[Κυριακή της μελαγχολίας]…
Πάλι Κυριακή. Πάντα οι Κυριακές ήταν θλιμμένες, κυοφορούσαν μιαν άτυπη
κατάθλιψη και επώαζαν τη μοναξιά. Aπό τα παιδικά μου χρόνια,
μετακατοχική Ελλάδα, εμφυλιακή επαρχία και αργότερα φοιτητικές έρημες
Κυριακές, όπου μόνη διέξοδος ήταν το ποδόσφαιρο- ερασιτεχνικό τότε,
χωρίς αγορασμένους ξένους παίχτες και χωρίς μεταγραφές- ή ο
μεταμεσημβρινός κινηματογράφος.
Βραδινή ζωή
στην επαρχία, έστω και την Κυριακή, ανύπαρκτη και στην Αθήνα της
δεκαετίας του ΄50, μια έξοδος με φίλους, κυρίως συμφοιτητές, με το
περισσευούμενο μηνιάτικο για κανένα ούζο με μαριδάκι στις ανηφοριές της
Πλάκας και στο Παλιό Πανεπιστήμιο (εκεί που τώρα, αναπαλαιωμένο, είναι
το Μουσείο του Πανεπιστημίου). Οσοι είμαστε μυημένοι στο ρεμπέτικο κι αν
το σήκωνε το φοιτητικό πορτοφόλι, φτάναμε στις παρυφές των Τζιτζιφιών
και ακούγαμε τον Μητσάκη και τον Παπαϊωάννου. Αλλοτε πάλι κατηφορίζαμε
προς το Ζάππειο όπου στο υπαίθριο πάλκο ο Οικονομίδης ή ο Αθηναίος ή ο
Λάμπρος Ζούνης, κομφερασιέ της εποχής, παρουσίαζαν ένα «λαϊκό» θέαμα με
τραγουδιστές, χορευτικά ντουέτα, ζογκλέρ και ταχυδαχτυλουργούς. Στην
πλατεία του Ζαππείου απλώνονταν εκατοντάδες τραπεζάκια με καρέκλες
καφενείου, όπου το μικροαστικό συνήθως κοινό της εποχής, μεσήλικοι
σύζυγοι με πεθερά ή μητέρα και παιδιά, έναντι λεμονάδας, υποβρυχίου ή
μιας, σπάνια, νουγκατίνας, απολάμβαναν το πρόγραμμα. Υπήρχαν γύρω –
τριγύρω και όρθιοι, ανάμεσά τους και το φοιτηταριό, που έκλεβαν θέαμα
τσάμπα. Ηταν τότε που θαύμασα την ιδιοφυΐα του Λάμπρου Ζούνη να σκαρώνει
οκτάστιχα με δοσμένες από το κοινό ομοιοκαταληξίες και τον
ανεκδοτολογικό οίστρο του Γιώργου Οικονομίδη. Οι ορχήστρες του Ρουχωτά,
του Μουζάκη, του Σουγιούλ και οι φωνές του Γούναρη, του Μαρούδα, του
Μακούλη και της Μπελίντας, της Κούλας Νικολαΐδη και εκτάκτως της Δανάης
με την κιθάρα της ή της Νινής Ζαχά που έπαιζε και τραγουδούσε με τέσσερα
όργανα αυτοσχεδιάζοντας.
Το ίδιο συνέβαινε με παραλλαγές στο Αλσος
του Πεδίου του Αρεως, στον Κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, στην πλευρά
του κήπου προς τη Μαυρομματαίων. Στο τελευταίο στέκι, κλειστό πίσω από
τον μαντρότοιχο δεν μπορούσαμε να δούμε αλλά ακούγαμε πίνοντας γκαζόζα
στο ζαχαροπλαστείο «πολυτελείας» Λουμπιέ, ενώ μέσα έκανε κατ΄ αρχάς ως
έξοχος μίμος τις πρώτες του εμφανίσεις ο Χάρρυ Κλυνν. Στο Αλσος πάλι υπό
τη σκέπη του προστάτη των νέων ταλέντων πρωτοακούσαμε τον νεαρούλη
τραγουδιστή ρομάντζας Μίμη Χρυσομάλλη, πριν εξελιχθεί σε υπέροχο
ηθοποιό.
Δύσκολες εποχές και για δημόσιους εκτεθειμένους ερωτικούς
περιπάτους. Οι πιο τολμηροί (μάλλον οι πιο τολμηρές) στέκονταν
ζευγαρωμένοι όρθιοι στα όρια των αναψυκτηρίων πιασμένοι χέρι χέρι και
ανταλλάσσοντας πυρίκαυστες ματιές όταν τα ρεφρέν των τραγουδιών καλούσαν
«τα ματάκια κλείσ΄ τα μες την πίστα» ή «σφίξε με κι ενωμένα τα χείλη…».
Επρεπε να φτάσει η επανάσταση του ΄60 και οι μπουάτ για να αλλάξει λίγο
κλίμα η θλίψη της Κυριακής και του σαββατόβραδου που το έψαλλε εξάλλου
την ίδια εποχή ο Τάσος Λειβαδίτης με τη μουσική του Μίκη και τη φωνή του
Μπιθικώτση. Ενώ ο Κώστας Γιαννίδης μάς συνόδευε στα δασάκια της Πνύκας
με το «Ξύπνα αγάπη μου» και ο Χατζιδάκις με το «Τώρα που είναι άνοιξη».
Και οι «αγαπημένες σιωπές της σελήνης», που μας μάθαινε τη γοητεία και
τη θλίψη τους ο Σεφέρης και που ταυτιζόμαστε μαζί του. Το καλοκαίρι ήταν
και το Ηρώδειο και ευτυχίσαμε από τα «βραχάκια» να δούμε και ν΄
ακούσουμε τον Μητρόπουλο, την Κάλλας, την Γκράχαμ, τον Οϊστραχ, τον
Καζάλς, την Πλισέτσκαγια, τον μεγάλο Κρόιτσμπεργκ, τη Μαρί Μπελ, τον
Πεντερέσκι, τον Χατζατουριάν και τον Κάραγιαν.
Γιατί, θα μου πείτε,
αυτή η συναισθηματολογική αναμνησιολογία; Γιατί κάτι μου λέει πως
επιστρέφουμε. Τώρα τις Κυριακές, τουλάχιστον στη γειτονιά που κατοικώ
(όχι μακριά από τη χλαλοή της κίνησης του κέντρου) παίρνει καινούργια
σημασία το σήμαντρο της κοντινής εκκλησίας. Και όταν μετά τη λειτουργία
οι γείτονες (ανάμεσά τους και νεαρά αγόρια και κορίτσια) κινάνε για το
σπίτι κρατάνε στη φούχτα το αντίδωρο και την πρωτομηνιά ένα μπουκαλάκι
με αγιασμό. Η ελπίδα πάλι βρίσκει καταφύγιο στην πίστη. Τώρα κάθε
Κυριακή γύρω στις οχτώ το πρωί διασχίζει τα δρομάκια της γειτονιάς ένας,
πιθανόν αλλοδαπός, με ακορντεόν και με ωραία φωνή τενορίνου τραγουδάει
ελληνικά τραγούδια της δεκαετίας του ΄50. Λέω πιθανόν γιατί πριν από
λίγα χρόνια, πριν από την πτώση του υπαρκτού, στη Βουλγαρία και τη
Ρουμανία, όπου υποχρεωτικά ακόμη και τα μικρά ζαχαροπλαστεία είχαν
μουσική ζωντανή (έξοχη διέξοδος για την ανεργία των μουσικών που
παρήγαγαν κιλά τα ωδεία), ακουγόταν ελληνική μουσική (τανγκό, βαλς και
καλαματιανοί). Ετσι τώρα ξυπνάμε με το «Ασ΄ τα τα μαλάκια σου» του
Σουγιούλ και το «Δυο πράσινα μάτια» του Κατριβάνου. Αρχισαν να αδειάζουν
τα σκυλάδικα και στα μεγάλα γήπεδα του νεοπλουτίστικου γούστου
συνασπίζονται για να επιβιώσουν οι μεγάλες φίρμες σε καλλιτεχνικούς
γάμους σχεδόν μαζοχιστικούς.
Στα ταβερνάκια που είχαν έως πρόσφατα
πελάτες εργατικούς και αλλοδαπούς, τώρα αναβιώνουν οι παλιές παρέες της
γειτονιάς και μαθαίνω πως αναβιώνουν και οι μεσημεριάτικες προβολές των
σινεμάδων. Μετά τις δώδεκα το βράδυ εστιατόρια φιρμάτα κατεβάζουν ρολά
και οι φιλικές συντροφιές ανακάλυψαν τη σπιτική συνάθροιση, με το λιτό
σπιτίσιο φαγητό. Σκεφτείτε να αναβιώσουν η τυφλόμυγα και η «μπουκάλα»!
Πύκνωσαν και οι κυριακάτικες επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια επ΄ ευκαιρία
ονομαστικών εορτών, γενεθλίων, επετείων γάμων αλλά και η χαρτοπαιξία,
παλιά μας τέχνη κόσκινο, άρα και προδοσία των συχνών επελάσεων σε καζίνο
και λέσχες. Παρ΄ όλο που τα θέατρα, σε σχέση με τα πριν από πενήντα
χρόνια, έχουν εκατονταπλασιαστεί (μιλώ σοβαρά) κι όταν ταμειακά
φυτοζωούν έχουν θεατές είτε μέσω προσκλήσεων είτε φιλικών δεσμών. Η μόνη
διαφορά από την παλαιά επαρχιακή ακόμη και στο άστυ ατμόσφαιρα είναι το
νέο ναρκωτικό της νεολαίας, το Διαδίκτυο. Παλιά ήταν η τσάρκα στα στενά
και στα δασάκια, και τώρα η τσάρκα είναι στην άυλη και εικονική
πραγματικότητα. Τη νέα αρρώστια του αιώνα.
Μα, θα μου πείτε,
διαφέρουν τα μέσα γιατί και οι σημερινές Κυριακές το ίδιο θλιβερές και
θλιμμένες είναι, το ίδιο τραγικά μοναχικές, την ίδια ερημιά ψυχής
επωάζουν. Κι όμως διαφέρουν. Τότε κάπου ελπίζαμε, πιστεύαμε πως κάτι θ΄
αλλάξει. Τώρα; οι σημερινές Κυριακές το ίδιο θλιβερές και θλιμμένες
είναι, το ίδιο τραγικά μοναχικές, την ίδια ερημιά ψυχής επωάζουν. Κι
όμως διαφέρουν.
(του Κώστα Γεωργουσόπουλου, από τα «ΝΕΑ»)