Ο Μανόλης Αναγνωστάκης
σε νεαρή ηλικία.
Αρχείο - Συλλογή :
Δανδόλειος Βιβλιοθήκη
|
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ( 10 Μαρτίου 1925 – 23 Ιουνίου 2005)
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οἱ λέξεις
Να μην τις παίρνει ὁ ἄνεμος.
«Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας' και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει». Μανόλης Αναγνωστάκης http://tvxs.gr/
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης (10 Μαρτίου 1925 – 23 Ιουνίου 2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές.
Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους.
Από http://biblionylis.blogspot.gr/ |
Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.
Απρίλιος
1986. Στο Τυπογραφείο των εκδόσεων Στιγμή ο Μ. Αναγνωστάκης. Δίπλα του ο
Ε. Γονατάς, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και όρθιος ο Σπύρος Τσακνιάς.[πηγή: περιοδ. Αντί, τ. 527-528, 1993 ]
|
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) Ι.Ποίηση • Εποχές· Με δύο σχέδια του Τάκη Αλεξανδρίδη. Θεσσαλονίκη, 1945. • Εποχές2. 1948. • Εποχές3. 1951. • Η συνέχεια. 1954. • Η συνέχεια2. • Η συνέχεια3. 1962. • Ο στόχος. 1970. • Το περιθώριο ‘68-’69. Αθήνα, Πλειάς,1979. • Υ.Γ. Αθήνα, 1983 (έκδοση εμπορίου, κανονική έκδοση 1992). ΙΙ.Δοκίμια - Μελέτες - Άρθρα - Πεζά • Υπέρ και κατά, τ.Α’-Β’. 1965. • Αντιδογματικά. Αθήνα, Πλειάς, 1978. • Τα συμπληρωματικά · Σημειώσεις κριτικής. Αθήνα, Στιγμή, 1985. • Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης · Η ζωή και το έργο του · Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης. Αθήνα, Στιγμή, 1987. • Η χαμηλή φωνή ·Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς · Μια προσωπική ανθολογία του Μανώλη Αναγνωστάκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1990. ΙΙΙ. Μεταφράσεις • F.G.Lorca, Δύο Ωδές · Ωδή στον Salvador Dali · Ωδή στον Walt Whitman · Απόδοση Κλείτος Κύρου - Μανώλης Αναγνωστάκης. Θεσσαλονίκη, 1948. ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις • Τα ποιήματα (1941-1956). Αθήνα, 1956. • Ποιήματα 1941-1971. Θεσσαλονίκη, 1971. |
1961, μπροστά στα γραφεία της εφημ. Μακεδονία, με τον γιο του. https://sarantakos.files.wordpress.com/ |
Ποιητική
-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μοῦ πεῖς,
Την ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τη χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς που προκαλεῖτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
-Το τι δεν πρόδωσες ἐσύ να μοῦ πεῖς
Ἐσύ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ἕνα προς ἕνα τα ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνεῖς ἀγορές και τα λαϊκὰ παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς ἀφτιά
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα και δε μιλᾶτε.
Για ποια ἀνθρώπινα ἱερά μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορεῖες πάλι, θα πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορεῖες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οἱ λέξεις
Να μην τις παίρνει ὁ ἄνεμος.
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Νέοι της Σιδώνος
Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
Στ' Αστεία Παίζαμε…
Στ' αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Kλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ. Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Κάθε πρωί
Κάθε πρωί
Καταργούμε τὰ όνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ρούχα μας είναι μιὰ φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν αρμόνικες
-Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ασήμαντες απαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μὰ πού τελειώνει η μοναξιά;)
συνέχεια