Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ποια ήταν η «Ψωροκώσταινα»

http://troktiko.eu/2013/07/poia-itan-i-psorokwstaina/

Ποια ήταν η «Ψωροκώσταινα»





Συγκινητική, πραγματική ιστορία… Στην εποχή που κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας ζούσε στο Ναύπλιο μια… ζητιάνα, που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα». Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ολόκληρη την χώρα… Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826. Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.» Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή πέφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή αποθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα. Αλλά, ποια ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»; Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της. Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.
 prisonplanet.gr

Πέτα με ψηλά


Πέτα με ψηλά

Σαν σήμερα 2 Αυγούστου 1903

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!!!

Σαν σήμερα 2 Αυγούστου 1903

Η επανάσταση του Ίλιντεν (της «ημέρας του Αϊ-Λιά»). Εξέγερση αυτονομιστών στη Μακεδονία, καταλήγει σε σφαγή και Ελλήνων από τους Τούρκους και γίνεται αφορμή να ξεκινήσει ο Μακεδονικός Αγώνας.
 

http://el.wikipedia.org/wiki/Μακεδονικός_Αγώνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πήδηση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Μακεδονικός Αγώνας
Makedonien ethnisch (1892).JPG
Γερμανικός εθνογραφικός χάρτης της Μακεδονίας (1892).
Χρονολογία 1904–1908
Τόπος Μακεδονία
Έκβαση Οι συγκρούσεις σταμάτησαν μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων
Αντιμαχόμενοι
Ottoman flag.svg Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
2.000 ένοπλοι (στην ακμή) (η συντριπτική πλειοψηφία τους Μακεδόνες)[1]
Δεν υπάρχει σαφής εκτίμηση, αλλά πάνω από 20.000 (4.000 κομιτατζήδες μόνο στις περιοχές Δοϊράνης - Γευγελής)[2]

Απολογισμός
Νεκροί: 700 ένοπλοι
1.250 άμαχοι[1]


Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν η Ελληνική ένοπλη αντεπίθεση στις αρχές του 20ού αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία (τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), εναντίον κυρίως των Βουλγάρων κομιτατζήδων και δευτερευόντως Ρουμάνων και Σέρβων, απαντώντας έτσι σε μια σταδιακά αυξανόμενη οργανωμένη βία από τη βουλγαρική πλευρά, που ξεκίνησε ήδη από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και είχε ως σκοπό τη βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών και την αλλοίωση της εθνικής τους φυσιογνωμίας προς όφελος των βουλγαρικών διεκδικήσεων.[3]

Σύνοψη

Ένα από τα διατάγματα ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας ήταν, και το πλέον επίμαχο σημείο, ο τελευταίος όρος που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας για δημιουργία επισκοπικών περιφερειών εφόσον «το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν».[4]α[›]Αυτός ο όρος ήταν τελικά η αιτία να ακολουθήσουν στη συνέχεια βουλγαρικές θηριωδίες σε βάρος ομόθρησκων λαών, Ελλήνων και Σέρβων, ειδικότερα σε χωριά της Μακεδονίας, στην προσπάθειά τους ν΄ αποσπάσουν δηλώσεις των δύο τρίτων των κατοίκων ότι είναι «Εξαρχικοί», αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό το φρόνημα των κατοίκων, φθάνοντας έτσι στον Μακεδονικό Αγώνα και όχι μόνο.
Η εντεινόμενη βουλγαρική τρομοκρατία οδήγησε την περιοχή της Μακεδονίας να τεθεί υπό διεθνή Επιτροπεία μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), και Γάλλοι, Ρώσοι και Αυστριακοί στρατιωτικοί ανέλαβαν καθήκοντα παράλληλης διοίκησης με τους Οθωμανούς. Οι Γάλλοι και Αυστριακοί προωθούσαν τις ουνιτικές ιεραποστολές στην Κεντρική Μακεδονία εποφθαλμιώντας τη Θεσσαλονίκη, ο καθένας για λογαριασμό του, ενώ οι Ρώσοι υποστήριζαν φανερά τις βουλγαρικές ένοπλες ομάδες. Η Υψηλή Πύλη αδυνατούσε να παρέμβει δραστικά στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Οι Βούλγαροι την περίοδο εκείνη προσπαθούσαν αφενός να στρέφουν τις ευρωπαϊκές και οθωμανικές στρατιωτικές διοικήσεις κατά των αντιπάλων τους, και αφετέρου να συνεργάζονται με όποιες απ' αυτές ήταν δυνατό, ενώ παράλληλα το Ηνωμένο Βασίλειο υπέσκαπτε με κάθε τρόπο την ενδεχόμενη ελληνο-βουλγαρική συνεργασία, φοβούμενη την εκμετάλλευσή της από τη Ρωσία.
Στιγμιότυπο από το συλλαλητήριο στον προαύλιο χώρο της Μητρόπολης Καστοριάς το Μάιο του 1904 κατά την άφιξη του εξαρχικού επισκόπου Γρηγόριου, που τελικά φυγαδεύθηκε συνοδεία Τούρκων μετά από λίγες ημέρες. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης απευθυνόμενος στους συγκεντρωθέντες μεταξύ των άλλων είπε: «άνευ βουλγαρικής κοινότητος εις Καστορίαν».
Στα ορεινά και στις πιο απομονωμένες περιοχές υπήρχαν ελεύθερα χωριά, φτωχά και με άγονη γη. Πλήρωναν μόνο φόρους στους Οθωμανούς και ήταν στο έλεος ληστρικών συμμοριών όταν δεν ανέθεταν την ασφάλειά τους σε τοπικούς λήσταρχους. Οι πιο δραστήριοι ήταν εποχιακοί εργάτες, καρβουνιάρηδες ή ξυλοκόποι, ενώ άλλοι αναγκάζονταν να στραφούν στη ληστεία, επάγγελμα αρκετά αποδοτικό εκείνη την εποχή.[5] Τόπος χωρίς οδικό δίκτυο και με περιοχές τελείως απομονωμένες η μια από την άλλη με έλλειψη ασφάλειας, σύντομα θα υποστεί τη βουλγαρική προπαγάνδα που θα κυριαρχήσει με την τρομοκρατία.[6] Έτσι αναδεικνύονται πρωτοκλασάτα στελέχη, αρχικά της ΕΜΕΟ ο Τσακαλάρωφ στο Σμαρδέσι, ο Μήτρε Βλάχος στο Μακροχώρι Καστοριάς και ο Λαζάρ Ποπτράϊκωφ στο Δενδροχώρι.
Ενόψει της προετοιμασίας της Εξέγερσης του Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) χρίζονται οι τοπικοί ηγέτες[7] και τέλος του Αυγούστου 1902 πραγματοποιείται στο Σιδηροχώρι Καστοριάς συνάντηση του απεσταλμένου του Τσόντσεφ από το περιβάλλον της βουλγαρικής ανωτάτης αρχής Γιάγκωφ με τους τοπικούς ηγέτες, που δηλώνουν ότι δεν είναι έτοιμοι για μια τέτοια εξέγερση, αντιδρώντας μερικοί και στη βουλγαρική πρωτοβουλία.[8] Ένα μήνα περίπου μετά την εξέγερση καίγονται τα περισσότερα χωριά από τους Οθωμανούς, μερικά ολοσχερώς και τον Οκτώβριο του 1904 σκοτώνεται στη Στάτιστα ο Παύλος Μελάς. Με το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 αναστέλλεται[9] κάθε εμπόλεμη δραστηριότητα μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913.
Ο Μακεδονικός Αγώνας ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς (ειδικότερα στα Κορέστεια) και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ΄ όλη τη σημερινή Μακεδονία, μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κ.λ.π. Σκοπός των αντιπάλων ήταν ο εκφοβισμός ή η εξόντωση των αντίθετων στοιχείων και ο προσεταιρισμός του πληθυσμού προς την Βουλγαρική και την Ελληνική Εκκλησία και εθνικό φρόνημα, δράση η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε αγώνα αλληλοεξόντωσης των εκατέρωθεν ενόπλων τμημάτων.

Η κατάσταση στη Μακεδονία

Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική, της Νάουσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 καθώς και η αποτυχημένη Επανάσταση του Λιτοχώρου το 1878 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους.[10] Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν υπό τον οθωμανικό ζυγό.
"Ο Σουλτάνος τελικά έδινε δικαίωμα στη νέα Εκκλησία, εφόσον είχε στο εκκλησίασμα την πλειοψηφία των 2/3 να ιδρύσει Μητρόπολη και αν είχε το 1/3 τουλάχιστον να κατέχει μια εκκλησία....[11] «Ἀν αὐτό ληφθῇ ὡς πρόσχημα διά τήν ἐνσπορᾶ διχόνοιας καί ἀναταραχής μεταξύ τὢν κατοίκων, οἱ ἔνοχοι τέτοιων ἐνεργειών θά τιμωρηθούν, σύμφωνα μέ τό νόμο».

Όμως για δεκαετίες παρέμενε αποκομμένη από το ελληνικό βασίλειο.α[›] Το Ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια:
α) τη γεωγραφική απόσταση
β) την αρνητική διπλωματική συγκυρία : οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν επειδή η ελληνική πλευρά πίστευε πως θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας αν την ενέτασσε στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου: Τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος (1839–41), Κριμαϊκός πόλεμος, Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία.
Το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του "Μακεδονικού λαού" χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας "σταθερά ενωτική" και "μαχητικά αντισωβινιστική".
Στην πραγματικότητα ήταν μία βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με μυστική ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του συνόλου του ρευστής εθνικής συνείδησης χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Βουλγαρική Εξαρχία αντί στις υπάρχουσες, οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες εξαρχικές εκκλησίες. Σ' αυτές, ο εκκλησιασμός γινόταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά.
Η τσέτα του Μπoρίς Σαράφωφ πυρπολώντας και σέρνοντας άμαχους αιχμαλώτουςβ[›]
Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα, όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό, που εντάθηκε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας (1902-1903)γ[›] για την Εξέγερση του Ίλιντεν. Αυτό αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα, ιδρύθηκε στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο[12] υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ενδεικτικό των συνθηκών είναι ότι ίδιος ο μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παρά πόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Ακολούθησαν κάποιες αποστολές ελληνικών ένοπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στη Μακεδονία. Η επίσημη εμπλοκή του Ελληνικού κράτους στα Μακεδονικά πράγματα πραγματοποιήθηκε μετά τον Ιανουάριο του 1904, όταν ο οπλαρχηγός Κώττας Χρήστου, επικεφαλής αντιπροσωπείας των Κορεστείων, συναντήθηκε με το διάδοχο Κωνσταντίνο.[13] Αλλά οι εθελοντές και συνεπακόλουθα τα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
Χαρακτηριστικό της εποχής είναι το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι της επαρχίας Παιονίας στο σλαβογενές τοπικό ιδίωμα:[14][15]
Να Γκραντάτς πούκαϊα,
να Γκουμέντσα σλούσαϊα.
Γκ'ρτσοι αντάρτσοι φ'ρλια,
Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ.
Μόμιτε σε σμέια
πισκέσιε να Γκ'ρτσιτε.
Γκ'ρτσιτε σε μόλια:
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Κρ'φτα ντα μα πία,
Κρ'φτα ντα μα πία,
ζέμια Γκ'ρτσια ντα ισμία.
Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν,
στη Γουμένισσα ακούγαν.
Έλληνες αντάρτες ρίχναν,
Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν.
Τα κορίτσια κουβαλούσαν
δώρα στους Έλληνες.
Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν:
Βούλγαρο να σφάζαν,
Βούλγαρο να σφάζαν,
το αίμα του να πίναν,
το αίμα του να πίναν,
την Ελληνική γη να καθαρίζαν.
«Όλες οι παρατάξεις που διαφιλονικούν τη Μακεδονία, ανασυγκροτούν με τη σειρά τους η καθεμιά, την ιστορία τής χώρας αυτής και αντλούν απ΄αυτήν την αναντίρρητη απόδειξη δικαιωμάτων τους συσκοτίζοντας τις παρελθούσες βασιλείες των ανταγωνιστών τους και φωτίζοντας μονάχα την επέκταση του δικού τους λαού. Σχόλια από τον Βικτόρ Μπεράρ για το βιβλίο του Γκόπτσεβιτς (Goptechewitch) «Makedonien und Alt Serbien, Βιέννη, Scidul 1889».



Μακεδονομάχοι

Κύριο λήμμα: Μακεδονομάχοι
Σφραγίδα του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου
Η σημαία του τμήματος του οπλαρχηγού Δεληγιαννάκη
Ο Παύλος Μελάς, ελαιογραφία του Γεωργίου Ιακωβίδη
Η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα, που αποτελεί μέρος οργανικό της εθνικής ιστορίας της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αφορά κυρίως στον επηρεασμό και τη στήριξη του φρονήματος των σλαβοφώνων υπέρ της Ελλάδας ή της Βουλγαρίας.[16] Οι σλαβόφωνοι, οι οποίοι εκτός από τη μητρική τους γλώσσα ομιλούσαν πολλοί και την ελληνική ή και την τουρκική, περισσότερο οι άνδρες, και ήσαν έως τότε προσηλωμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, την πηγή των στοιχείων που συνιστούσαν την ταυτότητά τους, βρέθηκαν στο επίκεντρο σκληρών εθνικών συγκρούσεων που αποσκοπούσαν στην ένταξή τους στη μια ή την άλλη πλευρά.[17]
Υπό τις συνθήκες αυτές πολυάριθμοι κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν παραιτούμενοι από τον Ελληνικό Στρατό να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Τον αγώνα τους συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο δημοσιογράφος Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα.
Άλλοι σημαντικοί Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ήταν οι: Άρμεν Κούπτσιος, Τέλλος Άγρας, καπετάν Αμύντας (κατά κόσμον Νικόλαος Δουμπιώτης), Μιχαήλ Σιωνίδης, Λουκάς Κόκκινος, Κωνσταντίνος Ρίζος, Γεώργιος Μόδης, Γεώργιος Γιώτας, Κωνσταντίνος Χρήστου, Ευάγγελος Νάτσης, Φιλόλαος Πηχεών, Ιωάννης Ράλλης, Σταύρος Ρήγας, Δούκας Γαϊτατζής, Θεοχάρης Κούγκας, Μανώλης Ξυλούρης-Τζιτζής, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Κωνσταντίνος Γαρέφης, Γεώργιος Παπαστεφάνου, Λαμπρινός Βρανάς, Στέφανος Παπαγάλος, Γεώργιος Δικώνυμος, Χρήστος Βέσκος, Νικόλαος Τσοτάκος, Γεώργιος Ζουρίδης, Χρήστος Δρεμλής, Γεώργιος Σεϊμένης, Αριστείδης Μαργαρίτης, Ζαχαρίας Παπαδάς, Παύλος Κύρου, Γεώργιος Γιαγκλής, Γεώργιος Στρατινάκης, Αριστείδης Κιτράκης, Γεώργιος Κακουλίδης, Νικόλαος Ρόκας, Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης κ.ά.
Όχι μόνον από την Κρήτη αλλά και από τη Μάνη είχε συγκροτηθεί σώμα από μερικές δεκάδες εθελοντές υπό τον Αντώνιο Βλαχάκη (Καπετάν Λίτσα) με οπλαρχηγούς, μεταξύ άλλων, τον Ευάγγελο Μπαϊρακταρέα (Καπετάν Ακίλλα) και τους εξαδέλφους Λεωνίδα και Παναγιώτη Πετροπουλάκη από το Γύθειο. Οι τρεις αυτοί μαζί με άλλους εννέα αγωνιστές είχαν ηρωικό θάνατο σε μάχη κατά Τούρκων και Βουλγάρων στο χωριό Οσνίτσανη (Καστανόφυτο). Σχετικά με αυτή τη μάχη υπάρχει το εξής τραγούδι σε ύφος δημώδες:[18]
Σάββατο βράδυ είμαστε κοντά σε μοναστήρι
Κι’ ο Λίτσας ήταν σκεφτικός κι’ όλο συλλογισμένος
Τους αρχηγούς εκάλεσε και τον Πετροπουλάκη.
Να ετοιμαστούνε τα παιδιά στον πόλεμο να πάμε,
Βουργάρους για να κάψουμε, ταμπούρια για να φάμε.
Τη χαραυγή κινήσαμε και πάμε στην Οσνίτσα,
Άϊντε Λίτσα μου καημένε και στον κόσμο παινεμένε...

Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν κατά πολύ και ένας αγώνας πρακτόρων. Το Γενικό Κέντρο Αμύνης έστειλε σε διάφορα μέρη ριψοκίνδυνους αξιωματικούς που οργάνωσαν τον αγώνα κατά του Βουλγαρισμού και λειτούργησαν είτε κρυφά ως πράκτορες είτε φανερά ως υπάλληλοι του Ελληνικού Προξενείου. Στην περιοχή της Καβάλας στάλθηκαν ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης (Μαυρομάτης), ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος, ο υπολοχαγός Αθανάσιος Μάρκου και ο Μανιάτης ανθυπολοχαγός Λεωνίδας Μπεχράκης (καπετάν Νικήτας).
Σημαντική συνεισφορά στο Μακεδονικό Αγώνα είχαν και πρόσωπα που υπηρετούσαν σε κομβικές θέσεις, όπως ο μικρασιατικής καταγωγής πρωτοσύγκελλος της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης Αιμιλιανός Λαζαρίδης.[19]
Από το Σεπτέμβριο του 1904, την αρχηγία των ελληνικών σωμάτων ανέλαβε ο Παύλος Μελάς. Ο θάνατος του Παύλου Μελά σε συμπλοκή με τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας, στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συνετάραξε ολόκληρο το Έθνος και από τότε η σωτηρία της Μακεδονίας έγινε υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού.[20]
Μετά το θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει (Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα-Γιαννιτσά).
"Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ότι θα διαφυλάξω το μυστικό. Ότι θα εργάζομαι με όλην την ψυχήν μου και την καρδίαν μου προς εξόντωση των Βουλγάρων κακούργων και προς επιτυχίαν της ελευθερίας της Πατρίδος μου Μακεδονίας. Είς τους εχθρούς της πατρίδος μου δεν μαρτυρύσω το παραμικρόν ακόμη και αν μου βάλουν το μαχαίρι στον λαιμόν. Αν παραβώ τον όρκο μου ο θεός ας με τιμωρήσει και οι ελευθερωταί της πατρίδος μου ας με κομματιάσουν και η αμαρτία να είναι στον λαιμό".
Όρκος του Μακεδονομάχου
Στις μνήμες των περισσότερων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στη Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου».
Ο Αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε έως το 1908 οδηγώντας σε αποτυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Το τέλος του Αγώνα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία συνδέθηκε με την επικράτηση των Νεότουρκων οι οποίοι αρχικά φάνηκαν να καταβάλλουν προσπάθειες εκσυχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.

Κομιτατζήδες

Κύριο λήμμα: Κομιτατζής
Σφραγίδα της Δεύτερης Επαναστατικής Περιφέρειας Μπίτολα (ΕΜΕΟ).
Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Το «Μακεδονικό Κομιτάτο» είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες, οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας (ενδεικτικά το 1903, μόνο στη Θεσσαλονίκη είχαν προβεί σε βομβιστικές επιθέσεις κατά της Μητρόπολης και άλλων κτηρίων ελληνικών ιδιοκτησιών, αλλά και στην ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Γκουανταλκιβίρ και της Οθωμανικής Τράπεζας).
Ο όρος κομιτατζήδες στη Μακεδονία χρησιμοποιούταν για να χαρακτηρίσει τους εξαρχικούς ελληνικής καταγωγής που μεταστράφηκαν και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας, διαχωρίζοντάς τους έτσι από τους καθαυτό Βούλγαρους.[21]
Σημαντικά στελέχη των Κομιτατζήδων ήταν ο ιδρυτής τους Γκότσε Ντέλτσεφ (ετιμάτο ως εθνικός ήρωας στη Βουλγαρία μέχρι το 1946 όταν με την αλλαγή της πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό, το μουσείο του έκλεισε και τα περιεχόμενα του μαζί με τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Σκόπια της νεοϊδρυθείσας ΓΔΜ), ο Αποστόλ Πέτκωφ, ο Νίκολα Κάρεφ, ο Γιάνε Σαντάνσκι κ.α.
Οι Κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908 αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές ομάδες υποστηρίζοντας το Βουλγαρικό Στρατό στις επιχειρήσεις του. Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας προέβησαν σε νέες θηριωδίες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού, ο οποίος και τις εξόπλιζε, όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά). Επισήμως, ενώ ο Βουλγαρικός Στρατός γενικά χρέωσε στο κομιτάτο τις σφαγές, ως ενέργειες άτακτων σωμάτων, λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου, ενσωμάτωσε τις μονάδες αυτές αυτούσιες στον τακτικό βουλγαρικό στρατό. Αυτό ήταν και το ενδεικτικό τέλος της ιστορίας των ενόπλων τμημάτων της «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης» (ΕΜΕΟ).
Ως απάντηση στο Βουλγαρικό Μακεδονικό Κομιτάτο δημιουργήθηκε στην Αθήνα το Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο. Υπό την προεδρία του Δημητρίου Καλαποθάκη, διευθυντού της εφημερίδας "Εμπρός", και με τη συμμετοχή του Στέφανου Δραγούμη, στρατολογούσε εθελοντές για την υπεράσπιση της Μακεδονίας. Έτσι στα μακεδονικά βουνά παρουσιάστηκαν Έλληνες αγωνιστές απ' όλα τα μέρη της τότε Ελλάδας για την υπεράσπιση του ελληνικού μακεδονικού πληθυσμού.[22]

Μάχες την άνοιξη του 1905

Φωτογραφία της 26ης Μαρτίου 1905 που πρoβλήθηκε διεθνώς από τη Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της επίθεσης της Ζαγορίτσανης. Η Ζαγορίτσανη όμως ήταν ήδη κατεστραμμένη την περίοδο του Ίλιντεν.
«Οι κάτοικοι της Ζαγορίτσανης συμμετείχαν μαζικά στην επανάσταση του Ίλιντεν. Προχωρώντας σε αντίποινα εναντίον του χωριού, ο Οθωμανικός Στρατός έκαψε όλα τα σπίτια του [Documents and Materials]. Η πράξη αυτή σημειώθηκε στις 15 Αυγούστου 1903. Σύμφωνα με τον Σιλιανόφ το ασκέρι έκαψε 630 σπίτια και 30 παιδιά που βρέθηκαν μέσα σε αυτά». [Силянов Α, 422].
-Μπράτιμ! μπράτιμ! Άκουες δεξιά και αριστερά από γυναίκες ξεμαλλιασμένες μέσα στους δρόμους και παιδιά που έτρεμαν σαν φύλλα. -Αδελφέ! αδελφέ! εφώναζαν όσοι άφηναν το πείσμα μπροστά στο θάνατο και ωμιλούσαν ελληνικά για να σωθούν.[23]

Η Ζαγορίτσανη (σημ. Βασιλειάδα Καστοριάς) στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μια κωμόπολη με περισότερους από 3.500 κατοίκους.[24] Γενέτειρα του Αναστάς Γιάγκωφ, απόστρατου συνταγματάρχη του βουλγαρικού στρατού, έγινε κέντρο εξορμήσεων και αποθήκη πολεμικού υλικού που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην προετοιμασία της Eξέγερσης του Ίλιντεν. Μετά τη διάψευση όμως των ελπίδων για την αναγνώριση από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις μιας αυτόνομης Μακεδονίας ή μιας μεγαλύτερης Βουλγαρίας, που ήταν ο αρχικός αλλά και ο τελικός σκοπός, στην περιοχή της Καστοριάς είχε παραμείνει μόνο το σώμα του Μήτρε Βλάχου (Ντίμιταρ Παντζούρωφ), βλάχικης καταγωγής.
Έτσι την άνοιξη του 1905 επαναμφανίζονται στην περιοχή οι βουλγαρόφρονες κομιτατζήδες, καταφθάνουν τα σώματα των Βασίλ Τσακαλάρωφ, Ιβάν Ποπώφ και Μιχαήλωφ, ενώ αναπτύσσουν εντονότερη δράση αυτά του Μήτρου Βλάχου, Ατανάς Κερσάκωφ από την Ιεροπηγή Καστοριάς (τότε Κοστενέτσι) και Κόλε Αντρέεφ (μεθερμηνευόμενον Νικόλαος Ανδρέου) από το Βαρικό Φλώρινας (τότε Μόκρενη). Στη βουλγαρική βιβλιογραφία η επίθεση στη Ζαγορίτσανη αναφέρεται ως η «Σφαγή της Ζαγορίτσανης» βουλγ. (Загоричанско клане) που αποδίδεται στην αγριότητα Ελλήνων αξιωματικών και Κρητών εθελοντών, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε διασύνδεση με προγενέστερα συμβάντα, όπως:
Στις 18 Μαρτίου δέχεται επίθεση η Μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστης και στις 21 Μαρτίου καταφθάνει στο Σισάνι το πολυπληθές σώμα του Στέφανου Δούκα (Καπετάν Μάλλιος) και συναντάται με τον Βάρδα. Μαζί με τα σώματα των Καούδη, Γύπαρη, Δικώνυμου Μακρή, Καραβίτη, Γκούσα και Πουλάκα, συγκεντρώνει ένα πολυπληθές σώμα περίπου 200 οπλιτών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται οι σλαβόφωνοι Σταύρος Τσίλης από το Μαυρόκαμπο Καστοριάς ως οπλίτης, ο Θωμάς Χρήστου (Ρώμπακας) ομαδάρχης του Τσόντου Βάρδα από τη Βυσσινιά Καστοριάς, ο Θανάσκας (Παπαδημητρίου) Φώτιος από τον Απόσκεπο Καστοριάς, ο Ζηκούλης Αχιλλέας (Κοκοφύνας) κ.α., που συναντώνται στη Μονή Αγίων Αναργύρων Μελισσοτόπου, όπου και αποφασίζεται να επιτεθούν στην κωμόπολη της Βασιλειάδας εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλοί κάτοικοί της συμμετείχαν στην πυρπόληση της Μονής Τσιριλόβου πριν ένα μήνα.
Το ξημέρωμα της 25ης Μαρτίου δόθηκε το σύνθημα για την επίθεση που δεν έπρεπε να διαρκέσει περισσότερο από μιάμιση ώρα γιατί ήταν βέβαιο ότι θα κατέφθανε τουρκικό απόσπασμα από τη διπλανή Κλεισούρα Καστοριάς και τη Λιθιά Καστοριάς. Οι αμυνόμενοι κάνανε χρήση του οπλισμού τους μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών τους. Κατά την αποχώρηση, όταν άρχισε να φθάνει το τουρκικό απόσπασμα, οι νεκροί ήτανε 42, μεταξύ των οποίων 6 γυναίκες, δύο παιδιά και μερικοί πατριαρχικοί, για να προστεθούν λίγο αργότερα άλλοι 18 αιχμάλωτοι που εκτελέσθηκαν.[27] Οι νεκροί παρέμειναν στον τόπο για αρκετές ημέρες γιατί αναμενόταν η έλευση ευρωπαϊκής επιτροπής για να εκτιμήσει την κατάσταση. Η αναμονή αυτή αλλοίωσε τα νεκρά σώματα αλλά και προσέφερε τη δυνατότητα για κάθε είδους πράξη, όπως του λογχισμένου πολλαπλώς νεκρού παιδιού.

Κατάσταση τα επόμενα χρόνια

Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση αλλά και πάλι με θύματα. Ενδεικτική είναι η δολοφονία του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού, που αποτελούσε στυλοβάτη του Ελληνισμού προασπίζοντας την ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής των Γρεβενών. Ο Αιμιλιανός αποτέλεσε στόχο των Νεότουρκων και των Κομιτατζήδων και ο φόνος του έγινε σε δάσος και εν κρυπτώ την 1η Οκτωβρίου 1911, ενώ ο μητροπολίτης μετέβαινε στο χωριό Γκριντάδες (σήμερα Αιμιλιανός) για να λειτουργήσει.[28]
Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής Eξέγερσης, οι Σέρβοι, επειγόμενοι να προλάβουν τη δημιουργία μίας Μεγάλης Αλβανίας, υποχώρησαν στις μαξιμαλιστικές βουλγαρικές απαιτήσεις επί της διανομής της Μακεδονίας και προχώρησαν από κοινού στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα και στην εισδοχή της Ελλάδας στη συμμαχία ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με την έκρηξή του ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό. Το 1913 οι Βούλγαροι, αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας, αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). Μετά την συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε με αυτό το τρόπο τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.

Αποτίμηση

Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο κέρδος τη Μακεδονία επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το οποίο μετά την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων των μειονοτήτων, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές[29] που αποτέλεσαν αργότερα την ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε.[30]
Ο ευρωπαϊκός τύπος, όπως η Γενική Εφημερίδα της Βιέννης (Wiener Allgemeine Zeitung), εγκωμίασε τους Μακεδόνες που κατάφεραν να περιφρουρήσουν τη Μακεδονία με τις δικές τους δυνάμεις, και μέσω των Ελληνομακεδονικών ενόπλων ομάδων, απελευθέρωσαν τα χωριά από τη βουλγαρική τυραννία των κομιτατζήδων.[31]

Χρονικό

Οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα
Το ένοπλο σώμα του καπετάν Γκόνου Γιώτα
Το σώμα του Μακεδονομάχου καπετάν Γκόνου Γιώτα ...
Η τσέτα του βοεβόδα Αποστόλ Πέτκωφ
...και του κομιτατζή της ΕΜΕΟ βοεβόδα Αποστόλ Πέτκωφ.
  • 1900: Ενθρόνιση του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη Καστοριάς, όπου και δραστηριοποιείται στην περιοχή.
  • 22 Ιουλίου 1902 Ενθρόνιση Χρυσοστόμου Καλαφάτη ως Μητροπολίτη Δράμας, με κομβική δράση στην Ανατολική Μακεδονία.
  • 19 Αυγούστου 1902 Μάχη στο Τριγωνικό της Κοζάνης.
  • 1902 Ο Ίων Δραγούμης τοποθετείται υποπρόξενος στο Μοναστήρι, όπου και προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα στη περιοχή.
  • 11 Ιουλίου 1903 Μάχη στο Πισοδέριο της Φλώρινας
  • 1903 Οργανώνεται στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη κατόπιν εκκλήσεων του Μητροπολίτη Γερμανού. Κρητικοί εθελοντές στη Μακεδονία. Πρώτος νεκρός του Αγώνα ο κρητικός οπλαρχηγός Γεώργιος Σεϊμένης στο Λέχοβο που κατακρεουργείται αν και καθηλωμένος στο κρεβάτι από τους κομιτατζήδες.
  • 19 Σεπτεμβρίου 1904, Μάχη στο Πολυπόταμο, το αντάρτικο άγημα έχει αρχηγό τον Μίκη Ζέζα.
  • 1904 ο Λάμπρος Κορομηλάς τοποθετείται πρόξενος στη Θεσσαλονίκη με νέες προβολές των ελληνικών επιδιώξεων.
  • 13 Οκτωβρίου 1904, Σκοτώνεται σε μάχη στη Στάτιστα (σημερινό όνομα "Μελάς") των Κορεστίων ο Παύλος Μελάς. Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα διέρχεται τη μεθόριο. Οι ελληνικές αρχές της Θεσσαλονίκης ενισχύουν και εξοπλίζουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
  • 7 Νοεμβρίου 1904 Μάχη στο Σκλήθρο,
  • 2 Δεκεμβρίου Μάχη στο Ανταρτικό,
  • 1905 τα ελληνικά σώματα αποκρούουν σθεναρά βουλγαρικές επιθέσεις ακολουθώντας την τακτική των κλεφτών.
  • 19 Φεβρουαρίου 1905: Μάχη Μοριχόβου,
  • 24 Φεβρουαρίου 1905: μάχη Λεχόβου,
  • 25 Μαρτίου 1905: μάχη στη Ζαγορίτσιανη,
  • 11 Απριλίου 1905: μάχη Σουμπανίστης,
  • 8 Μαϊου 1905: μάχη του Ζελόβου,
  • 22 Αυγούστου 1905: μάχη στο Γυμνοτόπι,
  • 5 Σεπτεμβρίου 1905: μάχη στο Στρυμονικό,
  • 14 Σεπτεμβρίου 1905: ο εικοσάχρονος Μακεδονομάχος Άρμεν Κούπτσιος εκτελείται με απαγχονισμό από τους Τούρκους στον πλάτανο της πλατείας της πόλης της Δράμας.
  • 1906: ο Κορομηλάς επιζητεί την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατού. Τέσσερα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στρατό διαλύονται.
  • 6 Αυγούστου 1906: μάχη στη λίμνη Γιαννιτσών,
  • 7 Αυγούστου 1906: μάχη στο Καστανόφυτο.
  • 14 Σεπτεμβρίου 1906: μάχη στο Μορίχοβο.
  • 23 Σεπτεμβρίου 1906 μάχη στο Μελισσότοπο.
  • 21 Δεκεμβρίου 1906: μάχη στη λίμνη Γιαννιτσών.
  • 1907: η Αγγλία ασκεί πολιτική πίεση απαιτώντας την περιστολή των ελληνικών δράσεων στη περιοχή. Η Ελληνική Κυβέρνηση σε δίλημμα. Η Τουρκία απαιτεί την απομάκρυνση του Λ. Κορομηλά από το Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Απομακρύνεται, αλλά το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τον διορίζει Γενικό Επιθεωρητή των προξενείων της διευκολύνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο τη δράση του.
  • 4 Γενάρη 1907: μάχη σε Άθυρα και Κουφάλια.
  • 27 Φεβρουαρίου 1907: μάχη της Νικόκλειας.
  • 13 Μαρτίου 1907: μάχη της Πέτρας.
  • 8 Μαϊου 1907: μάχη στο Παλαιοχώρι Κορεστείων.
  • 15 Ιουλίου 1907: Μάχη στο Καλογερικό.
  • 10 Σεπτεμβρίου: μάχη της Παπαδιάς.
  • 18-19 Γενάρη 1908: μάχη στον Άγιο Ιωάννη Καστανιάς.
  • 18 Μαρτίου 1908: μάχη στη Ζούζουλη.
  • 26 Μαρτίου 1908: μάχη της Βίτσιανης.
  • 10 Μαϊου 1908: μάχη στο Κωστενέτσι.
  • 6 Ιουνίου 1908: μάχη στη Δόγιαννη.
  • 1908: Με την επανάσταση των Νεοτούρκων το Οθωμανικό Κράτος παραχωρεί σύνταγμα και ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες. Ολοκληρώνεται ο Μακεδονικός Αγώνας με επιτυχία καταφέρνοντας να διατηρήσει τη συνοχή του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
 

Δημοφιλείς αναρτήσεις