Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης …1892 - 11 Αυγούστου 1981

Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης ( 1892- 11 Αυγούστου 1981), Ζωγράφος
1892 : Γεννιέται στα Χανιά. Ο πατέρας του μόλις έχει επιστρέψει στην Κρήτη, μετά από την αμνήστευσή του από καταδικαστική απόφαση της Πύλης και έχει καταφύγει στην Αθήνα στέλνοντας τους δικούς του στη Μήλο.

1896 : Ο Ανδρέας φτάνει στην Αίγυπτο μετά την πυρπόληση της πόλης των Χανίων. Στην Ισμαηλία και το Κάιρο ζει τα παιδικά του χρόνια. Δουλεύει στην αρχή στα συνεργεία του εργολάβου Β.Βερνάρδου που αναλαμβάνει διακοσμήσεις οικοδομών. Με την εμπειρία που αποκτά εργάζεται αργότερα κοντά στον ζωγράφο – διακοσμητή Orlando και στην συνέχεια στο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Nistri, μέχρι που συμπλήρωσε τα 18 του χρόνια.

1910 : Έρχεται στη Αθήνα.

1912 : Δίνει εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών («Σχολή Γραφικών Τεχνών» τότε) και κατατάσσεται στην τρίτη τάξη με δάσκαλο τον Γερανιώτη.

1912-13 : Πολεμά ως εθελοντής με το σώμα των Γαριβαλδίνων («Ερυθροχιτώνων»), στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στη μάχη του Δρίσκου τραυματίζεται και χάνει το ένα του μάτι.

1914 : Ξαναρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή για μια επταετία με δασκάλους του τους Ιακωβίδη, Ροϊλό και Βικάτο.

1922 : Παίρνει το πρώτο βραβείο του Υπουργείου Τ.Τ.Τ. στον Πανελλήνιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό για τη δημιουργία έργου με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου.

1924 : Αποσπά το πρώτο βραβείο στον Αβερώφειο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και εξασφαλίζει τετραετή υποτροφία για το Παρίσι (1925 – 1929). Εκεί φοιτά στην Ecole des Beaux Arts και στις ελεύθερες Ακαδημίες Julian, Colarossi και Grande Chaumiere. Μελετά παράλληλα τα έργα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης στα μουσεία του Παρισιού, της Μαδρίτης, του Τολέδο και του Εσκοριάλ. Ταξιδεύει επίσης στις Βρυξέλες, στην Αμβέρσα και στην Γάνδη. Εκπονεί μια σειρά από εικοσιπέντε μελέτες με ελεύθερες αφομοιώσεις από τα έργα των Ριμπέρα, Καρένιο, Τισιανού, Βελάσκεθ, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Ρενουάρ.

1929 : Επιστρέφει στην Ελλάδα και παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με σαράντα έργα στην αίθουσα «Παρνασσός». Του χορηγείται υποτροφία Ηρακλέους Βόλτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών και συνεχίζει για τρία χρόνια τις σπουδές του πάνω στις τεχνοτροπικές και τεχνικές εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Μελετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο στο Λούβρο και στην Γκαλερία Κορσίνι.

1930 : Το έργο του «Μάνα» γίνεται δεκτό από κριτική επιτροπή ζωγράφων και παρουσιάζεται στην έκθεση του Grand Palais στο Σαλόν της χρονιάς, όπου εκθέτουν κατ’εξαίρεση και μη γάλλοι ζωγράφοι.
Φοιτά για ένα χρόνο στην Βασιλική Ακαδημία Regia Scuola per Industria Arte στην Μπολόνια και ειδικεύεται στην τεχνική της νωπογραφίας με καθηγητή τον Μάριο Ροβέρσι.

1931 : Του απονέμεται «τιμής ένεκεν» μετάλλιο και δίπλωμα για τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους.

1933 : Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ενώσεως Παλαιών Πολεμιστών και του δίνεται δίπλωμα για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και την τέχνη.

1934 : Παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση της Βενετίας και μαζί με τον Δημήτριο Δήμα αποσπούν το ενδιαφέρον του κριτικού τέχνης Ούγκο Οτζέτι.

1935 : Διορίζεται, μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, από το Υπουργείο Παιδείας, μέλος της Επιτροπής για την επισκευή και αποκατάσταση των τοιχογραφιών στην Αίθουσα Τροπαίων στα Παλιά Ανάκτορα.

1936 : Εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών να αποστείλει έργο του στη Διεθνή Έκθεση του Σίδνεϋ της Αυστραλίας.

1938 : Διορίζεται από την ολομέλεια των καλλιτεχνικών σωματείων μέλος της Κριτικής Επιτροπής της Πανελληνίου Εκθέσεως.

1947 : Εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει χρώμα και σύνθεση στην έδρα της ζωγραφικής μέχρι το 1961.

1957 : Συμμετέχει στην Β’ Μεσογειακή έκθεση της Αλεξάνδρειας.

1965 : Επιλέγεται πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1970.

1981 : Πεθαίνει στην Αθήνα.

-----------------------------------------------------------
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/2015/08/1892-11-1981.html

Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης …1892 - 11 Αυγούστου 1981

  
O Χανιώτης  ζωγράφος που τον χαρακτήρισε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου : «…Ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος».
Σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ζωγράφους που ανέδειξε η Κρήτη. O Ανδρέας Γεωργιάδης που υπέγραφε τα έργα του ως "Κρης".
Μαθητής,του Γεωργίου Ροϊλού,του Δημήτρη Γερανιώτη,του Γεωργίου Ιακωβίδη και του Σπυρίδωνος Βικάτου στη Σχολή Καλών Τεχνών, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (Académie Julian και Académie de la Grande Chaumière) και στη Μπολόνια (Regia Scuola per Industria dArte, 1930-1931). Δίδαξε στη Σχολή από το 1947 ώς το 1961. Υπήρξε ο κατεξοχήν θιασώτης της μεγάλης δυτικής καλλιτεχνικής παράδοσης.
Ο πατέρας του μόλις έχει επιστρέψει στην Κρήτη το 1892, μετά από την αμνήστευσή του από καταδικαστική απόφαση της Πύλης και έχει καταφύγει στην Αθήνα στέλνοντας τους δικούς του στη Μήλο.
O Εργάτης
Το 1896 ο Ανδρέας φτάνει στην Αίγυπτο μετά την πυρπόληση της πόλης των Χανίων. Στην Ισμαηλία και το Κάιρο ζει τα παιδικά του χρόνια. Δουλεύει στην αρχή στα συνεργεία του εργολάβου Β.Βερνάρδου που αναλαμβάνει διακοσμήσεις οικοδομών. Με την εμπειρία που αποκτά εργάζεται αργότερα κοντά στον ζωγράφο – διακοσμητή Orlando και στην συνέχεια στο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Nistri, μέχρι που συμπλήρωσε τα 18 του χρόνια.
Έρχεται στη Αθήνα το 1910 και δίνει εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών («Σχολή Γραφικών Τεχνών» τότε) και κατατάσσεται στην τρίτη τάξη με δάσκαλο τον Γερανιώτη.
Πολεμά ως εθελοντής με το σώμα των Γαριβαλδίνων («Ερυθροχιτώνων»), στους Βαλκανικούς Πολέμους.  

Στη μάχη του Δρίσκου τραυματίζεται και χάνει το ένα του μάτι.
οι δύο φιλοι, 1950
Ξαναρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή το 1914 για μια επταετία με δασκάλους του τους Ιακωβίδη, Ροϊλό και Βικάτο. Παίρνει το πρώτο βραβείο του Υπουργείου Τ.Τ.Τ. το 1922 στον Πανελλήνιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό για τη δημιουργία έργου με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Αποσπά το πρώτο βραβείο στον Αβερώφειο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και εξασφαλίζει τετραετή υποτροφία για το Παρίσι (1925 – 1929). Εκεί φοιτά στην Ecole des Beaux Arts και στις ελεύθερες Ακαδημίες Julian, Colarossi και Grande Chaumiere. Μελετά παράλληλα τα έργα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης στα μουσεία του Παρισιού, της Μαδρίτης, του Τολέδο και του Εσκοριάλ. Ταξιδεύει επίσης στις Βρυξέλες, στην Αμβέρσα και στην Γάνδη. Εκπονεί μια σειρά από εικοσιπέντε μελέτες με ελεύθερες αφομοιώσεις από τα έργα των Ριμπέρα, Καρένιο, Τισιανού, Βελάσκεθ, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Ρενουάρ.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1929 και παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με σαράντα έργα στην αίθουσα «Παρνασσός». Του χορηγείται υποτροφία Ηρακλέους Βόλτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών και συνεχίζει για τρία χρόνια τις σπουδές του πάνω στις τεχνοτροπικές και τεχνικές εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Μελετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο στο Λούβρο και στην Γκαλερία Κορσίνι.

Μάνα
Το έργο του «Μάνα» γίνεται δεκτό από κριτική επιτροπή ζωγράφων και παρουσιάζεται στην έκθεση του Grand Palais στο Σαλόν της χρονιάς, όπου εκθέτουν κατ’εξαίρεση και μη γάλλοι ζωγράφοι. Φοιτά για ένα χρόνο στην Βασιλική Ακαδημία Regia Scuola per Industria Arte στην Μπολόνια και ειδικεύεται στην τεχνική της νωπογραφίας με καθηγητή τον Μάριο Ροβέρσι.
Του απονέμεται «τιμής ένεκεν» μετάλλιο και δίπλωμα για τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους το 1931. Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ενώσεως Παλαιών Πολεμιστών και του δίνεται δίπλωμα για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και την τέχνη. Το 1934  παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση της Βενετίας και μαζί με τον Δημήτριο Δήμα αποσπούν το ενδιαφέρον του κριτικού τέχνης Ούγκο Οτζέτι.
Το 1935  διορίζεται, μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, από το Υπουργείο Παιδείας, μέλος της Επιτροπής για την επισκευή και αποκατάσταση των τοιχογραφιών στην Αίθουσα Τροπαίων στα Παλιά Ανάκτορα. Εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών να αποστείλει έργο του στη Διεθνή Έκθεση του Σίδνεϋ της Αυστραλίας.
Διορίζεται από την ολομέλεια των καλλιτεχνικών σωματείων μέλος της Κριτικής Επιτροπής της Πανελληνίου Εκθέσεως και το 1947 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει χρώμα και σύνθεση στην έδρα της ζωγραφικής μέχρι το 1961.Το 1965 επιλέγεται πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1970.
«…Ο Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης, ή Ανδρέας ο Κρης όπως συνήθιζε να υπογράφει τα έργα του, γεννήθηκε στα Χανιά το 1892 και πέθανε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1914-1923) και κατόπιν με υποτροφία του Πολυτεχνείου Αθηνών στο Παρίσι (1924-1929). Από τότε ταξίδεψε συστηματικά στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στην Ιταλία,μελετώντας και αναπαράγοντας τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της Ευρώπης. Εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1947, εξέθεσε τα έργα του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό αποσπώντας θετικές κριτικές και δραστηριοποιήθηκε επίσης στο Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο ως πρόεδρός του ενώ έγραφε και θεωρητικά κείμενα για την τέχνη της εποχής του. Το γεγονός ότι ο Γεωργιάδης υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος της« Ομάδας Ακαδημαϊκών Ζωγράφων», που ιδρύθηκε το 1937 και υποστήριξε την αναπαραστατική τέχνη, μαζί με τους Σ. Βικάτο, Α. Γεραλή, Γ. Προκοπίου,Κ. Αρτέμη, Σ. Παπαναγιώτου, Π. Λύτρα, Δ. Πελεκάση και Α. Χριστοφή,88 συνέβαλε ενδεχομένως στην κατάταξή του από πολλούς σύγχρονους Έλληνες ιστορικούς τέχνης στις τάξεις των ακαδημαϊκών ζωγράφων συντηρητικών τάσεων με πίστη στην παράδοση και στις κλασικές αξίες της ζωγραφικής.
Πράγματι, ο Γεωργιάδης δουλεύει προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και ιστορικές σκηνές με μεγάλη εμβρίθεια, κάνοντας αναφορές σε μεγάλες μορφές της παραδοσιακής Ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Παρά την αγάπη και τη φιλοπατρία με την οποία αποτυπώνει θέματα από την ελληνική ιστορία, η έννοια της παράδοσης που επαγγέλλεται δεν είναι γεωγραφικά περιορισμένη στα όρια της ελληνικής επικράτειας, όπως στην περίπτωση του Φώτη Κόντογλου, μια και φαίνεται πως διαπνεόταν από την πεποίθηση ότι ο Ευρωπαϊκός ανθρωπισμός είναι ουσιαστικά ελληνοκεντρικός από τη σκοπιά της καταγωγικής του προέλευσης.
Είναι επίσης αποκαλυπτικό το γεγονός, το οποίο δεν έχει προσεχθεί όσο του αξίζει, ότι ο Γεωργιάδης δεν εμπνέεται από τις κλασικές αξίες της Ιταλικής Αναγέννησης αλλά ούτε από το κληροδότημα της κλασικής ή νεοκλασικής ορθολογιστικής ζωγραφικής του τύπου του Πουσέν. Οι επίμονες αναφορές του είναι στους Τισιάνο, Γκρέκο, Ρέμπραντ, Χαλς, Βελάσκεθ,Ντελακρουά, Ανγκρ, Κουρμπέ, Μανέ, Πισαρό, Κορό και Ρενουάρ. Οι αναφορές αυτές, οι οποίες αναγνωρίζονται στην ίδια τη ζωγραφική του πρακτική,τόσο στη χειρονομιακή αλλά και απόλυτα ελεγχόμενη πινελιά, στην πληθωρική αλλά συγκροτημένη και ζυγισμένη σύνθεση, όσο και στην πλούσια χρωματική και τονική γκάμα, θεσπίζουν μιαν αμφίσημη σχέση με τις αξίες της κλασικής παράδοσης, ειδικά όταν αυτές εννοηθούν με αυστηρό τρόπο και αναφορικά με την Ιταλική Αναγέννηση και τα ρεύματα του κλασικισμού και νεοκλασικισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη συστηματική κριτική που διατυπώνει στα κείμενά του για την καταλυτική επέλαση του μοντερνισμού και τις δυσμενείς αναφορές του σε ζωγράφους όπως οφορών των ζωγράφων και των σχολών από τις οποίες εμπνέεται. Η απόπειρά του να επωμιστεί τη συνολική υπεράσπιση της ζωγραφικής σε μια εποχή που η πρωτοκαθεδρία της απειλείται, τον οδηγεί σε μια εκλεκτικιστική και συγκρητική αντιμετώπισή της από επάλξεις οι οποίες αργότερα, τη δεκαετία του 1980, θα καταληφθούν από τους μεταμοντέρνους υπερασπιστές της. Έτσι εξηγείται και ο επιτυχημένος χαρακτηρισμός που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προφητικά του απέδωσε το 1929 επισημαίνοντας στην κριτική του το παράδοξο των πηγών του: «ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος». Επομένως το έργο του Γεωργιάδη δεν είναι συντηρητικό, διότι δεν υπακούει στα κελεύσματα της εποχής του αλλά έχει την τραγικότητα κάποιου που τολμά να ορθώσει το ανάστημά του ενάντια σε αυτά.
Ούτε ακαδημαϊκό είναι, με τις έννοιες του ψυχρού, τυποποιημένου, στείρου και ψεύτικου, διότι διέπεται από μια ζέση και ένα πάθος που τολμά ένα μεγαλεπήβολο συγκερασμό ρευμάτων και τεχνικών κι έχει γι’ αυτό μιαν αλήθεια, όπως αποδεικνύουν αφενός η τροπή που πήραν τα πράγματα προς το τέλος του εικοστού αιώνα, αφετέρου η μαρτυρία των πολυάριθμων μαθητών του…»*


ΠΗΓΕΣ:
*Το παραπάνω κείμενο είναι από το βιβλίο της Ντενιζ Χλόης Αλεβίζου : Η Κρήτη των Καλλιτεχνών 19ος - 20ος αιώνας, Αγιογραφία - Ζωγραφική - Γλυπτική, εκδ. Δοκιμάκης.
 desiris
nikias.gr
politeianet.gr

Δημοσιεύτηκε στο cretalive.gr στις 11 Αυγούστου 2015 :http://www.cretalive.gr/history

Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης

Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης 
( 1892- 11 Αυγούστου 1981), Ζωγράφος
1892 : Γεννιέται στα Χανιά. Ο πατέρας του μόλις έχει επιστρέψει στην Κρήτη, μετά από την αμνήστευσή του από καταδικαστική απόφαση της Πύλης και έχει καταφύγει στην Αθήνα στέλνοντας τους δικούς του στη Μήλο.

1896 : Ο Ανδρέας φτάνει στην Αίγυπτο μετά την πυρπόληση της πόλης των Χανίων. Στην Ισμαηλία και το Κάιρο ζει τα παιδικά του χρόνια. Δουλεύει στην αρχή στα συνεργεία του εργολάβου Β.Βερνάρδου που αναλαμβάνει διακοσμήσεις οικοδομών. Με την εμπειρία που αποκτά εργάζεται αργότερα κοντά στον ζωγράφο – διακοσμητή Orlando και στην συνέχεια στο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Nistri, μέχρι που συμπλήρωσε τα 18 του χρόνια.

1910 : Έρχεται στη Αθήνα.

1912 : Δίνει εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών («Σχολή Γραφικών Τεχνών» τότε) και κατατάσσεται στην τρίτη τάξη με δάσκαλο τον Γερανιώτη.

1912-13 : Πολεμά ως εθελοντής με το σώμα των Γαριβαλδίνων («Ερυθροχιτώνων»), στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στη μάχη του Δρίσκου τραυματίζεται και χάνει το ένα του μάτι.

1914 : Ξαναρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή για μια επταετία με δασκάλους του τους Ιακωβίδη, Ροϊλό και Βικάτο.

1922 : Παίρνει το πρώτο βραβείο του Υπουργείου Τ.Τ.Τ. στον Πανελλήνιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό για τη δημιουργία έργου με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου.

1924 : Αποσπά το πρώτο βραβείο στον Αβερώφειο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και εξασφαλίζει τετραετή υποτροφία για το Παρίσι (1925 – 1929). Εκεί φοιτά στην Ecole des Beaux Arts και στις ελεύθερες Ακαδημίες Julian, Colarossi και Grande Chaumiere. Μελετά παράλληλα τα έργα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης στα μουσεία του Παρισιού, της Μαδρίτης, του Τολέδο και του Εσκοριάλ. Ταξιδεύει επίσης στις Βρυξέλες, στην Αμβέρσα και στην Γάνδη. Εκπονεί μια σειρά από εικοσιπέντε μελέτες με ελεύθερες αφομοιώσεις από τα έργα των Ριμπέρα, Καρένιο, Τισιανού, Βελάσκεθ, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Ρενουάρ.

1929 : Επιστρέφει στην Ελλάδα και παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με σαράντα έργα στην αίθουσα «Παρνασσός». Του χορηγείται υποτροφία Ηρακλέους Βόλτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών και συνεχίζει για τρία χρόνια τις σπουδές του πάνω στις τεχνοτροπικές και τεχνικές εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Μελετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο στο Λούβρο και στην Γκαλερία Κορσίνι.

1930 : Το έργο του «Μάνα» γίνεται δεκτό από κριτική επιτροπή ζωγράφων και παρουσιάζεται στην έκθεση του Grand Palais στο Σαλόν της χρονιάς, όπου εκθέτουν κατ’εξαίρεση και μη γάλλοι ζωγράφοι.
Φοιτά για ένα χρόνο στην Βασιλική Ακαδημία Regia Scuola per Industria Arte στην Μπολόνια και ειδικεύεται στην τεχνική της νωπογραφίας με καθηγητή τον Μάριο Ροβέρσι.

1931 : Του απονέμεται «τιμής ένεκεν» μετάλλιο και δίπλωμα για τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους.

1933 : Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ενώσεως Παλαιών Πολεμιστών και του δίνεται δίπλωμα για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και την τέχνη.

1934 : Παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση της Βενετίας και μαζί με τον Δημήτριο Δήμα αποσπούν το ενδιαφέρον του κριτικού τέχνης Ούγκο Οτζέτι.

1935 : Διορίζεται, μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, από το Υπουργείο Παιδείας, μέλος της Επιτροπής για την επισκευή και αποκατάσταση των τοιχογραφιών στην Αίθουσα Τροπαίων στα Παλιά Ανάκτορα.

1936 : Εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών να αποστείλει έργο του στη Διεθνή Έκθεση του Σίδνεϋ της Αυστραλίας.

1938 : Διορίζεται από την ολομέλεια των καλλιτεχνικών σωματείων μέλος της Κριτικής Επιτροπής της Πανελληνίου Εκθέσεως.

1947 : Εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει χρώμα και σύνθεση στην έδρα της ζωγραφικής μέχρι το 1961.

1957 : Συμμετέχει στην Β’ Μεσογειακή έκθεση της Αλεξάνδρειας.

1965 : Επιλέγεται πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1970.

1981 : Πεθαίνει στην Αθήνα.

-----------------------------------------------------------
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/2015/08/1892-11-1981.html

Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης …1892 - 11 Αυγούστου 1981




O Χανιώτης  ζωγράφος που τον χαρακτήρισε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου : «…Ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος».

Σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ζωγράφους που ανέδειξε η Κρήτη. O Ανδρέας Γεωργιάδης που υπέγραφε τα έργα του ως "Κρης".

Μαθητής,του Γεωργίου Ροϊλού,του Δημήτρη Γερανιώτη,του Γεωργίου Ιακωβίδη και του Σπυρίδωνος Βικάτου στη Σχολή Καλών Τεχνών, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (Académie Julian και Académie de la Grande Chaumière) και στη Μπολόνια (Regia Scuola per Industria dArte, 1930-1931). Δίδαξε στη Σχολή από το 1947 ώς το 1961. Υπήρξε ο κατεξοχήν θιασώτης της μεγάλης δυτικής καλλιτεχνικής παράδοσης.

Ο πατέρας του μόλις έχει επιστρέψει στην Κρήτη το 1892, μετά από την αμνήστευσή του από καταδικαστική απόφαση της Πύλης και έχει καταφύγει στην Αθήνα στέλνοντας τους δικούς του στη Μήλο.

O Εργάτης

Το 1896 ο Ανδρέας φτάνει στην Αίγυπτο μετά την πυρπόληση της πόλης των Χανίων. Στην Ισμαηλία και το Κάιρο ζει τα παιδικά του χρόνια. Δουλεύει στην αρχή στα συνεργεία του εργολάβου Β.Βερνάρδου που αναλαμβάνει διακοσμήσεις οικοδομών. Με την εμπειρία που αποκτά εργάζεται αργότερα κοντά στον ζωγράφο – διακοσμητή Orlando και στην συνέχεια στο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Nistri, μέχρι που συμπλήρωσε τα 18 του χρόνια.

Έρχεται στη Αθήνα το 1910 και δίνει εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών («Σχολή Γραφικών Τεχνών» τότε) και κατατάσσεται στην τρίτη τάξη με δάσκαλο τον Γερανιώτη.

Πολεμά ως εθελοντής με το σώμα των Γαριβαλδίνων («Ερυθροχιτώνων»), στους Βαλκανικούς Πολέμους.  



Στη μάχη του Δρίσκου τραυματίζεται και χάνει το ένα του μάτι.

οι δύο φιλοι, 1950

Ξαναρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή το 1914 για μια επταετία με δασκάλους του τους Ιακωβίδη, Ροϊλό και Βικάτο. Παίρνει το πρώτο βραβείο του Υπουργείου Τ.Τ.Τ. το 1922 στον Πανελλήνιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό για τη δημιουργία έργου με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου.

Αποσπά το πρώτο βραβείο στον Αβερώφειο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και εξασφαλίζει τετραετή υποτροφία για το Παρίσι (1925 – 1929). Εκεί φοιτά στην Ecole des Beaux Arts και στις ελεύθερες Ακαδημίες Julian, Colarossi και Grande Chaumiere. Μελετά παράλληλα τα έργα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης στα μουσεία του Παρισιού, της Μαδρίτης, του Τολέδο και του Εσκοριάλ. Ταξιδεύει επίσης στις Βρυξέλες, στην Αμβέρσα και στην Γάνδη. Εκπονεί μια σειρά από εικοσιπέντε μελέτες με ελεύθερες αφομοιώσεις από τα έργα των Ριμπέρα, Καρένιο, Τισιανού, Βελάσκεθ, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Ρενουάρ.

Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1929 και παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με σαράντα έργα στην αίθουσα «Παρνασσός». Του χορηγείται υποτροφία Ηρακλέους Βόλτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών και συνεχίζει για τρία χρόνια τις σπουδές του πάνω στις τεχνοτροπικές και τεχνικές εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Μελετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο στο Λούβρο και στην Γκαλερία Κορσίνι.



Μάνα

Το έργο του «Μάνα» γίνεται δεκτό από κριτική επιτροπή ζωγράφων και παρουσιάζεται στην έκθεση του Grand Palais στο Σαλόν της χρονιάς, όπου εκθέτουν κατ’εξαίρεση και μη γάλλοι ζωγράφοι. Φοιτά για ένα χρόνο στην Βασιλική Ακαδημία Regia Scuola per Industria Arte στην Μπολόνια και ειδικεύεται στην τεχνική της νωπογραφίας με καθηγητή τον Μάριο Ροβέρσι.

Του απονέμεται «τιμής ένεκεν» μετάλλιο και δίπλωμα για τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους το 1931. Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ενώσεως Παλαιών Πολεμιστών και του δίνεται δίπλωμα για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και την τέχνη. Το 1934  παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση της Βενετίας και μαζί με τον Δημήτριο Δήμα αποσπούν το ενδιαφέρον του κριτικού τέχνης Ούγκο Οτζέτι.

Το 1935  διορίζεται, μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, από το Υπουργείο Παιδείας, μέλος της Επιτροπής για την επισκευή και αποκατάσταση των τοιχογραφιών στην Αίθουσα Τροπαίων στα Παλιά Ανάκτορα. Εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών να αποστείλει έργο του στη Διεθνή Έκθεση του Σίδνεϋ της Αυστραλίας.

Διορίζεται από την ολομέλεια των καλλιτεχνικών σωματείων μέλος της Κριτικής Επιτροπής της Πανελληνίου Εκθέσεως και το 1947 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει χρώμα και σύνθεση στην έδρα της ζωγραφικής μέχρι το 1961.Το 1965 επιλέγεται πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1970.


«…Ο Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης, ή Ανδρέας ο Κρης όπως συνήθιζε να υπογράφει τα έργα του, γεννήθηκε στα Χανιά το 1892 και πέθανε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1914-1923) και κατόπιν με υποτροφία του Πολυτεχνείου Αθηνών στο Παρίσι (1924-1929). Από τότε ταξίδεψε συστηματικά στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στην Ιταλία,μελετώντας και αναπαράγοντας τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της Ευρώπης. Εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1947, εξέθεσε τα έργα του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό αποσπώντας θετικές κριτικές και δραστηριοποιήθηκε επίσης στο Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο ως πρόεδρός του ενώ έγραφε και θεωρητικά κείμενα για την τέχνη της εποχής του. Το γεγονός ότι ο Γεωργιάδης υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος της« Ομάδας Ακαδημαϊκών Ζωγράφων», που ιδρύθηκε το 1937 και υποστήριξε την αναπαραστατική τέχνη, μαζί με τους Σ. Βικάτο, Α. Γεραλή, Γ. Προκοπίου,Κ. Αρτέμη, Σ. Παπαναγιώτου, Π. Λύτρα, Δ. Πελεκάση και Α. Χριστοφή,88 συνέβαλε ενδεχομένως στην κατάταξή του από πολλούς σύγχρονους Έλληνες ιστορικούς τέχνης στις τάξεις των ακαδημαϊκών ζωγράφων συντηρητικών τάσεων με πίστη στην παράδοση και στις κλασικές αξίες της ζωγραφικής.

Πράγματι, ο Γεωργιάδης δουλεύει προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και ιστορικές σκηνές με μεγάλη εμβρίθεια, κάνοντας αναφορές σε μεγάλες μορφές της παραδοσιακής Ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Παρά την αγάπη και τη φιλοπατρία με την οποία αποτυπώνει θέματα από την ελληνική ιστορία, η έννοια της παράδοσης που επαγγέλλεται δεν είναι γεωγραφικά περιορισμένη στα όρια της ελληνικής επικράτειας, όπως στην περίπτωση του Φώτη Κόντογλου, μια και φαίνεται πως διαπνεόταν από την πεποίθηση ότι ο Ευρωπαϊκός ανθρωπισμός είναι ουσιαστικά ελληνοκεντρικός από τη σκοπιά της καταγωγικής του προέλευσης.


Είναι επίσης αποκαλυπτικό το γεγονός, το οποίο δεν έχει προσεχθεί όσο του αξίζει, ότι ο Γεωργιάδης δεν εμπνέεται από τις κλασικές αξίες της Ιταλικής Αναγέννησης αλλά ούτε από το κληροδότημα της κλασικής ή νεοκλασικής ορθολογιστικής ζωγραφικής του τύπου του Πουσέν. Οι επίμονες αναφορές του είναι στους Τισιάνο, Γκρέκο, Ρέμπραντ, Χαλς, Βελάσκεθ,Ντελακρουά, Ανγκρ, Κουρμπέ, Μανέ, Πισαρό, Κορό και Ρενουάρ. Οι αναφορές αυτές, οι οποίες αναγνωρίζονται στην ίδια τη ζωγραφική του πρακτική,τόσο στη χειρονομιακή αλλά και απόλυτα ελεγχόμενη πινελιά, στην πληθωρική αλλά συγκροτημένη και ζυγισμένη σύνθεση, όσο και στην πλούσια χρωματική και τονική γκάμα, θεσπίζουν μιαν αμφίσημη σχέση με τις αξίες της κλασικής παράδοσης, ειδικά όταν αυτές εννοηθούν με αυστηρό τρόπο και αναφορικά με την Ιταλική Αναγέννηση και τα ρεύματα του κλασικισμού και νεοκλασικισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη συστηματική κριτική που διατυπώνει στα κείμενά του για την καταλυτική επέλαση του μοντερνισμού και τις δυσμενείς αναφορές του σε ζωγράφους όπως οφορών των ζωγράφων και των σχολών από τις οποίες εμπνέεται. Η απόπειρά του να επωμιστεί τη συνολική υπεράσπιση της ζωγραφικής σε μια εποχή που η πρωτοκαθεδρία της απειλείται, τον οδηγεί σε μια εκλεκτικιστική και συγκρητική αντιμετώπισή της από επάλξεις οι οποίες αργότερα, τη δεκαετία του 1980, θα καταληφθούν από τους μεταμοντέρνους υπερασπιστές της. Έτσι εξηγείται και ο επιτυχημένος χαρακτηρισμός που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προφητικά του απέδωσε το 1929 επισημαίνοντας στην κριτική του το παράδοξο των πηγών του: «ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος». Επομένως το έργο του Γεωργιάδη δεν είναι συντηρητικό, διότι δεν υπακούει στα κελεύσματα της εποχής του αλλά έχει την τραγικότητα κάποιου που τολμά να ορθώσει το ανάστημά του ενάντια σε αυτά.


Ούτε ακαδημαϊκό είναι, με τις έννοιες του ψυχρού, τυποποιημένου, στείρου και ψεύτικου, διότι διέπεται από μια ζέση και ένα πάθος που τολμά ένα μεγαλεπήβολο συγκερασμό ρευμάτων και τεχνικών κι έχει γι’ αυτό μιαν αλήθεια, όπως αποδεικνύουν αφενός η τροπή που πήραν τα πράγματα προς το τέλος του εικοστού αιώνα, αφετέρου η μαρτυρία των πολυάριθμων μαθητών του…»*





ΠΗΓΕΣ:

*Το παραπάνω κείμενο είναι από το βιβλίο της Ντενιζ Χλόης Αλεβίζου : Η Κρήτη των Καλλιτεχνών 19ος - 20ος αιώνας, Αγιογραφία - Ζωγραφική - Γλυπτική, εκδ. Δοκιμάκης.

 desiris

nikias.gr

politeianet.gr

Δημοσιεύτηκε στο cretalive.gr στις 11 Αυγούστου 2015 :http://www.cretalive.gr/history

 

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

10 Αυγούστου 1920



 

10 Αυγούστου 1920. Τούρκος διπλωμάτης υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών (φωτογραφία του Εθνικού Ιστορικού Αρχείου, «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα»)
Ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 6ος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, που βάζει την οριστική «ταφόπλακα» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα κερδίζει εδάφη και γίνεται «η χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», σύμφωνα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις1 μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε αποδεκτή από τον σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ΄ ο οποίος προσπαθούσε να σώσει τον θρόνο του, αλλά απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων. Το κίνημα υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποίησε αυτή τη διένεξη για να αυτοανακηρυχθεί κυβέρνηση και να καταργήσει την μοναρχία.

Οι βασικοί όροι της συνθήκης ήταν: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, την Συρία και τον Λίβανο στην Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.

Η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στο ιδρυόμενο Αλβανικό κράτος, ουσιαστικά προτεκτοράτο της Ιταλίας. Τα Δωδεκάνησα παραδόθηκαν στην Ιταλία η οποία συμφώνησε να τα δώσει εκτός από την Ρόδο και το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, και αν η Βρετανία έδινε την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα έδιναν κι αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε από την Ιταλία το 1922).

Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, και η Θράκη από την οποία η Βουλγαρία παραιτούνταν οριστικά από κάθε δικαίωμά της σε αυτή. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτήθει στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα

Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος, καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Η Σοβιετική Ένωση δεν συμμετείχε και έκανε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς. Μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, που μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Άγκυρα, και την Μικρασιατική Καταστροφή, οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν νέα συνθήκη (Συνθήκη της Λωζάνης) το 1922, με ευνοϊκότερους όρους για την (πλέον) Τουρκία.

Ωστόσο, δεν ίσχυσε ποτέ, διότι δεν εγκρίθηκε από κανένα κοινοβούλιο των χωρών της Αντάντ, ούτε της Ελλάδος. Ουσιαστικά δεν απέκτησε νομική οντότητα.

http://el.wikipedia.org/wiki/Συνθήκη_των_Σεβρών


Σαν σήμερα, 10 Αυγούστου 1906


Σαν σήμερα, 10 Αυγούστου 1906
Μακεδονικός Αγώνας
: Πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι στην Μπρέσνιτσα Καστοριάς οι Μακεδονομάχοι Γ. Πατερός και Γ. Μαλισώρος.

Άλλοι σημαντικοί Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ήταν οι: Άρμεν Κούπτσιος, Τέλλος Άγρας, Μιχαήλ Σιωνίδης, Λουκάς Κόκκινος, Κωνσταντίνος Ρίζος, Γεώργιος Μόδης, Γεώργιος Γιώτας, Κωνσταντίνος Χρήστου, Ευάγγελος Νάτσης, Φιλόλαος Πηχεών, Δούκας Γαϊτατζής, Θεοχάρης Κούγκας, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Κωνσταντίνος Γαρέφης, Γεώργιος Παπαστεφάνου, Λαμπρινός Βρανάς, Στέφανος Παπαγάλος, Γεώργιος Δικώνυμος, Χρήστος Βέσκος, ο Νικόλαος Τσοτάκος, Γεώργιος Ζουρίδης, Χρήστος Δρεμλής, Γεώργιος Σεϊμένης, Αριστείδης Μαργαρίτης, Ζαχαρίας Παπαδάς, Παύλος Κύρου, Γεώργιος Γιαγκλής, Γεώργιος Στρατινάκης, Αριστείδης Κιτράκης, Γεώργιος Κακουλίδης, Νικόλαος Ρόκας, Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης κ.ά.
Όχι μόνον από την Κρήτη αλλά και από την Μάνη είχε συγκροτηθεί σώμα από μερικές δεκάδες εθελοντές υπό τον Αντώνιο Βλαχάκη ("Καπετάν Λίτσα") με οπλαρχηγούς, μεταξύ άλλων, τον "Ευάγγελο Μπαϊρακταρέα ("Καπετάν Ακίλλα)" και τους εξαδελφούς Λεωνίδα και Παναγιώτη Πετροπουλάκη από το Γύθειο.


Δημοφιλείς αναρτήσεις