Ορέστης Αλεξάκης - Χειμών δριμύς επέρχεται
Τοπίο γυμνό
πετρώδες
κάνει κρύο
φυσάει βοριάς
αόρατη γυναίκα
θα ξεπαγιάσεις έτσι
ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
https://homouniversalisgr.blogspot.com/2016/12/2016.html
Τοπίο γυμνό
πετρώδες
κάνει κρύο
φυσάει βοριάς
αόρατη γυναίκα
θα ξεπαγιάσεις έτσι
ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
https://homouniversalisgr.blogspot.com/2016/12/2016.html
homouniversalisgr.blogspot.com
Johann HEISS,η αλληγορία του χειμώνα, 1665
Ορέστης Αλεξάκης - Χειμών δριμύς επέρχεται
Τοπίο γυμνό
πετρώδες
κάνει κρύο
φυσάει βοριάς
αόρατη γυναίκα
θα ξεπαγιάσεις έτσι
ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν' ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
κοιτάζω γύρω
δέντρο κανένα μόνο
μαύρες πέτρες
και πού κλαδιά και πώς
φωτιά ν' ανάψω
κι ο τόπος σκοτεινιάζει και
κρυώνω
κλείνω τα μάτια βλέπω
περιστέρια
κι ακούω φωνές και γέλια και
σαλεύουν
πολύφυλλα κλαδιά στο μέτωπό μου
και λάμπει διάφανο στο φως
και λάμνει
σε βαθύσκια νερά γυμνό κορίτσι
κι αγέρας χλιαρός αναστατώνει
τ' αρσενικά μου κύτταρα
κι ακούω
φιλιά κι ανάσες και
καλός ο πόθος
καλό το δάκρυ το
φιλί κι η σάρκα
και πιο βαθιά δεν έχει ο κόσμος λένε
κι η βάρκα με λικνίζει και
ποιος είμαι
και πού πηγαίνω σκέφτομαι
και σβήνει
το φωτεινό κορίτσι και
κρυώνω
και να 'μαι πάλι κουρελής και μόνος
οδοιπορώντας έρημα τοπία
κι αόρατη γυναίκα ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν' ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
που ξεπαγιάζουν
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989)
Wilhelm Alexander Meyerheim Children Building A Snowman |
Ελλη Αλεξίου - Ο Χιονάνθρωπος
Πιπεριά για μύτη
κάρβουνα για μάτια
για τα δυο του χέρια
ξύλα δυο κομμάτια.
Να, και για καπέλο
μια παλιοκανάτα
κοντοστρουμπουλάτος
σαν χοντροπατάτα.
Όσοι θα περνούνε
και θα τον κοιτάζουν
θα χαμογελούνε...
και θα τον... θαυμάζουν.
Leonid Afremov |
Μ. Αναγνωστάκης - Άρχισε μια σιγανή βροχή ...
Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή… Γ. Κ.
Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα
—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.
συνέχεια