homouniversalisgr.blogspot.com
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ Ἁμάξι στὴ βροχή
Ὧρα προσμένει μοναχὴ
ἡ ἅμαξα κάτω ἀπ᾿ τὴ βροχή,
καὶ δὲν τὴ μέλει,
κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ
πιότερη ἡ ξένη γειτονιὰ
ποὺ δὲν τὴ θέλει.
Τ᾿ ἀλογατάκια της, σιμά,
κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴδιο μουσαμὰ
κάνουν καρτέρι,
στὸν τόπο αὐτόν, τὸν θλιβερό,
πρᾶμα δὲ μένει ἀπὸ καιρό,
νὰ τὄχουν ταίρι.
Γρίλιες δὲν εἶναι, μήτε αὐλὲς
περικοκλάδες βαθουλές,
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα
ἀπ᾿ τὰ φανάρια στὴ σειρὰ
μὲ τὰ δυὸ μπρούτζινα φτερά,
τὰ σταυρωμένα.
Τ᾿ ἀνώφλια ἐπέσαν κι οἱ ἀγκωνιὲς
κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές,
οἱ γαλαρίες
κι ἔφυγαν ἔντρομες, πολλὲς
κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές,
σεμνὲς κυρίες.
Ἄδεια βιτόρια καὶ φτωχή,
πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή,
πάρε με ἐμένα
γιὰ ταξιδιώτη σου, κι εὐθὺς
πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ῾ρθεῖς:
στὰ Περασμένα.
Sergey Yaralov - Fifth Avenue |
Μ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ -[Άρχισε μια σιγανή βροχή…]
Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
Γ. Κ.
Άρχισε
μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ. Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται
μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδαΚι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να
πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς
κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή
σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε
μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα— Χωρίς αμφιβολία είναι
τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα— Συλλογίζομαι όμως
στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά Ύστερα από
τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως. Ή μια γωνιά δίπλα
στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές. Τα
συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν
ώρα. Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου
μες στο σκοτάδι. Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το
πιο κοφτερό λεπίδι. Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν
τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι . Τόσο π’ αν τρίξει κάτι
αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής Τη
χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.
Gustave Caillebotte Rue de Paris, Jour de pluie
|
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Α Η βροχή και το κρίνο
Οι τελευταίες μου λέξεις έχουν γίνει ένας κόμπος.Όταν θάρθει το βράδυ, θα γίνουν βροχή.
Θα ποτίσω ένα κρίνο.
Κρατώ
από μνήμης το γέλιο σου. θα υφάνω μ’ αυτό
στο κρίνο ένα φόρεμα
φθινοπωρινή βροχή Julian Alden Weir 1890
Β Η βροχήΕίσαι βροχή. Καθώς πέφτεις
στην καρδιά μου είσαι έτοιμη
δαμασκηνιά ανθισμένη κ’ είσ’ έτοιμος
ροδώνας καθώς ψιχαλίζεις στον κήπο μου.
Πέφτοντας πάνω στη γη μου, φυτεύεσαι
σε έτοιμα στάχυα
Πίνακας - srecko raguz |
Μ. ΓΚΑΝΑΣ «Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα»
«Βροχή. Ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή.
Υετός. Ομηρική βροχή.
Όμβρος. Αρχαία βροχή — καταρρακτώδης.
Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα.
Χιών. Χιόνι χιονόνερο. Νιφετός.
Χάλαζα χαλάζι χαλαζόκοκκος.
(Σιούγκραβος στα όρη Τσαμαντά).
Υδατώδη ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα
αναντάμ παπαντάμ.
Προσφάτως τεχνητή βροχή
εσχάτως όξινη βροχή
προσεχώς κατακλυσμός.
Κατά ζεύγη τα ζώα
κατά μόνας τα φυτά
κατά κρημνού οι άνθρωποι — αγεληδόν
Κατά μάνα κατά κύρη άλλωστε.
Τρέχουν τα δάκρυα βροχή.
Βροχή μου. Βροχούλα μουσκεμένη.»
(Μ. Γκανάς, Άψινθος, εκδ. Μελάνι)
Perfilieva ANNA Femme sous la Pluie
|
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμώνάρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Ο. ΕΛΥΤΗΣ Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Πίνακας - HYNEMAN Hermann.
|
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - ΒΡΟΧΗ
................................έχει λιγνά δυο δένδρα
μικρό ένα περιβόλι·
και κάμνει εκεί της εξοχής
μια παρωδία το νερό —
μπαίνοντας σε κλωνάρια
οπού δεν έχουν μυστικά·
ποτίζοντας τες ρίζες
που έχουν ασθενικό χυμό·
τρέχοντας εις το φύλλωμα
που με κλωστές δεμένο
πεζό και μελαγχολικό
κρεμνά στα παραθύρια·
και πλένοντας καχεκτικά
φυτά που μες σε γλάστρες
τα ’στησ’ αράδα-αράδα
μια φρόνιμη νοικοκυρά.
Βροχή, που τα μικρά παιδιά
κοιτάζουνε χαρούμενα
μέσ’ από κάμαρη ζεστή,
κι όσο πληθαίνει το νερό
και πέφτει πιο μεγάλα,
χτυπούν τα χέρια και πηδούν.
Βροχή, που ακούν οι γέροι
με σκυθρωπήν υπομονή,
με βαρεμό κι ανία·
γιατί εκείνοι από ένστικτον
δεν αγαπούνε διόλου
βρεμμένο χώμα και σκιές.
Βροχή, βροχή — εξακολουθεί
πάντα ραγδαία να βρέχει.
Μα τώρα πια δεν βλέπω.
Θόλωσ’ απ’ τα πολλά νερά
του παραθύρου το υαλί.
Στην επιφάνειά του
τρέχουν, γλιστρούν, κι απλώνονται
κι ανεβοκατεβαίνουν
ρανίδες σκορπισμένες
και κάθε μια λεκιάζει
και κάθε μια θαμπώνει.
Και μόλις πλέον φαίνεται
θολά-θολά ο δρόμος
και μες σε πάχνη νερουλή
τα σπίτια και τ’ αμάξια.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Childe Hassam, - Rainy day, Boston |
Νίκος Καρούζος, «Έρημος σαν τη βροχή»
Διαβαίνω αγιάτρευτος μες στ’ όνειρό μου
σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής
έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος
η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.
Κι η μοίρα των άστρων
θα είναι τέφρα θα είναι μια μεγάλη πυρική
τώρα μαθαίνω το αίμα μου
δίχως τους δροσερούς υακίνθους
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους
έχοντας το σακούλι τ’ αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω
στις πηγές
(από τη συλλογή Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)
Vadim Korobov - art |
Τάσος Λειβαδίτης (ΙΙ) – Σχέδιο με βροχή
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά[που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,
αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά
γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό-
γραφα
λησμονημένων ποιητών.
Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.»
Leonid Afremov - rain
|
Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ «Βροχή»
Ἔξω βροχὴ κι ἀπ᾿ τὸ παράθυροΜαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποῦ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ ἀνεμοδέρνονται
Καὶ σιγαλὰ βογκοῦν καὶ κλαῖνε,
Δὲ σέρνουν τὴν ψυχή μου σκλάβα τους,
Μ᾿ ὅλα τὰ μυστικὰ ποὺ λένε.
Κάποτε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρον,
Ὅπως καθόσουν στὸ πλευρό μου,
Κύτταζα στὰ γλαρὰ τὰ μάτια σου
Τὴ θλιβερὴ βροχὴ τοῦ δρόμου.
Κ᾿ ἔβλεπα ἀκόμα, πιὸ μακρύτερα,
Μέσα στὰ μάτια σου καὶ πάλι,
Τὰ σύγνεφα ποὺ τὰ ταξίδευε
Στὸν οὐρανὸ ἡ ἀνεμοζάλη.
Ἔξω βροχή, κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποὺ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ τώρα κρέμονται,
Καὶ χαμηλώνουν κι ὅλο βρέχουν,
Δὲν καθρεφτίζονται στὰ μάτια σου,
Κι ἄλλους κρυφοὺς καϋμοὺς δὲν ἔχουν...
Rain in the Oak Grove 1891 - Ivan Shishkin
|
ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ « Τοπίο»
Στο θλιμμένο κάμπο βρέχειβρέχει στις ελιές τις γκρίζες –
το νερό σας ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.
Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.
Απ’ την άσφαλτο τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν...
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου...
Ένα σκιάχτρο απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα...
Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια...
που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;
Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.
Rain Storm Union Square by Childe Hassam
|
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Η βροχή (1938)
Όπως ο άνεμος που φέρνει νερό, γέρνει το πλοίο με τα ιστίααπ' τη μια μπάντα, και περνούν κάτω απ' την εύδρομη τρόπιδα,
και σκαμπανεβάζουν το κύτος τα πολυκέφαλα κύματα
το ξεφύλλισμα κάποιων αναμνηστικών,
έγειρε την ύπαρξή μου ολόκληρη στη νοσταλγία.
Όπως είναι η βροχή, θέλω να προσδιορίσω,
όταν οι χοντρές στάλες χτυπούν
το ξανθό θερινό χώμα και μεταλλάσσουν την ουσία του
και σηκώνουν τη μυρωδιά.
Όπως είναι η θερινή βροχή, όταν συρτά περνά πάνω στα φύλλα
των δέντρων κι' απ' ανατρίχιασμα κυματίζει
το στρόγγυλο σχήμα τους.
Γιατί το πρόσωπό σου που ζητώ είναι όπως η βροχή η άφθονη,
και τα πράσινα μάτια σου όπως το χρώμα του καιρού, το βαρύ.
Κλεισμένος στην κάμαρη την άγευστη βροχή ακούω να χτυπά
το παράθυρο της μοναξιάς μου.
Γλυκύτατη βροχή, πλούσια σ' όλον τον τόπο.
(Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» Θεσσαλονίκης, 1938)
Camille Pissarro - Boulevard Montmartre Afternoon, in the Rain
|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Ὧρες βροχῆς
Στέκονται κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα μὲ μισόκλειστα μάτια
Κάνοντας πὼς μασᾶνε λίγο ξερὸ χορτάρι
Μέσα στὴ φθινοπωρινή τους ἄνοια.
Ἡ Μαρία θά ῾θελε νὰ χτενίσει μὲ τὴ χτένα της τὴ βρεγμένη τους χαίτη.
Ἀλλὰοἱ τελευταῖοι παραθεριστὲς ἔφευγαν κιόλας. Μιὰ κότα
Λίγο πιὸ κεῖ κακάριζε ἀνάρμοστα. Κι ἦταν μιὰ λύπη
Νὰ βλέπεις πλῆθος τὰ σπουργίτια πεινασμένα νὰ χαμοπετᾶνε
Στὰ τρυγημένα ἀμπέλια, νὰ βλέπεις καὶ τὰ σύννεφα
Ν᾿ ἀλλάζουν, νὰ σκίζονται, νὰ τρέχουν παρ᾿ ὅτι
Καρφωμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ μαῦρες πρόκες ἀπὸ κοράκια.
Ἔτσι, μέσα σὲ λίγες ὧρες, γέρασε ἡ Μαρία.
Μαθιόπουλος Παύλος-Μετά τη βροχή στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας
|
-Γιάννης Ρίτσος, «Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή»
(απόσπασμα)Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.
Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία- Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…»
Leonid Afremov Kiss after the rain
|
Άγγελος Σικελιανός, «Το πρωτοβρόχι»
Kαι του προσώπου μας οι γύροι
η ίδια μας ήτανε ψυχή.
H συννεφιά, χλωμή σα θειάφι,
θάμπωνε αμπέλι και χωράφι
ο αγέρας μεσ’ από τα δέντρα
με κρύφια βούιζε ταραχή
η χελιδόνα, με τα στήθη,
γοργή, στη χλόη μπρος-πίσω εχύθη
κι άξαφνα βρόντησε, και λύθη
κρουνός, χορεύοντα η βροχή!
H σκόνη πήρ’ ανάερο δρόμο…
K’ εμείς, στων ρουθουνιών τον τρόμο,
στη χωματίλα τη βαριά
τα χείλα ανοίξαμε, σα βρύση
τα σπλάχνα νά μπει να ποτίσει
(όλη είχεν η βροχή ραντίσει
τη διψασμένη μας θωριά,
σαν την ελιά και σαν το φλόμο).
κι ο ένας στ’ αλλουνού τον ώμο
ρωτάαμε: «T’ είναι πόχει σκίσει
τον αέρα μύρο, όμοιο μελίσσι;
Aπ’ τον πευκιά το κουκουνάρι,
ο βάρσαμος ή το θυμάρι,
η αφάνα ή η αλυγαριά;»
Kι άχνισα – τόσα ήταν τα μύρα –
άχνισα κ’ έγινα όμοια λύρα,
που χάιδευ’ η άσωτη πνοή…
Mου γιόμισ’ ο ουρανίσκος γλύκα
κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα,
όλο μου το αίμα ήταν βοή!…
K’ έσκυψ’ απάνω από τ’ αμπέλι
που εσειόνταν σύφυλλο, το μέλι
και τ’ άνθι ακέριο να του πιω
– βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου –
κι όπως ανάσαινα, απ’ τα μύρα
δε μπόρεια να διαλέξω ποιο!
Mα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,
και τά ‘πια, ωσάν από τη μοίρα
λύπη απροσδόκητη ή χαρά.
Tά ‘πια, κι ως σ’ άγγιξα τη ζώνη,
το αίμα μου γίνηκεν αηδόνι,
κι ως τα πολύτρεχα νερά!…
………………………….
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, Β´, Ἴκαρος 1968)
Ville sous la pluie - A. Bolotov
|
Χούλιο Κορτάσαρ – Η Σύνθλιψη των Σταγόνων
Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με
σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν
γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.
Τώρα εμφανίζεται μια σταγονίτσα στο πάνω μέρος στο περβάζι του
παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι στον ουρανό που την κομματιάζει σε
χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και
δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει.
Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως
γατζώνεται με τα δόντια, ενώ της μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια
σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, να την, πλαφ,
διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.
Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως,
εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μου φαίνεται ότι
βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται και την
κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της εξαφάνισης.
Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.
Αντίο σταγόνες. Αντίο.
Igor Medvedev
|
Βροχή - Τσαρλς Μπουκόβσκι
Μια συμφωνική ορχήστρα.Παίζουν μιαν εισαγωγή του Βάγκνερ.
Πιάνει βροχή.
Ο κόσμος παρατά τα καθίσματα κάτω απ’ τα δέντρα
και τρέχει στο υπόστεγο.
Οι γυναίκες τσιρίζουν, οι άντρες κρατούν την ψυχραιμία τους,
τα μουσκεμένα τσιγάρα πετιούνται.
Ο Βάγκνερ συνεχίζεται κι όλοι είναι κάτω απ’ το υπόστεγο.
Ακόμη και τα πουλιά αφήνουν τα δέντρα
κι έρχονται από κάτω.
Ακολουθεί η Ουγγρική Ραψωδία Νο 2 του Λιστ
και βρέχει ακόμη.
Μα, κοιτάξτε!
Ένας άντρας κάθεται μονάχος στη βροχή
ακούγοντας προσεκτικά.
Το κοινό τον προσέχει. Γυρίζουν και κοιτάνε.
Η ορχήστρα κοιτάζει τη δουλειά της.
Ο άντρας κάθεται μέσα στη νύχτα, στη βροχή,
ακούγοντας προσεκτικά.
Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν!(σχολιάζουν)
Κάθεται μέσα στη βροχή
Εκείνος ξέρει..
Ήρθε για ν’ ακούσει μουσική.
Έτσι δεν είναι;
E.J. Paprocki
|
ΤΕΝΝΕΣΗ ΟΥΙΛΙΑΜΣ Μίλα μου σαν τη βροχή
(Αρχίζει η βροχή, σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή φεύγει κι έρχεται, ακανόνιστα…)
ΑΝΤΡΑΣ: Αναρωτιέμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας.
(Η
γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα. Κινείται προς τα εμπρός, ενώ το βάρος
του ποτηριού μοιάζει να την βαραίνει αφάνταστα και το αφήνει στο πεζούλι
του παραθύρου με μια μικρή κίνηση απαλλαγής. Γελάει για μια στιγμή
χωρίς να πάρει ανάσα. Ο άντρας συνεχίζει χωρίς μεγάλη ελπίδα:)
…κοίτα μέσα στις τσέπες μου και πες μου αν έχω το τσεκ επάνω μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Γύρισες πίσω, ενώ εγώ έλειπα έξω και σε γύρευα, και πήρες το τσεκ και
άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τα γράμματα………
………………………………………………………………………………………..
Δεν
είχα τίποτε άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες. (Αυτό το λέει
σχεδόν γελώντας. Ο Άντρας την κρατάει σφιχτά κοντά του με μια μαλακή
έκπληκτη κραυγή): Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε,
και νερό! (γελάει).
ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ; Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ
με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι
σκεφτόσουνα στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια
βρόμικη καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…Μίλα μου σαν τη
βροχή και γώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.
ΓΥΝΑΙΚΑ; Θέλω…
ΑΝΤΡΑΣ; Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό
μίλα μου σαν τη βροχή και γω θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα
μένω εδώ ξαπλωμένος και
ΓΥΝΑΙΚΑ; Θέλω να φύγω
ΑΝΤΡΑΣ; Θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ; Θ έ λ ω ν α φ ύ γ ω !
ΑΝΤΡΑΣ; Πώς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός
μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…
ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…
ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.
ΑΝΤΡΑΣ: Και;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….
Θα ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα
πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου
η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…Θα είναι μια
εποχή βροχής, βροχής…Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή
μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο
ήρεμη! Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα έχω φίλους.
Δεν θα έχω γνωριμίες….Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ. Τζόουνς» και
γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα διαβάζω
ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’ ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα
από ό,τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο
που θα περνάει…Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα
μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’
ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα,
χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς , ή κανενός είδους σχέσεις, για
εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με
τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει
τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο…Θα διαβάζω
μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πιο πολύ
κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που
γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί
αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους
αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα
περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους
να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο
ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και
θα ξανακοιμάμαι. Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής… Και τότε, κάποια μέρα,
όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από
τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη
και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Τόσο
άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο,
ενώ συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και
τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν
διαφανής…….Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για
μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην
πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που
φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου….(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο).
Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου
και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη,
πιο αδύνατη! (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).
Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει
στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη
μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος
πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η Γυναίκα σταυρώνει τα χέρια
μπροστά στο στήθος της. Οι λυγμοί της εξασθενίζουν αλλά αναπνέει με
δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. Ο Άντρας κοιτάζει
έξω από το παράθυρο. Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά:) Έλα στο κρεβάτι.
Έλα στο κρεβάτι μωρό μου…
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
Δεν κάνει θόρυβο, πέφτει αργά,
Ο ουρανός κοιμάται. Όταν η ψυχή χηρεύει
Από κάτι που αγνοεί, τι συναίσθημα είναι τυφλό.
Βρέχει. Τον εαυτό μου (αυτό που είμαι) αρνούμαι.
Είναι τόσο ωραίο ν’ ακούς αυτή τη βροχή
(Σύννεφα δεν υπάρχουν) που μοιάζει με βροχή
Αλλά δεν είναι: μόνο ψίθυρος
Που από μόνος του ξεχνιέται λίγο πριν δυναμώσει.
Βρέχει. Τίποτα κέφι δε μου κάνει...
Ο αέρας δε φυσά, ασταθής ο ουρανός μοιάζει.
Βρέχει μακριά και ανεπαίσθητα
Σαν κάτι βέβαιο που ψέματα μας λέει.
Βρέχει. Δε νιώθω τίποτα.
David Martiashvili
|
Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, «Νύχτα με βροχή»
Δίπλα μου στέκεσαι καθώς το ρόδο που ανασταίνεις,Τώρα μια μνήμη επαγρυπνεί γεμάτη από σιωπή.
Πιότερο κι απ’ τον έρωτα η ματιά σου με πεθαίνει
Τη νύχτα αυτή που τίποτα δεν έχει να μου πει.
Το ξέρω. Με τον άνεμο η ζωή σου ωραία ανασαίνει
Εύρωστο κλίμα οι φλέβες σου κι ώριμοι πια καρποί.
Κι ωστόσο τούτη η η αστείρευτη βροχή που όλο πληθαίνει
Μας συγκρατεί επικίνδυνα κάτω από μια σιωπή.
Εξαίσια κι άφθαρτη πηγή, πανάρχαιο σιντριβάνι,
Μες στο καμπύλο σου νερό μια μέρα θα χαθώ
Έτσι καθώς η απρόσωπη φύση μου θα βλαστάνει.
Σα δέντρο μες στη συντριβή του ολόγυμνου κορμιού σου,
Τώρα με μάτια ακοίμητα έρποντας προσπαθώ
Σαν κάτι μάταιο να χαθώ στα βάθη του εαυτού σου.
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)
David Croitor. -- Balchik, rain time. |
συνέχεια