Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Γ. Ρίτσος
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Γ. Ρίτσος
homouniversalisgr.blogspot.com
Μ. Αναγνωστάκης -[Κάτω απ’ τις ράγες…]
Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών
Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τρένα
Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τρένα
Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν—
Σε περιμένω
Αττίλα Γιόζεφ - Συνείδηση
Ζω κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Βλέπω τα τραίνα να περνάνε.
Τη λαμπερή μύγα του παράθυρου
μες στο παλλόμενο, λιναρένιο σκότος.
Κι έτσι περνάνε βιαστικά
μες στο αιώνιο σκοτάδι οι φωτισμένες μέρες
και μόνο εγώ στου κάθε βαγονιού το φως
στέκομαι ακουμπώντας στους αγκώνες μου, χωρίς μιλιά.
[Συνείδηση, του Αττίλα Γιόζεφ , Μετ: Ανδρέας Αγγελάκης]
ΝΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ - Είναι θλιβερά τα τραίνα
Έρχονται και φεύγουν σαν τις μέρες. Γρήγορα.
Σου θυμίζουν ότι όλα είναι μεταβλητά,
Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά
Σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι πάντα έχουν κάπου
να πάνε. Θέλουν να βρίσκονται αλλού.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι το πρωινό τραίνο.
Κόσμος τρέχει από τον δρόμο, τρέχει από το
λεωφορείο, από το πεζοδρόμιο, τρέχει να ανέβει
τα σκαλιά, να προλάβει το τραίνο. Και τρώνε
ένα κουλούρι στα γρήγορα και πάνε να βγάλουν
εισιτήριο και τους πέφτουν τα κέρματα και δεν
χτυπούν σωστά το εισιτήριο και ίσα
που προφταίνουν το τραίνο. Και βάζουν τα χέρια και
τα πόδια στην πόρτα να μην κλείσει και σπρώχνουν και
φωνάζουν και ιδρώνουν για να προλάβουν να μπουν στο τραίνο.
Και αν τα καταφέρουν και μπουν χαίρονται και αν
μείνουν απ’ έξω είναι κατηφής.
Όταν μπουν στο τραίνο, όταν η πόρτα κλείσει και ο
κρότος της ακουστεί, τότε οι άνθρωποι γίνονται άκαμπτοι.
Αυτοί που έκαναν τόσο κόπο για να τα καταφέρουν, τώρα
είναι σαν να ξέχασαν την ψυχή τους στην πόρτα.
Αν κοιτάξεις κάποιον στα μάτια μέσα στο τραίνο, δεν
βλέπεις τίποτα. Έχουν όλοι ένα κενό βλέμμα.
Έχουν όλοι το ίδιο βαριεστημένο, απογοητευμένο ύφος.
Λες και δεν ήθελαν να μπουν ένα πράμα. Λες και δεν
κόντεψαν να χάσουν ένα χέρι, ένα πόδι για να
επιβιβαστούν
Είναι θλιβερά τα τραίνα.
Ανδρέας Εμπειρίκος - θα περιμένουμε
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο μας με το πολύτιμο φορτίο
Το τραίνο μιας άλλης ώρας
Μιας άλλης χώρας που σύνορα δεν έχει.
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο που δεν μπορεί μια και ξεκίνησε να σταματήσει
Τώρα σε σήραγγα μπορεί να βρίσκεται
Μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολο βουνό
Ίσως σε κάμπο με πλημμύρα
Σε τόπο που νά' ναι μεσημέρι
Ή σ' άλλον που νά' ναι βράδυ
Μα θα περάσει.
Κι εμείς θα περιμένουμε
Γιατί δεν είναι δυνατό να δεσμευθεί
Δεν είναι δυνατόν να σπάσει
Να κουραστεί σε στέππες και σε πάμπες
Και σ' επικίνδυνες ανηφοριές
Το τραίνο μας, που σίγουρα θα φτάσει.
Θα περιμένουμε λοιπόν ακόμα,
Σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
Θα περιμένουμε το τραίνο πάντα
Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην περάσει.
Αθήνα 14/8/1934
Οράσιο Καστίγιο - Κοπάδι σε τρένο
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Με τα κεφάλια κρεμασμένα απ’ τους φεγγίτες κοιτούσαμε τον απέραντο [κάμπο.
Αίφνης, ένα μουκάνισμα μας έφερνε στη θύμηση την Ιφιγένεια
και γυρίζαμε για να σφίξουμε τα παιδιά μέσα στα στήθια μας.
Τι είναι εκείνο; Ο ήλιος. Τι είναι εκείνο; Ένα σύννεφο.
Είχαμε λησμονήσει το χρώμα της θάλασσας, τη μυρωδιά της βροχής.
Όσοι ήξεραν από αστέρια είχαν ξεχάσει τις ονομασίες τους,
γι’ αυτό τους δίναμε ονόματα των παιδιών μας για να προσανατολιστούμε [στο γυρισμό.
Τι είναι εκείνο; Ένα δέντρο. Τι είναι εκείνο; Ένα ποτάμι.
Κι ένα γρηγοριανό μέλος υψωνόταν ολόγυρά μας,
μιλούσε για όσους προορίζονταν για τη θυσία.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Το γάλα είχε ξινίσει στα στήθια των μανάδων,
χτενίζαμε τα μαλλιά μας και γίνονταν στάχτη.
Τι είναι εκείνο; Ένα πουλί. Τι είναι εκείνο; Μια πέτρα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι κρύβαμε την ντροπή μας,
βουβοί κόβαμε τα νύχια των νεκρών.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Τ’ απόβραδα πίναμε το κρασί των τυφλών,
ονειρευόμασταν ακόμα ένα δάσος από ορχιδέες.
Τι είναι εκείνο; Άμμος. Τι είναι εκείνο; Ομίχλη.
Κι η ζωή δραπέτευε σαν νυχτερίδα απ’ τις σκιές
και αποκοιμόμασταν με μια απρόσμενη γαλήνη στο βλέμμα.
Ύστερα τα μάτια μας έγιναν σαν τα μάτια των αγαλμάτων,
κοιτάξαμε τις παλάμες μας κι είχε εξαφανιστεί η γραμμή της ζωής,
κι από τη στοίβα υψώθηκε ιαμβικός ο ρόγχος
αλυχτώντας για σένα, για μένα, για όλους μας τους συντρόφους.
Έμειναν πίσω μόνο οι ετρουσκικές μας γραμμές,
κέρινα τραγούδια που ταξιδεύουν στον ήλιο,
και στο πλευρό μας πάντα εσύ, κόρο σπλαχνικό,
εσύ, ψυχή μου, δαμάλα, στεφανωμένη με βιολέτες και νάρδους.
Monet - La Estación Saint-Lazare |
Αττίλα Γιόζεφ - Συνείδηση
Ζω κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Βλέπω τα τραίνα να περνάνε.
Τη λαμπερή μύγα του παράθυρου
μες στο παλλόμενο, λιναρένιο σκότος.
Κι έτσι περνάνε βιαστικά
μες στο αιώνιο σκοτάδι οι φωτισμένες μέρες
και μόνο εγώ στου κάθε βαγονιού το φως
στέκομαι ακουμπώντας στους αγκώνες μου, χωρίς μιλιά.
[Συνείδηση, του Αττίλα Γιόζεφ , Μετ: Ανδρέας Αγγελάκης]
Στέλιος Μαυρομάτης 1974 Το τρένο |
Έρχονται και φεύγουν σαν τις μέρες. Γρήγορα.
Σου θυμίζουν ότι όλα είναι μεταβλητά,
Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά
Σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι πάντα έχουν κάπου
να πάνε. Θέλουν να βρίσκονται αλλού.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι το πρωινό τραίνο.
Κόσμος τρέχει από τον δρόμο, τρέχει από το
λεωφορείο, από το πεζοδρόμιο, τρέχει να ανέβει
τα σκαλιά, να προλάβει το τραίνο. Και τρώνε
ένα κουλούρι στα γρήγορα και πάνε να βγάλουν
εισιτήριο και τους πέφτουν τα κέρματα και δεν
χτυπούν σωστά το εισιτήριο και ίσα
που προφταίνουν το τραίνο. Και βάζουν τα χέρια και
τα πόδια στην πόρτα να μην κλείσει και σπρώχνουν και
φωνάζουν και ιδρώνουν για να προλάβουν να μπουν στο τραίνο.
Και αν τα καταφέρουν και μπουν χαίρονται και αν
μείνουν απ’ έξω είναι κατηφής.
Όταν μπουν στο τραίνο, όταν η πόρτα κλείσει και ο
κρότος της ακουστεί, τότε οι άνθρωποι γίνονται άκαμπτοι.
Αυτοί που έκαναν τόσο κόπο για να τα καταφέρουν, τώρα
είναι σαν να ξέχασαν την ψυχή τους στην πόρτα.
Αν κοιτάξεις κάποιον στα μάτια μέσα στο τραίνο, δεν
βλέπεις τίποτα. Έχουν όλοι ένα κενό βλέμμα.
Έχουν όλοι το ίδιο βαριεστημένο, απογοητευμένο ύφος.
Λες και δεν ήθελαν να μπουν ένα πράμα. Λες και δεν
κόντεψαν να χάσουν ένα χέρι, ένα πόδι για να
επιβιβαστούν
Είναι θλιβερά τα τραίνα.
The Railway Bridge At Argenteuil by Claude Oscar Monet |
Ανδρέας Εμπειρίκος - θα περιμένουμε
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο μας με το πολύτιμο φορτίο
Το τραίνο μιας άλλης ώρας
Μιας άλλης χώρας που σύνορα δεν έχει.
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο που δεν μπορεί μια και ξεκίνησε να σταματήσει
Τώρα σε σήραγγα μπορεί να βρίσκεται
Μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολο βουνό
Ίσως σε κάμπο με πλημμύρα
Σε τόπο που νά' ναι μεσημέρι
Ή σ' άλλον που νά' ναι βράδυ
Μα θα περάσει.
Κι εμείς θα περιμένουμε
Γιατί δεν είναι δυνατό να δεσμευθεί
Δεν είναι δυνατόν να σπάσει
Να κουραστεί σε στέππες και σε πάμπες
Και σ' επικίνδυνες ανηφοριές
Το τραίνο μας, που σίγουρα θα φτάσει.
Θα περιμένουμε λοιπόν ακόμα,
Σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
Θα περιμένουμε το τραίνο πάντα
Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην περάσει.
Αθήνα 14/8/1934
Στέλιος Μαυρομάτης 1977 Σύνθεση με κλειδί |
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Με τα κεφάλια κρεμασμένα απ’ τους φεγγίτες κοιτούσαμε τον απέραντο [κάμπο.
Αίφνης, ένα μουκάνισμα μας έφερνε στη θύμηση την Ιφιγένεια
και γυρίζαμε για να σφίξουμε τα παιδιά μέσα στα στήθια μας.
Τι είναι εκείνο; Ο ήλιος. Τι είναι εκείνο; Ένα σύννεφο.
Είχαμε λησμονήσει το χρώμα της θάλασσας, τη μυρωδιά της βροχής.
Όσοι ήξεραν από αστέρια είχαν ξεχάσει τις ονομασίες τους,
γι’ αυτό τους δίναμε ονόματα των παιδιών μας για να προσανατολιστούμε [στο γυρισμό.
Τι είναι εκείνο; Ένα δέντρο. Τι είναι εκείνο; Ένα ποτάμι.
Κι ένα γρηγοριανό μέλος υψωνόταν ολόγυρά μας,
μιλούσε για όσους προορίζονταν για τη θυσία.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Το γάλα είχε ξινίσει στα στήθια των μανάδων,
χτενίζαμε τα μαλλιά μας και γίνονταν στάχτη.
Τι είναι εκείνο; Ένα πουλί. Τι είναι εκείνο; Μια πέτρα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι κρύβαμε την ντροπή μας,
βουβοί κόβαμε τα νύχια των νεκρών.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Τ’ απόβραδα πίναμε το κρασί των τυφλών,
ονειρευόμασταν ακόμα ένα δάσος από ορχιδέες.
Τι είναι εκείνο; Άμμος. Τι είναι εκείνο; Ομίχλη.
Κι η ζωή δραπέτευε σαν νυχτερίδα απ’ τις σκιές
και αποκοιμόμασταν με μια απρόσμενη γαλήνη στο βλέμμα.
Ύστερα τα μάτια μας έγιναν σαν τα μάτια των αγαλμάτων,
κοιτάξαμε τις παλάμες μας κι είχε εξαφανιστεί η γραμμή της ζωής,
κι από τη στοίβα υψώθηκε ιαμβικός ο ρόγχος
αλυχτώντας για σένα, για μένα, για όλους μας τους συντρόφους.
Έμειναν πίσω μόνο οι ετρουσκικές μας γραμμές,
κέρινα τραγούδια που ταξιδεύουν στον ήλιο,
και στο πλευρό μας πάντα εσύ, κόρο σπλαχνικό,
εσύ, ψυχή μου, δαμάλα, στεφανωμένη με βιολέτες και νάρδους.
David Tutwiler |
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου - Επιβατικός σταθμός
Στη μνήμη τής Κορνηλίας
Κοντά στα τρένα υπάρχει μια κρυφή ροή νερού
Αργά ράθυμα δροσίζει τ’ αναμμένα βαγόνια
Η Κορνηλία σκύβει απ’ το παράθυρο επικίνδυνα
Σ’ ένα κουπέ με κόκκινα βελούδα
Ανοίγει μια πετσέτα στα γόνατά της
Ψωμί τυρί αυγό και αλατοπίπερο
«Θα ‘ρθεις μαζί μου ως το θάνατο;» λέει
Ποιος ντυμένος στα μαύρα κόβει εισιτήρια σήμερα
Ποιος ελεγκτής μάς κοιτάζει με μια νέα υποψία
Ο κλειδούχος ας ξεκλειδώσει επιτέλους την καρδιά του
Ας χορτάσει ο μηχανοδηγός μια θεία ανάπαυση
Και οι γραμμές να γυαλίσουν τα παπούτσια τους
Στην πλατεία κοιμάται η αγία τεμπελιά
Ένας καφές φουσκώνει ως τον ουρανό
Σκάζει στα χείλη τού σταθμάρχη που ρουφάει τη μέρα
Σα να ‘ναι η πρώτη του κι η τελευταία
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Γ. Ρίτσος
|
Κλ. Μονέ, τρένο μέσα στο χιόνι. 1875 |