Πίνακας - Μιχάλης Κάσιαλος
homouniversalisgr.blogspot.com
Όταν οι Πλειάδες, οι θυγατέρες του Άτλαντα, αρχίζουν να
ανεβαίνουν στον ουρανό, ξεκίνα το
θερισμό σου, και το όργωμα όταν πια γέρνουν προς τη δύση τους. Σαράντα
νύχτες και ημέρες κρυμμένες και παρουσιάζονται ξανά με το γύρισμα του χρόνου όταν
πιάσεις να πρωτακονίσεις το δρεπάνι σου. Αυτός είναι των κάμπων, ο νόμος που
έχουν όσοι ζουν κοντά στην θάλασσα και κατοικούν την πλούσια γη, φαράγγια
δασωμένα και παχιά χωράφια : Γυμνός να σπέρνεις και γυμνός να οργώνεις και
γυμνός να θερίζεις , αν θέλεις όλα της Δήμητρας τα δώρα να σοδειάζεις στη
σωστή τους εποχή κι όλοι οι καρποί να σου ωριμάζουν με τι τους. Γιατί
αλλιώς, θα βρεθείς πιο ύστερα σ' ανάγκη και θα γυρίζεις ζητιανεύοντας τις
ξένες πόρτες, αλλά κανείς δεν θα σου δίνει τίποτε.
(Ησιόδου: Έργα και Ημέραι)
Σιτάρι
Είναι
το σημαντικότερο από τα αγρωστοειδή φυτά και το πιο πολύ διαδομένο στον
κόσμο, μετά το ρύζι. Από τα σπέρματά του, αφού αλεστούν, παράγεται
αλεύρι. Οι ρίζες του είναι όχι πολύ διακλαδωμένες, λεπτές και ινώδεις.
Οι βλαστοί είναι καλαμώδεις, απλοί, εύκαμπτοι, όρθιοι, κυλινδρικοί και
λείοι, κιτρινωποί και κοίλοι. Το ύψος του φτάνει μέχρι 1,30 μ. Ο βλαστός
είναι ο κύριος άξονας του σταχυού. Ανάλογα με την ποικιλία, τον τόπο
και την εποχή, το σιτάρι ανθεί από το Μάη μέχρι τον Αύγουστο. Είναι
πλούσια πηγή πρωτεϊνών και Β βιταμινών. Περιέχει ακόμα και πολλά
ιχνοστοιχεία όπως ο ψευδάργυρος.
Το
σιτάρι είναι από τα αρχαιότερα φυτά. Πότε ακριβώς καλλιεργήθηκε για
πρώτη φορά και ποια είναι η άγριά του μορφή δεν είναι απόλυτα γνωστό. Η
ποικιλία των ονομάτων στις διάφορες γλώσσες δείχνει ότι από τους
προϊστορικούς ακόμα χρόνους η καλλιέργειά του ήταν διαδομένη σε χώρες
μακρινές μεταξύ τους.
Θεόφιλος - Δήμητρα θεά γεωργίας |
Οι Κινέζοι π.Χ., θεωρούν το σιτάρι δώρο του Ουρανού. Μνημεία αρχαιότατα στην Αίγυπτο παρουσιάζουν το σιτάρι γνωστό πριν από τους ποιμένες βασιλείς και ανάγουν την εισαγωγή του στη θεά Ίσιδα
Οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούν ότι η θεά Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια του σιταριού στον Ελευσίνιο Τριπτόλεμο.
Το
σιτάρι αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό και αναπτύσσεται
μέχρι την πολική ζώνη. Η μεγάλη όμως θερμοκρασία και η φωτεινότητα της
ατμόσφαιρας ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξή του. Στον ισημερινό όμως η
καλλιέργεια περιορίζεται, εξαιτίας των λίγων βροχών. Το έδαφος
προετοιμάζεται καλά και σπέρνεται κατά το φθινόπωρο. Μερικές ποικιλίες
σιταριού σπέρνονται την άνοιξη. Σε κάθε στρέμμα χρησιμοποιούνται 10-25
κιλά, ανάλογα με το έδαφος και τον καιρό. Η βλάστηση του σιταριού
διακόπτεται το χειμώνα.
Θερισμός
Νικόλαος Λύτρας Χωράφι με στάχυα |
Το θέρος γινότανε τον Ιούνιο, τον θεριστή μήνα,
όταν πια είχανε ξεραθεί τα στάχυα κι είχε ωριμάσει ο καρπός. Το έμπειρο
μάτι του αγρότη δεν ξεγελιόταν, αν και ορισμένοι ήθελαν να δοκιμάζουν,
βάζοντας σπόρο στο στόμα τους και μασουλώντας τον, για να δουν αν είχε
μεστώσει. Αλλά ενώ στη σπορά ο ζευγολάτης δούλευε μόνος, βοηθώντας τον
καμιά φορά η γυναίκα του, στο θέρος επιστρατεύονταν όλα τα μέλη της
οικογένειας. Οι οικογένειες τότε ήταν κατά κανόνα πολύτεκνες. Τα
σκολαρούδια, όταν σχόλαζαν από το σχολείο, δεν πήγαιναν στο σπίτι αλλά
στο χωράφι, να φάνε και να βοηθήσουν. Τα μικρότερα κάνανε ό,τι
μπορούσαν, δηλαδή παίζανε ή τρέχανε στη βρύση για νερό. Και τα μωρά τα
κοίμιζαν στην ανάποδη του σαμαριού…
Θωμόπουλος Επαμεινώνδας-Ο Θερισμός |
Χαράματα έπιαναν δουλειά να προκάμουν, προτού πιάσει η δυνατή ζέστη. Όλη τη μέρα οι γυναίκες, σκυφτές, με τα μαντίλια και τα τσεμπέρια στο κεφάλι και με το δρεπάνι στο δεξί, θέριζαν
τον ευλογημένο καρπό και συναγωνίζονταν ποια θα βγει πρώτη στην άλλη
άκρη. Απλώνονταν σε απόσταση δύο σχεδόν μέτρων μεταξύ τους και τραβούσαν
καθεμιά τη δική της αράδα. Με το αριστερό χέρι μάτσωναν όσα στάχυα
μπορούσαν, τα έκοβαν με το γυριστό δρεπάνι,
φούχτωναν άλλα τόσα, τα έκοβαν κι αυτά και τ’ ακουμπούσαν χάμω. Και
συνέχιζαν. Στο κατόπι διάλεγαν 3 – 4 στάχυα από τα θερισμένα, τα πιο
μεγάλα, και με αυτά έδεναν τα υπόλοιπα κι έφτιαχναν το πρώτο τους χερόβολο.
Βαν Γκογκ Θημωνιές |
Ύστερα περνούσε ο δέτης,
άνδρας αυτός, που αγκάλιαζε κάμποσα χερόβολα και τα έδενε με λεπτές
βεργούλες (βίτσες) λυγαριάς ή αγριελιάς και έφτιαχνε τα δεμάτια. Αυτά τα
βιτσοδέματα τα ετοίμαζαν μέρες πιο πριν και αποβραδίς τα έβαζαν στο
νερό να μαλακώσουν. Αν δεν ήταν εύκολο να βρεθούνε βεργούλες, δένανε τα
δεμάτια με αυτοφυή αγριόσταχα -πολλά μαζί- που τα βρίσκανε στις άκρες
και στις παραβολές του χωραφιού. Ο δέτης φρόντιζε να βάζει τα χερόβολα
σταυρωτά, το ένα να κοιτάζει επάνω, το άλλο κάτω, για να δένονται
καλύτερα. Άλλοι, όμως, προτιμούσαν να τα δένουν χωρίς να τα σταυρώνουν,
για να προστατεύονται καλύτερα στις θημωνιές, όπου κάνανε άγριες επιδρομές τα σπουργίτια.
John Glover - My Harvest Home |
Ένας ακόμη άνδρας, ο κουβαλητής, φόρτωνε τα δέματα στο γάιδαρο και στη φοράδα, για να τα μεταφέρει δίπλα στο αλώνι, όπου τα ξεφόρτωνε κι έκανε τη θημωνιά.
Τα πρώτα δεμάτια τα τοποθετούσε όρθια και τα υπόλοιπα πλαγιαστά,
χτίζοντας τα γύρω-γύρω και με τον καρπό προς τα μέσα, που να μη
φαίνεται, για να μην τον τρώνε τα σπουργίτια, που μαζεύονταν χιλιάδες
στις θημωνιές.
Vincent van Gogh |
Συνήθως
στο θέρος δυο και τρεις οικογένειες αλληλοβοηθιούνταν και μαζεύονταν
πολλοί στο δύσκολο αγώνα. Θέριζαν κι άνδρες. Συνήθως οι γυναίκες, που
ήτανε πιο ευλύγιστες και επιδέξιες, τους ξεπερνούσαν και τους
κορόιδευαν. Όταν, όμως, δούλευαν πολλοί μαζί, έκαναν κέφι, τραγουδούσαν
καμιά φορά ή λέγανε πολλά αστεία και μαντινάδες. Έτσι ξεγελούσαν το
λιοπύρι και την κούραση. Το μεσημέρι τρώγανε με κέφι στη σκιά κάποιου
κοντινού δένδρου. Συνήθως, όταν οι θεριστές ήταν πολλοί, η οικοδέσποινα
φρόντιζε από τη νύχτα για το ψητό στο φούρνο κι ο κουβαλητής έτρεχε να
το φέρει. Και περίμεναν μετά το φαγητό κάμποση ώρα, να καταλαγιάσει η
δυνατή ζέστη, για να συνεχίσουν μέχρι αργά το βράδυ. Καμιά φορά, για να
τελειώσει το χωράφι, θέριζαν και με το φεγγάρι.
Leon Augustin Lhermitte |
Τα αλώνια
τα έφτιαχναν στις κορφές και στα μουράκια, δηλαδή στους λοφίσκους και
στα μικρά υψώματα, όπου φυσάει βοριαδάκι τις απογευματινές ώρες. Τα
αλώνια τα έφτιαχναν κυκλικά με ακτίνα 3 -4 μέτρα, τοποθετώντας όρθιες
πλάκες μέχρι 40 πόντους, ενώ το δάπεδο το κάλυπταν επίσης με πλάκες,
κατά κανόνα με άγρια επιφάνεια, για να μη γλιστράνε τα ζώα. Άλλοτε πάλι,
στην Κρήτη και αλλού, συνήθως το δάπεδο το έστρωναν με αργιλώδες χώμα.
Έκαναν παχιά λάσπη και την άπλωναν σε όλα τα σημεία. Όταν η λάσπη
ξεραινόταν, το δάπεδο γινότανε πολύ σκληρό.
ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ |
Οταν
τελείωνε το θέρος κι είχανε κουβαληθεί τα γεννήματα έξω από το αλώνι σε
χωριστές θημωνιές για κάθε δημητριακό (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη), άρχιζε
το αλώνισμα. Ήταν η εποχή του αλωνάρη μήνα, του Ιούλη.
Οι αλωνάρηδες έλυναν τα δεμάτια της θημωνιάς, πετούσαν μακριά τα
βιτσοδέματα και σκορπούσαν τα στάχυα σ’ όλη την κυκλική επιφάνεια του
αλωνιού.
Τα
ζώα – αγελάδες, γαϊδούρια – ζεμένα ερχόντουσαν γύρω-γύρω πεντέξι ώρες,
από τις 10 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα, στη φούρια της ζέστης
-Ιούλης μήνας- για να ποδοπατήσουν τα γεννήματα. Συνήθως έζευαν δύο ζώα
και σπανιότερα τρία, αλλά ο αλωνάρης
που τα καθοδηγούσε ακολουθούσε καβάλα στη φοράδα. Ήταν, όμως,
προτιμότερο τα πρώτα ζώα να είναι δύο και όχι τρία, γιατί σχεδόν πάντα
τραβούσαν και το ντουένι, το οποίο ήτανε δεμένο με αλυσίδα στο ζυγό. Το ντουένι ή δογάνη
ήταν ένα μακρόστενο ταβλί με πριόνια στην κάτω επιφάνεια, πολύ
αποτελεσματικό στο θρυμμάτισμα των σταχυών. Έβαζαν και μια βαριά πέτρα
επάνω ή ανέβαινε συνήθως ένα παιδί, που το ‘χε μεγάλη χαρά. Στην Κρήτη
είχαμε ένα ανάλογο γεωργικό εργαλείο, τον βωλόσυρο, που είχε μάκρος
ενάμισι μέτρο και πλάτος 60 πόντους.
ΓΚΥΣΤΑΒ ΚΟΥΡΜΠΕ "Το κοσκίνισμα του σταριού" |
Ύστερα άρχιζε η διαδικασία του λιχνίσματος.
Όλο το αλωνικό το στοίβαζαν στο βορινό ημικύκλιο του αλωνιού. Ύστερα
τέντωναν ένα σκοινί εκεί όπου τελείωνε το στοιβαγμένο αλωνικό,
πλακώνοντάς το στις άκρες με δύο πέτρες, για να μην παρασυρθεί από
κάποια αδέξια κίνηση. Στη συνέχεια με τα θρινάκια πετούσαν ψηλά
το αλωνικό, ο αέρας έπαιρνε το ελαφρύ άχυρο και το πήγαινε από την άλλη
μεριά του σκοινιού, ενώ ο καρπός σωριαζόταν στα πόδια των λιχνιστάδων.
Οι λιχνιστάδες
ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν
στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρατούσε αρκετή ώρα, ανάλογα κι
από την ένταση του αέρα. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε και τη
νύχτα. Δε γινότανε να εγκαταλείψουν τη δουλειά στη μέση. Ύστερα κοσκίνιζαν
τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που
δεν τους έπαιρνε ο αέρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και
κόπρανα των ζώων. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούσαν το δριμόνι, ένα
μεγάλο κόσκινο με διάμετρο ένα μέτρο περί¬που ή κόσκινο μικρότερο. Με το
κοσκίνισμα ο καρπός έπεφτε χάμω σ’ ένα πανί, ενώ τα άχρηστα αντικείμενα
τα πετούσαν μακριά.
ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ Ὁ παλιὸς μύλος |
Τελευταία δουλειά ήταν το σάκιασμα του καρπού και η μεταφορά του στο σπίτι με τη φοράδα ή το άλογο. Φυσικά, θα έπρεπε μετά ο καρπός να μεταφερθεί στο μύλο, να αλεστεί και να γίνει αλεύρι.
Γι’ αυτό, μετά τη μεταφορά του από το αλώνι, ή τον άφηναν προσωρινά στα
τσουβάλια ή τον έριχναν σε πιθάρια και σε μεγάλα ξύλινα κασόνια. Πριν
από το άλεσμα στο μύλο, ο καρπός έπρεπε πρώτα να πλυθεί και να
στεγνώσει.
Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, έπρεπε να σακιάσουν τα άχυρα,
για να τα μεταφέρουν στον αχυρώνα, ώστε να ελευθερωθεί το αλώνι για την
επόμενη αλωνισιά. Αν είχαν χρόνο, το αχεροσάκιασμα ξεκινούσε αποβραδίς,
μετά το λίχνισμα. Χρησιμοποιούσαν μεγάλα τσουβάλια και τετράγωνες
λινάτσες, τις γωνίες των οποίων έδεναν σταυρωτά. Τα άχυρα ήταν τροφή των
ζώων το χειμώνα. Η δουλειά αυτή, σάκιασμα στο αλώνι και ξεσάκιασμα στον
αχυρώνα, αν και φαίνεται εύκολη, ήταν και δύσκολη και μπελαλίδικη,
γιατί οι σακιαδόροι αναπνέανε τη σκόνη του άχυρου (τις κουμούρες) και
πνιγόντουσαν.
ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ Σταροχώραφο μὲ κυπαρίσσια ( 1889 ) |
Κατέβαιναν,
όμως, θεριστάδες και από τα χωριά «με τα ζώα των περιερχόμενοι τα χωρία
κατά μπουλούκια 10-15 εργατών ζητούντες εργασίαν». Αυτοί οι άνθρωποι
έμεναν στο ύπαιθρο ή σπανιότερα σε σπίτια φίλων ή συγγενών. Θέριζαν από
τις 2 το πρωί με το φεγγάρι μέχρι τις 8 το βράδυ ( 18 ώρες!). Ο κάθε
θεριστής θέριζε 40 δεμάτια και η αμοιβή του ήτανε 10%. Τα τέσσερα
δεμάτια που του αναλογούσαν, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, άξιζαν
μαζί με το άχυρο 152 δρχ., τη στιγμή που το κανονικό μεροκάματο είχε 70
δρχ. Αυτοί οι ξωμάχοι, ύστερα από τόσο σκληρή δουλειά ολίγων ημερών,
αλώνιζαν τα δεμάτια τους σ’ ένα ορισμένο σημείο και μετέφεραν το σιτάρι
και το άχυρο στα σπίτια τους με τα ζώα ή με αυτοκίνητο. Έτσι εξασφάλιζαν
το ψωμί των οικογενειών τους.
Παροιμίες
Θερισμός , Τάσος Αλεβίζος (1957) |
3) «Κότα τον Γενάρη, κέφαλο τον Αλωνάρη».
4) «Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
5) «Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες».
6) «Μικρό μικρό τ' αλώνι σου μ' ας είν' κατάδικο σου».
7) «Βόϊδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα και νιός να μην εθέριζε, ποτέ του δεν θα εγέρνα». 8) «Μάρτης έβρεχε κι ο θεριστής χαιρότανε».
Η έκφραση «Και συ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι».
Πίνακας Θωμόπουλος Επαμεινώνδας |
Οι
γεωργοί με το δρεπάνι στο δεξί χέρι χώριζαν τα στάχυα σε χέρια, τα
έπιαναν με το αριστερό, τα ΄κόβαν με το δρεπάνι που κρατούσαν στο δεξί
χέρι και άφηναν κάτω τις χεριές με τα στάχυα προς την αυτή φορά. Με
πέντε χεριές περίπου φτιάχνεται ένα χερόβολο. Άμα τα χερόβολα δεν ήταν
σωστά, αυτός που τα έδενε, δεν θα τα έκανε καλά δεμάτια. Έτσι επικράτησε
η παροιμία «Εσείς κακό χερόβολο και εμείς κακό δεμάτι»
... Το δεμάτι έχει πάλι 4-5 χερόβολα, προσέχοντας πάντα τα στάχυα να είναι προς την ίδια κατεύθυνση.
Η σωστή ερμηνεία της παροιμίας είναι: «και εσύ είσαι σκληρός και δύσκολος, αλλά κι εγώ είμαι σκληρός και δύσκολος»
Ποιήματα - Κείμενα
Jean-Baptiste Siméon Chardin |
• Γῆ ἀγαθή, εὐλογημένη Θεόνυμφε, τὸν στάχυν ἡ βλαστήσασα τὸν ἀγεώργητον καὶ σωτήριον κόσμῳ, ἀξίωσόν με τοῦτον τρώγοντα σώζεσθαι.
ᾨδὴ γ´. Ἐν πέτρᾳ με τῆς πίστεως.
(Απόσπασμα από την Ακολουθία Θειας Μεταλήψεως Εις Το Απόδειπνον)
Θέρος, Γιολδάσης Δημήτρης ΑΠΟ http://www.larissa-katsigras-gallery.gr/gallery/el/work/theros4b4ee8badbda72-53790358/from/digitallibrary
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕIΔΥΛΛΙΑ |
Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι
κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο.
Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες
και πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι.
Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση.
Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν.
Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι
αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα.
Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος
και πάψετε όταν κοιμηθή στο κάμμα αναπαυθήτε.
Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει,
μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει.
Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη,
μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.
Τέτοια τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους θεριστάδες
κι όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε,
τραγούδα την στη μάννα σου ταχυά μόλις ξυπνήση.
(Μετάφραση I. Πολέμη)
Πίνακας - julien dupre
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ - Ο θερισμός |
"Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω τον βασιλικό, κι αργάτες
θέριζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια·
άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα
κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι
δεματιαστάδες·
κι ήτανε τρεις πον τα δεμάτιαζαν, και πίσω τονς αγόρια
τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν,
και τα 'διναν πιο πίσω ...
Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το
γιόμα· βόδι τρανό είχαν σφάξει κι έψηναν με προθυμία,
κι οι
δούλες σωρό το αλεύρι το άσπρο εζύμωναν, να φαν οι
θεριστάδες. (Ομήρου Ιλιάς Σ, στ. 550-556 και 558-560. Μετάφραση: Ι.
Κακριδή - Ν. Καζαντζάκη)
Πίνακας Τρύφων Δούκας ΑΠΟ http://fos-kastoria.blogspot.gr/2011/12/2000.html
ΗΣΙΟΔΟΣ - Ο Αλωνισμός |
"Στρώσε ύστερα του υποταχτικούς της Δήμητρας να λιχνίσουν
τ' άγιο σιτάρι, μόλις πρωτοφανεί ο μέγας και φοβερός Ωρίωνας, σε τόπο που να το
πιάνη καλά ο αέρας και σε καλοστρωμένο αλώνι. Κι αφού προσεχτικά μετρήσεις
όλο σου το βιός, σιγούρεψε το σε αγγεία. Κι όταν τους καρπούς θα
έχεις πια αποθηκέψει με ασφάλεια στο σπιτικό σου μέσα, τότε σου λέω να
προμηθευτείς έναν εργένη υπηρέτη και δούλα οικονόμο δίχως παιδί γιατί η
γυναίκα που έχει γίνει μάνα είναι επικίνδυνη. Να βρεις και σκύλο με δόντια
κοφτερά και να τον τρέφεις δίχως τσιγκουνιές στο φαΐ του, μην τύχη και σου
πάρει κάποια στιγμή κανείς το βιός σου, απ' αυτούς που κοιμούνται την ημέρα.
Σύναξε σανό και άχυρα, για να 'χουν όλη τη χρονιά τα βόδια και τα μουλάρια σου.
Κι ύστερα άφησε τους υποταχτικούς σου να χαλαρώσουν πια τα γόνατα και λύσε και
τα βόδια."
(Ησιόδου: Έργα και Ημέραι, στ. 597-608. Απόδοση στη νέα
ελληνική των κειμένων του Ησιόδου Α. Ι. Γαβρίλη)
ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ Ο ΣΠΟΡΕΑΣ
Γεώργιος Δροσίνης - Η ΣΠΟΡΑ |
Θα ‘ρθουν οι μέρες της σποράς, του ζευγολάτη ελπίδα:
Βαρύ τ’ αλέτρι σέρνεται στο βαλτωμένο χώμα,
τα βόδια τ’ αργοκίνητα ξυπνά η μακριά βουκέντρα
κι ανασαλεύουν το ζυγό κι αχνοφυσούν σκυμμένα,
στυλώνοντας στις αυλακιές καρτερικά τα μάτια,
μάτια μεγάλα ολόμαυρα, γεμάτα καλοσύνη.
Σταλάζει απ’ τ’ απλόχερα χρυσό καθαροσπόρι
και τροχισμένο απ’ την τριβή το υνί ασημένιο λάμπει,
σκάφτοντας λάκκο στη σπορά τη ζωντανοθαμμένη.
Σκαλίστρα αχόρταγη της γης και της σποράς αρπάχτρα,
το ζευγολάτη ακολουθά μαυρόφτερη κουρούνα
κι από τα νέφη κελαηδεί κρυμμένη η σιταρήθρα,
ζητώντας για τον κόπο της ένα σπυρί σιτάρι.
Μικρές οι μέρες του Σποριά κι ατέλειωτες οι νύχτες,
τον ύπνο δίνουν πληρωμή στον κάματο της μέρας.
Μόνη ξενύχτρα καίει η φωτιά στο ταπεινό καλύβι.
Κι απ’ της φωτιάς το φωτερό πλάνεμα ο ζευγολάτης
βλέπει όνειρο: στο νιόσπαρτο αγρό βοριά τα στάχυα
να καρτερούν το κοφτερό δρεπάνι της θερίστρας.
Henry Hillier Parker - Harvest Time, Lambourne, Berks
Γεώργιος Δροσίνης - ΣΤ’ΑΛΩΝΙΑ |
Τη ζωή των αλωνιών θα χαίρεσαι!
Καταγής απόσκια καθισμένη.
Μ’ ένα αραχνωτό γαλαζομάντιλο
για την αντηλιά μανταλωμένη.
Θα θωρείς τα γοργογύριστα άλογα
και τ’ αργά βαριοσκυμμένα βόδια
ν’ αναδεύουν σαν κουπιά τη θάλασσα
τα χυμένα στάχυα με τα πόδια.
Κι αλαφρά στις θημωνιές πισώγερτο
το κεφάλι σου ακουμπώντας - ίδια
Παναγιά Βυζαντινή θα δείχνεσαι
πλουμιστή μες σε χρυσά ψηφίδια.
Πίνακας - Michael Durst |
Καλότυχος, όποιος μπορεί τα στάχυα να θερίσει και το σιτάρι απ’ τ’ άχυρο καλά να ξεχωρίσει.
Για το μικρό τον κόπο του μεγάλο κέρδος μένει: Όλη η αλήθεια που θα βρει στα ψέματα κρυμμένη.
Πίνακας - Henry Hillier Parker
Γεώργιος Στρατήγης - Η ΘΗΜΩΝΙΑ |
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά,
που από χρυσά πυργώνομαι δεμάτια
ένα μονάχα μήνα τη χρονιά,
και με ζηλεύουν κάστρα και παλάτια.
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά.
Εμένα δε με χτίζουν με λιθάρια,
με χώματα, με ξύλα, με νερά.
Με στήνουν λυγερές και παλικάρια
με στάχυα, με τραγούδια, με χαρά,
κι ο ιδρός με ραίνει με μαργαριτάρια.
Εγώ είμαι των ανθρώπων η κυψέλη,
που κρύβω την ατίμητη τροφή,
που κάθε χρόνο η μάνα γη τους στέλνει
μες απ’ τα σπλάχνα με στοργή κρυφή.
Γλυκύτερη ακόμα κι απ’ το μέλι.
Λάμπω σαν ήλιος, λάμπω σαν φεγγάρι
και σέρνω σκλάβα εμπρός μου τη ζωή
με το χρυσόξανθό μου το σιτάρι,
που λαχταρούν ρηγάδες και λαοί
και με λατρεύουν σαν προσκυνητάρι.
Πίνακας - Pieter Bruegel
Νίκος Λυγερός - ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΤΑΧΥΑ |
Ποιος τόλμησε να δει κατάματα
τα μαύρα στάχυα
δίχως να κλάψει
πάνω στην πείνα ενός λαού.
Έτσι τα τυλίξαμε γύρω από το λαιμό μας
για να πνίξουμε τον πόνο της ανθρωπιάς
και να κοιτάξουμε ξανά τους κάμπους.
Friedrich Eckenfelder
Αλέκος Φωτιάδης - ΒΑΡΙΑ Τ’ΑΛΕΤΡΙ |
Βαριά τ’ αλέτρι οπίσω του τ’ αφράτο αυλάκι αφήνει
και τ’ αργοπάτητα, ο ζευγάς, τα βόδια του κεντά,
κι εκείνα που παιδεύονται με τόση καλοσύνη,
με τα μεγάλα μάτια τους κοιτάζουνε σκυφτά.
Χαρά στ’ αλέτρι, στο ζευγά, που τη ζωή μας δίνουν.
Όταν τα στάχυα θα γενούν, τα βόδια θ’ αποστάσουν,
οι παραγιοί τις αψηλές τις θημωνιές θα στήνουν
κι εκείνα θά ‘βρουν καλαμιά πολλή, για να χορτάσουν.
Μέσα στ΄αλώνια τα χρυσά, τ’ άλογα θα γυρνάνε
και θα σηκώνουν σύγνεφο τη σκόνη στον αγέρα,
κι οι λιχνιστάδες παρακεί ψηλά θενά σκορπάνε
μαλαματένια κότσαλα μες στο γαλάζιο αιθέρα.
Θωμόπουλος Επαμεινώνδας-Οι θερίστριες
Αιμιλία Δάφνη- ΚΑΛΟΣ ΣΠΟΡΕΑΣ |
Και να, του θεριστή του μήνα η ώρα,
των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα
ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.
Υγείας κι ομορφιάς σχήματα τώρα,
τα στάχυα, που τρεμίζουν στον αγέρα,
με υποταγή προσμένουν την ημέρα
να δώσουν, ιερή θυσία, τα δώρα.
Και να, ο καλός σπορέας ο γέρος φτάνει
κι αστράφτει πιο πολύ η μορφή η χιονάτη,
παρά το καλοτρόχιστο δρεπάνι.
Μα κόβοντας το στάρι και την ήρα
για τον τσιγγάνο το φτωχό θ’ αφήσει κάτι,
για το πουλάκι του θεού και για την χήρα.
William-Adolphe Bouguereau Rest in Harvest
Γ. Ρίτσος - ΕΡΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ |
Το σώμα σου είναι ένα ξάγναντο μεγάλο αλώνι στη κορφή του λόφου,
έντεκα ολόλευκα άλογα αλωνίζουνε τα στάχυα της Γραφής
χρυσάφι τ' άχυρα καρφώνουνε μικρούς καθρέφτες στα μαλλιά σου
και λαμποκοπούν τα τρία ποτάμια όπου μεγάλες μαύρες αγελάδες με αδαμάντινα
στέμματα σκύβουν, πίνουν νερό και κλαίνε.
( Απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ερωτικά και Άλλα»)
Μάθε ακόμη πως τα βράδια η σκιά είναι πιο μαλακιά στα χωράφια
οι αγελάδες έχουν πάντοτε τα ίδια αγαθά μάτια που γνώρισες
αυτά τα μάτια που είναι σα δυο μικρά αλώνια καλοσύνης,
μονάχα που το καστανό τους χρώμα γύρισε στο χρυσαφί
γιατί είναι τώρα πιο πολλά και πιο χρυσά τα στάχυα που αντιγράφουνε τα μάτια τους.
Και το μουγκάνισμά τους μες στο φλωροκαπνισμένο δείλι δεν είναι πια θλιμμένο.
(Απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου ««Κουβέντα με τον Γιορντάν Γιόφκωφ»)
The Harvest by Camille Pissarro
Νικηφόρος Βρεττάκος |
Μέσ' από πράσινες ελιές και στάχυα χρυσοφόρα
Δεν είναι πόλη από χαλκό, ούτ' απ' αχάτι χώρα
Σε ξέρει ο θεός και το καλό δε σε ξεχνά ποτέ του
Σε ξέρει ο ήλιος και η βροχή στα πόδια του Ταϋγέτου
Μένουν τα πάντα ανάλλαχτα. Τα σπίτια, οι ζευγολάτες.
Και κουδουνίζουν οι πλαγιές κι αχολογούν οι στράτες.
Σαν ένας ύμνος στη χαρά των δουλευτών τα χέρια
Σπέρνουν, θερίζουν, γνέθουνε, σφυροκοπούν τη γης
Και μεσ' στα λόγια απλώνεσαι πιο ειρηνικό απ' τ' αστέρια
Κυψέλη ηλιοπλημμύριστη, χωριό της προκοπής!
Jean Francois Millet
Νικηφόρος Βρεττάκος -Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα |
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Χάρης Σακελλαρίου - Ο κύκλος του ψωμιού |
Να σας πω πώς γίνεται
και στον κόσμο δίνεται
απ’ το σπόρο το σταράκι,
το γλυκό, γλυκό ψωμάκι.
Πρώτα πρώτα οι γεωργοί,
σαν οργώσουνε τη γη,
μες στη χούφτα σπόρο παίρνουν
και στη γη κάτω τον σπέρνουν.
Τον καλό το Θεριστή
τραγουδώντας, γελαστοί,
με δρεπάνια που γυαλίζουν
στάχυα ολόχρυσα θερίζουν.
Και στ’ αλώνι θα στρωθεί,
θα τριφτεί, θα πατηθεί
κι ύστερα το καθαρίζουν,
πιάνουνε και το λιχνίζουν.
Κι από εκεί θα φορτωθεί
και στο μύλο θ’ αλεστεί
κι η μυλόπετρα γυρίζει,
άσπρο αλεύρι μάς χαρίζει.
Σαν το παίρνει με χαρά
η καλή νοικοκυρά,
μες στη σκάφη τ’ απιθώνει
και το πλάθει, το ζυμώνει.
Κι όταν καλοζυμωθεί,
πάει στο φούρνο να ψηθεί,
με το φτυάρι μια του δίνουν
μέσα να ψηθεί τ’ αφήνουν.
Κι όταν βγει λαχταριστό,
ροδοκόκκινο, ζεστό,
τρώει, τρώει το παιδάκι
το γλυκό, γλυκό ψωμάκι.
Bali Padi Field at Harvest by Ichtiar
Γκιμπράν "Ο Προφήτης"
|
"Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχυάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο".
Πίνακας - Henry Hillier Parker
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
|
Και μετά, βλέπεις εκείνα τα χωράφια με το σιτάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι
μου είναι εντελώς άχρηστο. Τα χωράφια με το σιτάρι δεν μου λένε τίποτα.
Και αυτό είναι θλιβερό. Μα τα δικά σου μαλλιά έχουν το χρώμα του
χρυσού. Σκέψου πόσο θαυμάσιο θα είναι όταν θα με έχεις εξημερώσει. Τo σιτάρι που είναι επίσης χρυσό, θα με κάνει να σε σκέφτομαι. Και θα μου αρέσει να ακούσω τον αέρα ανάμεσα στα στάχυα. "Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα, για πολύ ώρα." Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με!" είπε.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Saint-Exupery «Ο Μικρός Πρίγκηπας»)
Πίνακας - Julien Dupre
Ντύλαν Τόμας "αυτό το ψωμί που κόβω" |
Αυτό το ψωμί που κόβω ήταν κάποτε σιτάρι
Αυτό το κρασί πάνω σε ξένο δέντρο
Βούλιαξε στον καρπό του
Ο άνθρωπος τη μέρα ή ο άνεμος τη νύχτα
Τα στάχυα έριξαν κάτω, τσάκισαν τη χαρά του σταφυλιού.
Κάποτε στο κρασί αυτό το καλοκαιρινό αίμα
Χτυπούσε μες στη σάρκα που κάλυπτε τ’ αμπέλι
Κάποτε στο ψωμί αυτό
Το σιτάρι ήταν στον άνεμο ευτυχισμένο.
Ο άνθρωπος κομμάτιασε τον ήλιο, τον άνεμο έσυρε κάτω.
Αυτή η σάρκα που κόβεις, αυτό το αίμα που χύνεις
Τη φλέβα ερημώνουν,
Το σιτάρι και το σταφύλι ήταν
Γεννημένα απ’ των αισθήσεων τη ρίζα και το σφρίγος.
Το κρασί μου πίνεις, το ψωμί μου αρπάζεις
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ από
Πίνακας - Victor Gabriel Gilbert
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ |
1.Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει.
Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τα βαριά τα στάχυα,
νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστρες.
Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντιλα, σφιγμένα με τα δόντια,
φυλαχτικά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν
και δείχνουν τα ματόφρυδα, κοράκια μες στο χιόνι.
Πίσω απ’ το διάβα τους στρωτά χειρόβολα τα στάχυα
χαράζουν στράτα απάτητη στον ήλιο και στ’ αγέρι.
Για τις βαρύτερες δουλειές άξια τ’ αντρίκια χέρια
στρίβουν κλωνάρια κοτσικιάς και ζώνουν τα δεμάτια.
Τ’ άλογο χαμοδένοντας στο χέρσωμα να βόσκει,
πάει το κοπέλι για νερό με δυο φλασκιά στα χέρια.
Κι η μάνα, αποκοιμίζοντας στ’ απόσκιο το παιδί της,
στρώνει στεγνό, αμαγείρευτο, της αργατιάς το δείπνο,
με πρώιμο κριθαρίτικο ψωμί, που δε χορταίνει.
Georges Laugee |
2.«Άντε ν’ εκεί πέρα κι αντίπερα, πέρα στα πέντε αλώνια,
μωρή κοντοπλεγμένη κόρη αρραβωνιασμένη.
Ν’ εκεί λιχνίζουν δώδεκα, λιχνίζουν δεκαπέντε.
Άιντε κόρη ξανθή ξεσκυβάλαγε με τη χρυσή τη βέργα.
Κι η μάνα της την έλεγε κι η μάνα της τη λέει:
-Φεύγα κόρη απ’ τον κουρνιαχτό, μη σε μαυρίσ’ ο ήλιος.
-Ν’ εγώ τον ήλιο αγαπώ τον κουρνιαχτό ζηλεύω
κι αυτόν τον πρώτο λιχνιστή τον έχω πρώτο φίλο».
Πίνακας - Paul Gauguin |
3"Κάτω στους τρανούς τους κάμπους και στα πράσινα λιβάδια
έσπειρα σπυρί σιτάρι, φύτρωσε μαργαριτάρι
κι έβαλα περ' σους εργάτες, έβαλα κι ένα λεβέντη
νια να δένει τα δεμάτια."
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
1.Κάτω στης μαργαρίταςτ’ αλωνάκι
Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι, στήσαν χορό
τρελό τα μελισσόπουλα.
Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το
νερό. Στάχυα ψηλά λυγίζουνε
το μελαμψό ουρανό.
Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους
ο ήλιος σπαρταράει.
Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι.
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Άλλες ερμηνείες:
Μαρίζα Κωχ
Βασιλική Λαβίνα
2 Δόξα να λες
Το στάχυ για να 'χει στη ράχη πολύ καρπό
Λυγάει στη γη και λέει σ' αγαπώ
Δρεπάνι το φτάνει και χάνει τη μάνα του
Αμάν ζωή, ψωμί μου ζεστό
Ό,τι προκόβει το κόβει, γιατί κλαις
Ταΐζονται φόβοι, δόξα να λες
Δόξα να λες
Στον κόσμο άλλος σπέρνει κι άλλος θέρισε
Το χώμα μισθό δεν παίρνει, ποιον φοβέρισε
Σαν πιει νερό σκάει χλωρό
Στ' αμπέλι, στον τρύγο
θα φύγω σου το 'γραψα
Το κλήμα εδώ, πασχίζει λοξά
Σταφύλι κι οι φίλοι καθένας στη ζάλη του
Αμάν κρασί χαλάλι του
χρώμα του μούστου, του γούστου να βρω τι
Μια νύχτα του Αυγούστου στο 'γραψα εκεί
Πως ό,τι προκόβει ξεκόβει
γιατί κλαις.
Μουσική/Στίχοι: Αντύπας Νίκος/Νικολακοπούλου Λίνα ,
Εκτέλεση Άλκηστις Πρωτοψάλτη
3. Φτερά από στάχυα
Κάθε χρόνο κατά το Νοέμβρη
έρχονται πουλιά απ' την Αφρική
δε τα νοιάζει αν χιονίζει ή αν βρέχει
πάντα είναι εκεί την ώρα τη σωστή.
Έχουν φτερά από στάχυα,θυμαρίσιο βλέμμα
νύχια γαλάζια αλαργινά
χαμηλοπετάνε στ' αντίθετο ρεύμα
δίχως πλοηγό απ' τη Μπαρμπαριά.
Με φτερά από στάχυα,με φτερά από στάχυα,
με φτερά από στάχυα από τη Κάτω Μπαρμπαριά.
Αποφεύγουν φίλε τα σαλόνια
σταυροκοπιούνται με τα περιπολικά
πίνουν ό,τι λάχει κι όταν γίνουν λιώμα
φτιάχνουνε τετράστιχα ευρηματικά.
Έχουν εμμονές με τις καρφίτσες,
δε γουστάρουν γκρι και φουσκωτά
μπλέκουν σ' επεισόδια και κάνουν τσουλήθρες
πάνω απ' τις κλούβες τα ουρλιαχτά.
Με φτερά από στάχυα, με φτερά από στάχυα,
με φτερά από στάχυα από τη Κάτω Μπαρμπαριά.
Και γεννοβολάνε σε νυχτοβασίες
σε παρκάκια ερημικά
μέχρι που να γείρουν οι πολυκατοικίες
και τα ασθενοφόρα ξάπλα στα στενά.
Φεύγουν με τις πρώτες ζέστες
μη πέσουν στη τουριστική εποχή
δε γουστάρουν Μύκονο και Σπέτσες
που σου λεν hellο οι ντόπιοι πελαργοί.
Με φτερά από στάχυα, με φτερά από στάχυα,
με φτερά από στάχυα από τη Κάτω Μπαρμπαριά.
Στίχοι: Μεσημέρης Σταμάτης, Μουσική: Μεσημέρης Σταμάτης, Πρώτη εκτέλεση: Locomondo
4.Μη μιλάς άλλο γι αγάπη
Μια η άνοιξη,
ένα το σύννεφο, χρυσή βροχή,
βροχή που χόρευε
σε κάμπο ώριμο ως το πρωί.
Σαν στάχυα έριξες
πάνω στους ώμους σου χρυσά μαλλιά.
Σαν στάχυ χόρεψες,
σαν στάχυα αμέτρητα ήταν τα φιλιά.
Στίχοι - μουσική Διονύσης Σαββόπουλος
Lawrence Alma-Tadema |
I)ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ :
http://www.loulismuseum.gr/
II) ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΗΣΙΟΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
http://www.doxato-athina.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=93:2011-11-29-14-45-47&catid=3:news&Itemid=6
III) ΠΗΓΗ ΒΙΝΤΕΟ https://www.youtube.com/