Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς o ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ

 
infognomonpolitics.blogspot.com
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς o ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ γεννήθηκε…
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς o ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ γεννήθηκε το 1772 στο χωριό Αναστασίτσα και μεγάλωσε στο χωριό Τουρκολέκα της Επαρχίας Μεγαλοπόλεως.
Πέθανε στον Πειραιά στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 και ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στο μεγάλο θείο του,Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Το δημοτικό τραγούδι θέλει τον Νικηταρά Τουρκλεκιώτη:
Ποιος είν’ αυτός όπου ’ρχεται 
στης Μαρμαριάς τον κάμπο;
Αυτός είν’ ο Νικηταράς 
από το Τουρκολέκα».
Ο Νικηταράς ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη και κατείχε επάξια την δεύτερη θέση στην ιεραρχία μετά τον Κολοκοτρώνη. Επίσης, χρημάτισε αρχιστράτηγος, γενικός αρχηγός, αντιπρόεδρος του εκτελεστικού κλπ.
Η ζωή του Νικηταρά, όπως ο ίδιος την διηγείται αρχίζει από 11 χρονών, όταν για πρώτη φορά τουφέκισε έναν Τούρκο στο Λεοντάρι Μεγαλοπόλεως. Ο Νικηταράς μαθήτευσε κοντά στα δυο ξεφτέρια του κλεφτοπόλεμου, τον Ζαχαριά και τον Κολοκοτρώνη.
Ο Νικηταράς πήρε γυναίκα του την κόρη του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά, την Αγγελίνα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, την Σοφία, την Ρεγγίνα και τον Γιάννη.

Το 1805 πέρασε στη Ζάκυνθο, όπου κατετάγη στο Ρωσικό στρατό που πολεμούσε το Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων νίκησε τους Ρώσους στο Αούστερλιτς και ο Νικηταράς επέστρεψε στα Επτάνησα, τα οποία παραδόθηκαν στο Ναπολέοντα και μπήκε στη δούλεψη των Γάλλων, μαζί με τον θείο του Κολοκοτρώνη, που εκείνη την εποχή ασκούσε το επάγγελμα του ζωέμπορου και χασάπη. Στη συνέχεια τα Επτάνησα πέρασαν στους Άγγλους και έτσι ο Νικηταράς κατετάγη στον Αγγλικό στρατό σαν εθελοντής αξιωματικός, υπό τις διαταγές του κατοπινού αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού Ριχάρδου Τσουρτς.

Το 1816 οι Τούρκοι πιάνουν στα Βάτικα της Λακωνίας τον πατέρα του Σταματέλο, τον αδελφό του και τον κουνιάδο του, τους κόβουν τα κεφάλια και τα στέλνουν στην Τρίπολη στον Τούρκο διοικητή. Μαθαίνοντας τα άσχημα μαντάτα ο Νικηταράς ορκίζεται ότι όσο ζει θα σκοτώνει Τούρκους, έως ότου απαλλαγεί ο τόπος από δαύτους.
Το 1818 ορκίζεται από τον Φιλικό Χρυσοσπάθη και γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Τον Φλεβάρη του 1821 ξεμπαρκάρει στη Μάνη. Λίγο πιο πριν είχαν βγει Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς και προετοίμαζαν τον ξεσηκωμό του γένους. Στις 22-23 του Μάρτη μπήκαν στην Καλαμάτα με δυο χιλιάδες στρατό, Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Παπαφλέσσας, Πετρόμπεης, Μούρτζινος κλπ. και ξεκίνησαν την Επανάσταση.

Στρατολογώντας ο Νικηταράς στα χωριά του Λεονταρίου στην περιοχή Σκορτσινού, βρήκε ένα τσοπανόπουλο με τ’ όνομα Θανάσης Τσοτσολάς. Αφού τον πλησίασε και πιάσαν τη συζήτηση, του είπε:

– Τέτοιο παλικάρι σαν εσένα τούτη την ώρα δεν είναι να φυλάει πρόβατα.
– Και τι να κάνω, του είπε ο Θανάσης.
– Να ’ρθεις κοντά μας να πολεμήσεις, να ελευθερώσουμε το γένος μας.
– Ρώτα τον πατέρα μου, του λέει.
– Μπάρμπα, του λέει ο Νικηταράς, δώσ’ μου το παλικάρι σου να ’ρθει μαζι μου να πολεμήσει την Τουρκιά.
– Και ποιος είσαι συ που μου ζητάς το γιο μου;
– Εγώ είμαι ο Νικηταράς.
– Ε, τότες παρ’ τον και να γυρίσετε νικητές.


Στις 24 Μαΐου 1821 γίνεται νικηφόρος μάχη στο Βαλτέτσι, όπου 2000 ‘Ελληνες με οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Μαυρομιχαλαίους, Αναγνωσταρά, Κεφαλά κλπ. νίκησαν 7000 Τούρκους, που είχαν για στρατόπεδο την Τρίπολη. Στην μάχη αυτή του βγάλαν το παρακάτω τραγούδι, διότι έτρεχε με το γιαταγάνι στο χέρι και κυνηγούσε τους Τούρκους, ενώ αυτοί υποχωρούσαν:

«Γειά σου ορέ Νικηταρά
που ’χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πας κοιμάσαι
και κανέναν δε φοβάσαι».

Μετά το Βαλτέτσι, πήρε εντολή από τον Κολοκοτρώνη να πάει να ελευθερώσει τ’ Ανάπλι. Περνώντας με το στράτευμά του από τα Δολιανά, ζήτησε από τους Δολιανίτες να του δώσουν για το δρόμο ένα φόρτωμα κρασί κι αυτοί δεν του το έδωσαν. Ο Νικηταράς με το στράτευμά του συνέχισε την πορεία του. Πριν φτάσει στο δρόμο για το Άργος έφτασε αγγελιοφόρος από τα Δολιανά, ότι έρχονται Τούρκοι και να γυρίσουν πίσω να τους βοηθήσουν.

Όταν το άκουσε αυτό ο αδελφός του Νικηταρά τους είπε: «Ένας να μην μείνει. Εμείς σας ζητήσαμε ένα φόρτωμα κρασί και δεν μας δώσατε ούτε ένα ποτήρι». Γυρίζει τότε ο Νικηταράς και επιπλήττει τον αδελφό του: «Τι είναι αυτά που λες; Εμείς πάμε στ’ Ανάπλι να πολεμήσουμε τους Τούρκους και τώρα που έρχονται αυτοί σε μας θα τους αφήσουμε;»

Διατάζει επιστροφή του στρατεύματος και γίνεται η περίφημη μάχη των Δολιανών, όπου κατατροπώνει τους Τούρκους. Θέλει μεγάλη καρδιά για να ξεχνάς τόσο γρήγορα τ’ άδικο κι αυτήν την είχε ο Νικηταράς και θα τη δούμε πολλές φορές. Και η λαϊκή μούσα τραγούδησε:

«Πόλεμος στα Δολιανά
σκούζουν μάνες και παιδιά.
Ο καπετάν Νικηταράς
πολεμάει σαν πασάς»

Στη συνέχεια αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο στην απελευθέρωση της Τροπολιτσάς, όπου εκτός των άλλων του ανέθεσε ο Κολοκοτρώνης να επιτηρήσει την κατάπαυση της σφαγής, η οποία κράτησε τρεις μέρες. Στις 9 του Δεκέμβρη η Πελοποννησιακή Γερουσία εκλέγει τους πρώτους τέσσερις στρατηγούς: τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Β. Πετμεζά και τον Π. Γιατράκο.

Όπως διηγείται ο Μακρυγιάννης, η εντιμότητα του Νικηταρά δεν είχε μέτρο. Όταν πήρε εντολή από τον Κωλέττη να πάει να συναντήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στον Παρνασσό, έστειλε κρυφά αγγελιοφόρο στον Οδυσσέα ο Κωλέττης και του έλεγε ότι έρχεται ο Νικηταράς να σε σκοτώσει και να πάρει το στράτευμα. Μαθαίνοντας αυτό ο Οδυσσέας, έστησε μπλόκο και έπιασε τον Νικηταρά αιχμάλωτο. Αφού τον αλυσοδέσανε, τον πήγαν στη σπηλιά που έμενε ο Οδυσσέας. Μόλις αντίκρυσε τον Οδυσσέα του είπε: «Τι καμώματα είναι αυτά Δυσσέα;» Και αυτός του είπε το ιστορικό με τον Κωλέτη. Τότε του είπε ο Νικηταράς: «Επειδή και στο μέλλον θα επιχειρήσουν τα ίδια, εγώ προτείνω να γίνουμε αδελφοπιτοί».

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε με ντροπή, διότι μπορεί να είχε σκοτώσει έναν φίλο του και πολύτιμο αγωνιστή του έθνους. Παίρνει ο Νικηταράς το γιαταγάνι του και χαράζει το χέρι του να τρέξει αίμα.«Αν με πιστεύεις κάνε και συ το ίδιο», του λέει. Τότε ο Οδυσσέας χαράζει το χέρι του και το βάζει πάνω στο χέρι του Νικηταρά κι έγιναν αδέλφια. Δυστυχώς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν γλύτωσε από τους σπιούνους του Κωλέτη και το τέλος ήταν οικτρό, αφού πρώτα τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη των Αθηνών, μετά τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από το Ιερό Βράχο.

Η πιο σημαντική μάχη του αγώνα, ήταν η Καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Σ’ αυτήν τη μάχη ο Νικηταράς έσπασε τρία γιαταγάνια, το δε τρίτο όπως ήταν σπασμένο έκαναν προσπάθεια οι στρατιώτες του να του το βγάλουν από τη χούφτα του (το χέρι του), διότι είχε μουδιάσει το χέρι του και δεν άνοιγε. Σ’ αυτήν τη μάχη του κόλλησαν το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», διότι όπως τον αντίκρυσαν μέσα στα αίματα, έμοιαζε με σαρκοφάγο ζώο. Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα.

Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί.
Το άλογο το χάρισε σ’ ένα λαϊκό ποιητή που τον έλεγαν Τσοπανάκο. Το κανονικό του όνομα ήταν Παναγιώτης Κάλας. Θεωρήθηκε για την Επανάσταση ένας νέος Τυρταίος ή Πίνδαρος. Ο τσοπανάκος ήταν τόσο φτωχός που δεν είχε τα μέσα για να συντηρήσει το άλογο και γράφει ένα πολύ ωραίο ποίημα και το στέλνει στο Νικηταρά:

«Το δώρο σου Νικηταρά
είν’ άλογο χωρίς ουρά
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι».

Μετά απ’ αυτό, ανέλαβε η Πελοποννησιακή Γερουσία και του έδινε τα έξοδα να συντηρείται αυτός και το άλογό του. Το δε σπαθί το προσέφερε αργότερα στον έρανο της Πελοποννησιακής Γερουσίας για να κινηθεί ο στόλος.

Τον Ιούλιο του 1825 ο Νικηταράς πολεμάει στο πλευρό των Μεσολογγιτών για την υπεράσπιση της πόλεως. Τότε του έρχεται γράμμα από την Διοίκηση να κατέβει στο Μοριά, γιατί ο Ιμπραήμ Πασάς αλώνιζε στην Πελοπόννησο. Όταν έμαθαν την διαταγή οι Μεσολογγίτες στεναχωρήθηκαν πολύ. Συνήλθαν σε συνέλευση οι κεφαλές και υπερασπιστές του Μεσολογγίου και του απεύθυναν το εξής γραπτό (θα σας γράψω ένα τμήμα):

Πρός τον Γενναιότατον στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον.
Επειδή αναγκάζεσαι να αναχωρήσεις από το πολύπαθο Μεσολόγγι, εμείς και οι κάτοικοι του Μεσολογγίου σ’ ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες που προσέφερες, την γενναιότητα σου, τα γενναία σου φρονήματα…
Λυπούμαστε αφάνταστα για την στέρησιν της ηρωικής σου και φιλογενούς ψυχής σου. Γι’ αυτό να κρατήσεις την επιστολή αυτή με τις υπογραφές μας.

Εν Μεσολογγίω τη 29 Ιουλίου 1825
Οι πατριώται κάτοικοι του Μεσολογγίου
Αναστάσιος Παλαμάς, Χρήστος Καψάλης, (ο μετέπειτα ήρωας του Μεσολογγίου)
και συνεχίζουν άλλες 13 υπογραφές.

Όταν ο Νικηταράς έφθασε στον Πύργο στις 6 Αυγούστου του 1825, τους έστειλε γράμμα με αγγελιοφόρο που τους τόνιζε:

«- να προσέχετε την πόλη μου, που κι εγώ αγάπησα, και να ξέρετε ότι είναι δύσκολο
να σας βοηθήσουν λόγω του Ιμπραήμ.

Εκ Πύργου τη 6 Αυγούστου 1825
Ο ειλικρινής αδελφός σας
Νικήτας Σταματελόπουλος».

Η ταπεινότητα του Νικηταρά δεν του επέτρεπε να χρησιμοποιεί τον τίτλο του στρατηγού. Τον Οκτώβριο του 1826 ο Νικηταράς με 800 αγωνιστές πηγαίνει σε βοήθεια του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Εκεί μαζεύονται περίπου 3.000 αγωνιστές Μωραΐτες – Ρουμελιώτες-Ηπειρώτες. Στη συνέλευση των αρχηγών συζητούν και τη διοίκηση του στρατεύματος. Οι Ηπειρώτες πρότειναν τριμελή συναρχηγία από τους Καραϊσκάκη, Νικηταρά και Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης αντέδρασε στην πρόταση των Ηπειρωτών και είπε ότι στη μάχη «ένας κάνει κουμάντο». Τότε σηκώθηκε ο Νικηταράς και τους είπε ότι σωστά τα λέει ο Καραϊσκάκης και δεν έχει πρόβλημα, αλλά είναι τιμή του να είναι υπό τις διαταγές του Καραΐσκου. Έτσι κι έγινε.

Φάνηκε και πάλι ο πατριωτισμός και η ταπεινοσύνη ενός τέτοιου ήρωα. Στη συνέχεια έγινε η μεγάλη νικηφόρα μάχη της Αράχοβας. Είναι χαρακτηριστικό η σειρά, που πήρε τ’ όνομά του στην αναφορά των καπεταναίων προς την Κυβέρνηση: «Εκ του στρατοπέδου της Ράχοβας 26 Νοεμβρίου 1826, Γεώργιος Καραΐσκάκης, Νικήτας Σταματελόπουλος… »

Βρισκόμενος στο στρατόπεδο του Φαλήρου τον Απρίλιο του 1827 υπό τις διαταγές του Γεωργίου Καραΐσκάκη, τους κάλεσε ο Κόχραν στο καράβι του απ’ όπου διοικούσε όλο το ελληνικό στράτευμα για να πάρουν απόφαση για την απελευθέρωση των Αθηνών που κατείχε ο Κιουταχής.
Πρώτος μίλησε ο Καραϊσκάκης, ο οποίος απέρριψε τον εγγλέζικο τρόπο επίθεσης κατά των Τούρκων. Δεύτερος μίλησε ο Νικηταράς. Έκανε εντύπωση στους Άγγλους αξιωματικούς το παράστημά του (ψηλός, λιγνός και μάτι εκδικητικό), αλλά και η πολεμική του κατάρτιση, που στο τέλος τον έκαμψε και πήραν παράταση για την επίθεση. Είναι γνωστό ότι μετά από δύο μέρες δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, έγινε η καταστροφή του στρατοπέδου του Φαλήρου από τον Κιουταχή και ήταν μεγάλες οι απώλειες των Ελλήνων στρατιωτών αλλά και γνωστών οπλαρχηγών.

Βλέποντας το κακό που έγινε ο Νικηταράς, ήδη τραυματίας κι αυτός, αρπάζει μια σημαία και τους λέει: «Αδέλφια, εάν δεν ορίσουμε έναν Έλληνα αρχηγό να κουμαντάρει τ’ ασκέρι χαθήκαμε» Ρωτάνε τα παλικάρια: «Ποιον να βάλουμε;» «Τον Κίτσο τον Τζαβέλα», τους απαντά και δέχονται τα παλικάρια. Ούτε και τώρα πρότεινε τον εαυτό του. Ανεβαίνει στο πλοίο του Τσουρτς και του ανακοινώνει την απόφαση του στρατού. Ο Τσουρτς την αποδέχεται, αλλά δυστυχώς δεν την αποδέχεται ο Κίτσος Τζαβέλας. Έτσι διαλύθηκε το στρατόπεδο του Πειραιά και ο καθένας πήγε στα μέρη του και ο Νικηταράς γύρισε με τα εναπομείναντα παλικάρια του στο Μοριά.

Ο Νικηταράς, ο πιο άφθαρτος στρατηγός από τους εμφυλίους πολέμους και ο πιο τίμιος,διορίζεται από τον Κολοκοτρώνη υπεύθυνος στρατολόγησης της Μεσσηνίας για να αντι- μετωπίσουν τον Ιμπραήμ. Ιδού ένα μέρος της επιστολής:

«Προς τον Γενναιότατον στρατηγόν
Νικήταν Σταματελόπουλον.
Διορίζεσαι άμα λάβης την παρούσαν μου να παραλάβης υπό την οδηγίαν σου ενταύθα στρατιώτας, και στρατολογήσης μ’ όλην την δυνατήν ταχύτητα όσους οπλοφόρους μπορείς… Θέλεις δε μου γράφεις συχνά και κάθε συμβάν περίεργον προς οδηγίαν μου.
5 Ιουνίου 1827 Άργος
Ο Γενικός Αρχηγός
των Πελοποννησιακών Στρατευμάτων
Θ. Κολοκοτρώνης».

Με τον ερχομό του Καποδίστρια στην Ελλάδα και αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδος διαλύει τον στρατόν για ν’ ασχοληθεί ο λαός με ειρηνικά έργα, όπως έλεγε ο Κυβερνήτης, ωστόσο κράτησε τρία συντάγματα. Ορίζει διοικητές τους Νικήτα Σταματελόπουλο, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Γενικός αρχηγός τίθεται ο Θ. Κολοκοτρώνης. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 1829, ο Νικηταράς συνόδευσε τον Κυβερνήτη με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου στην πρώτη περιοδεία του στο Μοριά.

Τα χρόνια περνούν, δολοφονείται ο Κυβερνήτης, έρχεται η Αντιβασιλεία, βάζει φυλακή Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, τους καταδικάζουν εις θάνατον, αλλά ευτυχώς χάρη σε δυο άξιους δικαστές, τον Τερτσέτη και τον Πολυζωΐδη, οι οποίοι δεν υπέγραψαν την θανατική ποινή, γλύτωσαν την κρεμάλα.

Έρχονται κατόπιν και ο Βασιλιάς Όθωνας και όλοι μαζί οι κυβερνώντες ξέχασαν ότι υπήρχε κι άλλη υπόδουλη Ελλάδα. Το 1839 κάνει απόπειρα σύστασης μιας εταιρείας με την ονομασία «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» με σκοπό την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας, με ιδρυτικά μέλη τον Νικηταρά, τον Γεώργιο Καποδίστρια (αδελφό του Κυβερνήτη), τον Νικόλα Ρενιέρη και τον Μ. Εμμ. Παπά.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1839 συλλαμβάνονται από τον Όθωνα και αφήνεται ελεύθερος μόνο ο Μ. Εμμ. Παπάς, ο οποίος εντέχνως είχε μπει στην Εταιρεία, για να τους προδώσει, όπως και έκανε.
Αφού κάθισαν προφυλακισμένοι έξι μήνες, δικάστηκαν στις 11 Ιουλίου του 1840. Ήταν τόσο αδύναμος λόγω της ασιτίας, της φυλάκισης και της ασθένειάς του, που μόλις τον αντίκρυσαν δικαστές και ακροατήριο βουβάθηκαν. Κατά την απολογία του, του επέτρεψαν οι δικαστές να απαντά καθήμενος. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο τον αθώωσε υπό όρους. Τον μεν Γ. Καποδίστρια τον εξόρισαν, τον δε Νικηταρά τον περιόρισαν στην Αίγινα υπό επιτήρηση. Εκεί έμεινε άλλους δεκατέσσερις μήνες.

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841, μετά από διάφορες εισηγήσεις στον Όθωνα, βγήκε από την Αίγινα και επέστρεψε στον Πειραιά. Με αφορμή εκείνη την περιπέτεια τον αποκαλούσαν «Νικήτας ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ». Όταν βγήκε από την βάρκα που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Τουρκολίμανο και τον αντίκρυσαν οι δικοί του τυφλό και αδύνατο, δυστυχώς η μια του κόρη δεν άντεξε να τον βλέπει μπροστά της τον άλλοτε γίγαντα, ή όπως τον έλεγαν «ΑΧΙΛΛΕΑ» να είναι ένα ερείπιο, τρελάθηκε και αργότερα πέθανε.

Η φτώχεια ήταν τόσο μεγάλη που του συνέστησαν να γίνει ζητιάνος.

Αλλά την εποχή εκείνη έπρεπε να έχεις άδεια ζητιάνου. Έτσι του έδωσε ο τότε Υπουργός Στρατιωτικών άδεια να ζητιανεύει μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας του Πειραιά.

Ο ΗΡΩΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΜΕ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Όταν αυτό έφτασε στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλθη από την κυβέρνηση του στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.

„Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος
„Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
„Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος.
„Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.

Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“

Σημειωτέον ότι ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό έθνος 12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε και διεκδίκησε και η οικογένειά του μετά το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν έλαβαν. Βλέπετε το ελληνικό κράτος ήταν πολύ οργανωμένο ως προς την επαιτεία, ενώ δεν μπορούσε να δώσει τα δανεικά ή τουλάχιστον μια μικρή σύνταξη για να ζήσει έστω υποτυπωδώς ένας γενναιόδωρος και άξιος στρατηγός.

Το απόβραδο της 24ης Σεπτεμβρίου του 1849, ζητά από την γυναίκα του Αγγελίνα να τον βγάλει στο λιακωτό ν’ αντικρίσει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα και η Αγγελίνα που ήξερε από χρόνια ότι ήταν τυφλός του απαντά: «Μα τι να δεις Νικήτα μου, αφού δεν βλέπεις;» Και εκείνος της απαντά: «Να νιώσω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στην θάλασσα».

Έτσι κι έγινε. Το πρωί στις 6 ώρα της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849 ο Στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος έσβησε.
Τα άσχημα μαντάτα φτάνουν γρήγορα και πλήθος κόσμου φτάνει στο φτωχικό του στην Καστέλα για να τιμήσουν τον Άνθρωπο Νικήτα. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί στο Μοριά. Η οικογένειά του ήθελε στην Καστέλλα, αλλά επικράτησε η γνώμη των συναγωνιστών του στρατηγών και γερουσιαστών και τον έφεραν από την Καστέλλα του Πειραιά στην Αθήνα για να τον θάψουν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον μπάρμπα του Θόδωρο Κολοκοτρώνη για να τα λένε, όπως κι έγινε. Η εξόδιος ακολουθία έγινε στην Αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας.

Τον επιτάφιο εκφώνησε ο Παναγιώτης Σούτσος.
Μια παράγραφος από τον λόγο του είναι η εξής:

«Ω σεις Αίαντες, Διομήδαι, Αγαμέμνονες, Οδυσσείς και Νέστορες του ελληνικού αγώνος, οι συνοδεύοντες εις το έσχατον αναπαυτήριον του νέου ΑΧΙΛΛΕΑ του Τουρκομάχου Ελλάδος Νικήταν τον Τουρκοφάγον».

Τον Δεκέμβριο του 1867 πέθανε και η γυναίκα του η Αγγελίνα. Το 1898 πέθανε ο γιος του Ιωάννης, άτεκνος, αργότερα πεθαίνει και η κόρη του Ρεγγίνα και αυτή άτεκνη. Έτσι έσβησε η οικογένεια του Νικήτα Σταματελόπουλου.

Μερικές υπογραφές και προσφωνήσεις των συναγωνιστών του και της εξουσίας:

Ο Μάρκος Μπότσαρης: «Ο αδελφός σου»
Ο Πανουργιάς: «Αδελφέ μου Νικήτα»
«Στρατηγέ! Η Ελλάδα σε προσκαλεί να την βοηθήσεις».
«Νικήτα! Εις αυτήν την κρίσιμον περίστασιν η Ελλάς επί σε έχει προσηλωμένους τους οφθαλμούς της…».
«Το Εκτελεστικόν Σώμα προς τον πατριώτην Στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον… τάχυνου για την αγάπη του έθνους σου, τάχυνου για να φθάσεις τα δέοντα».

Εάν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Νικηταρά, τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και τόσους άλλους αγωνιστές του 1821, δεν ξέρουμε αν υπήρχε Ελλάδα στον χάρτη. Ας τους συγχωρέσει ο Θεός για όσα τους έκαναν άνθρωποι και θεσμοί, όπως τους συγχωρούσε ο Νικήτας.

elkosmos.gr/

Αφράτο και λαχταριστό μιλφέιγ!

 
xrysessyntages.gr
ΥΛΙΚΑ: 2 πακέτα σφολιατίνια 2 φακελάκια άνθος αραβοσίτου στιγμής, με γεύση βανίλια 700 ml γάλα φρέσκο 1 κ.σ ζάχαρη 1 βανίλια (προαιρετικά) Εκτέλεση Βάζουμε τη σκόνη σε ένα μπολ και ενώ ρίχνουμε σταδιακά το γάλα, ταυτόχρονα χτυπάμε με το σύρμα. Προσθέτουμε τη βανίλια και τη ζάχαρη και χτυπάμε για λίγο ακόμα. Προσοχή! Το μείγμα δεν […]
Διαφήμιση
ΥΛΙΚΑ:
2 πακέτα σφολιατίνια
2 φακελάκια άνθος αραβοσίτου στιγμής, με γεύση βανίλια
700 ml γάλα φρέσκο
1 κ.σ ζάχαρη
1 βανίλια (προαιρετικά)
Εκτέλεση
Βάζουμε τη σκόνη σε ένα μπολ και ενώ ρίχνουμε σταδιακά το γάλα, ταυτόχρονα χτυπάμε με το σύρμα. Προσθέτουμε τη βανίλια και τη ζάχαρη και χτυπάμε για λίγο ακόμα.
Προσοχή! Το μείγμα δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ ρευστό ούτε πολύ πηχτό.
Στη συνέχεια απλώνουμε  σε ένα μικρό ταψί ή τάπερ μια στρώση σφολιατίνια και απλώνουμε τη μισή κρέμα. Βάζουμε άλλη μια στρώση σφολιατίνια και σκεπάζουμε με την υπόλοιπη κρέμα.
Όσα σφολιατίνια έχουν περισσέψει τα θρυμματίζουμε και τα απλώνουμε ομοιόμορφα πάνω στο γλυκό μας. Το βάζουμε στο ψυγείο για τουλάχιστον τρεις ώρες μέχρι να σφίξει καλά και μετά είναι έτοιμο για σερβίρισμα! Πριν το σερβίρουμε πασπαλίζουμε  με λίγη ζάχαρη άχνη για ακόμα πιο λαχταριστό αποτέλεσμα!
πηγή: melbeing.gr
 

«“Το σκυλάκι σας θέλει ψυχίατρο”. Επτά σκύλοι αυτοβιογραφούμενοι»

Από σήμερα, 23 Σεπτεμβρίου, κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το βιβλίο της Λύντιας Τρίχα «“Το σκυλάκι σας θέλει ψυχίατρο”. Επτά σκύλοι αυτοβιογραφούμενοι».
Ποιοι είναι αυτοί οι επτά σκύλοι; Ο βιβλιοφάγος και σκανταλιάρης Ραξ, που τρώει την Κυρία με τις καμέλιες. Ο έξυπνος, δαγκωνιάρης, ακατανίκητος σαμουράι Shogun, που αδιαφορεί για τον κίνδυνο και ξαναπέφτει στον ασβέστη. Η σνομπ Blackie, που γίνεται χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Η λεπτεπίλεπτη και όμορφη Λώρα που αναρωτιέται με αγωνία τι σημαίνει «να ζευγαρώσετε». Ο αρχοντικός και ανήσυχος Λέων, που επιβάλλεται με το παράστημα και την καλή καρδιά του, αλλά όχι και με το μυαλό του. Η πονηρή και λαίμαργη Φοίβη, που καραδοκεί για να φάει το φαγητό των άλλων. Η σιωπηλή Φαίδρα, με τα εκφραστικά μάτια και το γυαλιστερό τρίχωμα, που φοβάται τις γάτες.
Και η νεαρή Άλεξ, ένα νεαρό ζωηρό πόιντερ, φτάνει από το πουθενά για να θεραπεύσει τη θλίψη από την απουσία του τελευταίου από τους επτά σκύλους. Κι είναι εκείνη που, ψάχνοντας κάτω από έπιπλα, πίσω από τις κουρτίνες, μέσα σε ντουλάπια και συρτάρια, βρίσκει τα κρυμμένα χειρόγραφα και αποφασίζει να τα δώσει στη δημοσιότητα.

* * *
Η Λύντια Τρίχα γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα.
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της: Χαρίλαος Τρικούπης: Ο πολιτικός του «Τις πταίει;» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας 2017) και Σπυρίδων: Ο άλλος Τρικούπης (1788-1873).

σελίδες: 151 | isbn:978-960-435-676-8 | τιμή: 14 ευρώ

60' Ελλάδα - Γαύδος

 
youtube.com
Δες όλες τις εκπομπές στο http://www.alphatv.gr/60-ellada Δες όλες τις…

Σάμαλι με σιμιγδάλι και μαστίχα Χίου

 
Πληροφορίες για αυτόν τον ιστότοπο
xrysessyntages.gr
ΥΛΙΚΑ 1 ½ φλιτζάνι σιμιγδάλι ψιλό 1 ½ φλιτζάνι σιμιγδάλι χοντρό 1 ½ φλιτζάνι ζάχαρη 1 κουταλιά της σούπας μπέϊκιν πάουντερ ½ κουταλάκι του γλυκού σόδα 3 φλιτζάνια χυμό πορτοκάλι 1 κουταλιά της σούπας ξύσμα πορτοκαλιού ½ κουταλάκι του γλυκού μαστίχα Χίου κοπανισμένη ΣΙΡΟΠΙ 1 ½ ποτήρι ζάχαρη 1 ½ ποτήρι νερό Χυμό ενός λεμονιού […]
Διαφήμιση
ΥΛΙΚΑ
1 ½ φλιτζάνι σιμιγδάλι ψιλό
1 ½ φλιτζάνι σιμιγδάλι χοντρό
1 ½ φλιτζάνι ζάχαρη
1 κουταλιά της σούπας μπέϊκιν πάουντερ
½ κουταλάκι του γλυκού σόδα
3 φλιτζάνια χυμό πορτοκάλι
1 κουταλιά της σούπας ξύσμα πορτοκαλιού
½ κουταλάκι του γλυκού μαστίχα Χίου κοπανισμένη
ΣΙΡΟΠΙ
1 ½ ποτήρι ζάχαρη
1 ½ ποτήρι νερό
Χυμό ενός λεμονιού
Φλούδες ενός λεμονιού
3 βανίλιες άρωμα
2 κουταλιές της σούπας γλυκόζη
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σε ένα μπολ ανακατεύουμε όλα τα υλικά μαζί, τα κλείνουμε με μια διάφανη μεμβράνη, τα σκεπάζουμε με μια κουβέρτα και τα αφήνουμε τέσσερις ώρες, μέχρι να φουσκώσει το σιμιγδάλι και να πήξει.
Αφού λαδώσουμε καλά ένα ταψί 30 εκατοστών, ρίχνουμε μέσα το μίγμα και το χαράζουμε σε μπακλαβαδωτά κομμάτια.
Πάνω σε κάθε κομμάτι καρφώνουμε από ένα μοσχοκάρφι ή από ένα ολόκληρο ασπρισμένο αμύγδαλο.
Ψήνουμε στον αερόφουρνο στους 170 βαθμούς κελσίου περίπου για 40 λεπτά.
Όταν κρυώσει το γλυκό το σιροπιάζουμε με καυτό σιρόπι και το πασπαλίζουμε με κανέλα.
prettylife
 

Τόμας Στερνς Έλιοτ ( 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965 )

 
homouniversalisgr.blogspot.com
O Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965) ήταν Αγγλο-Αμερικάνος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), η Έρημη Χώρα (1922), τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).
Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι. Ο παππούς του, Γουίλιαμ Γκρήνλιφ Έλιοτ (1811-1887), ήταν ουνιταριστής κληρικός, συνιδρυτής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Μιζούρι και δεσπόζουσα φυσιογνωμία της οικογένειας του, αν και ο ίδιος ο Έλιοτ δεν τον γνώρισε καθώς είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Χένρυ Γουερ Έλιοτ (1843-1919) ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, πρόεδρος της κερδοφόρας εταιρείας Hydraulic-Press Brick Company, και φημιζόταν για την ικανότητά του σε οικονομικά ζητήματα. Η μητέρα του, Σαρλότ Σαμπ Στερνς (1843-1929), εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι πρόγονοί τους ήταν Άγγλοι και Γάλλοι. O Έλιοτ ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας και οι γονείς του τον απέκτησαν όταν είχαν ήδη ξεπεράσει την ηλικία των σαράντα ετών. Οι τέσσερις αδελφές του ήταν έντεκα έως δεκαεννέα χρόνια μεγαλύτερες από εκείνον, ενώ ο αδελφός του οκτώ χρόνια μεγαλύτερος. Υπήρξε ευπαθές παιδί και γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκαζε να φοράει ειδικό επίδεσμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών, ο Έλιοτ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τοπικό σχολείο και το 1898 ξεκίνησε να φοιτά στην «Ακαδημία Σμιθ» (Smith Academy) του Σαιντ Λιούις, που αποτελούσε προπαρασκευαστική σχολή για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον. Το πρόγραμμα των σπουδών του περιλάμβανε ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Στην ακαδημία, ο Έλιοτ έδειξε δείγματα μελετηρού μαθητή με καλούς βαθμούς, ενώ παράλληλα εξέδιδε μόνος του ένα περιοδικό ποικίλης ύλης με τίτλο The Fireside, ερχόμενος από νωρίς σε επαφή με τη συγγραφή. Παρά τις καλές του επιδόσεις και ενώ είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, οι γονείς του αποφάσισαν να φοιτήσει για ένα χρόνο στο προπαρασκευαστικό σχολείο της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Έλιοτ εγκατέλειπε το προστατευτικό οικογενειακό του περιβάλλον.
Τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ. Κατά το πρώτο έτος σπουδών, επέλεξε τα μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, της μεσαιωνικής ιστορίας και της γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Υπήρξε επίσης μέλος του συμβουλίου του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate, στο οποίο είχε δημοσιεύσει και ο ίδιος ορισμένα ποιήματά του. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, ο Έλιοτ συνεργάστηκε με δύο διακεκριμένους καθηγητές, τον ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον Ίρβινγκ Μπάμπιτ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1910 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και επισκέφτηκε κυρίως το Παρίσι. Στη διάρκεια της παραμονής του μελετούσε παράλληλα γαλλική φιλολογία, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και παρακολούθησε παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν. Την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε τα δύο μεγάλα ποιήματα της νεότητάς του, The Love Song of J. Alfred Prufrock και Portrait of a Lady. Εκτός από το Παρίσι, ο Έλιοτ επισκέφτηκε επίσης το Μόναχο και πιθανότατα το Λονδίνο.
Το 1911 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εγγράφηκε ως διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα της φιλοσοφίας. Μελέτησε σανσκριτικά παρακολουθώντας το μάθημα της ινδικής φιλολογίας και αργότερα ινδική φιλοσοφία, ακολουθώντας τη διαδρομή άλλων Αμερικανών διανοουμένων, προς τη διερεύνηση της ανατολικής θρησκείας. Αργότερα, ο Έλιοτ εγκατέλειψε αυτή την πορεία και στράφηκε σε περισσότερο «συμβατικούς» τομείς της φιλοσοφίας και της συγκριτικής μεθοδολογίας, παρακολουθώντας διαλέξεις των Τσαρλς Λάνμαν, Τζοσάια Ρόυς και Μπέρτραντ Ράσελ. Στις αρχές του 1914, εκμεταλλευόμενος μία υποτροφία που του πρόσφερε το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στην Ευρώπη με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο Merton College της Οξφόρδης, όπου επρόκειτο να ολοκληρώσει τη διατριβή του για τον βρετανό φιλόσοφο Φ. Χ. Μράντλεϋ, υπό την εποπτεία του Χάρολντ Γιόακιμ
Αγγλία
Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και αφού νωρίτερα είχε φροντίσει να επισκεφτεί το Βέλγιο και την Ιταλία. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντας του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. Με την έναρξη του φθινοπωρινού τριμήνου, Ο Έλιοτ ξεκίνησε τα μαθήματα φιλοσοφίας, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Το 1915 ήταν το έτος που σημάδεψε την προσωπική του ζωή, καθώς γνώρισε την Βίβιεν Χέι-Γουντ (1888-1947), την οποία παντρεύτηκε στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Ληξιαρχείο του Χάμστεντ, κρατώντας αρχικά κρυφό το γάμο από τους γονείς του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση προκειμένου να συντηρούνται. Εκείνη την περίοδο, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε στενή σχέση με το ζεύγος, πατερναλιστική όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος, και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του. Χάρη σε μεσολάβηση του Ράσελ, ο Έλιοτ ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman.
Τον Απρίλιο του 1916 παρέδωσε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη διατριβή του, με τίτλο Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley, αποφασισμένος να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των γονέων του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Στα τέλη του έτους, παραιτήθηκε από το δημοτικό σχολείο και παρά την αρχική του πρόθεση να συντηρηθεί αποκλειστικά από τις κριτικές του, χρειάστηκε για οικονομικούς λόγους να δεχθεί μία θέση στην τράπεζα Lloyds, την οποία εξασφάλισε χάρη σε ενέργεια του γενικού διευθυντή της, που ήταν φίλος της οικογένειας των Χέι-Γουντ. Την ίδια περίπου περίοδο εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, χάρη στην μεσολάβηση του Πάουντ, και ο Έλιοτ προσελήφθη ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό Egoist. Όταν το 1917 η Αμερική εισήλθε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ωστόσο εξαιτίας της κήλης του και ενός προβλήματος ταχυκαρδίας κρίθηκε ακατάλληλος για ενεργό υπηρεσία. Επιχείρησε να ενταχθεί στην Υπηρεσία ΠΛηροφοριών του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς επιτυχία, και αργότερα του προτάθηκε μία θέση στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, ωστόσο εξαιτίας καθυστερήσεων, ο Έλιοτ τελικά δεν υπηρέτησε, παρά τις προσπάθειες του.
Ο ποιητής με την Βιρτζίνια Γουλφ
πρώτη εκδότρια της «Έρημης χώρας»,
σε φωτογραφία του 1924
Το επόμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από βαρύ φόρτο εργασίας για τον Έλιοτ, αναγκασμένος να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην τράπεζα, τη βιβλιοκριτική ή τα δοκίμια του και τη συζυγική ζωή, συγχρόνως με οικονομικές δυσχέρειες αλλά και προβλήματα υγείας τόσο της συζύγου του όσο και δικά του, για τα οποία κατέφυγε κάποια στιγμή στη θεραπεία του ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη. Το 1922 εκδόθηκε το ποίημα Έρημη Χώρα, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Με την Έρημη Χώρα καταδίκασε τη ματαιότητα της σύγχρονης ζωής και γνώρισε παγκόσμια αποδοχή και αναγνώριση. Την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Criterion (Κριτήριο) στο οποίο δημοσίευσε πολυάριθμες κριτικές και θεωρητικά κείμενα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση των έργων άλλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Μέσα στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του, ο Έλιοτ συγκέντρωσε αρκετούς ικανούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ. Την περίοδο αυτή, η αυξανόμενη θρησκευτική του πίστη, τον έστρεψε προς την Αγγλικανική Εκκλησία και στις 29 Ιουνίου βαφτίστηκε με μεγάλη μυστικότητα και έγινε επίσημα δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Έλιοτ διέκρινε στο αγγλοκαθολικό ρεύμα τη συνέχεια μία παράδοσης και ένα είδος επιστροφής του στη θρησκεία των άγγλων προγόνων του. Η θρησκευτική τάση του αποτυπώθηκε και στα κείμενα του στο Criterion, τα οποία δεν αφορούσαν τόσο λογοτεχνικά ζητήματα, όσο εξέφραζαν τις αναλύσεις του για δημόσια θέματα, τα οποία προσέγγιζε κατά ομολογία του ως «ηθικολόγος», παρά ως καλλιτέχνης. Η χριστιανική του μεταστροφή αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με καχυποψία από τους παλιούς του φίλους λογοτέχνες, όπως τον Πάουντ και τον Γουίνταμ Λιούις. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε Βρετανός πολίτης, σε μία περιόδο που σταδιακά αναγνωριζόταν ως εκπρόσωπος των αγγλικών γραμμάτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γάμος του με την Βίβιεν είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει κρίση, η οποία οδήγησε τελικά στο χωρισμό τους, το 1933, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα ενός νέου ξεκινήματος για τον Έλιοτ. Τα επόμενα δύο χρόνια ολοκλήρωσε τα πρώτα του θεατρικά έργα The Rock (1934) και To Φονικό στην Εκκλησιά (1935). Το τελευταίο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και ταυτόχρονα επαινέθηκε από τους κριτικούς. Η Βίβιεν Χέι-Γουντ πέθανε αργότερα σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική του βόρειου Λονδίνου, το 1947. Στις αρχές του 1938, εκδόθηκαν δύο συλλογές του έργου του, το Essays Ancient and Modern, με δοκίμια του, καθώς και η συλλογή Collected Poems 1909-1935 που περιλάμβανε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος Burnt Norton, και έλαβε ευμενείς κριτικές, ανάλογες του κύρους που είχε αποκτήσει πλέον ο Έλιοτ.
Τελευταία χρόνια
Το Νοέμβριο του 1948 τού ανακοινώθηκε πως κέρδισε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και μετέβη στη Στοκχόλμη για την απονομή του. Παρά την ικανοποίησή του, ο Έλιοτ ανησυχούσε για τα επακόλουθα της μεγάλης φήμης που αποκτούσε, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από ανάλογη βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Η ανασφάλεια του γύρω από το ποιητικό του έργο ή το κατά πόσο θα κατόρθωνε να αντεπεξέλθει σε αυτό, υπήρξε χαρακτηριστικό του γνώρισμα, από τα πρώτα βήματά του. Τη βράβευση του με το Νόμπελ, ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολυάριθμες απονομές τιμητικών τίτλων και απονομών.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1957, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την τριαντάχρονη Βάλερι Φλέτσερ, η οποία στο παρελθόν υπήρξε γραμματέας του. Ο δεύτερος γάμος του τελέστηκε, όπως και ο πρώτος, με μυστικότητα, και ήταν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και συντομότερος σε διάρκεια. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε έντονα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1964 ταξίδεψε για τελευταία φορά στη γενέτειρά του και μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1964, κατέρρευσε στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε βαθύ κώμα και παράλυτος από την αριστερή πλευρά. Πέθανε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1965 από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του.
Ο Έλιοτ με τη Βίβιεν Γουντ, Λονδίνο 1916
Έργο
Ποίηση
Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ(The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry και χάρη σε παρότρυνση του Έζρα Πάουντ προς τη Χάριετ Μονρόε, ιδρυτή του περιοδικού. Ο Έλιοτ είχε συνθέσει το ποίημα νωρίτερα, την περίοδο από το Φεβρουάριο του 1910 έως τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Ο Έζρα Πάουντ είχε συμβολή και στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του Έλιοτ, καθώς ήταν εκείνος που καταρχήν είχε την ιδέα αλλά και οργάνωσε το υλικό που περιείχε. Το Prufrock and Other Observations εκδόθηκε το 1917 και αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με σύντομες και αρνητικές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Η κριτική του The Times Literary Supplement, σύμφωνα με την οποία «[...] τα ποιήματά του δύσκολα θα διαβαστούν από πολλούς με ευχαρίστηση»[6], στο τεύχος της 21ης Ιουνίου του 1917, αποτυπώνει την γενικευμένη εντύπωση που προκάλεσε το έργο στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Τον Οκτώβριο του 1922, ο Έλιοτ δημοσίευσε την Έρημη Χώρα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Criterion. Η ακριβής περίοδος κατά την οποία γράφτηκε παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ. Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική. Οι υπερασπιστές του το ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παιχνίδι ή ακατανόητο. O κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον θεωρούσε την Έρημη Χώρα «ό,τι καλύτερο παρουσιάστηκε».
Στα σημαντικότερα έργα του Έλιοτ ανήκει και η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) η οποία εκδόθηκε το 1943, αποτελούμενη από τα ποιήματα Burnt Norton (1935), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942), τα οποία είχαν παλαιότερα δημοσιευτεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας ευνοϊκες κριτικές στον αγγλικό τύπο. Υπήρξε το πρώτο ποιητικό έργο με το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και μέσα από το οποίο κατάφερε να εκφράσει με τον πιο καθαρό τρόπο τις χριστιανικές του πεποιθήσεις[9] παρέχοντας συγχρόνως μία ολοκληρωμένη εικόνα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα Τέσσερα Κουαρτέτα ως το καλύτερο έργο του.
Θέατρο
Στο χρονικό διάστημα μετά την Έρημη Χώρα, κατά το οποίο ο Έλιοτ δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικό, ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα να προσανατολιστεί στο θέατρο. Επιθυμούσε τότε να απομακρυνθεί από την τεχνοτροπία της Έρημης Χώρας και κατά αναλογία με την επιτυχία της να δημιουργήσει μία νέα μορφή ποίησης, επιδίωκε να οικοδομήσει ένα νέο είδος θεατρικού έργου, πρόθεση που αποτυπώθηκε στο πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Sweeney Agonistes, το οποίο έγραφε από το 1923 και εκδόθηκε το 1926. Το 1934 ολοκλήρωσε τη φαντασμαγορία The Rock που εντάσσεται στο είδος του ποιητικού δράματος της δεκαετίας του '30 και εξιστορεί την κατασκευή μίας εκκλησίας. Το έργο είχε απήχηση στο κοινό και στους κριτικούς. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε επίσης στους εκκλησιαστικούς κύκλους, γεγονός που οδήγησε στην παραγγελία ενός θεατρικού έργου του Έλιοτ για το φεστιβάλ του Καντέρμπουρι που επρόκειτο να διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο. Ο Έλιοτ ολοκλήρωσε για το σκοπό αυτό το Φονικό στην Εκκλησιά που παρουσιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στις 19 Ιουνίου του 1935 και έλαβε επαινετικές κριτικές. Κεντρικό θέμα του έργου αποτελεί ο φόνος του μάρτυρα και αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ. Ο Έλιοτ κλήθηκε να γράψει αργότερα και άλλα ιστορικά και θρησκευτικά έργα, ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε την επανάληψη, θεωρώντας πως ένα ποιητής οφείλει να αποστρέφεται τις δημιουργίες του παρελθόντος του.
Μικρότερη επιτυχία και κριτική αποδοχή είχε το επόμενο θεατρικό έργο του Έλιοτ The Family Reunion, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Γουέστμινστερ στις 21 Μαρτίου του 1939. Σε αυτό, ο Έλιοτ επεδίωκε τη επανασύνδεση θρησκευτικού και κοσμικού δράματος ενώ κύρια πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τραγωδία Ευμενίδες του Αισχύλου. Περίπου στις αρχές του 1948 καταπιάστηκε με τη συγγραφή του θεατρικού έργου The Cocktail Party, το οποίο παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον επόμενο χρόνο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα θεατρικά έργα The Confidential Clerk (1953) και The Elder Statesman (1958).
Επίδραση
Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος. Η επίδραση που άσκησε ο Έλιοτ στον Γιώργο Σεφέρη είναι ιδιαίτερη και σημαντική. Ο Έλληνας νομπελίστας εκτός από την Έρημη Χώρα μετέφρασε και το έμμετρο θεατρικό έργο Φονικό Στην Εκκλησία



Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ 

A΄. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ 
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας 
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας 
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας 
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές. 
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας 
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας 
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς. 
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε 
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες, 
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν, 
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα. 
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch. 
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα, 
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο, 
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. 
Και πήραμε την κατηφόρα. 
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.
 Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο. 
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν 
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου, 
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο 
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος, 
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση, 
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο 
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο, 
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου), 
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό 
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου 
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει 
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο. 
Frisch weht der Wind 
Der Heimat zu, 
Mein Irisch KindWo weilest du? 
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο· 
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα». 
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων, 
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα 
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν 
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε, 
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή. 
Oed’und leer das Meer. 
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα, 
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα 
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης, 
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. 
Εδώ, είπε, Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός, 
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!) 
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων, 
Η δέσποινα των καταστάσεων. 
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός, 
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί, 
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο, 
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. 
Δε βρίσκω Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό. 
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο. 
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου, 
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου: 
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας. 
Ανύπαρχτη Πολιτεία, 
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής, 
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί, 
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς. 
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν, 
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια. 
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ, 
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες 
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά. 
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον! 
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια ! 
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο, 
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο; 
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του; 
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο, 
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι ! Συ ! 
hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère ! »  

Διαβάστε όλη την Ερημη Χώρα σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη εδώ:

Τέσσερα κουαρτέτα: «Burnt Norton»
I
Ὁ παρών χρόνος καί ὁ παρελθών χρόνος
εἶναι ἴσως καί ὁ δύο παρόντες στόν μέλλοντα χρόνο,
καί ὁ μέλλων χρόνος περιέχεται στόν παρελθόντα χρόνο.
Ἄν ὅλος ὁ χρόνος εἶναι αἰωνίως παρών
ὅλος ὁ χρόνος δέν μπορεῖ νά πληρωθεῖ.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ εἶναι μιά ἀφαίρεση
πού παραμένει μιά διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ ἕναν κόσμο ἀπό εἰκασίες.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
Βήματα ἀντηχοῦν στή μνήμη
στό μονοπάτι πού δέν πήραμε
πρός τήν πόρτα πού ποτέ δέν ἀνοίξαμε
τοῦ κήπου μέ τίς τριανταφυλλιές. Οἱ λέξεις μου ἀντηχοῦν
ἑπομένως, στό μυαλό σου.
Ὅμως γιά ποιό λόγο
νά ταράξει κανείς τή σκόνη στήν κούπα μέ τά ροδόφυλλα
δέν ξέρω.
Ἄλλοι ἀντίλαλοι
κατοικοῦν στόν κῆπο. Θά τούς ἀκολουθήσουμε;
Γρήγορα, εἶπε τό πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
ἐδῶ γύρω. Μέσα ἀπό τήν πρώτη πύλη,
στόν πρῶτο μας κόσμο, θ’ ἀκολουθήσουμε
τῆς τσίχλας τήν ἀπάτη; Στόν πρῶτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν ἐκεῖ, ἐπιβλητικοί, ἀόρατοι.
Κινοῦνταν ἀβίαστα, πάνω ἀπό τά νεκρά φύλλα,
στή ζέστη τοῦ φθινοπώρου, μέσα ἀπό τόν παλλόμενο ἄνεμο,
καί τό πουλί λάλησε, ἀπαντώντας
στήν ἀνήκουστη μουσική κρυμμένης στούς θάμνους,
καί οἱ ἀθέατες ἀχτίνες τῶν ματιῶν διασταυρώθηκαν, γιατί τά τριαντάφυλλα
εἶχαν τήν ὄψη λουλουδιῶν πού κάποιος τά κοιτάζει.
Βρίσκονταν ἐκεῖ ὡς καλεσμένοι μας, πού τούς δεχόμασταν καί μᾶς δέχονταν.
Ἔτσι κινήσαμε, κι αὐτοί μαζί, μέ τρόπο τελετουργικό,
κατά μῆκος τῆς ἔρημης ἀλέας, στῶν πυξαριῶν τόν κύκλο,
νά δοῦμε τή στραγγισμένη λιμνούλα.
Στεγνή ἡ λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο, καφετί στίς ἄκρες,
καί ἡ λιμνούλα γέμισε μέ νερό ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου,
καί ὁ λωτός ἀναδύθηκε, ἥσυχα, ἥσυχα,
ἡ ἐπιφάνεια ἔλαμψε ἀπό τήν καρδιά τοῦ φωτός,
καί ἐκεῖνοι ἦταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι στή λιμνούλα.
Ὕστερα πέρασε ἕνα σύννεφο, κι ἄδειασε ἡ λιμνούλα.
Φύγετε, εἶπε τό πουλί, γιατί οἱ φυλλωσιές ἦταν γεμάτες μέ παιδιά,
μέ ἔξαψη κρυμμένα, τά γέλια συγκρατώντας.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, εἶπε τό πουλί: τό ἀνθρώπινο εἶδος
δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει πολλή πραγματικότητα.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶχε συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ





Φονικό στην εκκλησιά
Το Φονικό στην Εκκλησιά είναι ποιητικό όραμα και γράφτηκε για τις γιορτές του Καντέρμπουρι το 1935. Η υπόθεση του έργου στηρίζεται σε περιστατικά της ιστορίας της Αγγλίας του 12ου αι. Ο Θωμάς Μπέκετ, καγκελάριος του βασιλιά Ερρίκου Β' και έπειτα αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας (Canterbury) αγωνίστηκε με πάθος για τα δικαιώματα της εκκλησίας, και αυτό τον έφερε σε διαμάχη με το βασιλιά. Ο Θωμάς φεύγει στη Γαλλία. Ύστερα από μια επιφανειακή συμφιλίωση ξαναγυρίζει στην Αγγλία και σε λίγο δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στο μητροπολιτικό ναό. Ο Έλιοτ συνοψίζει ως εξής την υπόθεση του έργου: «Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Κεντρικό πρόσωπο στο έργο είναι ο Αρχιεπίσκοπος Θωμάς.
Ο Γ. Σεφέρης στην εισαγωγή της μετάφρασής του λέει: «Θα ήταν λάθος να κρίνει κανείς το έργο ιστορικά, με τις επιχειρηματολογίες της σκοπιμότητας... Η πράξη του έργου ξετυλίγεται σε άλλη στάθμη· είναι η μάχη με το αξεχώριστο κακό... Είναι ο αγώνας ενός ανθρώπου με την περηφάνια του. Με τον ίδιο τρόπο θα ήταν επίσης λάθος αν έβλεπε κανείς τον ήρωα του δράματος σαν έναν κομματάρχη του ιερατείου που έστησε πόλεμο με τον οποιοδήποτε φορέα της κοσμικής εξουσίας». Βασικό ρόλο στο έργο παίζει ο χορός που αποτελείται από ταπεινές γυναίκες της Καντερβουρίας, που αντιπροσωπεύουν το λαό, πάνω στον οποίο έχουν τον αντίχτυπό τους τα πάθη των προσώπων. «Ένα κακό», λέει ο Σεφέρης, «δεν είναι ιδιωτική υπόθεση· απλώνεται σ' όλον τον κόσμο — κι όλοι πληρώνουν». Αυτή τη συνείδηση εκφράζει το χορικό που παραθέτουμε.
Η σκηνή τοποθετείται στην Αρχιεπισκοπή της Καντερβουρίας, λίγο πριν φτάσει ο Θωμάς. Ένας μαντατοφόρος έχει αναγγείλει την επιστροφή του από την εξορία και την επιφανειακή συμφιλίωση με το βασιλιά.
ΧΟΡΟΣ
Δεν έχουμε εδώ μένουσα πόλη, δεν είναι εδώ γωνιά
ν' ακουμπήσεις.
Κακός ο αγέρας, κακός ο καιρός, αβέβαιο το κέρδος,
βέβαιος ο κίνδυνος.
Ω αργά αργά αργά, αργοπορεμένος ο καιρός, αργά
πολύ αργά, και σάπιος ο χρόνος·
Ο άνεμος πονηρός, το πέλαγο πικρό, και στάχτη ο ουρανός,
στάχτη στάχτη στάχτη.
Ω Θωμά, γύρισε πίσω, Αρχιεπίσκοπε· γύρισε,
γύρισε στη Γαλλία.
Γύρισε. Γρήγορα. Ήσυχα. Κι άσε μας ήσυχα ν' αφανιστούμε.
Έρχεσαι με γιορτές, έρχεσαι με χαρές, μα έρχεσαι φέρνοντας
θάνατο στην Καντερβουρία:
Μια μοίρα πάνω στο σπίτι, μια μοίρα πάνω σου, μια μοίρα πάνω
στον κόσμο.
Τίποτα δε γυρεύουμε να γίνει.
Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα.
Πετύχαμε να μη μας προσέχουν.
Ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
Είχαμε φτώχια και παραλυσία,
Είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
Ζώντας και ψευτοζώντας.
Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
Κάποτε έχουμε καλή σοδειά.
Τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
Τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
Τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
Τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας.
 Ζώντας και ψευτοζώντας.
Γιορτάσαμε τις γιορτές, πήγαμε στην εκκλησιά,
Φτιάξαμε μπίρα και μηλίτη,
Μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα,
Κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
Κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
Κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
Ζώντας και ψευτοζώντας.
Είδαμε γέννες, γάμους και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής λογής.
Είχαμε φόρους που μας βασανίζαν.
Είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
Εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
Ανεξήγητα, και κάποιες δεν ήτανε γι' αυτά.
Όλοι μας είχαμε τους προσωπικούς μας τρόμους
Τους ιδιαίτερους ίσκιους μας, τους μυστικούς μας φόβους.
Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε απάνω μας, φόβος όχι
του ενός μα των πολλών.
Ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο, καθώς βλέπουμε
τη γέννηση και το θάνατο μόνους
Μέσα σ' ένα κενό, ξεχωριστά.
Φοβούμαστε ένα φόβο που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, που
δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε που κανείς δεν καταλαβαίνει,
Κι οι καρδιές μας ξεριζώνονται το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού, κι ο εαυτός μας
χαμένος χαμένος
Σ' έναν τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει. 
Ω Θωμά Αρχιεπίσκοπε.
Ω Θωμά Άρχοντέ μας, άφησέ μας κι άφησέ μας να
μείνουμε μέσα στην ταπεινή την ξεθωριασμένη
κορνίζα της ύπαρξής μας, άφησέ μας μη μας ζητάς
Ν' αντισταθούμε στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα του
Αρχιεπίσκοπου, στη μοίρα του κόσμου.
Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος κι ασφαλισμένος για το
πεπρωμένο σου, άφοβος μέσα στους ίσκιους, τάχα
λογάριασες τι ζητάς, λογάριασες τι σημαίνει
Για το μικρό λαό, τον τραβηγμένο μέσα στο υφάδι του
πεπρωμένου, το μικρό λαό που ζει μέσα σε
μικροπράγματα.
Το τέντωμα του νου του μικρού λαού που αντιστέκεται
στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα τ' αφέντη του,
στη μοίρα του κόσμου:
Ω Θωμά. Αρχιεπίσκοπε, άφησέ μας, άφησέ μας, άφησε
το Δούβρο, το σκυθρωπό, και κάνε πανιά για τη
Γαλλία. Θωμά Αρχιεπίσκοπέ μας, Αρχιεπίσκοπέ
μας ακόμη και στη Γαλλία. Θωμά Αρχιεπίσκοπε,
σήκωσε τ' άσπρο πανί ανάμεσα στη στάχτη
τ' ουρανού και το πικρό το πέλαγο, άφησέ μας, άφησέ
μας για τη Γαλλία.
μτφρ: Γιώργος Σεφέρης

συνέχεια

Δημοφιλείς αναρτήσεις