_SHORT DEATH STORY
του FreeRider *
.
Ανοίγει τα μάτια λίγο πριν φρενάρει το λεωφορείο. Είναι η στάση του.
Σηκώνεται γρήγορα παίρνοντας μαζί του και την κούραση της μέρας.
Κατεβαίνει τις σκάλες και η άσφαλτος δέχεται το βάρος του απρόθυμα. Λίγα
μέτρα ακόμη. Φτάνει αργά στον τρίτο όροφο της γκρίζας πολυκατοικίας
λίγο πριν το σούρουπο.
Κάπου εδώ είναι το κλειδί. Βάζοντάς το εκεί που πρέπει σπρώχνει απρόθυμα με όλο του το βάρος την πόρτα για ν’ ανοίξει.
Το βλέμμα του μένει για μια στιγμή ακίνητο. Μπρος του ανοίγεται μια
τεράστια πράσινη έκταση, ένα αχανές λιβάδι χωρίς ορίζοντα, κάτι που σε
τίποτε δε μοιάζει με το μικρό του άθλιο δωμάτιο. Χωρίς να το θέλει
ακολουθεί τα πόδια του, που πατούν με γρήγορο ρυθμό το γρασίδι. Σχεδόν
τρέχει προς το κάπου ξεχνώντας κάθε έννοια κούρασης. Περνούν αρκετά
λεπτά μέχρι να φτάσει μπροστά σε μια λίμνη. Ήσυχα γαλαζοπράσινα νερά.
Κάτι του θυμίζει. Ίσως ένα πάρκο στο Παρίσι, χωρίς το πλήθος των
τουριστών. Βρέθηκε σίγουρα εδώ κάποτε.
Η σιωπή ραγίζει από τις φωνές δύο αγοριών που τρέχουν λίγα μέτρα
μακριά του. Το ένα λίγο μεγαλύτερο κυνηγά το μικρό. Δε μπορεί να
ξεχωρίσει πρόσωπα. Γνώριμες οι φωνές, σα να ξυπνούν παλιές αναμνήσεις.
Λίγο πιο πέρα τα μικρά συναντούν κι άλλους ανθρώπους. Είναι καθισμένοι
στο χορτάρι, άντρες και γυναίκες. Πλησιάζει. Τους μιλά αλλά δεν δείχνουν
να τον βλέπουν ή να τον ακουν. Είναι σα να μην υπάρχει γι’ αυτούς, σα
να ζει σε όνειρο. Δεν μπορεί να διακρίνει τα πρόσωπά τους.
Προχωρά προς την όχθη αλλά δεν προσέχει την ύπαρξη ενός νεαρού που
τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση. Έχει ακουστικά στ’ αυτιά και μουσική
μέσα του. Λίγο πριν τον δει νιώθει το κορμί του να συγκρούεται και να
πονά. Νιώθει πραγματικό πόνο. Ζητά συγνώμη και παίρνει ένα χαμόγελο. Ο
νεαρός συνεχίζει γρήγορα το δρόμο του.
Γυρίζει πίσω να δει τα δυο παιδιά. Πουθενά. Κανένας δεν υπάρχει, εκεί
που πριν διασκέδαζε. Χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον τρόμο του συνεχίζει
παράλληλα με τη λίμνη που λίγα μέτρα μετά κόβεται από μια ξύλινη
γέφυρα. Τη διασχίζει και φτάνει μπρος σε έναν παλιό υπαίθριο
κινηματογράφο. Μια γυναίκα με καστανοκόκκινα μαλλιά βρίσκεται στην
είσοδο και κοιτάζοντάς τον με την άκρη του ματιού της μπαίνει γρήγορα
μέσα. Την ακολουθεί αμέσως. Βρίσκεται σε μια καρέκλα. Κάθεται δίπλα της.
Η ταινία έχει αρχίσει και η νύχτα του ουρανού κάνει τα πάντα ακόμη πιο
μαύρα.
Η κοπέλα κοιτάζει μπροστά. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι η γυναίκα
του. Την κοιτάζει επίμονα αλλά εκείνη δεν γυρίζει. Αφήνει το όνομά της
να βγει απ’ τα χείλια του. Γυρίζει και τον φιλά χωρίς να πει τίποτε.
Αγκαλιάζονται για αρκετά λεπτά και η ταινία δείχνει να φτάνει προς το
τέλος της, αφού η μουσική έχει ένα περίεργο κρεσέντο.
Πλησιάζει στο αυτί του:
- Πάμε γρήγορα, κάτι κακό θα συμβεί, του λέει με φωνή που τρέμει.
Σηκώνεται, τον πιάνει απ’ το χέρι και φεύγουν τρέχοντας προς τη
λίμνη. Αρχίζει να βρέχει δυνατά. Οι χοντρές σταγόνες κι οι ήχοι μιας
απότομης καταιγίδας αρχίζουν να χορεύουν στην επιφάνεια της λίμνης.
Τρέχουν, με το νερό να μπαίνει μέσα τους και τα χέρια τους να σφίγγονται
όλο και πιο πολύ. Σταματούν λίγο πιο πέρα, στη σκιά ενός δέντρου,
κουρασμένοι από τον έρωτα και το κακό που περιμένουν να συμβεί.
Στο βάθος βλέπουν μέσα στη λίμνη τα δύο αγόρια μέσα σε μια μικρή
ξύλινη βάρκα. Το μεγαλύτερο κάνει κουπί και το άλλο παίζει με μια μπάλα
που την πετάει ψηλά και την ξαναπιάνει. Εκείνος τα φωνάζει μα δεν ακούν.
Εκείνη αφήνει το χέρι του και πλησιάζει στην όχθη. Η βροχή δε σταματά.
Κάνει νοήματα. Τα παιδιά δεν κοιτάζουν προς το μέρος τους. Βουτά στο
νερό. Κολυμπάει γρήγορα. Η δυνατή βροχή εμποδίζει το μάτι να διακρίνει
καθαρά. Εκείνος την ακολουθεί και φτάνουν στη βάρκα σχεδόν μαζί.
Σηκώνουν το κεφάλι από το νερό. Ανεβαίνουν μα δεν υπάρχει κανείς πάνω.
Κάθονται οι δυό τους αντικρυστά και κείνος προσπαθεί να της μιλήσει,
φωνάζοντας σχεδόν για να σκεπάσει τη φωνή της βροχής.
- Τα γνωρίζεις;
- Δε θυμάσαι; Είναι δικά μας, του απαντά εκείνη, με την ίδια ένταση.
Μόλις τελειώνει τη φράση της γυρίζει το κεφάλι στην όχθη και βλέπει
τα αγόρια. Το ένα που δεν είχε τη μπάλα τους χαιρετά με δύναμη. Τους
βλέπουν.
Ξαφνικά νιώθει τη βάρκα να γεμίζει νερό και να τους τραβά μέσα στη
λίμνη. Σε λίγο τα παιδιά έχουν χαθεί από το βλέμμα τους. Βρίσκονται μέσα
στο νερό αλλά καταλαβαίνει ότι δεν έχει πρόβλημα με το οξυγόνο.
Κοιτάζει τη γυναίκα. Κι εκείνη αναπνέει σα να είναι κάτι τελείως φυσικό.
Κολυμπάνε με δυσκολία προς το βάθος της λίμνης, που γίνεται όλο και πιο
απόμακρο. Σχεδόν στον πάτο βρίσκουν μία στρογγυλή σιδερένια πόρτα, σαν
είσοδο ενός σκάφους από αραχνιασμένο παλιό ναυάγιο.
Ανοίγει πρώτος την πόρτα βάζοντας όλη του τη δύναμη. Ταυτόχρονα
γυρίζει να την κοιτάξει. Δεν υπάρχει πουθενά. Είναι μόνος. Μπαίνει μέσα.
Δεν έχει σημασία πια αν είναι τα μάτια του κλειστά. Απόλυτο σκοτάδι.
Νιώθει την αναπνοή του να σταματά.
.
O FreeRider ζει στη Βέροια… τους τελευταίους δύο
αιώνες γεμίζει τις δεξαμενές του με μουσική και βουτά στο φωτογραφικό
ασπρόμαυρο φιλμ… …δεν έχει προσδοκίες… έχει όνειρα...
[ facebook ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω