Ο Ρενέ Γκοσινί (René Goscinny, 14 Αυγούστου 1926 - 5 Νοεμβρίου 1977)
ήταν Γάλλος συγγραφέας και συντάκτης, περισσότερο γνωστός για τα κόμικς
Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, των οποίων έγραφε τα σενάρια.
Ο Γκοσινί γεννήθηκε στο Παρίσι το 1926 σε μια οικογένεια Εβραίων
μεταναστών από την Πολωνία. Ο πατέρας του ήταν από την Βαρσοβία (χημικός
μηχανικός στο επάγγελμα) και η μητέρα του από το Χοντόρκοβ - μια
κωμόπολη στην Ουκρανία. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ρενέ, ο Κλωντ, είχε
γεννηθεί έξι χρόνια νωρίτερα, στις 10 Δεκεμβρίου του 1920. Οι γονείς του
Ρενέ είχαν γνωριστεί στο Παρίσι και παντρεύτηκαν το 1919. Η οικογένεια
μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής δύο χρόνια μετά τη γέννηση
του Ρενέ, εξαιτίας μιας θέσης χημικού μηχανικού, στην οποία τοποθετήθηκε
ο πατέρας του. Πέρασε χαρούμενη παιδική ηλικία στο Μπουένος Άιρες και
φοίτησε στα γαλλικά σχολεία που βρίσκονταν εκεί. Είχε το ταλέντο να
κάνει τους πάντες να γελούν μέσα στην τάξη, πιθανότατα για να
αντισταθμίσει τη ντροπαλότητα που είχε απ' τη φύση του. Ξεκίνησε να
ζωγραφίζει πολύ νωρίς, εμπνευσμένος από τις εικονογραφημένες ιστορίες
τις οποίες αρεσκόταν να διαβάζει.
Τον Δεκέμβριο του 1943, αφού τελείωσε το σχολείο, ο 17χρονος τότε Ρενέ
Γκοσινί έχασε τον πατέρα του, γεγονός που τον ανάγκασε να ψάξει για
δουλειά. Τον επόμενο χρόνο έπιασε την πρώτη του δουλειά ως βοηθός
λογιστή σε εργοστάσιο περισυλλογής ελαστικών και, όταν έφυγε τον επόμενο
χρόνο, έγινε κατώτερος εικονογράφος σε διαφημιστικό πρακτορείο.
Ο Ρενέ, μαζί με τη μητέρα του, έφυγαν από την Αργεντινή και πήγαν στη
Νέα Υόρκη το 1945, για να ζήσουν εκεί με τον θείο του Μπόρις. Για να
αποφύγει τη θητεία στον αμερικανικό στρατό, ο Ρενέ ταξίδεψε στη Γαλλία
για να καταταγεί στο γαλλικό στρατό το 1946. Υπηρέτησε στο πεζικό και,
όταν πήρε προαγωγή, διορίστηκε ως επίσημος εικονογράφος του συντάγματος
του στρατού και έφτιαχνε εικονογραφήσεις και αφίσες για τον στρατό.
Τα Πρώτα Έργα
|
Αλμπέρ Ουντερζό
και Ρενέ Γκοσινί
|
Τον επόμενο χρόνο εικονογράφησε το βιβλίο "Το Kορίτσι με τα Mάτια από
Xρυσάφι" (The Girl with the Eyes of Gold) και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη.
Με την άφιξή του, ο Ρενέ πέρασε την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του.
Για λίγο καιρό ήταν άνεργος, μόνος και εντελώς απένταρος. Είχε συνέλθει,
όμως, μέχρι το 1948, και άρχισε να δουλεύει σ' ένα μικρό στούντιο όπου
γνώρισε και έγινε φίλος με τους Γουίλ Έλντερ (Will Elder), Τζακ Ντέιβις
(Jack Davis) και Harvey Kurtzman. Ο Ρενέ έγινε έπειτα καλλιτεχνικός
διευθυντής (art director)στα Kunen Publishers, όπου έγραψε τέσσερα
παιδικά βιβλία. Γνώρισε γύρω στο 1949 τον Μορίς ντε Μπεβέρ, γνωστότερο
ως Μορίς(Morris), τον καρτουνίστα και πρώτο συγγραφέα της σειράς κόμικ
Λούκυ Λουκ (Ο Ρενέ θα έγραφε τα σενάρια της σειράς από το 1955έως τον
θάνατό του το 1977), καθώς επίσης και τον Joseph Gillain, πιο γνωστό ως
Jijé.
Γνώρισε επίσης τον Ζωρζ Τρουαφοντέν (Georges Troisfontaines), διευθυντή
της World Press agency, ο οποίος έπεισε τον Ρενέ να επιστρέψει στο
Παρίσι και να δουλέψει για την εταιρία του ως διευθυντής του γραφείου
στο Παρίσι το 1951. Εκεί, γνώρισε τον Αλμπέρ Ουντερζό, με τον οποίο
ξεκίνησε μια μακράς διαρκείας συνεργασία. Ξεκίνησαν μαζί κάποιες
δουλειές για το γυναικείο περιοδικό Bonnes Soirées, για το οποίο ο
Γκοσινί έγραψε την Sylvie. O Γκοσινί και ο Ουντερζό έφτιαξαν επίσης τις
σειρές Ιωάννης Πιστολέ και Luc Junior για το La Libre Junior.
Το 1955 ο Γκοσινί, συνοδευόμενος από τους Ζαν-Μισέλ Σαρλιέ, Αλμπέρ
Ουντερζό και Ζαν Εμπράντ, ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο Edipress/Edifrance. Ο
εκδοτικός οίκος αυτός εξέδωσε έργα όπως το Clairon για την εργοστασιακή
ενότητα και το Pistolin για μια εταιρία σοκολάτας. Ο Γκοσινί και ο
Ουντερζό συνεργάστηκαν στις σειρές Bill Blanchart στο Jeannot, Pistolet
στο Pistolin και Benjamin et Benjamine στο περιοδικό του ίδιου ονόματος.
Με το ψευδώνυμο Αγκοστίνι (Agostini) ο Γκοσινί έγραψε τον Μικρό Νικόλα
(Le Petit Masturb-Nick) για τον Ζαν-Ζακ Σανπέ στο Le Moustique και
αργότερα Sud-Ouest και Pilote. Πρόσφατα, η κόρη του ανακάλυψε στα
χειρόγραφα του πατέρα της μια σειρά ανέκδοτων διηγημάτων με θέμα το
μικρό Νικόλα, τα οποία και εξέδωσε. Η σειρά του μικρού Νικόλα
μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο.
Ρενέ Γκοσινί: Σπάζοντας τα στερεότυπα με βιτριολικό χιούμορ
Του Αλέξανδρου Μινωτάκη
Γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1926 για να «φύγει» μόλις 51 χρόνια
αργότερα, στις 5 Νοεμβρίου του 1977. Ο γνωστός συγγραφέας και
σεναριογράφος Ρενέ Γκοσινί έγραψε σειρές παιδικών βιβλίων, δημιουργώντας
τον διάσημο μικρό Νικόλα, κυρίως όμως έχει αναδειχθεί από το έργο του
ως σεναριογράφος σε περιοδικά κόμικ.
Είναι ο δημιουργός του Αστερίξ και του Ιζνογκούντ (με τους Αλμπερ
Ουντερζό και τον Ζαν Ταμπαρί ως σχεδιαστές αντίστοιχα) ενώ έγραψε
ιστορίες για τον Λούκυ Λουκ από το 1955 μέχρι το 1977, συνεργαζόμενος με
τον Μορίς δημιουργό του δημοφιλή ήρωα.
Επιπλέον έχει δημιουργήσει και άλλους, λιγότερο γνωστούς ήρωες κόμικ όπως ο ινδιάνος Ούμπα-Πα και ο Ιωάννης Πιστόλε.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μέσα από διάφορες εκδόσεις που είχαν τα
δικαιώματα διαφορετικών χαρακτήρων αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του
’80 η Μαμουθκόμιξ ξεκίνησε να συγκεντρώνει όλους τους τίτλους, με
αποτέλεσμα να αναγνωριστεί ως ο κατεξοχήν εκδοτικός οίκος για κόμικ.
Λοιπόν, αρκετά με τα βιογραφικά. Γιατί συζητάμε για τον Γκοσινί; Γιατί
αξίζει να τον θυμόμαστε; Πρώτα και κύρια επειδή, για πάρα πολλούς, ήταν η
πρώτη μας επαφή με την τέχνη των κόμικ. Οι ήρωες, τα μέρη και οι
ιστορίες του σημάδεψαν την παιδική ηλικία πολλών και αποτέλεσαν την
πρώτη εξοικείωση με αυτό το μέσο έκφρασης. Πολύ περισσότερο όμως, μέσα
από τις ιστορίες του Γκοσινί καταλάβαμε κάποιοι ότι η σχέση μας με τα
κόμικ δεν έχει ηλικιακό όριο και θα μας ακολουθεί συνέχεια, θα
ξαναδιαβάζουμε για πάντα την ίδια ιστορία σε παραλλαγές και πάντα θα
ανακαλύπτουμε κάτι νέο. Έτσι, το χαλιφάτο της μαγικής Βαγδάτης, το Τέξας
και η Άγρια Δύση και το γαλατικό χωριό που αντιστέκεται και πάντα θα
αντιστέκεται στον κατακτητή έγιναν κάτι παραπάνω από σκηνικά για
ιστορίες.
Επιπλέον, έξω από τις εκτιμήσεις των αναγνωστών, το έργο του Γκοσινί
είχε μια αδιαμφισβήτητη συμβολή στην ανάπτυξη των κόμικ και ειδικά αυτού
που θα λέγαμε «ευρωπαϊκή σχολή». Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
που διαπερνούν όλο το έργο του Γκοσινί, όπως είναι η επιλογή σκηνικών
παρμένων από το άμεσο ή μακρινό παρελθόν, η έμφαση στο χιουμοριστικό
χαρακτήρα του κόμικ έναντι της δράσης, η (άλλοτε περισσότερο, άλλοτε
λιγότερο) συγκαλυμμένη κριτική σε σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από
ιστορικές αναλογίες, ακόμα και η δημιουργία, κατά περιπτώσεις, αντι –
ηρώων όπως ο Ιζνογκούντ, σε μία περίοδο που κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου
συνηθισμένο.
Ταυτόχρονα, όλα τα σενάρια του διατρέχονται από έντονο κοσμοπολιτισμό
καθώς οι ήρωες ανοίγονται διαρκώς σε νέες χώρες με σεβασμό στους
ιδιαίτερους πολιτισμούς και κουλτούρες και χωρίς διάθεση υποτίμησης, η
οποία πάντα ενυπήρχε στον Ερζέ και τον ήρωα του Τεν Τεν που σφράγισε το
ευρωπαϊκό κόμικ τα προηγούμενα χρόνια. Συνολικά, ο Γκοσινί δημιούργησε
σε μία περίοδο που ανθούσε ξανά, μετά τη δεκαετία του ’30 το υπερ-ηρωικό
κόμικ στην Αμερική και κατάφερε να διαμορφώσει ένα ξεχωριστό, ιδιαίτερο
στυλ που καθόρισε την εξέλιξη αυτής της μορφής τέχνης στην Ευρώπη. Το
στυλ αυτό διατήρησαν όσοι συνέχισαν να γράφουν ιστορίες μετά το θάνατο
του για τους ήρωες που αυτός δημιούργησε αλλά και νέοι σχεδιαστές και
σεναριογράφου που εισήγαγαν νέους ήρωες. Για όσους μεγάλωσαν με
Μαμουθκομιξ, η σύντομη σειρά Κόττον Κιντ είναι το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα διατήρησης των χαρακτηριστικών του Γκοσινί από νέους
δημιουργούς.
Στη συνέχεια παραθέτουμε τα πέντε κορυφαία τεύχη από Ιζνογκούντ, Αστερίξ
και Λούκυ Λουκ σε σενάριο Γκοσινί. Ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τα
διαλέξουμε και σίγουρα έχουν αδικηθεί πολλά. Είναι όμως ενδεικτικά του
είδους των σεναρίων που έγραψε ο μεγάλος παραμυθάς και του ιδιαίτερου
χιούμορ του.
Ιζνογκούντ – Η μέρα των τρελών
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι ολόκληρη η σειρά ιστοριών του Ιζνογκούντ
«αδικείται» καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του χιούμορ της βασίζεται σε
λογοπαίγνια και σε παραφθορές της γαλλικής γλώσσας που είναι δύσκολο έως
αδύνατο να μεταφραστούν στα ελληνικά. Όποιος αναγνώστης κατέχει
ιδιαίτερα καλά τα γαλλικά αξίζει να διαβάσει τις ιστορίες στο πρωτότυπο.
Στις ιστορίες που έγραψε για τον γνωστό αντιπαθητικό βεζίρη που θέλει να
γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ο Γκοσινί κυρίως επέλεξε σύντομες
ιστορίες έτσι ώστε σε κάθε τεύχος των πενήντα σελίδων, να χωράνε
τέσσερις με πέντε ιστορίες. Το συγκεκριμένο τεύχος είναι ενδεικτικό του
σουρεαλιστικού χιούμορ που ακολουθεί η σειρά αλλά και των παράλογων
προσπαθειών του Ιζνογκούντ που είναι απόλυτα λογικό να αποτυγχάνουν. Στη
σχετικά μεγαλύτερη κεντρική ιστορία, μαθαίνουμε ένα ακόμα εξωφρενικό
έθιμο της Βαγδάτης, τη μέρα των τρελών όπου όλα λειτουργούν ανάποδα, οι
κοινωνικοί ρόλοι αντιστρέφονται και οι αφέντες πρέπει να υπηρετούν τους
σκλάβους. Καθώς ο Ιζνογκούντ προσπαθεί να κινήσει θεούς και δαίμονες για
να ανατρέψει τον χαλίφη τη μέρα που έχει τη μικρότερη εξουσία από όλους
θα έρθει αντιμέτωπος με τα πιο σουρεαλιστικά σκηνικά.
Μαχαιροβγάλτες που φοβούνται να βγουν από το σπίτι τους, μαγικά τζίνι
που διατάζουν όποιον τρίψει το λυχνάρι τους και ένας στρατός που
διοικείται από τους απλούς φαντάρους, οι οποίοι γράφουν μανιωδώς τα
απομνημονεύματα τους για τη μέρα που υπήρξαν στρατηγοί. Το χάος
κυριαρχεί καθώς ο Ιζνογκουντ αποφασίζει να κατεβεί την κοινωνική κλίμακα
για να ενισχύσει την εξουσία του αλλά η στιγμή που θα γίνει ο πιο
εξαθλιωμένος δούλος του χαλιφάτου (άρα και ο ανώτερος άρχοντας τη μέρα
των τρελών) το έθιμο φτάνει στο τέλος του και ο Ιζνογκούντ πουλιέται
δούλος. Είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα του κλίματος των ιστοριών του
κακού βεζίρη όπου η απελπισία τον κυριεύει στο τέλος, όπως και τον
αναγνώστη, καθώς ότι και να κάνει δεν βρίσκεται ποτέ μισό βήμα πιο κοντά
στο να βλάψει τον καλό και αφελή χαλίφη Χαρούν ελ Πατσάχ.
Λούκι Λουκ - Στη σκιά των ντέρικ
Ο Λούκυ Λουκ βρίσκεται μακριά από το αγαπημένο του Τέξας και έρχεται
αντιμέτωπος με την ουσία που θα παίξει τεράστιο ρόλο στην αμερικάνικη
ιστορία, το πετρέλαιο. Διορίζεται έκτακτα σερίφης στην Τιτουσβιλ όπου ο
πυρετός του μαύρου χρυσού έχει κυριέψει τους κατοίκους, έχει
δημιουργήσει μια ταραχώδη κατάσταση και έχει δημιουργήσει ένα
αποκρουστικό τοπίο όπου κυριαρχούν τα ξύλινα ντερικ, . Σε αυτές τις
συνθήκες θα γνωρίσει τον συνταγματάρχη Ντρέικ (πραγματικό ιστορικό
πρόσωπο, είναι ο πρώτος που κατόρθωσε να αντλήσει πετρέλαιο) και θα
έρθει αντιμέτωπος με τον Μπάρυ Μπλαντ που αρνείται να σκάψει για να βρει
πετρέλαιο αλλά εκφοβίζει τους άλλους κατοίκους για να παραδώσουν τις
πετρελαιοπηγές του. Στην πορεία θα σώσει την πόλη από την πυρκαγιά που
θα βάλουν οι μπράβοι του Μπλαντ, όμως δεν μπορεί να σώσει τους κατοίκους
από τον εαυτό τους και τη μανία να βρουν πετρέλαιο. Κοιτάζοντας λίγο
μελαγχολικά την Τιτουσβιλ καθώς φεύγει, επιστρέφει τρέχοντας στο
καταπράσινο, για την ώρα Τέξας.
Αστερίξ: Η κατοικία των Θεών
Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Γκοσινί είναι η αξιοποίηση των ηρώων
και των ιστοριών του για να ασκήσει κριτική σε σύγχρονα φαινόμενα. Η
αξιοποίηση διαφόρων αναχρονισμών είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος για
αυτό και το ανυπόταχτο γαλατικό χωριό που τα βάζει με τη ρωμαϊκή
αυτοκρατορία αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος. Έτσι, οι δύο ιστορίες
Αστερίξ που ξεχωρίσαμε για αυτό το top-5 είναι ένας συνδυασμός των
κλασικών γκαγκ βίας και γαλατικής μπούφλας με τις πιο σύνθετες απόπειρες
των Ρωμαίων απέναντι στο γαλατικό χωριό. Στην ιστορία «Η κατοικία των
θεών» ο Καίσαρας αποφασίζει να χτίσει πολυκατοικίες στο δάσος γύρω από
το γαλατικό χωριό και να το μετατρέψει σε προάστιο της Ρώμης, ελπίζοντας
ότι θα ενσωματώσει τους Γαλάτες στο ρωμαϊκό τρόπο ζωής.
Όταν ξεκινούν οι εργασίες, οι Γαλάτες αντιδρούν στην καταστροφή του
δάσους και τα βάζουν με τους σκλάβους που κόβουν τα δέντρα. Χωρίς να
αντιλαμβάνονται το συνολικό σχέδιο, αποφασίζουν εν τέλει να βοηθήσουν
τους σκλάβους (αφού δεν φταίνε σε τίποτα, όπως παρατηρεί ο Πανοραμίξ) να
ολοκληρώσουν τα κτήρια και να κατακτήσουν αξιοπρεπείς συνθήκες
εργασίας, οργανώνοντας με τη βοήθεια του μαγικού ζωμού την πρώτη
επιτυχημένη εργατική εξέγερση στην ιστορία. Μετά την ολοκλήρωση του
συγκροτήματος, η έλευση των πρώτων κατοίκων απειλεί να μετατρέψει τους
ανυπόταχτους Γαλάτες σε γραφικό αξιοθέατο για τους ενοίκους, οι οποίοι
επισκέπτονται τακτικά το χωριό.
Η λύση θα έρθει από το βάρδο του χωριού, τον Κακοφωνίξ που θα εκδιώξει
τους κατοίκους με τη «μελωδική» φωνή του, ανοίγοντας το δρόμο για την
ισοπέδωση των πολυκατοικιών. Σε μια στιγμή έμπνευσης, ο Γκοσινί
μετατρέπει τον πειθαρχημένο ρωμαϊκό στρατό σε ενοίκους και γράφει
μερικούς από τους καλύτερους διαλόγους του για μια άτυπη συνέλευση
ιδιοκτητών ενώ ο απελπισμένος εκατόνταρχους βλέπει τους λεγεωνάριούς του
να συζητάνε για τις ώρες κοινής ησυχίας και τη φροντίδα του γκαζόν. Από
ό,τι φαίνεται, μόνο μερικές γνήσιες γαλατικές μπούφλες μπορούν να
σπάσουν την αποχαύνωση των προαστίων…
Λούκυ Λουκ - Η εξαγορά των Ντάλτον
Δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτή τη λίστα μια ιστορία με τους πιο
γνωστούς «κακούς» που δημιούργησε ο Γκοσινί. Ο Τζόε, ο Τζακ, ο Γουίλιαμ
και ο Άβερελ έγραψαν ιστορία περισσότερο ως μια ομάδα γκαφατζήδων παρά
ως πραγματικών, επικίνδυνων εχθρών του Λούκι Λουκ, παρά τις
διακηρυγμένες προθέσεις τους να τον «καθαρίσουν». Αν και κάθε μέλος της
ομάδας είναι αρκετά μονοδιάστατο (ο Τζόε είναι οξύθυμος, ο Άβερελ τρώει
πολύ και είναι αφελής και οι δύο μεσαίοι απλά θέλουν να υπάρχει ηρεμία
στην οικογένεια) όλοι μαζί είναι μια από τις πιο επιτυχημένες ομάδες
κακοποιών σε κόμικ.
Η ιστορία αυτή ξεφεύγει από την πεπατημένη. Ένας γερουσιαστής συντάσσει
ένα σχέδιο νόμου σύμφωνα με το οποίο κάποιοι παράνομοι θα
αποφυλακίζονται υπό επιτήρηση και αν περάσουν ένα μήνα χωρίς να
διαπράξουν κάποιο έγκλημα, θα κερδίσουν την ελευθερία τους. Προτού
ψηφιστεί ο νόμος, καλείται να τον εξετάσει ο Λούκι Λουκ αποφυλακίζοντας
πειραματικά τους πιο κακούς και αμετανόητους κακοποιούς της Δύσης, τους
Ντάλτον. Οι ίδιοι αποδέχονται να συμμετάσχουν στο πείραμα και σχεδιάζουν
να πειθαρχήσουν για ένα μήνα και να ζήσουν ως νομοταγείς πολίτες για να
κερδίσουν την ελευθερία τους, χωρίς όμως να υπολογίζουν τις δυσκολίες
της νέας τους ζωής.
Πρέπει να υπομείνουν από το χλευασμό των κατοίκων που ξεπερνούν το φόβο
τους για τους Ντάλτον μέχρι τον εξευτελισμό να πρέπει να δουλέψουν
κανονικά. Θα φτάσουν στο σημείο να ανοίξουν τράπεζα, αφού με «τράπεζες
ασχολούμαστε» όπως θα παραδεχθεί ο Τζοε. Φτάνουν μέχρι το σημείο να
ανοίγουν το χρηματοκιβώτιο με το κλειδί και εγκαταλείπουν τον
παραδοσιακό δυναμίτη προς μεγάλη απογοήτευση του Άβερελ. Το πείραμα θα
αποτύχει παταγωδώς ενώ οι Ντάλτον θα εκτεθούν λόγω της βιασύνης τους να
επιστρέψουν στην παρανομία. Ο Γκοσινί διατηρεί εδώ το βασικό μοτίβο:
‘Ολα αλλάζουν και διορθώνονται εκτός από τον γνήσιο, αποφασισμένο
«κακό». Μέσα σε αυτό το κλισέ όμως θα δώσει μια εξαιρετική ιστορία,
αποδεικνύοντας τη μεγάλη του δημιουργικότητα, εντός και εκτός πλαισίων.
Αστερίξ: Οβελίξ και Σία
Πρόκειται για την τελευταία ιστορία του Αστερίξ που έγραψε ο Γκοσινί
πριν το θάνατό του και μάλλον είναι η καλύτερη. Το σενάριο είναι
ιδιαίτερα πρωτότυπο. Ο Κάιους Τεχνοκράτιους, ειδικός σύμβουλος του
Καίσαρα, αποφασίζει ότι δεν έχει κανένα νόημα η προσπάθεια στρατιωτικής
κατίσχυσης επί του ανυπόταχτου χωριού. Αντ’ αυτού προτείνει τη σταδιακή
διαφθορά τους μέσω της εισαγωγής του χρήματος στις ζωές των Γαλατών για
να διασπάσουν τη συνοχή τους. Οι Ρωμαίοι αρχίζουν να αγοράζουν μανιωδώς
μενίρ , το οποίο γίνεται το πρώτο αγαθό του χωριού που αποκτά
εμπορευματική διάσταση, αν και κανείς δεν γνωρίζει σε τι χρησιμεύει όπως
θα παραδεχθεί στην πορεία ο δρυΐδης Πανοραμίξ. Έτσι, ο Οβελίξ, από
κατασκευαστής μενίρ που τα ανταλλάσσει με αγριογούρουνα, γίνεται ο
πρώτος καπιταλιστής του χωριού, προσλαμβάνει εργάτες και κάνει μαθήματα
προσαρμογής στην αστική ζωή, τα οποία παραδίδει ο Τεχνοκράτιους.
Η συνέχεια είναι καταιγιστική και ευφυέστατη με τους Γαλάτες να αλλάζουν
τελείως τον τρόπο ζωής τους στην προσπάθεια να ανταποκριθούν στην
αυξανόμενη ζήτηση των Ρωμαίων για μενίρ. Τη λύση θα δώσει ο σοφός
Πανοραμίξ με μία έκλαμψη μαρξιστικής διάνοιας: Δίνει μαγικό ζωμό σε όλο
το χωριό για να ενισχύσει την παραγωγή μενίρ και να προκαλέσει κρίση
υπερσυσώρρευση στη ρωμαϊκά αγορά. Την κρίση δεν κατορθώνει να αποτρέψει
ούτε η πρώιμη εφεύρεση της διαφήμισης από τους Ρωμαίους ενώ ταυτόχρονα
δημιουργούνται αγορές μενίρ ανταγωνιστικές με το γαλατικό. Η τελική λύση
όμως θα έρθει από την επαναστατική βία των εξαγριωμένων Γαλατών που θα
στείλουν τον Τεχνοκράτιους από εκεί που ήρθε.