Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Σύγκρουση Δαναών και Δωριέων στην Αττική το 1000 πΧ.



Κατά  το  πρώτο  μισό  της  2ης  προχριστιανικής  χιλιετίας,  η  Αττική  ήταν  διηρημένη  σε  αρκετές  ανεξάρτητες  κοινότητες.  Η  Αθήνα  (ταυτιζόμενη ουσιαστικά  με  την Ακρόπολη)  ήταν  μία  από  τις  ισχυρότερες  κοινότητες,  πιθανώς  κυβερνώμενη  από  Δαναούς  ηγεμόνες.  
Η  κομβική  θέση  της  στο  μέσο  σχεδόν  της  απόστασης  από  την  Ερένεια  έως  το  Σούνιο  (ακραία  σημεία  της  Αττικής  προς  τα  βορειοδυτικά  και  τα  νοτιοανατολικά αντιστοίχως),  η  σχετικά  εύφορη  γη  που  την  περιέβαλε  και  η  δυσπρόσβλητη  θέση  της  Ακρόπολης,  ήταν  μερικές  παράμετροι  οι  οποίες  έδωσαν  στην  Αθήνα κάποιο  προβάδισμα  έναντι  των  ανταγωνιστικών  της  κοινοτήτων-κρατιδίων  για  την  τελική  επικράτηση  στην  Αττική,  κυρίως  έναντι  της  Ελευσίνας  και  της  Παλλήνης.  
Η Αθήνα  ήταν  η  τελική  νικήτρια  στον  ενδο-αττικό    αγώνα.
Φαίνεται  πως  κατά  τον  ύστερο  16ο  αι.  π.Χ.,  οι  Δαναοί  της  Αθήνας  ανατράπηκαν  από  μία  δυναστεία  Λαπιθών  (μάλλον  του  μυθικού  Εριχθόνιου),  καταγόμενη  από τη  Θεσσαλία.  
Η  λαπιθική  καταγωγή  της  είναι  εμφανής  από  τη  λίγο  μεταγενέστερη  διακυβέρνηση  της  Αθήνας  από  τους  αναμφίβολα  Λαπίθες  ήρωες  Αιγέα  και Θησέα,  ή ορθότερα  τους  βασιλείς-πολεμιστές  που  εκείνοι  αντιπροσωπεύουν.  
Η  λαπιθική  δυναστεία  έφθασε  στο  απόγειο  της  κατά  τη  βασιλεία  του  μυθολογικού ήρωα  Θησέα,  μάλλον  σε  κάποιο  απροσδιόριστο  διάστημα  του  14ου  αι.,  όταν εκείνος  (ή  ορθότερα  οι  Αιγειίδες-Θησείδες  βασιλείς  που  αντιπροσωπεύει) κατόρθωσε να  ενώσει  τα  αττικά  κρατίδια  σε  ένα  ανακτορικό  κράτος.  
Ο  αναφερόμενος  Συνοικισμός  της  Αττικής,  αν  δεν  είναι  μυθικός,  σήμανε  την  ουσιαστική  ίδρυση  του Αττικού/Αθηναϊκού  κράτους  και  κατ’  επέκταση  του  αθηναϊκού στρατού.  
Εκτός  από  την  ισχυρή  Ελευσίνα,  είναι  άγνωστο  αν  στους  αιώνες  που  ακολούθησαν,  οι αττικές  κοινότητες  κατόρθωναν  να  ανακτούν  την  ανεξαρτησία  τους  από  την Αθήνα  για  κάποια  χρονικά  διαστήματα.  Θεωρείται  πιθανό  ότι  αυτό  συνέβαινε  κατά  τα Τρωικά.  
Η  απουσία  των  πόλεων  της  Αττικής  εκτός  της  Αθήνας,  από  τον  Κατάλογο  Νηών  των  Αχαιών,  της  Ιλιάδας  δεν  έχει  ιδιαίτερη  σημασία,  επειδή  ίσως οφείλεται  σε μεταγενέστερη  αθηναϊκή  παρέμβαση  στο  κείμενο  του.  
Ο  αττικός  στρατός  του  14ου  αι.  π.Χ.  ακολουθούσε  τα  πρώιμα  μυκηναϊκά  ανακτορικά  πρότυπα  οργάνωσης,  εξοπλισμού  και  τακτικών.  
Τον  13ο  αι.,  η  μυκηναϊκή  πολεμική  τέχνη  μεταβλήθηκε  δραματικά,  σύμφωνα  με  τις  νέες  απαιτήσεις  των  καιρών,  αν  και  κάποια  κράτη  όπως  η  Πύλος,  η  Κνωσός και  η  Σαλαμίνα,  μάλλον  διατήρησαν  τα  πρωτομυκηναϊκά  στρατιωτικά  πρότυπα.  
Δεν  μπορεί  να  εξακριβωθεί  αν  οι  Μυκηναίοι  της  Αττικής  ακολούθησαν  τις  υστερομυκηναϊκές  στρατιωτικές  καινοτομίες,  όμως  αυτό  είναι  το  πιθανότερο.  Πρέπει  να θεωρείται  βέβαιο  πως  οι  Αττικοί/Αθηναίοι  διέθεταν  πολεμικά  άρματα  λόγω  της  ανακτορικής  οργάνωσης  τους.  
Οι  Αττικοί  συμμετείχαν  στον  Τρωικό  πόλεμο  (περίπου  μέσα  13ου  αι.)  υπό  τον  ήρωα  Μενεσθέα. 
Μετά  τη  μυκηναϊκή  κατάρρευση,  οι  Αθηναίοι/Αττικοί  αντιμετώπισαν  την  επίθεση  των  Βορειοδυτικών  Ελλήνων  (γνωστών  γενικά  ως  «Δωριέων»).  
Η  ανατολική  Αττική  ήταν  σχεδόν  η  μόνη  νοτιοελλαδική  ηπειρωτική  περιοχή  (μαζί  με  την  Αρκαδία)  στην  οποία  αποκρούσθηκαν  οι  νεοφερμένοι,  χαρακτηριζόμενη από  τους  αρχαιολόγους  ως  η  «Κιβωτός  όλης  της  Ελλάδας».
Τότε  ο  πληθυσμός  της  ενισχύθηκε  σημαντικά  από  τους  Ιωνες  πρόσφυγες  από  τη  βόρεια  Πελοπόννησο,  οι  οποίοι  συνέστησαν  ένα  ποσοστό  του  πληθυσμού  της (και  όχι  την  πλειοψηφία  του,  όπως  θεωρείται  συνήθως  και  εσφαλμένα). 
Η  απόκρουση  της  δωρικής  εισβολής  μάλλον  λίγο  μετά  το  1000  π.Χ.  είναι  μία  μεγάλη  και  ευρέως  λησμονημένη  νίκη  του  αθηναϊκού/αττικού  στρατού,  ο  οποίος είχε ενισχυθεί  με  Ιωνες,  Αχαιούς,  Μινύες,  Τροιζήνιους  και  άλλους  μάχιμους  πρόσφυγες.  
Οι  Δωριείς  που  επιτέθηκαν  στην  Αττική  (προερχόμενοι  από  τις  Κορινθία,  Μεγαρίδα,  Αργολίδα  και  Μεσσηνία)  κατέλαβαν  το  Θριάσιο  πεδίο  και  κατέστρεψαν  την Ελευσίνα,  αλλά  αποκρούσθηκαν  από  τους  Αθηναίους  και  εκκένωσαν  την  Αττική  καταλήγοντας  αργότερα  στην  Κρήτη. 
Η  εισβολή  των  Πελοποννήσιων  Δωριέων  στην  Αττική  (λίγο  μετά  το  1.000  π.Χ.)  κατέστρεψε  την  Ελευσίνα,  μία  παράδοση  που  επιβεβαιώνεται  από  την αρχαιολογία.
Το  Θριάσιο  πεδίο,  η  πολιτική  χώρα  της  Ελευσίνας,  έμεινε  ακατοίκητο  για  μεγάλο  διάστημα  ενώ  οι  κάτοικοι  του  είναι  βέβαιο  πως  είχαν  καταφύγει  στην  ανατολική Αττική.  
Η  ανατολική  Αττική  είχε  καταστεί  το  προπύργιο  της  αντίστασης  στους  Δωριείς  και  πριν  την  έλευση  τους,  υπήρξε  η  «Κιβωτός  όλης  της  Ελλάδας»  όπως  έχει  χαρακτηρισθεί  από  τους  αρχαιολόγους,  όντας  το  μόνο  σχεδόν  ασφαλές  έδαφος  στην  ηπειρωτική  χώρα  εν  μέσω  των  αναστατώσεων  που  επέφερε  η  πολιτικοοικονομική  κατάρρευση  του  Ανατολικομεσογειακού  κόσμου  (12ος  αι.).  
Η  δυτική  Αττική  (το  Θριάσιο  και  τα  λίγα  περιβάλλοντα  εδάφη)  εκκενώθηκε  επειδή  γεωστρατηγικά  δεν  μπορεί  να  προστατευθεί  αποτελεσματικά  έναντι  εχθρών  που  προωθούνται  από  τα  δυτικά  (οι  Δωριείς  εν  προκειμένω)  λόγω  της  γεωμορφολογίας  της.  
Η  μόνη  υπερασπίσιμη  γραμμή  άμυνας  είναι  εκείνη  που  διατρέχει  την  Πάρνηθα  και  το  όρος  Αιγάλεω  (σύνορα  ανατολικής  και  δυτικής  Αττικής),  όπως  απέδειξε  και  η  μεταγενέστερη  κατασκευή  ενός  αμυντικού  τειχίσματος  κοντά  στο  σύγχρονο  Δαφνί  από  τους  Κλασικούς  Αθηναίους.  
Όταν  οι  Αττικοί  και  οι  πρόσφυγες  (Ιωνες,  Αχαιοί,  Τροιζήνιοι  κ.ά.)  που  είχαν  καταφύγει  στην  Αττική  νίκησαν  τους  Δωριείς  εισβολείς,  οι  Ελευσίνιοι  επέστρεψαν  στο  Θριάσιο  ενώ  οι  περισσότεροι  πρόσφυγες  προωθήθηκαν  στα  νησιά  του  Αιγαίου  και  στη  Μικρά  Ασία.  
Τότε  η  Ελευσίνα  ανέκτησε  την  ανεξαρτησία  της,  προφανώς  λόγω  της  αθηναϊκής  εξασθένησης  από  τη  δωρική  επίθεση.  
Η  Ελευσίνα  παρέμεινε  ανεξάρτητη  έως  τον  7ο  αι.  π.Χ.,  όταν  προσαρτήθηκε  οριστικά  στο  αθηναϊκό  κράτος  (με  εξαίρεση  ένα  μικρό  διάστημα  κατά  την  Κλασική  εποχή).  
Η  επίθεση  των  Δωριέων  εναντίον  της  Αττικής  αντικατοπτρίζεται  στον  μύθο  του  βασιλιά  Κόδρου. 
Ωστόσο  η  άλλη  μεγάλη  νίκη  των  Αθηναίων/Αττικών,  ο  “άλλος  Μαραθώνας”  500  χρόνια  νωρίτερα,  το  1000  π.Χ.,  παραμένει  λησμονημένη. 
Η  σημασία  της  απόκρουσης  της  δωρικής  εισβολής  είχε  το  ίδιο  ειδικό  βάρος  για  την  Ιστορία  της  Αθήνας,  με  εκείνο  της  αθηναϊκής  νίκης  στον  Μαραθώνα  (490  π.Χ.),  επειδή  απέτρεψε  οριστικά  το  ενδεχόμενο  να  καταστεί  η  Αττική  δωρικό  έδαφος.  
Η  πολιτική,  κοινωνική,  οικονομική,  πνευματική  και  τεχνολογική  εξέλιξη  μίας  υποθετικής  δωρικής  Αθήνας,  θα  ήταν  πιθανώς  πολύ  διαφορετική  από  τη  γνωστή,  με  προφανείς  κοσμοϊστορικές  συνέπειες  για  την  ανθρώπινη  Ιστορία  (κυρίως  για  τον  παγκόσμιο  πολιτισμό).  
Μία  δωρική  Αθήνα  μάλλον  θα  εξελισσόταν  σε  μία  πόλη  περιορισμένης  σημασίας,  στην  περιφέρεια  του  δωρικού  κόσμου,  που  θα  ζούσε  στη  σκιά  των  μεγάλων  δωρικών  δυνάμεων  Αργους,  Σπάρτης,  Κορίνθου  και  της  συγγενικής  τους  εθνολογικά  Θήβας.  
Επίσης  το  πιθανότερο  είναι  ότι  θα  ιδρύονταν  περισσότερα  από  ένα,  δύο  ή  περισσότερα  δωρικά  κράτη  στην  Αττική,  επειδή  έχουμε  τα  ιστορικά  παράλληλα  της  Αργολίδας, της Λακωνίας (όπου αρχικά  υπήρχαν δύο δωρικά κράτη) και  της  Βοιωτίας.  
Ετσι  η  Αθήνα  θα  ήταν  ακόμη  πιο  αποδυναμωμένη.  Το πιθανότερο είναι  ότι  οι  υποθετικοί  Δωριείς κατακτητές της  Ελευσίνας,  της  Παλλήνης, του  Μαραθωνα,  της  Βραυρωνας  και  ίσως  μερικών  ακόμη  πόλεων  θα  ήταν  ανεξάρτητοι  από  τη Δωρική  Αθήνα.
Μία  σημαντική  διαφορά  ανάμεσα  στις  δύο  μεγάλες  αθηναϊκές  νίκες  του  1000  π.Χ.  και  του  490  π.Χ.  (με  χρονική  διαφορά  πέντε  αιώνων)  ήταν  ότι  οι  Δωριείς  εισβολείς  στο  Θριάσιο  ήταν  Ελληνες,  ενώ  οι  εισβολείς  στον  Μαραθώνα  ήταν  βάρβαροι.  
Οι  Δωριείς  ανέπτυξαν  κατά  την  Κλασσική  περίοδο  έναν  σπουδαίο  πολιτισμό,  ο  οποίος  όμως  υστερούσε  έναντι  του  κλασσικού  Αθηναϊκού  σύμφωνα  με  την  άποψη  των  περισσοτέρων  ερευνητών  και  ιστορικών,  Ελλήνων  και  μη-Ελλήνων.  
Ωστόσο  η  άποψη  του  συγγραφέα  αυτού  του  άρθρου  σχετικά  με  αυτή  την  «υστέρηση»  είναι  τελείως  διαφορετική  αλλά  αυτό  είναι  ένα  άλλο  ζήτημα  με  το  οποίο  θα  ασχοληθώ  σε  μελλοντικό  άρθρο. 
Από  τα  προαναφερόμενα  διαφαίνεται  η  αποφασιστική  σημασία  της  αθηναϊκής  νίκης  επί  των  Δωριέων  όχι  μόνο για την  Ελληνική  αλλά  για  την  Παγκόσμια  Ιστορία.
Πρόκειται  πραγματικά  για  έναν  “άλλο  Μαραθώνα”  πέντε  αιώνες  πριν  τη  γνωστή  μάχη  του Μαραθώνα,  αλλά αυτή  τη  φορά  στη  Δυτική  Αττική.  
Και  όμως  προς  έκπληξη  του γράφοντος  και  υποθέτω  και  αρκετών  ακόμη  ασχολουμένων  με  την  Ελληνική  ιστορία,  αυτή  η  ιστορική  νίκη  παραμένει  λησμονημένη και  περνά  σχεδόν  απαρατήρητη. 
Σχετικά  με  την  τοποθεσία  της  μάχης,  το  πιθανότερο  είναι  ότι  δώθηκε  είτε  στο  γεωφυσικό  στενό  κοντά  στο  σύγχρονο  Δαφνί ή  στο  Θριάσιο  Πεδίο  αν  οι  Αττικοί/Αθηναίοι  αποφάσισαν  να  αντιμετωπίσουν  τους  εισβολείς  σε  ανοικτό  χώρο. 
Τέλος, σχετικά  με  τον  αθηναϊκό  στρατό  της  ευρύτερης  Γεωμετρικής  περιόδου  (11ος-8ος  αι.  π.Χ.)  ο  οποίος  στις  Αρχές  της  πέτυχε  τη  νίκη  επί  των  Δωριέων,  εκείνος  ακολουθούσε  τα  κοινά  νοτιοελλαδικά  πρότυπα  οπλοσκευής,  με  τη  χρήση  υστερομυκηναϊκών  κωδωνοειδών  θωράκων,  κωνόσχημων  περικεφαλαίων  «Κέγκελ»  (Kegelhelm),  πρωτοκορινθιακών  κ.ά.
 Οι  ασπίδες  ήταν  συνηθως  Υστερου  οκτώσχημου  τύπου  μικρού  μεγέθους,  τύπου  Διπύλου  (ονοματισμένος  από  την  ομώνυμη  αθηναϊκή  πύλη),  «Χέρτσπρουνγκ»  (Herzsprung,  κυρίως  για  τους  ευγενείς)  κ.ά.,  τα  ξίφη  και  τα  δόρατα  ανήκαν  σε  διάφορους  τύπους  της  Γεωμετρικής,  κτλ.  
Το  άρμα  δεν  ήταν  πλέον  όπλο  κρούσης  αλλά  κυρίως  ένα  μεταφορικό  μέσο  για  τους  ευγενείς.  Παρόμοια  ήταν  η  οπλοσκευή  των  Δωριέων  αντιπάλων  του. 
(Περικλής Δεληγιάννης periklisdeligiannis.wordpress.com)

έξυπνα

Τα τσιγάρα κι ο καφές των παλιών Κρητικών

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.



viannitika.gr
Ίσως κάποιοι έχουν ακούσει ιστορίες με αντάρτες στα βουνά. Τι εκαναν…



Η ιπτάμενη μηχανή του αρχαίου Έλληνα Αρχύτα


Η ιπτάμενη μηχανή του αρχαίου Έλληνα Αρχύτα που, δυστυχώς, δεν διδάσκεται στα σχολεία Πριν αναφερθούμε στο εκπληκτικό κατασκεύασμα του Αρχύτα που αφορά την “Ιπτ....

Η ιπτάμενη μηχανή του αρχαίου Έλληνα Αρχύτα που, δυστυχώς, δεν διδάσκεται στα σχολεία
Πριν αναφερθούμε στο εκπληκτικό κατασκεύασμα του Αρχύτα που αφορά την “Ιπτάμενη Περιστέρα” ή “Πετομηχανή” (πρώτη παγκόσμια καταγραφή ιπτάμενου κατασκευάσματος), θα πρέπει να αναφερθούν κάποια πράγματα για τον ίδιο τον Αρχύτα…
Ο Αρχύτας καταγόταν από τον Τάραντα, μια αρχαία ελληνική αποικία στη Σικελία, ήταν γιος του Μνησαγόρα (ή Εστιαίου) και έδρασε ανάμεσα στο 430 και 350 π.Χ. χωρίς να γνωρίζουμε με σαφήνεια το έτος γέννησης και θανάτου του. Επρόκειτο για ισχυρή και έντονα πνευματική προσωπικότητα, φίλος του Πλάτωνα και οπαδός του Πυθαγόρα. Στοιχεία γι’ αυτόν διασώζει ο Διογένης Λαέρτιος, αν και επιγραμματικά.
Γενικά ο Αρχύτας είναι γνωστός ως φιλόσοφος (πυθαγορικός), ως μηχανικός και, ίσως, ως ο σημαντικότερος μελετητής της ακουστικής. Διαβάζουμε γι’ αυτόν:
«Συμμετέσχε ενεργά στην πολιτική ζωή και οι συμπολίτες του τον θαύμαζαν για τις γνώσεις, το ήθος και τις προσωπικές του αρετές τόσο, που τον εξέλεξαν επτά φορές στρατηγό (κυβερνήτη) του Τάραντα, παρόλο που ο νόμος δεν επέτρεπε την κατάληψη αυτού του αξιώματος για διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος.
Για τη ζωή και τα συγγράμματα του έγραψαν πραγματείες ο Αριστοτέλης και ο Αριστόξενος, ενώ ο Πλάτων, που ήταν στενός του φίλος, βρήκε στο πρόσωπο του Αρχύτα έναν υποστηρικτή όταν αντιμετώπιζε την εχθρότητα του Διονυσίου Β’ των Συρακουσών. Ο ίδιος ο Πλάτων χρησιμοποίησε τις εργασίες του στα μαθηματικά και υπάρχουν ενδείξεις ότι κι ο Ευκλείδης χρησιμοποίησε πολλά από τα αποτελέσματα του Αρχύτα στο Η’ βιβλίο των Στοιχείων. Τέλος, η παράδοση τον φέρει ως τον πρώτο αερομοντελιστή, αφού αναφέρεται ότι κατασκεύασε ένα ξύλινο περιστέρι, που πετούσε με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα».
Το σημαντικότερο απ’ όσα αποδίδουν στον Αρχύτα είναι η κατασκευή μιας ιπτάμενης περιστεράς, της “πετομηχανής”, που από ιστορικής απόψεως είναι το πρώτο ιπτάμενο αντικείμενο που έχει καταγραφεί. Δικαίως, λοιπόν, η Ελλάδα θεωρείται η χώρα που εμπνεύστηκε και υλοποίησε την πτήση ως έργο καθαρά μηχανικό και όχι φανταστικό.
Επίσης φαίνεται φέρεται ως ο εφευρέτης του κοχλία, της τροχαλίας και ενός παιδικού παιγνιδιού, γνωστού ως πλαταγή. Επρόκειτο για ένα κρόταλο που παρήγε έντονο θόρυβο, το οποίο όμως πολλοί αρχαίοι και σύγχρονοι ερευνητές ταυτίζουν με την κουδουνίστρα. Την πλαταγή έδιναν στα παιδιά για να παίζουν όταν δεν είχαν να κάνουν κάτι στο σπίτι.

Ποιες οι πηγές για την «ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ» ή «ΠΕΤΟΜΗΧΑΝΗ»…


Η Ιπτάμενη Μηχανή του Αρχύτα που ΔΕΝ Διδάσκεται σε Κανένα Σχολείο στην Ελλάδα
Ο Αρχύτας, σύμφωνα με μαρτυρία του Φαβωρίνου, ιστορικού των αρχαίων παραδόσεων, επινόησε και κατασκεύασε μια περίεργη ιπτάμενη μηχανή, που αποκλήθηκε “πετομηχανή” ή “περιστερά” και που ουσιαστικά ήταν το πρώτο αεριωθούμενο. Ο Φαβωρίνος σημειώνει ακόμα ότι το γεγονός περιγράφει πλήρως ο Ρωμαίος Αύλος Γέλλιος στο έργο του Αττικαί Νύκται.
Ο Αύλος Γέλλιος (Gellius Aullus), λάτρης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στη Ρώμη, αλλά σπούδασε για πολλά χρόνια στην Αθήνα, κατά στην εποχή που φιλέλληνες Ρωμαίοι αυτοκράτορες ελάμπρυναν την πόλη χτίζοντας θαυμάσια κτίρια και μνημεία, ενώ η πνευματική της αίγλη βρισκόταν και πάλι σε έξαρση.
Ήταν γύρω στα 150μ.Χ. Ο Γέλλιος, οπαδός του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, επηρεάστηκε επίσης από το έργο του ιστορικού και φιλόσοφου Φαβωρίνου, Παντοδαπή Ιστορία, και θέλοντας να τον μιμηθεί έγραψε το έργο Αττικαί Νύκται (Noctes Atticae). Σ’ αυτό μελετά τις εργασίες 280 περίπου Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων και ενσωματώνει πλήθος πληροφοριών κάθε είδους: ιστορικών, εθνολογικών, ευθυμολογικών, τεχνολογικών, και ως εκ τούτου η συμβολή του στην αρχαία γραμματεία είναι σημαντική.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι αυτός που αναφέρει και διασώζει το πείραμα του Αρχύτα είναι σοβαρός και αξιόπιστος.
Στο συγκεκριμένο του έργο, αναφέρει τα εξής, όσο αφορά το θέμα που εξετάζουμε:
«Ό,τι όμως αφορά εις εν τεχνικόν έργον, το οποίον καθ’ ομολογίαν του ιδίου του κατασκευαστού του Πυθαγορείου Αρχύτου, ούτος κατεσκεύασε, τούτο καίτοι δεν φαίνεται εις υμάς ολιγότερον θαυμαστόν, εν τούτοις μας φαίνεται απίστευτον. Διότι όχι μόνον πολλοί επιφανείς Έλληνες διηγούνται τούτο, αλλά και ο φιλόσοφος Φαβωρίνος, ο μετά ζήλου ερευνητής όλων των παλαιών ιστορικών μνημείων.
Όλοι αυτοί μνημονεύουν με έντονον διαβεβαίωσιν την αλήθειαν ενός τεχνικού έργου, γράφουν δηλαδή περί της κατασκευής υπό του Αρχύτου μιας περιστεράς με ωρισμένον σύστημα και διά μηχανικής τέχνης κατεσκευασμένης, η οποία ίπταται εις τον αέρα. Το τεχνικόν αυτό κατασκεύασμα (ως αφ’ εαυτού νοείται) φέρεται δι’ ωρισμένης ωστικής δυνάμεως προς τα ύψη και διά κεκρυμμένου εντός αυτού πεπιεσμένου αέρος τίθεται εις κίνησιν».
Δεν το θεωρεί ψευδές ή αγυρτεία ή θαύμα, απλώς δεν μπορεί να το πιστέψει, αφού του κάνει μεγάλη εντύπωση. Και τούτο επειδή μαρτυρούν γι’ αυτό “πολλοί επιφανείς Έλληνες”, καθώς και ο φιλόσοφος Φαβωρίνος.
Ο Φαβωρίνος αναφέρει ότι “ο φιλόσοφος Αρχύτας, ο εκ της πόλεως Τάρας καταγόμενος, ήτο επί πλέον και εξαίρετος μηχανικός και κατεσκεύασε ξυλίνην ιπταμένην περιστεράν, η οποία όμως όταν προσεγειούτο δεν ηδύνατο πάλιν να απογειωθή μόνη της. Διότι μέχρις αυτού…” [σ.σ.: Η συνέχεια δεν υπάρχει].
Πως λειτουργούσε η κατασκευή, από τις αναφορές που υπάρχουν…
Με κάποιο μηχανισμό κι ένα βάρος που κρεμόταν από τροχαλία το ομοίωμα περιστεριού κουνούσε τα φτερά του. Όταν πια βρισκόταν στον αέρα για την προώθησή του χρησιμοποιούσε ένα μπαλόνι που ξεφούσκωνε αργά αλλά με δύναμη από μία μικρή τρύπα.
Για μπαλόνι χρησιμοποίησε την ουροδόχο κύστη ενός γουρουνιού. Έτσι το πανάλαφρο ομοίωμα περιστεριού που είχε κατασκευάσει μπορούσε να πετάει σχεδόν 200 μέτρα μέχρι να ξεφουσκώσει εντελώς το μπαλόνι!

Αλεξανδρινό: «Δώρο στο Χριστό»


Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.


Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν.
Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά.
Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον».
Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
– Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
– Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
– Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
– Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
– Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
– Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
– Μα τι έγινε;
– Θαύμα!
– Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα –ποια να ‘ταν άραγε;– είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
Το λουλούδι λέγεται . Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6–8 εβδομάδες.
Γράφτηκε από τον Νίκο Βαξεβανίδη

Μπόρις Τζόνσον για Ελλάδα: «Πώς η Ε.Ε κατέστρεψε τους Έλληνες»

Δημοφιλείς αναρτήσεις