http://mikros-romios.gr/4129/menestrel/
ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ: Η άγνωστη ζωή του Κωνσταντινουπολίτη στιχουργού
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Σχεδόν για μισό αιώνα το όνομά του
υπήρξε συνώνυμο της χαράς και του κεφιού, οι στίχοι του στον «Μπάρμπα
Γιάννη Κανατά» και 850 ακόμη τραγούδια απλώθηκαν στον απανταχού της γης
Ελληνισμό, αλλά ούτε μια λέξη δεν γράφτηκε ακόμη για την περιπετειώδη
ζωή του. Πρόκειται για τον Ιωάννη Χιδίρογλου, όπως ήταν το πραγματικό
όνομα του Πωλ Μενεστρέλ και φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη
γέννησή του (1903). Ο ευαίσθητος στιχουργός που ξεκίνησε –όπως και τόσοι
άλλοι Έλληνες– από την Κωνσταντινούπολη για να ζήσει, να δημιουργήσει
και να αγαπήσει την ελληνική πρωτεύουσα και τις γειτονιές της.
Γεννημένος
στην Αντιγόνη των Πριγκιποννήσων ήταν το πέμπτο παιδί του Γρηγόρη και
της Θάλειας Χιδίρογλου. Εσωτερικός στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, όταν
ξεσπά πυρκαγιά (1913) μετεγγράφεται στο Αυτοκρατορικό Λύκειο της Πόλης
(Γαλατά Σεράϊ). Αλλά ένα χρόνο αργότερα, οι πολεμικές εξελίξεις οδηγούν
την Θάλεια Χιδίρογλου με τα τέσσερα μικρότερα παιδιά της στην Αθήνα.
Φθάνουν στον Πειραιά, μέσω Αλεξανδρούπολης, και εγκαθίστανται στην οδό
Σόλωνος. «Το δεκατέσσερα άφησα το φέσι, τη βελάδα, / κι ήρθα γεμάτος
όνειρα, να ζήσω στην Ελλάδα», έγραφε σε έμμετρη αυτογραφία του ο Γ.
Χιδίρογλου, ο οποίος φοίτησε στην αρχή στο Λύκειο Κωνσταντινίδη και μετά
στο Λεόντειο της οδού Σίνα. Η μύησή του στη λογοτεχνία γίνεται από την
Σοφία Σπανούδη (1878-1952), η οποία δημοσίευε διηγήματα και ποιήματά του
στην εφημερίδα «Πρόοδο» της Πόλης.
Η γνωριμία του με τον Αττίκ, του ανοίγει διάπλατα τους δρόμους για να ψάλει το κέφι, την αισιοδοξία και το χαμόγελο. Δηλαδή τις ψυχικές αρετές που δαμάζουν τις καταστρεπτικές δυσκολίες της ζωής, όπως εύστοχα έγραψε ο Οκτάβιος Πιερ Μερλιέ (1897-1976) σε ανέκδοτο βιογραφικό του σημείωμα για τον Μενεστρέλ. Στη μεγάλη αντιπαράθεση βενιζελικών – βασιλικών η οικογένεια Χιδίρογλου τάσσεται με τους πρώτους, αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα. Όταν ηττήθηκε ο Βενιζέλος (1920) ο 17χρονος Γιάννης φεύγει για την Κωνσταντινούπολη όπου εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος με προϊστάμενο τον Φωκίωνα Δημητριάδη. Επιστρέφει στην Αθήνα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Διδάσκει Γαλλικά και γνωρίζεται με τους Γρηγόρη Ξενόπουλο, Παντελή Χορν, Τίμο Μωραϊτίνη και Κώστα Ουράνη. Κάνει τις μεταφράσεις των έργων που ανεβάζει η Κυβέλη και ξεχειλίζει τις στήλες του περιοδικού «Φαντάζιο» του Αλέκου Μυράτ. Ο Ξενόπουλος προλογίζει το βιβλίο του «Διηγήματα» (1928).
Η γνωριμία του με τον Αττίκ, του ανοίγει διάπλατα τους δρόμους για να ψάλει το κέφι, την αισιοδοξία και το χαμόγελο. Δηλαδή τις ψυχικές αρετές που δαμάζουν τις καταστρεπτικές δυσκολίες της ζωής, όπως εύστοχα έγραψε ο Οκτάβιος Πιερ Μερλιέ (1897-1976) σε ανέκδοτο βιογραφικό του σημείωμα για τον Μενεστρέλ. Στη μεγάλη αντιπαράθεση βενιζελικών – βασιλικών η οικογένεια Χιδίρογλου τάσσεται με τους πρώτους, αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα. Όταν ηττήθηκε ο Βενιζέλος (1920) ο 17χρονος Γιάννης φεύγει για την Κωνσταντινούπολη όπου εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος με προϊστάμενο τον Φωκίωνα Δημητριάδη. Επιστρέφει στην Αθήνα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Διδάσκει Γαλλικά και γνωρίζεται με τους Γρηγόρη Ξενόπουλο, Παντελή Χορν, Τίμο Μωραϊτίνη και Κώστα Ουράνη. Κάνει τις μεταφράσεις των έργων που ανεβάζει η Κυβέλη και ξεχειλίζει τις στήλες του περιοδικού «Φαντάζιο» του Αλέκου Μυράτ. Ο Ξενόπουλος προλογίζει το βιβλίο του «Διηγήματα» (1928).
Με
το ψευδώνυμο «Γιαννάκης» έγραφε το 1923, με το Φοίβος Ατρείδης έγραψε
ελληνικούς στίχους για τη διασημη Paloma του Yradier και για την Poema
του Mario Melfi και με το Πωλ Μενεστρέλ έγραψε ελληνικούς στίχους για
τις περισσότερες διεθνείς επιτυχίες της περιόδου 1930-1950, καθώς και
στίχους για τραγούδια Ελλήνων συνθετών, όπως οι Γ. Βέλλας, Γρ.
Κωνσταντινίδης, Α. Μαρτίνος, Ζ. Κορίνθιος, Χρ. Χαιρόπουλος, Μ. Σογιούλ,
Θ. Σπάθης, Τ. Φαρουγγιάς, Μ. Πορτοκάλλης κ.ά. Στις οθόνες των
κινηματογράφων και στις ετικέτες των δίσκων καθιερώθηκε το περίφημο
«Στίχοι Πωλ Μενεστρέλ». «Μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες / και με τα
σταμνάκια σου / να χαρής τα μάτια σου» τραγουδούσαν και ξεφάντωναν οι
κυράδες. «Ξετρέλανε τον κόσμο το ντουνιά / ωραία μπα, μοιραία μμμ, /
γιατί έχει νιάτα, χάρη γλύκα τσαχπινιά / και σαν φανεί από καμιά γωνιά /
της τραγουδάει όλ’ η γειτονιά» τραγουδούσαν οι ερωτοχτυπημένοι. Είναι
το τραγούδι που γνωρίσαμε αργότερα σε εκτέλεση του Λουκιανού Κηλαϊδόνη.
«Θέλω μαμά έν’ αντρούλη / λίγο νοστιμούλη / με ξανθά μαλλιά / να μην
έχει ερωμένη / και να μη φορεί γιαλιά / γιά να είμαι ευτυχισμένη / και
να μη μου αντιμιλά» τραγουδούσε η Ελένη Παπαδάκη στις αρχές της
δεκαετίας του 1930 και ψιθύριζαν με τσαχπινιά τα κορίτσια.
Και
ενώ όλος ο κόσμος απολαμβάνει από τη φωνή του Πέτρου Επιτροπάκη το
περίφημο «Τιριτόμπα» (1934) και τραγουδά «Τιριτόμπα, Τιριτόμπα / το φιλί
σου είναι ζάχαρι γλυκό / Τιριτόμπα, Τιριτόμπα / είσαι μούρλια θηλυκό», ο
Χιδίρογλου μεταφράζει θεατρικές κωμωδίες και οπερέτες για τον θίασο
Παρασκευά Οικονόμου. Επίσης, μεταφράζει ορατόρια, όπως την Μαρία
Μαγδαληνή (Μασενέ), «Εποχαί του Έτους» (Χάϋντεν), «Ιησούς στο όρος των
Ελαιών» (Μπετόβεν) και «Στάμπατ Μάτερ» του Ροσίνι.
Διατηρώντας προσωπική φιλία με τον Κώστα Κοτζιά, παραμένει σχεδόν άγνωστο το γεγονός, ότι υπήρξε από τους πρωτεργάτες της εκλογής του ως Δημάρχου Αθηναίων (1934). Έγραψε το τραγούδι «Ψηφίστε τον Κοτζιά» που εξελίχθηκε σε σουξέ της εποχής: «Ψηφίστε τον Κοτζιά στις εκλογές / Να κλείσουν της Αθήνας οι πληγές»! Εξάλλου, ο Κ. Κοτζιάς ήταν κουμπάρος του, το 1951, όταν παντρεύτηκε την Κλαίρη Ι. Δαπόλλα, την γυναίκα που ύμνησε με δεκάδες στίχους. Ήταν ο δεύτερος γάμος του, αφού για πρώτη φορά παντρεύτηκε, το 1939, την Ειρήνη Διαμαντή Φιλιππίδου με κουμπάρο τον Μιλτιάδη Σινιόσογλου.
Διατηρώντας προσωπική φιλία με τον Κώστα Κοτζιά, παραμένει σχεδόν άγνωστο το γεγονός, ότι υπήρξε από τους πρωτεργάτες της εκλογής του ως Δημάρχου Αθηναίων (1934). Έγραψε το τραγούδι «Ψηφίστε τον Κοτζιά» που εξελίχθηκε σε σουξέ της εποχής: «Ψηφίστε τον Κοτζιά στις εκλογές / Να κλείσουν της Αθήνας οι πληγές»! Εξάλλου, ο Κ. Κοτζιάς ήταν κουμπάρος του, το 1951, όταν παντρεύτηκε την Κλαίρη Ι. Δαπόλλα, την γυναίκα που ύμνησε με δεκάδες στίχους. Ήταν ο δεύτερος γάμος του, αφού για πρώτη φορά παντρεύτηκε, το 1939, την Ειρήνη Διαμαντή Φιλιππίδου με κουμπάρο τον Μιλτιάδη Σινιόσογλου.
Θύμα
της λογοκρισίας το 1939, την επόμενη χρονιά όταν ξέσπασε ο πόλεμος θα
γράψει το «Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι» και το «Αγγλοελληνική Συμμαχία»
που τραγούδησε η Σοφία Βέμπο. Μεταπολεμικά συνεχίζει να σπέρνει το
μεράκι του. Με τους «Τρεις Καμπαλέρος» με τον Τώνη Μαρούδα (1947) ή το
«Ω Μαμά», τη σάμπα με τον Σώτο Παναγόπουλο (1950), κάνοντας όλους να
τραγουδούν «Για μια γλυκειά κοπέλλα / θα κάνω κάθε τρέλλα / ναι μαμά /
γιατί την αγαπώ». Ο τεράστιος όγκος των στίχων του που έχουν
μελοποιηθεί, αλλά και εκείνων που παραμένουν ανέκδοτοι ή δημοσιευμένοι
σε περιοδικά και εφημερίδες συγκεντρώνονται από τον Σύλλογο των
Αθηναίων, του οποίου υπήρξε εκλεκτό μέλος για να παραδοθούν στους
μελετητές.
Ο Πωλ Μενεστρέλ έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιανουαρίου 1992, σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω την αγαπημένη του Κλαίρη. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου, όπου τον ακολούθησε περίπου ένα μήνα αργότερα η καλή του σύζυγος σε ηλικία 74 ετών.
Ο Πωλ Μενεστρέλ έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιανουαρίου 1992, σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω την αγαπημένη του Κλαίρη. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου, όπου τον ακολούθησε περίπου ένα μήνα αργότερα η καλή του σύζυγος σε ηλικία 74 ετών.