Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
homouniversalisgr.blogspot.com
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, πρωτότοκος γιος του…
Ο
Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, πρωτότοκος γιος του κερκυραίου
γιατρού Ιωάννη Κάλβου και της ζακύνθιας αριστοκράτισσας Αδριανής
Ρουκάνη. Μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του ο πατέρας του έφυγε
για την Ιταλία, και ο ποιητής αναχώρησε το 1802 με το μικρότερο αδερφό
του Νικόλαο, για να ζήσουν μαζί του. Το 1805 η μητέρα του χώρισε και
επίσημα από τον πατέρα του και παντρεύτηκε στη Ζάκυνθο τον Κωνσταντίνο
Καλέκα. Ο Κάλβος έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο (σύμφωνα με
ανεξακρίβωτη πληροφορία το 1800 ήταν μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου) και
συνέχισε τις σπουδές του στην ελληνική παροικία στο Λιβόρνο και στη
Φλωρεντία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ανδρέα Λουριώτη (1808). Εκεί
έγραψε στα ιταλικά το (αποκηρυγμένο αργότερα και χαμένο εκτός του
προλόγου) Άσμα στο Ναπολέοντα (1811). Το 1812 γνωρίστηκε στη Φλωρεντία
με τον Ugo Foscolo, ο οποίος τον προσέλαβε αντιγραφέα του και δάσκαλο
του προστατευομένου του Στέφανου Βούλτσου. Ακολούθησε συγκατοίκησή του
με το Foscolo και βραχύ διάστημα παραμονής των δυο φίλων στην Ελβετία.
Την περίοδο εκείνη έγραψε τρεις τραγωδίες στα ιταλικά: τον Θηραμένη
(1812-13), μια αγνώστου τίτλου (1812-13) και τις Δαναϊδες (1815). Το
1816 φιλοξενήθηκε από τον Foscolo στην Αγγλία και πήρε μέρος στην
προσπάθεια του τελευταίου για έκδοση έργων κλασικών συγγραφέων και
μετέφρασε στα νέα ελληνικά το Βιβλίο κοινών προσευχών της Αγγλικανικής
Εκκλησίας και ποιήματα (1819-1820). Ακολούθησε ρήξη στις σχέσεις του με
το Foscolo και το 1819 γάμος του με την αγγλίδα Maria Teresa Josephine
Thomas, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο
Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου
με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε
με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F.Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε.
Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων
διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε
ως πρότυπο τον Alfieri. Το φθινόπωρο του 1820 μετά από σύντομη παραμονή
στο Παρίσι επέστρεψε στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των
Καρμπονάρων. Ως την άνοιξη του 1821 συνέχισε να γράφει στα ιταλικά και
συνέθεσε δύο τραγωδίες ακόμα. Την ίδια χρονιά συνελήφθη από την
αστυνομία και απελάθηκε στη Γενεύη. Πληροφορίες αναφέρουν πως την
περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία.
Στη Γενεύη έμεινε από το 1821 ως το 1824 και έγραψε τις δέκα πρώτες
Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο Λύρα. Το 1825 ταξίδεψε στο
Παρίσι, όπου πήρε μπήκε στους φιλελληνικούς κύκλους και συνδέθηκε με
έλληνες λογίους. Εκεί πραγματοποιήθηκε η έκδοση της νέας σειράς των Ωδών
το 1826, με γαλλική μετάφραση του φίλοι του ποιητή και φιλέλληνα
Panthier de Censay μαζί με τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Στην
Ελλάδα επέστρεψε το 1826, έμεινε για λίγο στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε
στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε την καθηγεσία στην Ιόνιο Ακαδημία και
ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο λόγω
αντιδράσεων των πανεπιστημιακών κύκλων και ασχολήθηκε με ιδιαίτερα
μαθήματα, συγγραφή φιλοσοφικών συγγραμμάτων και μεταφράσεις, κυρίως
φιλοσοφικών πραγματειών. Στην Ακαδημία επαναδιορίστηκε το 1836 ως
καθηγητής της Ιδεολογίας. Η διδασκαλία του στα ελληνικά προκάλεσε
αντιδράσεις και εχθρικό κλίμα. Την περίοδο 1840-1841 επανήλθε στη
διδασκαλία της Φιλοσοφίας και το Γενάρη του 1841 έγινε διευθυντής στο
Κερκυραϊκό Λύκειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το Νοέμβρη του ίδιου
χρόνου. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Μετάξης Κερκύρας (1845) και της
Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (1848). Με την ποίηση δεν ασχολήθηκε
ξανά ως το θάνατό του. Το 1852 εγκατέλειψε την Κέρκυρα για την Αγγλία με
τη μέλλουσα δεύτερη γυναίκα του Charlotte Augusta Wadams (την οποία
γνώρισε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κέρκυρα και παντρεύτηκε το
1853 στο Λονδίνο). Στην Αγγλία η Chrlotte εργάστηκε σε σχολεία του Essex
και του Λονδίνου και το 1865 ανέλαβε τη διεύθυνση οικοτροφείου θηλέων
στο Louth, όπου δίδαξε και ο Κάλβος. Εκεί πέθανε από πνευμονία. Ως
ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί
ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συνδυάζει στοιχεία
διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται από την
Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία
διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη. Στην Ελλάδα
έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή τη γνωστή διάλεξη του Παλαμά για
την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν
κυρίως με τις Ωδές του, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται
και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εις τον Ιερόν Λόχον
α΄.
Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριον
β΄.
Ας το δροσίζη πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
γ΄.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα· ψυχαί 'που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
δ΄.
Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
ε΄.
Αλλ' αν τις αποθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
ς΄.
Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
ζ΄.
Επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
η΄.
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
θ΄.
Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
ι΄.
Ο Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός,
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
ια΄.
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται η πόλεις, χάνονται
ιβ΄.
Αλλ' ότε πλησιάση
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
ιγ΄.
Αυτού, αφ' ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον,
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
ιδ΄.
Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον
λόχον, τέκνα, μιμήσατε,
Εἰς Ἐλευθερίαν
α´.
Δυστυχησμένα πλάσματα
τῆς πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ἕνα θρῆνον καὶ εἰς ἄλλον
β´.
Ἡμεῖς κατεδικάσθημεν
ἄθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ῾νὰ κατατρέχωμεν,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν φθάνομεν
γ´.
Ἴσως (ἂν δὲν μὲ τρέφῃ
ματαία ἐλπίς) εὑρίσκεται
μετὰ τὸν θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωὴ
δ´.
Ὅμως, διατὶ ἐὰν ἔσπειρε
παντοῦ εἰς τὴν οἰκουμένην
τὴν χαρὰν μὲ᾿ τὴν θλῖψιν
τοῦ ἐπουρανίου πατρὸς
ε´.
Διατὶ κ᾿ ἐδῶ ὅπου μ᾿ ἔρριψεν
εἰς τὴν ἀέριον σφαῖραν,
μίαν ῾νὰ μὴν εὕρω τρέχουσαν
διὰ μέ, μόνην μίαν βρύσιν
ς´.
Βρύσιν! - Καὶ τὰ θαυμάσια
τῆς Ἀρετῆς ἀένναα
νερὰ δὲν βλέπω; Χύνονται
ποταμηδὸν τρυγύρω μου,
ζ´.
Ὦ θνητοί, ποτισθῆτε.
Ἔαν τὸ θεῖον πίετε
ρεῦμα, ὁ πόνος μὲ᾿ δάκρυα
τὴν τράπεζαν, τὸ στρῶμα σας
η´.
Ἂς ἔλθῃ τότε, ἂς ἔλθῃ
῾νὰ σᾶς περικυκλώσῃ
μὲ᾿ σκοτεινά, βρονταῖα,
πεπυκνωμένα σύννεφα
θ´.
Μία δύναμις οὐράνιος
εἰς τὴν ψυχήν σας δίδει
πτερὰ ἐλαφρά, καὶ ὑψώνεται
λαμπρὸν τὸ μέτωπόν σας
ι´.
Ἀπὸ τὰ ὀλύμπια δώματα
δροσερὸν καταβαίνει
χαρᾶς, ἐλαίου φύσημα,
καὶ στεγνώνει τὰ δάκρυα·
ια´.
Ἐκεῖ ὅπου ἐπατήσατε
ἰδοὺ οἱ καρποὶ φυτρώνουν,
καὶ τ᾿ ἄνθη ἰδοὺ σκορπίζουσι
τὰ κύματα εὐτυχῆ
ιβ´.
Τῆς Φιλίας ἡ Χάριτες,
καὶ τοῦ Ὑμεναίου, συμπλέκουσι
χορῶν πλουσίους στεφάνους·
βωμὸν ἔχουν τὸν θρόνον σας
ιγ´.
Ἂν εἰς δικαίους ἔλθητε
πολέμους, ἢ ἕνα μνῆμα,
μνῆμα τίμιον εὑρίσκετε,
ἢ τῶν θριάμβων τ᾿ ᾄσματα,
ιδ´.
Τὰ πολύχρυσα πέπλα,
καὶ τ᾿ ἀρώματα ὁ Πλοῦτος,
γλυκὺ ἡ Σοφία τὸ φίλημα
σᾶς χαρίζει ἐὰν ἦναι
ιε´.
Ὦ Ἀρετή! πολύτιμος
θεά, σὺ ἠγάπας πάλαι
τὸν Κιθαιρῶνα, σήμερον
τὴν γῆν μὴ παραιτήσῃς,
Εις Σάμον
α´.
Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
β´.
Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
γ´.
Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
δ´.
Μοῦσα τὸ Ἰκάριον πέλαγος
ἔχεις γνωστόν. Νὰ ἡ Πάτμος,
νὰ αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
ε´.
Νὰ τῆς ἀλόης ἡ νῆσος,
καὶ ἡ Κῶς εὐτυχεστάτη,
ἥ τις τοῦ κόσμου ἐχάρισε
τὸν Ἀπελλῆν καὶ ἀθάνατον
στ´.
Ἰδοὺ καὶ ὁ μέγας τρόμος
τῆς Ἀσίας γῆς, ἡ Σάμος·
πλέξε δι᾿ αὐτὴν τὸν στέφανον
ὑμνητικὸν καὶ αἰώνιον
ζ´.
Αὐτοῦ, ἐνθυμᾶσαι, ἐγέμιζες
τοῦ τέιου Ἀνακρέοντος
χαρμόσυνον κρατῆρα,
κ᾿ ἔστρωνες διὰ τὸν γέροντα
η´.
Αὐτοῦ, τοῦ Ὁμήρου ἐδίδασκες
τὰ δάκτυλα ῾νὰ τρέχουσι
μὲ᾿ τὴν ᾠδὴν συμφώνως,
ὅταν τὰ ἔργα ἱστόρει
θ´.
Αὐτοῦ, τὰ χρυσὰ ἔπη
ἐμψύχωνες ἐκείνου,
δι᾿ οὗ τὰ νέφη ἐσχίσθησαν
καὶ τῶν ἄστρων ἐφάνηκεν
ι´.
Ὦ κατοικία Ζεφύρων,
ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
ια´.
Ἐσὺ ἀνθηρὸν τὸ στῆθος σου,
φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
πολλὴ πάντοτε κρέμεται
ιβ´.
Καθὼς προτοῦ νυκτώσῃ,
μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
αἰθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
ιγ´.
Καθὼς μυρτιὰ ὑπερήφανος
ἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
ιδ´.
Οὕτω τὸ κῦμα Ἰκάριον
κτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
ιε´.
Τί ἐγίνηκαν ἡ ἡμέραι,
ὅτε εἰς τὰς κορυφὰς
τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος
ἐχόρευον ἡ τέχναι
ιστ´.
Ἔρχονται, ὦ μακαρία
νῆσος, ἔρχονται πάλιν·
τὸ προμηνύουσι τ᾿ ἄντρα σου
φλογώδη, ἐξ ὧν μυρίαι
ιζ´.
Ὡς ἡ σφῆκες μαζόνονται
ἐπὶ τὰ ὀλίγα λείψανα
σπαραγμένης ἐλάφου,
ἢ ταύρου ὁποὺ ἐκατάντησε
ιη´.
Ἀλλ᾿ ἂν βροντήσῃ ἐξαίφνης,
πετάουν εὐθὺς καὶ ἀφίνουσι
τὴν ποθητὴν τροφήν,
ὑπὸ τὰ δένδρα φεύγουσαι
ιθ .
Οὕτως, εἰς τὰ παράλια
ἀσιατικά, τὰ πλήθη
ἀγαρηνὰ ἀναρίθμητα
βλέπω ῾νὰ ἐπισωρεύονται,
κ .
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
«οἱ Σάμιοι», κράζει, «οἱ Σάμιοι»
καὶ ἰδοὺ τὰ πόδια τρέμουσι
μυρίων ἀνδρῶν καὶ ἀλόγων
κα .
«Οἱ Σάμιοι»· - καὶ ἐσκορπίσθησαν
τῶν ἀπίστων αἱ φάλαγγες. -
Ἄ, τί, ὦ δειλοί, δὲν μένετε
῾νὰ ἰδῆτε, ἂν τὸ σπαθί μας
κβ .
Ἔρχονται, πάλιν ἔρχονται
χαρᾶς ἡμέραι, ὦ Σάμος·
τὸ προμηνύουν οἱ θρίαμβοι
πολλοὶ καὶ θαυμαστοί,
κγ .
Νῆσος λαμπρὰ εὐδαιμόνει·
ὅτε ἡ δουλεία σὲ ἀμαύρονε,
σ᾿ εἶδον· ἄμποτε νἄλθω
῾νὰ φιλήσω τὸ ἐλεύθερον
κδ .
Ἐὰν φιλοτιμούμεθα
῾νὰ τὴν ῾ξαναποκτήσωμεν
μ᾿ ἵδρωτα καὶ μὲ᾿ αἷμα,
καλὸν εἶναι τὸ καύχημα