_ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΧΕΔΙΑ
του The_Stranger *
.
«Αυτή η πόλη μάς καταπίνει όλους, ρουφάει τη ζωή από μέσα μας, μας
διαλύει. Κι εμείς καθόμαστε και το απολαμβάνουμε, αντί να την
παρατήσουμε και να πάμε κάπου καλύτερα. Τόσο χαζοί είμαστε.»
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου πριν κλείσει πίσω του την
πόρτα του σπιτιού και εξαφανιστεί. Ήμουν 25 χρονών, μόλις είχα χάσει τη
μητέρα μου, και ξαφνικά έχανα και τον πατέρα μου. Δίπλα μου ο αδελφός
μου, τον κοίταζε κι αυτός χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι συνέβαινε.
Και το ξέραμε ότι ο πατέρας μου τη σιχαινόταν αυτήν την πόλη, αλλά
δεν το περιμέναμε ότι μια μέρα θα τα παρατούσε όλα και θα γύριζε στο
χωριό του. Το έλεγε μερικές φορές στο οικογενειακό τραπέζι, και μετά
γελούσε, έπινε δυο γουλιές κρασί και γύριζε την κουβέντα στο ποδόσφαιρο.
Κι όμως, το εννοούσε στα σοβαρά.
Μας τηλεφώνησε μετά από τρεις μέρες. Τρεις μέρες που προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας. Μόνοι μας.
«Συγνώμη που σας άφησα έτσι. Με καταλαβαίνετε όμως, έτσι δεν είναι;
Πες κι εσύ, που είσαι πιο μεγάλος. Δεν είναι απαίσια αυτή η πόλη; Δε σε
δηλητηριάζει κάθε μέρα; Δε σου προξενεί αηδία; Δε σε φοβίζει; Τι να
κάνει ένας άνθρωπος σαν εμένα σε αυτήν την πόλη;»
Δεν απαντούσα. Δεν ήξερα τι να πω.
«Αυτή η πόλη, αγόρι μου, μας στέρησε τη μάνα σου. Το ξέρεις, από αυτό
πέθανε η μάνα σου. Από το νέφος, τα καυσαέρια, τα τοξικά, όλα αυτά τα
δηλητήρια. Δε θέλω να πάω κι εγώ έτσι. Το θυμάσαι το χωριό πώς είν αι;
Καθαρός αέρας, πράσινο, ησυχία… Άλλος πλανήτης είναι εδώ.»
Κοιτάζω γύρω μου. Άλλος πλανήτης, όντως. Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα
και βρήκα το χρόνο να περπατήσω λίγο στην πόλη. Είναι παράξενο: Έχω
ζήσει όλη μου τη ζωή σε αυτήν την πόλη, κι ακόμα δεν την έχω εξερευνήσει
ολόκληρη. Κάθε φορά που περπατάω ανακαλύπτω κι ένα καινούργιο στενό,
ένα καινούργιο μαγαζί, ένα καινούργιο γκραφίτι σε κάποιον τοίχο – ποτέ
δε βαριέσαι στην πόλη. Στον «πλανήτη» του πατέρα μου φαντάζομαι ότι
κυριαρχεί το πράσινο. Εδώ κυριαρχεί το γκρίζο. Ε, και; Κακό είναι το
γκρίζο;
«Ο κόσμος, αγόρι μου, δε φτιάχτηκε για να είναι γκρίζος. Πράσινος είναι ο κόσμος, εμείς τον μαυρίσαμε με τις βλακείες μας.»
Ο πατέρας μου δεν άντεχε καθόλου το γκρίζο. Αλλιώς είχε συνηθίσει.
Μέχρι τα 18 του ζούσε στο χωριό, μετά αναγκάστηκε να έρθει στην πόλη να
δουλέψει, γνώρισε τη μητέρα μου, έφτιαξαν τη ζωή τους εδώ. Στο γκρίζο
της πόλης. Και να σκεφτείς ότι αν δεν ήταν αυτή η πόλη, που τόσο
μισούσε, δε θα την είχε γνωρίσει ποτέ.
Κι όμως, έχει την ομορφιά της αυτή η πόλη. Προσπάθησα πολλές φορές να του το εξηγήσω, αλλά δε με καταλάβαινε.
«Τι της βρίσκεις μωρέ αυτής της κωλοπόλης; Δε σε καταλαβαίνω,
αλήθεια. Πας και φωτογραφίζεις τις μπογιές στους τοίχους, περπατάς στους
βρώμικους δρόμους, με ένα σωρό ξένους που κάνουν κι εγώ δεν ξέρω τι
εκεί πέρα… Απάνθρωπη είναι αυτή η πόλη, να, δες εμάς: Τη γειτόνισσα που
μένει στον τρίτο πώς τη λένε, ξέρεις; Πόσα παιδιά έχει; Τι δουλειά
κάνει;Τι αμάξι οδηγεί;
Σιωπή στο ακουστικό. Δεν ήξερα καμία απάντηση.
«Αυτή η πόλη αποξενώνει τους ανθρώπους, τους κάνει άγρια θηρία και
μετά τους κλείνει σε κλουβιά για να μην κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο. Ο
καθένας κοιτάζει την πάρτη του. Ζούγκλα.»
Διασχίζω αφηρημένος το δρόμο. Ένα αυτοκίνητο φρενάρει απότομα μπροστά
μου και μου κορνάρει. Ζούγκλα, καλά το έλεγε ο πατέρας μου. Αλλά την
έχω συνηθίσει αυτήν τη ζούγκλα. Την έχω αγαπήσει. Και μπορεί να μην ξέρω
τι δουλειά κάνει η γειτόνισσα του τρίτου, αλλά ξέρω ένα σωρό ανθρώπους
εδώ: Φίλους, συναδέλφους, ανθρώπους που γνώρισα στο Διαδίκτυο.
Κυκλοφορούν όλοι εδώ γύρω. Και με ενδιαφέρει να ξέρω τι κάνουν. Μιλάω
μαζί τους τακτικά. Θέλω να τους έχω εδώ, κοντά μου.
Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Δεν είναι κάποιος από τους φίλους μου, αλλά ο
αδελφός μου. Ακούγεται ανήσυχος. Με ρωτάει πού είμαι και μου φωνάζει να
βιαστώ. Του λέω «εντάξει», κλείνω το τηλέφωνο και συνεχίζω να περπατάω
με τον ίδιο ρυθμό. Τι ώρα έχει πάει;
«Δεν υπάρχει ποτέ χρόνος σε αυτήν την πόλη. Ξυπνάς το πρωί και
βιάζεσαι να πας στη δουλειά. Πας στη δουλειά και βιάζεσαι να γυρίσεις
στο σπίτι. Πας στο σπίτι και βιάζεσαι να κοιμηθείς γιατί έχεις δουλειά
την άλλη μέρα. Σκέψου το: Ποτέ δεν έχεις ελεύθερο χρόνο. Αυτή η πόλη σου
έχει κλέψει όλο τον χρόνο…»
Ποτέ δεν μπόρεσε ο πατέρας μου να συνηθίσει τους γρήγορους ρυθμούς
της πόλης. Έλεγε ότι όλοι εδώ μοιάζουν λες και τους έχει πατήσει κάποιος
το κουμπί fast-forward του βίντεο και τρέχουν αλλόφρονες. Τον θυμάμαι
που οδηγούσε με 30 χιλιόμετρα ακόμα και όταν ο δρόμος μπροστά ήταν
άδειος, και μας κόρναραν δαιμονισμένα από τα πίσω αυτοκίνητα. Κι αυτός
γελούσε. Κι εγώ γελούσα.
Στο χωριό ξαναβρήκε τον εαυτό του. Πήγαινε με 30 χιλιόμετρα την ώρα
και κανείς δεν του έλεγε τίποτα. Ήξερε τα πάντα για όλους τους
συγχωριανούς του: Πού δουλεύουν, πόσα παιδιά έχουν, τι αυτοκίνητο
οδηγούν. Βρήκε το πράσινο που τόσο του είχε λείψει. Έχασε εμάς, βέβαια,
αλλά μάλλον το θεωρούσε απαραίτητο τίμημα για να βρει ξανά την ευτυχία
του. «Μερικές φορές πρέπει να χάσεις κάτι για να βρεις κάτι άλλο»,
θυμάμαι που έλεγε όταν έχανα κάποιο αντικείμενο. Μου πήρε χρόνια να
καταλάβω τι πραγματικά εννοούσε.
Βρίσκομαι σε ένα από τα πιο παράξενα σημεία της πόλης. Κοιτάζω
αριστερά. Φασαρία, μποτιλιάρισμα και θεόρατες γκρίζες πολυκατοικίες.
Κοιτάζω δεξιά. Ησυχία, ψηλά δέντρα και ένας ψηλός φράχτης που τα
προστατεύει από το κλασικό γκρίζο της πόλης. Εδώ με περιμένει ο αδελφός
μου, μαζί με τους άλλους. Έφτασα στην ώρα μου.
«Δεν είναι αυτή πόλη να ζεις. Μόνο να πεθαίνεις μπορείς εκεί πέρα. Τα
αυτοκίνητα είναι νεκροφόρες και μεταφέρουν πτώματα από το νεκροκρέβατο
στο νεκροταφείο και πάλι πίσω, κάθε μέρα. Δεν το βλέπεις;»
Ο πατέρας μου δεν ήθελε με τίποτα να πεθάνει σε αυτήν την πόλη, όπως η
μητέρα μου. Γι’αυτό έφυγε. Κι όμως, ήταν γραφτό του να ξαναγυρίσει
κάποια στιγμή. Και να που αυτή η στιγμή είχε έρθει μόλις σήμερα, πέντε
χρόνια μετά.
Περπατάω λίγο σαν χαμένος, μέχρι που βρίσκω τον αδελφό μου. Φοράει
ένα ωραίο μαύρο κοστούμι – δεν τον έχω δει ποτέ να φοράει τέτοια ρούχα,
ούτε καν ήξερα ότι είχε κοστούμι στο ντουλάπι του. Αγκαλιαζόμαστε. Γύρω
του, διάφοροι φίλοι και συγγενείς. Δεν τους ξέρω όλους, αλλά τους
χαιρετώ ευγενικά. Και ακριβώς από πίσω τους, ο πατέρας μου. Επιστρέφει
στην πόλη που είχε παρατήσει πέντε χρόνια νωρίτερα. Και είναι όλοι εκεί
για να τον υποδεχθούν.
Τον κοιτάζω καλά. Δε μοιάζει να έχει αλλάξει καθόλου όλα αυτά τα
χρόνια. Είναι ίδιος όπως στη φωτογραφία του στο σαλόνι, που είχε
τραβηχτεί πριν από επτά χρόνια. Του χαϊδεύω τα μαλλιά.
«Τι έγινε ρε γέρο μου; Δεν άντεξες τόσο καθαρό αέρα και ξαναγύρισες;», του ψιθυρίζω στο αυτί και προσπαθώ να γελάσω, αλλά κλαίω.
- Πιστεύεις ότι θα μας συγχωρήσει ποτέ;
- Ποτέ. Θα μας καταριέται για όλη μας τη ζωή. Αφού το ξέρεις, δεν ήθελε να γυρίσει ποτέ ξανά. Ούτε νεκρός.
- Ναι, αλλά δε γινόταν αλλιώς. Μόνο έτσι θα τον είχαμε κοντά μας.
- Προσπάθησε να του το εξηγήσεις αυτό.
Προσπαθώ πάλι να γελάσω, αλλά κλαίω. Τα μαύρα γυαλιά μου δεν αφήνουν
τα διαπεραστικά βλέμματα των άλλων να το δουν, αλλά το καταλαβαίνουν.
«Σε παρακαλώ αγόρι μου, ένα πράγμα μόνο να μου υποσχεθείς: Ότι άμα
πεθάνω θα με θάψετε εδώ, στο νεκροταφείο του χωριού, πάνω στο λόφο, να
κοιτάζω για πάντα αυτήν την ομορφιά. Μη με φέρετε στην πόλη, με το
φαρμακιασμένο χώμα. Ευχή και κατάρα σου δίνω.»
Τον καθησύχασα. Τον άφησα να πιστεύει πως θα γίνει το δικό του. Του
είπα ψέματα. Και τον έφερα για πάντα σε αυτήν την πόλη, την γκρίζα πόλη
που τόσο μισούσε. Για πάντα.
«Ξέρεις αυτό που λένε, ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός
γελάει; Ε, μπούρδες είναι. Το αντίθετο συμβαίνει: Όταν ο Θεός κάνει
σχέδια, οι άνθρωποι γελάνε…»
.
Ο The_Stranger γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο
του 1984. Έχει σπουδάσει Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
ενώ διατηρεί το blog “Ο Άνθρωπος του Μετρό” από το 2006. Φιλοδοξεί
κάποτε να εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων. Ή ένα φωτογραφικό λεύκωμα με
συνθήματα σε τοίχους. Ή και τα δύο.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω