Γιῶργος Σεφέρης – Θεόφιλος
…Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ
κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ
τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα
κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν
πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν
ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν
ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν.
Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας
αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι
ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ
διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας
τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ
ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες
του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν.
Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει
ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ
φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ
μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ
δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν…
Ὁ
Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει
ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ
φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ
αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ
ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο
σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ
χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της
καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν
πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ
ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο
δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ
πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ·
αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία…
Ἕνας
ἀπὸ τοὺς καλύτερους νέους ζωγράφους μας μοῦ ἔλεγε τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε
ὅταν πρωτόειδε ἔργα τοῦ Θεόφιλου: «Μὰ αὐτὸς μᾶς γυρεύει πάρα πολλά·
γυρεύει νὰ λέμε ὅλη τὴν ἀλήθεια» συλλογίστηκε. Καὶ ἡ ἀλήθεια ἡ ὁλόκληρη
ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεόφιλος εἶναι o ὁλοζώντανος κόσμος του, ἕνας ζωγραφικὸς
κόσμος χωρὶς τεχνάσματα καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές, ὁποὺ τὰ πράγματα δὲν
πέφτουν, ὅπως πέφτουν τὰ ἀληθινὰ ψωμιά. Εἶναι ἡ καταπληκτικὴ δύναμη ποὺ
ἔχει νὰ μεταμορφώνει, σύμφωνα μὲ τὸ ρυθμό του, ὅ,τι ἀγγίξει. Κυριεμένος
ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἔκφρασης, ἀπορροφᾶ καὶ παράγει ζωγραφικὴ ὅπου τὴ βρεῖ
καὶ ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι ζωγραφίζει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ ὅποιαν
ἐπιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιῶν ἢ
σπιτιῶν. Αὐτὰ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ μ᾿ αὐτὰ δημιούργησε ὁ μικρόσωμος
αὐτὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἀλαφροΐσκιωτος, ὅπως τὸν βλέπω σὲ μιὰ παλιά του
φωτογραφία. Ὁ Θεόφιλος ἔπαιρνε κάποτε τὶς φιγοῦρες του ἀπὸ λιθογραφίες ἢ
ἀπὸ δελτάρια. Τὸ ἔκανε καὶ ἦταν ἴσως ἕνας ἐμπειρικὸς τρόπος γιὰ ν᾿
ἀκουμπήσει κάπου τὸ λογικό μου καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε
μέσα του. Ἀλλὰ καὶ ὁ Βιντσέντζος Κορνάρος ἐπῆρε τὶς φιγοῦρες τοῦ
ποιήματός του ἀπὸ ἕνα γαλλικὸ ρομάντσο τῆς Ἱπποσύνης, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ
ἕνα εἶδος χρωμολιθογραφίας τῆς ἐποχῆς. Τέτοια πράγματα ἔγιναν πολλὲς
φορές. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲ γίνεται πολλὲς φορὲς εἶναι ὁ Ἐρωτόκριτος ἢ τὸ
φῶς τοῦ Θεόφιλου, ποὺ μένει ἐκεῖ ὅπως στὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.