vivliopoleiopataki.gr
Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου σε βαθιά λογοτεχνικά νερά
*Ο
Τέος Ρόμβος έχει συντάξει μια άκρως ενδιαφέρουσα «πειρατική βιβλιοθήκη»
την οποία μπορείτε να συμβουλευτείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://romvos.wordpress.com/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%b3%ce%b5%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%b9
Γράφει ο Φίλιππος Μανδηλαράς
Πολλή
κουβέντα γίνεται για τις εναρκτήριες φράσεις των μυθιστορημάτων, για
τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη στον
κόσμο που έχει δημιουργήσει (τόπο και χρόνο), παρουσιάζει τον ήρωά του
και δίνει το αφηγηματικό του στίγμα.
Την κουβέντα αυτή μπορούμε να την ξαναπιάσουμε με αφορμή το μυθιστόρημα Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής
του Γιώργου Χατζόπουλου γιατί, σε συνδυασμό με τον μακροσκελή τίτλο του
που (με τη βοήθεια της εικόνας του εξωφύλλου) προσδιορίζει τόπο, είδος
και χρόνο, η εναρκτήρια φράση του («Μισοπλαγιασμένοι ο ένας στην πλώρη
κι ο άλλος στην πρύμνη, με τα μάτια σφαλιστά και τα κεφάλια ν’ ακουμπάνε
στην κουπαστή, κρατάμε δυνάμεις μήπως κι αντέξουμε άλλη μια μέρα»)
αποτελεί έμμεση αναφορά στους εναρκτήριους στίχους της εμβληματικής Αμοργού του
Νίκου Γκάτσου («Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον
άνεμο κρεμασμένα/ Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα
στων σφουγγαριών τα σεντόνια») και προσδιορίζει με απόλυτη ακρίβεια τον
τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένο. Γι’ αυτό τον λόγο, δε θα πρέπει να
μας κάνει εντύπωση ούτε το φροντισμένο γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου
ούτε (ακόμα περισσότερο) οι βιβλιογραφικές αναφορές σε έργα των
Καρκαβίτσα, Παπαδιαμάντη και Κόντογλου, αλλά και σε στίχους δημοτικών
τραγουδιών. Άλλωστε η εναρκτήρια φράση μάς προειδοποιεί ότι εισερχόμαστε
σε ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο σύγχρονος συγγραφέας συνομιλεί με
ομότεχνούς του του παρελθόντος, δανείζεται λέξεις, φράσεις και –κυρίως–
εικόνες από το έργο τους, πλέκει το έργο του γύρω απ’ αυτές κι ανάμεσά
τους, δημιουργεί τελικά ένα λογοτεχνικό σύμπαν που περικλείει ένα μεγάλο
μέρος της «θαλασσινής» λογοτεχνίας του τόπου μας, έτσι όπως γράφτηκε
στα τέλη του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού.
Εκτός
όμως από τον τρόπο, ο Γιώργος Χατζόπουλος χρειάζεται να ξεκαθαρίσει
πολύ γρήγορα για ποιο είδος πειρατή μιλάει καθώς, απευθυνόμενος σε
προεφηβικό και εφηβικό (ως επί το πλείστον) κοινό, που είναι γαλουχημένο
με εικόνες πειρατών και κουρσάρων της Καραϊβικής ή, έστω, των απέραντων
ωκεανών, είναι υποχρεωμένος να μετακινήσει το φαντασιακό τους σε
θάλασσες πιο στενές, ορίζοντες μετρημένους σε διψήφιο νούμερο ναυτικών
μιλίων το πολύ, νησιά που σήμερα πλέουν ατάραχα στο Αιγαίο με σημαία την
τουριστική εκμετάλλευση, ακτές που οι αναγνώστες του αναγνωρίζουν
μονάχα ως ευκαιρία για βουτιές και ατελείωτο παιχνίδι. Και τα καταφέρνει
θαυμάσια, καθώς μόλις τρεις σελίδες μετά την εναρκτήρια φράση του
μυθιστορήματος παρακολουθούμε τον βίαιο, ειρωνικό και τραγικό θάνατο του
«πατέρα-αρχιπειρατή» Γάντζου Σούσουρα στη Σαντορίνη και στη συνέχεια
τον βιαστικό ενταφιασμό του, καθώς και το μεταθανάτιο τιμητικό γλέντι
που ακολουθεί. Άλλη εποχή, άλλα ήθη, άλλος κόσμος.
Από
κει και πέρα, κι εφόσον ο αναγνώστης έχει απαλλαγεί από τη δυτική και
χολυγουντιανή εκδοχή του πειρατή με την οποία είναι γαλουχημένος, όλα
γίνονται απλά γιατί δεν υπάρχουν αμφισημίες. Ο αναγνώστης μπαίνει με
δικό του ρίσκο σε έναν κόσμο επικίνδυνο, τη χρονιά της άφιξης του
Καποδίστρια στην Ελλάδα (1828), τη χρονιά που ο Μιαούλης, ως αρχηγός του
ελληνικού στόλου, καταδιώκει τους συμπατριώτες του πειρατές παντού στο
Αιγαίο, τη χρονιά που οι άνεμοι της εθνικής εξέγερσης του ’21 δείχνουν
να καταλαγιάζουν και οι μικροκαπεταναίοι υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν
τις χρόνια εγκατεστημένες αρπακτικές τους συνήθειες και να στρέψουν τις
λαγουδέρες τους προς την «πολιτισμένη» Δύση, όσο κι αν περιφρονούν τους
τρόπους, την πόζα και τις ίντριγκες των εκπροσώπων της.
Ο
Γιώργος Χατζόπουλος στήνει υποδειγματικά τους ήρωές του και, εκτός από
τους πρωταγωνιστές πειρατές με τα μυστηριώδη παρανόμια που αποτελούν
αφορμή για να αφηγηθεί τις ιστορίες τους (Γώγος ο Ξινόγαλος, Μήτσος ο
Ταπεινός, Λάκης ο Ζόρικος), που πλέκονται πάντοτε με αυτήν του ήρωά του
Νι Πι, φροντίζει να εμπλουτίσει την πινακοθήκη των ηρώων του με ξένους
«φιλέλληνες», δυτικοαναθρεμμένους Έλληνες, γοητευτικές και πιπεράτες
γυναίκες, μουσουλμάνους και χριστιανούς δουλεμπόρους – όλοι τους στο
κυνήγι λάφυρων και θησαυρών στη θάλασσα και στις ακτές της.
Παραπέρα
δε χρειάζεται να μιλήσω. Πώς μπλέκεται το νερό της ζωής –αθάνατο νερό
στην ιστορία–, ποιος είναι ο θησαυρός του Γάντζου Σούσουρα που όλοι
ψάχνουν κι αν τελικά υπάρχει, θα το ανακαλύψετε μόνοι σας. Αυτό που
χρειάζεται να πω είναι πως ο Νι Πι έρχεται να προστεθεί επάξια και να
εμπλουτίσει μια (παραδόξως) όχι ιδιαίτερα πλούσια σειρά ιστορικών
αφηγημάτων με θέμα την πειρατεία στο Αιγαίο, όπου, μεταξύ άλλων,
συναντάμε τον Πειρατή της Γραμβούσης του Κωνσταντίνου Ράδου, τον Πέδρο Καζάς του Φώτη Κόντογλου, τον Γεώργιο Νέγρο (ο τίγρης του Αιγαίου) του Τέου Ρόμβου* ή τους αιμοβόρους πειρατές στο Αιγαίο στις φλόγες του Ιουλίου Βερν.
Γιώργος Χατζόπουλος, Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής
Εξώφυλλο, εικόνες: Σοφία Γαλή