Φασκόμηλο: Φαρμακευτικές ιδιότητες και χρήσεις ανά τον κόσμο
«Cur moriatur homo cui Salvia crescit in horto?».
«Πώς γίνεται να πεθάνει κάποιος όταν έχει στον κήπο του φασκόμηλο;».
Φασκόμηλο: Φαρμακευτικές ιδιότητες και χρήσεις ανά τον κόσμο
Η ιστορική αυτή ρήση είναι μονάχα ένα δείγμα για το πόσο σπουδαία θεωρούταν σε πολλούς λαούς η χρήση του.
Το φασκόμηλο χρησιμοποιείται για τις θεραπευτικές ιδιότητες του εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Την αρχαιότερη γνωστή αναφορά στη χρήση του, αποτελεί η απεικόνιση του σε τοιχογραφία στη Κνωσό (1.400 π.κ.χ.).
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το φασκόμηλο για την περιποίηση πληγών (φρέσκα φύλλα σε μορφή “κομπρέσας”), την αντιμετώπιση δαγκωμάτων φιδιών, την αύξηση της γυναικείας γονιμότητας και σε πολλές ακόμη περιπτώσεις.
Οι Ρωμαίοι – οι οποίοι μάλιστα συγκέντρωναν το φασκόμηλο με “τελετουργικό τρόπο – το χρησιμοποιούσαν ως διουρητικό, ως τοπικό “αναισθητικό”, αλλά και ως “οδοντόπαστα” καθώς θεωρούσαν πως βελτιώνει τη μνήμη και ενισχύει τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η ονομασία Salvia προέρχεται άλλωστε από το λατινικό salvere που σημαίνει “που σώζει”.
Την εποχή του Μεσαίωνα το αποκάλεσαν salvatrix (Φασκόμηλο ο σωτήρας) και αποτέλεσε ένα από τα 5 συστατικά του “Four Thieves Vinegar”, του φαρμάκου που “έδιωχνε” την πανώλη.
Το φασκόμηλο και οι θεραπευτικές του ιδιότητες αναφέρθηκαν από το Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το Γαληνό. Το παλιό Αγγλικό ρητό: “Όποιος δεν θέλει να πεθάνει, να τρώει Φασκόμηλο το Μάη” δείχνει την ιστορική σημασία του βοτάνου.
Η φασκομηλιά είναι φυτό δικότυλο της οικογένειας Labiatae (Χειλανθών) (τάξης Lamiales). Στο γένος Salvia sp υπάγονται περίπου 900 είδη κατεσπαρμένα στις εύκρατες και θερμές περιοχές της γης, είναι πολυετείς ή μονοετείς πόες φρυγανώδεις ή θαμνώδεις κατά το πλείστον αρωματικές. Στην Ελλάδα έχουν εντοπισθεί 23 είδη Σάλβια.
Δράση και Φαρμακολογία.
Η χαρακτηριστική ουσία που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο που παράγουν τα φυτά του S.officinalis είναι η α και η β θουγιόνη. Άλλοι δευτερογενείς μεταβολίτες που παράγονται στο είδος αυτό είναι το β-πινένιο, διτερπένια, τριτερπένια, φλαβονοειδή, συστατικά φαινολικών οξέων και φαινολικοί γλυκοζίτες (Miura et al., 2000).
Στην περίπτωση του S. fruticosa τα κυριότερα χαρακτηριστικά του αιθέριου ελαίου είναι (Skoula et al., 2000) η 1,8 κινεόλη, το β-μυρκένιο, το α και β-πινένιο, η α και β-θουγιόνη και η καμφορά. Όλα αυτά αποτελούν το 90% του αιθέριου ελαίου.
Η χημική ταυτότητα των δύο αυτών ειδών, δηλαδή, η συνολικά παραγόμενη ποσότητα του αιθέριου ελαίου και η ποιοτική του και ποσοτική του σύσταση εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Αυτοί είναι: i) το τμήμα του φυτού, ii) η εποχή και iii) η γεωγραφική περιοχή που αναπτύσσεται το φυτό και οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτή. Η επίδραση των παραγόντων αυτών έχει μελετηθεί τόσο στο S. officinalis, όσο και στο S. fruticosa.