις, ανθρώπινους χαρακτήρες που
περιδιάβαιναν γύρω μου και σκουντούσαν την πλάτη μου για λίγη προσοχή.
Περισυνέλεγα όλα αυτά τα περιστατικά, τις καθημερινές συμπεριφορές, τα
διαφορετικά πρόσωπα κι ύστερα τα στριφογύριζα όλα στο μυαλό μου
γράφοντας και σκίζοντας. Έχτιζα τους ήρωες μου λίγο με πραγματικότητα
και λίγο με φαντασία. Εκεί που τερμάτιζε η εμπειρία από την
πραγματικότητα, άρχιζε να ξεδιπλώνεται το φανταστικό. Ήξερα π.χ. τον
κακότροπο χαρακτήρα του περιπτερά προς τους πελάτες του, τον εθισμό του
στο τσιγάρο, την ασυνέπειά του ως προς τις ώρες που άνοιγε κι έκλεινε το
περίπτερο. Εκεί τελείωναν οι πληροφορίες μου γι’ αυτόν. Το πώς
συμπεριφερόταν αυτός ο άνθρωπος στη γυναίκα του, τι έκανε, αν έκανε κάτι
άλλο πριν αποκτήσει αυτό το περίπτερο, οι συμβουλές που έδινε στην κόρη
του, οι ευαίσθητες στιγμές του, όλα αυτά ήταν πράγματα που έπρεπε ν’
αφήσω αχαλίνωτο το πνεύμα μου για να συλλάβει.
- Πιστεύετε, δηλαδή, ότι αρκεί η σχολαστική παρατηρητικότητα για να δημιουργηθεί ένας συγγραφέας;
- Όχι, πιστεύω ότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να δημιουργηθεί ο μύθος.
Λέγοντας
την τελευταία του κουβέντα, κοίταξε ελαφρώς υποτιμητικά προς το μέρος
μου σαν να επέπληττε μ’ αυτή την έκφραση αποδοκιμασίας το παιδαριώδες
περιεχόμενο της ερώτησής μου. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, σηκώθηκε από την
καρέκλα του κι άρχισε να οργώνει το δωμάτιο σαν να ’χε ξεχάσει
ολωσδιόλου την παρουσία μου. Τα μανιασμένα κύματα που ρυτίδωναν το
κούτελό του μαρτυρούσαν πυρετώδη σκέψη. Ίσως είχε βυθιστεί πάλι σε
κάποια φανταστική διαπάλη μεταξύ χαρακτήρων που επεξεργάζονταν για το
επόμενο βιβλίο του. Κούρνιασα στην καρέκλα μου και περίμενα.
- Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να δημιουργηθεί ο μύθος, είπε διακόπτοντας το νευρικό του περπάτημα. Έτσι δεν είναι;
- Νομίζω πως
συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω πως ακόμη και η
πιο οξυδερκής παρατήρηση, ακόμη κι η πιο αριστουργηματική διάπλαση του
μύθου δεν αρκούν για να αναδείξουν έναν συγγραφέα διαχρονικό. Χρειάζεται
και κάτι άλλο που δεν μπορώ να το προσδιορίσω, κάτι που πιθανώς δεν
διδάσκεται, ούτε μαθαίνεται, αλλά ενυπάρχει σαν μια υποβόσκουσα δύναμη
και θέλει τη θεία χείρα για να εξέλθει από τα βάθη.
- Είναι η
μυστική δύναμη που κρύβεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Είναι το
βάρος της συναισθηματικότητας και της στιγμιαίας αποτύπωσης των στιγμών
που ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του. Για να βρουν αυτά δίοδο διαφυγής
από τα τούνελ της συστολής μας προς την ατμόσφαιρα της εξωτερικής
έκφρασης χρειάζεται πάντα το χέρι του Θεού. Γιατί όλοι είμαστε στο χέρι
του Θεού.
Η
συνάντησή μας τελείωσε απότομα. Όσο απροσδόκητα είχε ξεκινήσει.
Αισθάνθηκα σ’ αυτό το μικρό διάστημα εντελώς εκτός του δημοσιογραφικού
μου ρόλου απέναντι στον συνεντευξιαζόμενό μου. Σαν να μετείχαμε κι οι
δυο ως αυτοσχέδιοι ήρωες σ’ ένα μυθιστόρημα που στηνόταν εκείνη ακριβώς
τη στιγμή. Τα συναισθήματά μου, στη μικρή διάρκεια της συνεύρεσής μας,
πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις. Αποχαιρετίζοντάς τον, όμως, κατάλαβα
πως κάθε στιγμή μαζί του ήταν μια στιγμή κερδισμένη.
Αίμα
χαμένο και κερδισμένο! Μια μεγάλη λιτανεία κοντά σ’ έναν μεγάλο
πεζογράφο που λίγο πριν πεθάνει άφησε ημιτελές αυτό που η διεθνής
πεζογραφία πρέπει να του απονείμει σαν βαθμό προσφοράς, το Δέκα.
Μετά
την πρεμιέρα του έργου «Πεγκ καρδούλα μου» τον Τ.Χ. Μάνερς, που
παίχτηκε το 1950 στο θέατρο ΑΛΙΚΗ από το θίασο Κ. Μουσούρη. Στο μεγάλο
τραπέζι, στο βάθος, ο Μ. Καραγάτσης. Κάτω από τον ανεμιστήρα ο περίφημος
κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης και δίπλα του προς τα δεξιά η Ελλη Λαμπέτη
και ο Κώστας Μουσούρης. Απέναντι από τον Μουσούρη, με το βλέμμα
στραμμένο στο φακό, ο Μάριος Πλωρίτης. Φωτογραφία από http://anemourion.blogspot.gr/ |
Θεατρική κριτική
Ο
Καραγάτσης γράφει θεατρική κριτική στην εφημερίδα «Βραδυνή» στα χρόνια
του Εμφυλίου και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 μέχρι το
θάνατο του, το Σεπτέμβριο του 1960 και είναι μάρτυρας όλων των
μετασχηματισμών που γίνονται σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο σε μια
σπαραγμένη Ελλάδα που προσπαθεί να συνέλθει από τον πόλεμο και την
αδελφοκτόνο διαμάχη. Στο θέατρο εκείνη την περίοδο οι παραστάσεις του
Κουν (κυρίως μέσα από το Θέατρο Τέχνης) αλλά και ο θίασος του Κώστα
Μουσούρη εξοικειώνουν τους Ελληνες με τα σύγχρονα δραματουργικά ρεύματα
από την Ευρώπη και την Αμερική. Νέοι συγγραφείς δοκιμάζουν τις δυνάμεις
τους στη μεταπολεμική μας σκηνή με κορυφαίο τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον
οποίο ο Καραγάτσης υπερασπίζεται θερμά. Παράλληλα, οι δύσκολοι καιροί
εδραιώνουν στο μεγάλο κοινό το λεγόμενο εμπορικό θέατρο με έργα ανάλαφρα
κι εύπεπτα, κομμένα και ραμμένα για τους πρωταγωνιστές και θιασάρχες.
Το αρχαίο δράμα με τις σκηνοθεσίες των Ροντήρη, Μινωτή, Σολομού, Κουν
εισέρχεται δυναμικά στη νέα φάση της αναβίωσής του σε υπαίθρια αρχαία
θέατρα. το Εθνικό Θέατρο με τον Αγγελο Τερζάκη στις δραματολογικές
επιλογές στοχεύει να διαμορφώσει μια παιδευτική ταυτότητα αντάξια της
αποστολής του. Στις συνθήκες αυτές της θεατρικής άνθισης του '50, ο
υπεύθυνος για την παρουσίαση της θεατρικής κίνησης στον ημερήσιο ή
περιοδικό Τύπο, εάν δεν ήταν κόσμικογράφος, έπρεπε να ενημερώσει και
κυρίως να τοποθετήσει και να αποτιμήσει μια παράσταση. Τα πράγματα ίσως
φαίνονται απλά όταν το έργο είναι κλασσικό ή γνωστό, όμως δυσκολεύουν
αφάνταστα όταν πρωτοπαρουσιάζεται ένας συγγραφέας ή όταν δοκιμάζεται ένα
θεατρικό σχήμα στην αγορά του θεάματος.
Διαβάστε περισσότερα http://anemourion.blogspot.gr/2013/03/blog-post_1663.html
ΠΗΓΕΣ