Με κομμένη την ανάσα (ταινία 1960)
Το Με κομμένη την ανάσα (πρωτότυπος τίτλος: À bout de souffle, αγγλ. Breathless) είναι περιπέτεια παραγωγής 1960 σε σκηνοθεσία και σενάριο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Ζαν Πολ Μπελμοντό και Τζιν Σίμπεργκ.
Πρόκειται για την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε ο Γκοντάρ
στην οποία ο Μπελμοντό έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός.
Η ταινία αποτελεί πρώιμο δείγμα του γαλλικού νέου κύματος και μαζί με τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups) του Τρυφώ και το Χιροσίμα, αγάπη μου (Hiroshima, Mon Amour), που γυρίστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα επέφερε παγκόσμια αναγνώριση αυτού του νέου είδους κινηματογράφησης.[2]
Ένας
απατεώνας, Ο Μισέλ Πουακάρ (Ζαν Πολ Μπελμοντό) κλέβει ένα αμερικανικό
αυτοκίνητο στη Μασσαλία και ξεκινά για το Παρίσι. Μέσα στο αμάξι
ανακαλύπτει ένα πιστόλι και διασκεδάζει παίζοντας και σκοπεύοντας τα
αυτοκίνητα με τα οποία διασταυρώνεται. Μέχρι τη στιγμή που πέφτει σε ένα
μπλοκ αστυνομικών και για να το αποφύγει πατάει γκάζι, αλλά οι
μοτοσικλετιστές τον ακολουθούν. Στρίβει σ' ένα παράπλευρο δρόμο,
νομίζοντας ότι ξέφυγε, αλλά πέφτει πάνω σ' έναν αστυνομικό και χωρίς να
σκεφτεί, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Και φεύγει τρέχοντας, πεζός,
φορώντας μονάχα το πουκάμισό του. Κάποτε φτάνει απελπισμένος και
κυνηγημένος μέχρι το Παρίσι και συναντά μια πανέμορφη Αμερικανίδα την
Πατρίτσια (Τζιν Σίμπεργκ), με την οποία είχε σχέση στο παρελθόν, που
πουλά φύλλα της «Χεράλντ Τριμπιούν, στα Ηλύσια πεδία. Ενώ ο Μισέλ
καταζητείται από την αστυνομία, προσπαθεί να κάνει την Πατρίτσια να τον
αγαπήσει και να το σκάσει μαζί του για την Ιταλία.
----------------------------------------------------------
Το έργο
Στο Παρίσι, ένας νεαρός γκάνγκστερ προδίδεται στην αστυνομία από την Αμερικανίδα φίλη του. Μια συνηθισμένη γκανγκστερική ιστορία μετατρέπεται σε μια πρωτότυπη, επαναστατική ταινία, από τις πιο αντιπροσωπευτικές που μας έδωσε η γαλλική νουβέλ βαγκ.
Η ταινία που έσπασε τους περισσότερους κανόνες της μέχρι τότε κινηματογραφικής γλώσσας, ορόσημο στη δημιουργία ενός μετα-μοντέρνου κινηματογράφου, που επέβαλε με το ανατρεπτικό, άναρχο στιλ της η «νουβέλ βαγκ», μια ομάδα κριτικών γύρω από το γαλλικό περιοδικό «Κινηματογραφικά τετράδια», στην οποία συμμετείχαν οι Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ και Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Η ιστορία της ταινίας ήταν βασισμένη σε μια αληθινή είδηση των εφημερίδων, που έγραψε για τον Γκοντάρ ο Τριφό, όπου ένας ασήμαντος γκάνγκστερ πυροβολεί έναν αστυνομικό και κρύβεται στο σπίτι μιας φίλης του, η οποία τελικά τον προδίδει.
Πρόκειται για μια απλή συνηθισμένη ιστορία, που ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για να φτιάξει μια ταινία-φόρο τιμής στις αμερικανικές γκανγκστερικές, χαμηλού κόστους, ταινίες (η ταινία είναι αφιερωμένη στην ειδικευμένη στα B-movies εταιρεία Monogram), με ένα νεαρό Ζαν-Πολ Μπελμοντό να συνθέτει το ρόλο του με βάση εκείνο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη με κοντά μαλλιά και αγορίστικη εμφάνιση βαμπ της Τζιν Σίμπεργκ, στο ρόλο της Αμερικανίδας φιλενάδας του που πουλά το New York Herald Tribune στο Σαν Ελιζέ, να συμβολίζει μια πλευρά της αμερικανικής κουλτούρας του 20ού αιώνα.
Με την πρώτη του αυτή κιόλας ταινία, ο Γκοντάρ κατάφερε να φτιάξει ένα εντελώς πρωτότυπο, δοσμένο με φαντασία έργο, χρησιμοποιώντας ένα προσωπικό, ελλειπτικό στιλ, που ανέτρεπε τη μέχρι τότε γνωστή κινηματογραφική γλώσσα.
Ένα στιλ με αυτοσχέδιες σκηνές, γυρισμένες με την κάμερα στο χέρι (με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ να συλλαμβάνει την υφή του σύγχρονου κόσμου μας), με γρήγορες, ανακόλουθες αλλαγές πλάνων, με πρωτότυπο μοντάζ και επικαλυπτόμενο διάλογο, που έδιναν στην ταινία έναν απότομο ρυθμό, συγγενικό μ' εκείνο της μουσικής τζαζ ή του κολάζ στη ζωγραφική.
Ταυτόχρονα μια ταινία που σχολιάζει τον κόσμο μας (σε μια σκηνή βλέπουμε την παρέλαση Ντε Γκολ - Αϊζενχάουερ στα Ηλύσια Πεδία), αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με τα μελό και τα θρίλερ του, και μας δείχνει πώς, τόσο από τη δεκαετία του '60 ως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, τα πάντα περνούν και, συχνά διαμορφώνονται, μέσα από την εικόνα: η πολιτική, η λογοτεχνία, και η ίδια η ζωή.
http://www.cretalive.gr/ new/101019/civilization/ Me_kommeni_tin_anasa_apopse _stin_Puli_Bithleem
Με κομμένη την ανάσα À bout de souffle | |
---|---|
Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας. |
|
Σκηνοθεσία | Ζαν-Λυκ Γκοντάρ |
---|---|
Παραγωγή | Ζορζ ντε Μπορεγκάρντ |
Σενάριο | Ζαν-Λυκ Γκοντάρ |
Πρωταγωνιστές | Τζιν Σίμπεργκ Ζαν Πολ Μπελμοντό |
Μουσική | Μαρσιάλ Σολάλ |
Φωτογραφία | Ραούλ Κοτάρ |
Μοντάζ | Cécile Decugis Lila Herman |
Διανομή | UGC (Γαλλία) |
Πρώτη προβολή | 17 Μαρτίου 1960 (Γαλλία) |
Διάρκεια | 87 λεπτά |
Προέλευση | Γαλλία |
Γλώσσα | Γαλλική Αγγλικά |
Προϋπολογισμός | 400.000 Γαλλικά φράγκα |
Ακαθάριστα έσοδα | 2,082,760[1] |
δεδομένα ( ) |
Η ταινία αποτελεί πρώιμο δείγμα του γαλλικού νέου κύματος και μαζί με τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups) του Τρυφώ και το Χιροσίμα, αγάπη μου (Hiroshima, Mon Amour), που γυρίστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα επέφερε παγκόσμια αναγνώριση αυτού του νέου είδους κινηματογράφησης.[2]
Πλοκή
Το έργο
Στο Παρίσι, ένας νεαρός γκάνγκστερ προδίδεται στην αστυνομία από την Αμερικανίδα φίλη του. Μια συνηθισμένη γκανγκστερική ιστορία μετατρέπεται σε μια πρωτότυπη, επαναστατική ταινία, από τις πιο αντιπροσωπευτικές που μας έδωσε η γαλλική νουβέλ βαγκ.
Η ταινία που έσπασε τους περισσότερους κανόνες της μέχρι τότε κινηματογραφικής γλώσσας, ορόσημο στη δημιουργία ενός μετα-μοντέρνου κινηματογράφου, που επέβαλε με το ανατρεπτικό, άναρχο στιλ της η «νουβέλ βαγκ», μια ομάδα κριτικών γύρω από το γαλλικό περιοδικό «Κινηματογραφικά τετράδια», στην οποία συμμετείχαν οι Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ και Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Η ιστορία της ταινίας ήταν βασισμένη σε μια αληθινή είδηση των εφημερίδων, που έγραψε για τον Γκοντάρ ο Τριφό, όπου ένας ασήμαντος γκάνγκστερ πυροβολεί έναν αστυνομικό και κρύβεται στο σπίτι μιας φίλης του, η οποία τελικά τον προδίδει.
Πρόκειται για μια απλή συνηθισμένη ιστορία, που ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για να φτιάξει μια ταινία-φόρο τιμής στις αμερικανικές γκανγκστερικές, χαμηλού κόστους, ταινίες (η ταινία είναι αφιερωμένη στην ειδικευμένη στα B-movies εταιρεία Monogram), με ένα νεαρό Ζαν-Πολ Μπελμοντό να συνθέτει το ρόλο του με βάση εκείνο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη με κοντά μαλλιά και αγορίστικη εμφάνιση βαμπ της Τζιν Σίμπεργκ, στο ρόλο της Αμερικανίδας φιλενάδας του που πουλά το New York Herald Tribune στο Σαν Ελιζέ, να συμβολίζει μια πλευρά της αμερικανικής κουλτούρας του 20ού αιώνα.
Με την πρώτη του αυτή κιόλας ταινία, ο Γκοντάρ κατάφερε να φτιάξει ένα εντελώς πρωτότυπο, δοσμένο με φαντασία έργο, χρησιμοποιώντας ένα προσωπικό, ελλειπτικό στιλ, που ανέτρεπε τη μέχρι τότε γνωστή κινηματογραφική γλώσσα.
Ένα στιλ με αυτοσχέδιες σκηνές, γυρισμένες με την κάμερα στο χέρι (με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ να συλλαμβάνει την υφή του σύγχρονου κόσμου μας), με γρήγορες, ανακόλουθες αλλαγές πλάνων, με πρωτότυπο μοντάζ και επικαλυπτόμενο διάλογο, που έδιναν στην ταινία έναν απότομο ρυθμό, συγγενικό μ' εκείνο της μουσικής τζαζ ή του κολάζ στη ζωγραφική.
Ταυτόχρονα μια ταινία που σχολιάζει τον κόσμο μας (σε μια σκηνή βλέπουμε την παρέλαση Ντε Γκολ - Αϊζενχάουερ στα Ηλύσια Πεδία), αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με τα μελό και τα θρίλερ του, και μας δείχνει πώς, τόσο από τη δεκαετία του '60 ως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, τα πάντα περνούν και, συχνά διαμορφώνονται, μέσα από την εικόνα: η πολιτική, η λογοτεχνία, και η ίδια η ζωή.
http://www.cretalive.gr/