14 Σεπτεμβρίου 1960, ο Μεγάλος Ύπνος του Μ.Καραγάτση
Ήταν ο καλύτερος με διαφορά στη γενιά του. Ο
χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον
Καραγάτση ήταν «γεννημένος πεζογράφος».
Ήταν ο καλύτερος με διαφορά στη γενιά του. Ο χαρακτηρισμός που
απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον Καραγάτση ήταν
«γεννημένος πεζογράφος». Όλοι αναγνώριζαν την αφηγηματική του ευχέρεια
και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που
τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους και όχι μόνο αυτούς της
γενιάς του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν
ενδιαφερόταν για την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι
ότι τα χειρόγραφά του δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του,
αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από
πολλούς συγγραφείς της γενιάς του.
Ο Καραγάτσης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Γράφοντας το 10 έφυγε από τη ζωή, στις 14 Σεπτεμβρίου 1960.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος,
ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά
εγκατεστημένος στη Λάρισα.
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των
μετακινήσεων της οικογένειάς του: το Δημοτικό το παρακολούθησε στη
Λάρισα και το Γυμνάσιο το τελείωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο
πατέρας του ως τιμωρία, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε
σχολικό έλεγχο. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη
Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία. Για
οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, ένα χρόνο μετά, και γράφτηκε
στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1930.
Εκεί μάλιστα είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ.
Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά.
το έργο
Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την
ενασχόληση με την ποίηση και στραφήκε στην πεζογραφία. Ως πεζογράφος
πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα "Η κυρία Νίτσα", το οποίο
υποβλήθηκε στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Ήταν
αυτοβιογραφικό διήγημα εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για μια
εικοσάχρονη δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο στη Λάρισα. α τρία πρώτα
μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν,
αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό
τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην
Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο
Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, ο οποίος μετά τη
Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή.
Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο
οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα
της Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που
ζούσε στη Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να "εγκλιματιστούν" και
τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το Χαμένο νησί,
έργο που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πεζογραφία του εξ αιτίας της
απόστασής του από το ρεαλισμό και τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Ο ίδιος
το χαρακτήρισε "φανταστική νουβέλα"). Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο
Γερόλυμος Αβαράτος, δεύτερος πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το
πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε στην Τήλο. Ο ήρωας αναγκάστηκε να
μείνει στο νησί για καιρό εξαιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά
οι κάτοικοι του νησιού παρατήρησαν περίεργα κλιματολογικά φαινόμενα,
διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες έδιναν λανθασμένες συντεταγμένες και τέλος
αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την υφαλοκρηπίδα και έπειτα
από ταξίδι στη θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό με το όνομα
Ταϊλί.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού
περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Η σειρά θα
περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας οικογένειας
από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο τρία: Ο
κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Τα στερνά του
Μίχαλου. Ο ήρωας του Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν
έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αλλαξοπίστησε,
για να σώσει τη ζωή του. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από
τη ζωή ενός προγόνου του, του Μήτρου Ροδηθάνα ή Ροδόπουλου.
Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των
Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική
προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και τις δύο φορές. Όταν
κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το έκανε
για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, υποψήφιο
με την ΕΡΕ.!