Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Τέχνη και Φιλοσοφία .... Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Τέχνη και Φιλοσοφία .... Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Τέχνη και Φιλοσοφία

πηγή: http://gerasimos-politis.blogspot.com/2012/03/blog-post_14.html#.UEZIBSL20yk

Τέχνη και Φιλοσοφία

Γεράσιμος Πολίτης 2012-03-14T23:11:00+02:00
Τέχνη και Φιλοσοφία
Ό,τι ονομάζομε τέχνη και το θαυμάζομε ως ποικιλία μορφών μέσα στην ιστορία έχει ως πηγή του τη φαντασία του ανθρώπου. Τέχνη είναι κατά βάθος η δημιουργία μορφών, όπου μέσα ο άνθρωπος βάζει το νόημα της ζωής του. Τα έργα της τέχνης, αν και πηγή τους είναι η φαντασία, όμως είναι τόσο πραγματικά, όσον και τα άνθη, όπως λέγει ο Nietzsche.

Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί τη θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από τη γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με τη μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.

Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο τού θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει τη μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με τη σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου. Ό,τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.

Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του. Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τάλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, τη φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στη δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, τη μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή και. ενέργεια.

Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ τη θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίκσπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίκσπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει τη χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της. Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με τη γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει τη δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.

Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από τη φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε—και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα—πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από τη φιλοσοφία. Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει τη μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν. Ο Πλάτων είναι ο μεγάλος, ίσως ο μοναδικός άνθρωπος, που συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και. τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομε αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τάλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.

Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, τη μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο. Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του. Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα. Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στη λογική, στον νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφρασθή σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς. Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική τής τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.

Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και τη φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη. Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα νά εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.

Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο τη μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.

Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά νά συλλάβει με τον νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με τη φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθε να προχωρήσει στο είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στη φιλοσοφία με τη σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.

Θεολογία, επιστήμη, τέχνη, Φιλοσοφία
Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς τη γνώση, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ. Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως τής τέχνης φαίνονται.

Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει Κι ο δικός του νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.

Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει ποτέ. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από τη λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από τη σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μη είναι παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το είναι μας. Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στη θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά τη στιγμή της δημιουργίας. Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τάχομε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα, Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.

Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με τη σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν. Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, Παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στη λογική αλλά και στη φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.

Εκτός από τη ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από τη φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της τη φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων. Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μις εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με τη λογική.

Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στη φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα. Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από τη στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία. Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στο σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.

Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο. Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.

Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Τη θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη. Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι’ αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο. Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει τη φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι’ αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την Θέση του.

Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια τής προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα, Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική. Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από τη φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών. Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ άνάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.

Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε τη γνώση για να μη χαντακωθούμε από τη γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως τη γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο. Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με τη μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.

Εξ άλλου με τη φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αύτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της. Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το ξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.

Πηγή - Διάλεξη του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου που δόθηκε στο Εθνικό Θέατρο ανάμεσα στις 16 Ιανουαρίου 1961 και 17 Απριλίου.

Αναρτήθηκε από: 
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Τέχνη και Φιλοσοφία


 
Τέχνη και Φιλοσοφία
Ό,τι ονομάζομε τέχνη και το θαυμάζομε ως ποικιλία μορφών μέσα στην ιστορία έχει ως πηγή του τη φαντασία του ανθρώπου. Τέχνη είναι κατά βάθος η δημιουργία μορφών, όπου μέσα ο άνθρωπος βάζει το νόημα της ζωής του. Τα έργα της τέχνης, αν και πηγή τους είναι η φαντασία, όμως είναι τόσο πραγματικά, όσον και τα άνθη, όπως λέγει ο Nietzsche.

Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί τη θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από τη γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με τη μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.

Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο τού θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει τη μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με τη σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου. Ό,τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.

Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του. Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τάλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, τη φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στη δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, τη μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή και. ενέργεια.

Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ τη θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίκσπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίκσπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει τη χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της. Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με τη γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει τη δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.

Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από τη φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε—και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα—πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από τη φιλοσοφία. Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει τη μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν. Ο Πλάτων είναι ο μεγάλος, ίσως ο μοναδικός άνθρωπος, που συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και. τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομε αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τάλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.

Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, τη μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο. Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του. Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα. Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στη λογική, στον νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφρασθή σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς. Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική τής τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.

Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και τη φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη. Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα νά εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.

Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο τη μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.

Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά νά συλλάβει με τον νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με τη φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθε να προχωρήσει στο είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στη φιλοσοφία με τη σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.

Θεολογία, επιστήμη, τέχνη, Φιλοσοφία
Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς τη γνώση, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ. Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως τής τέχνης φαίνονται.

Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει Κι ο δικός του νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.

Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει ποτέ. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από τη λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από τη σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μη είναι παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το είναι μας. Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στη θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά τη στιγμή της δημιουργίας. Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τάχομε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα, Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.

Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με τη σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν. Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, Παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στη λογική αλλά και στη φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.

Εκτός από τη ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από τη φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της τη φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων. Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μις εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με τη λογική.

Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στη φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα. Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από τη στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία. Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στο σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.

Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο. Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.

Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Τη θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη. Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι’ αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο. Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει τη φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι’ αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την Θέση του.

Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια τής προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα, Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική. Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από τη φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών. Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ άνάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.

Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε τη γνώση για να μη χαντακωθούμε από τη γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως τη γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο. Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με τη μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.

Εξ άλλου με τη φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αύτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της. Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το ξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.

Πηγή - Διάλεξη του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου που δόθηκε στο Εθνικό Θέατρο ανάμεσα στις 16 Ιανουαρίου 1961 και 17 Απριλίου.

Αναρτήθηκε από: 
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Η ανάγκη της φιλοσοφίας

Αναδημοσίευση άρθρου από Νέα Ακρόπολη

πηγή http://www.nea-acropoli-ioannina.gr/filosofias/h-anagkh-ths-filosofias.html

Η ανάγκη της φιλοσοφίας

της Delia Steinberg Guzman Διεθνής Διευθύντρια της "Νέας Ακρόπολης" Σταυρός των Παρισίων σε Επιστήμες, Τέχνες και Γράμματα, από το Πανεπιστήμιο της Σορβόνης.
Είναι πολλά αυτά που μας χρειάζονται σ' αυτές τις στιγμές. Πράγματι, είμαστε φτωχοί μέσα σε τόση αφθονία και στις ανέσεις που μας παρέχει μία τεχνολογία στην υπηρεσία των πραγματικών και υποτιθέμενων αναγκών του ανθρώπου. Ομως, επαληθεύουμε ότι όσο περισσότερα έχουμε, τόσο περισσότερα χρειαζόμαστε και αυτό αποτελεί έναν φαύλο κύκλο που είναι δύσκολο να σταματήσει, εκτός κι αν καταφέρουμε αυτό που πραγματικά μας χρειάζεται. Γι' αυτό λέμε: Χρειαζόμαστε περισσότερο Φιλοσοφία. Οταν εξηγούμε τους σκοπούς της Νέας Ακρόπολης, δίνουμε έμφαση στα σεμινάρια Φιλοσοφίας που αναπτύσσουμε με τον κλασικό τρόπο. Και είναι εκεί όπου βάζουμε τον τόνο, δηλαδή στον κλασικό τρόπο, όπου η Φιλοσοφία με την ευρεία έννοια συμπεριλαμβάνει όλο το φάσμα της ζωής και προσπαθεί να απαντήσει όλα τα ερωτήματά της, χωρίς να περιοριστεί στα άκαμπτα πλαίσια που σήμερα την εγγράφουν.
ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΑΛΛΑ...Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Μήπως δεν υπάρχει Φιλοσοφία στους σημερινούς καιρούς για να πρέπει να προστρέξουμε στο κλασικό στιλ; Ναι, υπάρχει, αλλά... Δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες των πανεπιστημιακών προγραμμάτων ούτε σ' αυτά που υπαγορεύουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Υπάρχουν μαθήματα Φιλοσοφίας, αλλά αυτή η ύλη γεμίζει ή όχι τη ζωή όσων τη διδάσκονται, όχι τόσο σύμφωνα με τα προγράμματα, αλλά σε σχέση με τους καθηγητές που τη διδάσκουν. Μόνο αυτοί που αφοσιώνονται με πραγματική αγάπη στη δουλειά τους καταφέρνουν να γίνουν κατανοητοί από τους μαθητές και ξυπνούν ένα συναίσθημα αναζήτησης και συνάντησης.Οι υπόλοιποι δημιουργούν ένα θλιβερό νοητικό χάος που καταλήγει στους γνωστούς τρόπους που χρησιμοποιούνται για να χαρακτηριστεί η Φιλοσοφία: ασυναρτησίες περίεργων λέξεων και ανυπόφορων και άχρηστων εννοιών. Αυτή είναι η βαριά και άδικη κατάρα που υποφέρει η Φιλοσοφία: να είναι άχρηστη.

Δεν χρειάζεται για τίποτα το πρακτικό ούτε δίνει λεφτά. Δηλαδή, για να τα βγάλει πέρα στη ζωή σ' αυτό το έδαφος πρέπει να ασχοληθεί κανείς με τον εκπαιδευτικό τομέα (και όχι πάντα με καλή διάθεση) ή να έχει την απίστευτη τύχη να εκδώσει κάποιο βιβλίο που να διαβαστεί και να γίνει αποδεκτό. Ακόμη αντηχούν οι ήχοι της πολεμικής που έγινε στην Ισπανία όταν αποφασίστηκε να βγει αυτή η ύλη από τα προγράμματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Χωρίς να ειπωθεί ξεκάθαρα, αφηνόταν να διαφαίνεται η ιδέα "αχρηστίας". Διαμαρτυρήθηκαν καθηγητές και μαθητές και ήταν ευχάριστο το γεγονός ότι μερικοί τόλμησαν να βεβαιώσουν ότι χωρίς Φιλοσοφία οι νέοι δεν θα μάθαιναν να σκέπτονται. Και δεν είναι εκεί, ίσως, ο κόμπος του ζητήματος; Ισως αυτό που πράγματι ενδιαφέρει -δεν θα μπορούσα να πω ποιους, αλλά πρέπει να υπάρχουν πάνω από ένας- είναι να μη σκέπτεται ο νεαρός κόσμος και να αφήνεται να παρασυρθεί από τα αποβλακωτικά ρεύματα της μόδας. Δεν θα ήταν μήπως πολύπλοκο να χειραγωγηθεί μία νεολαία με ικανότητα να σκέπτεται; Σε ποια κατάσταση μένουν αυτοί που, επιτέλους, καταφέρνουν να τελειώσουν την πανεπιστημιακή φιλοσοφική σχολή; Μετά από κάποια χρόνια εργασίας, στο νου τους βράζουν εκατοντάδες αντιφατικές ιδέες στοχαστών διαφόρων εποχών, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει το νήμα που ενώνει τις ιστορικές περιόδους και τις σκέψεις που προκύπτουν.

Ο νέος σημερινός φιλόσοφος (μπορεί όμως να ονομαστεί φιλόσοφος όποιος τελειώνει αυτές τις σπουδές;) ζει στη σύγχυση, ή τείνει για εκείνες τις δοξασίες που με επιδέξιο τρόπο του παρουσιάστηκαν ως οι "καλύτερες". 'Η νιώθει ανίκανος με τόσα επιχειρήματα που δεν του προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει καθημερινά. Γι' αυτό, το θέμα δεν είναι ότι λείπει εντελώς η Φιλοσοφία, αλλά...

ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ;Εχουμε διαβάσει τόσους ορισμούς διαφόρων προελεύσεων, που δεν είναι απλό να μείνουμε με έναν άλλο ακόμα. Ούτε θέλουμε να μπλεχτούμε στην πολεμική που έχουν κατά καιρούς αναπτύξει οι διάφοροι στοχαστές μεταξύ τους. Είτε θεωρηθεί μία ξεχωριστή επιστήμη, είτε μία επιστήμη όλων των επιστημών, ή μία μη-επιστήμη, οι σημερινές έννοιες είναι τόσο μπλεγμένες που δυστυχώς δίνουν το δίκιο σ' όσους είναι της γνώμης ότι η Φιλοσοφία δεν έχει σχέση με την ίδια τη ζωή και, επομένως, δεν προσφέρει άλλη χρησιμότητα από μία σκέτη διανοητική άσκηση. Και ούτε μας ενδιαφέρει να αναπτύσσουμε το σύνολο των περιστάσεων που μετάλλαξαν την έννοια και το σκοπό της Φιλοσοφίας. Ας αρκεστούμε στο να επισημάνουμε ότι αν σήμερα μπορεί να φανεί κάτι το απρόσιτο και άγονο, όμως στις κλασικές εποχές Ανατολής και Δύσης, η Φιλοσοφία προσπάθησε να ξεδιαλύνει τις μεγάλες ερωτήσεις για το Σύμπαν και τον Ανθρωπο, και κυρίως προσπάθησε να εδραιώσει έναν τρόπο ζωής, μία σημαντική βοήθεια για τον Ανθρωπο ως μέρος του Σύμπαντος.

Αν βασιζόμαστε στις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις, αυτός που διατύπωσε πρώτος τον όρο λέγεται ότι ήταν ο Πυθαγόρας, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν ήταν ένας σοφός, αλλά απλώς ένας εραστής της Σοφίας, ένας "φιλόσοφος". Αυτή είναι η πιο απλή και πιο βαθιά εξήγηση που βρίσκουμε. Είναι η Αγάπη στη Σοφία αυτή που νικάει τους ανθρώπους, που ανοίγει τα μάτια στον κόσμο, που τον βγάζει από μία εγωιστική απομόνωση, και είναι αυτή που τον κάνει να είναι με υγιή τρόπο ανήσυχος στην αναζήτηση και συνάντηση κάποιων χρήσιμων αληθειών για την ύπαρξή του. Η Αγάπη είναι ένας ισχυρός κινητήρας και, όταν η Αγάπη οδηγεί στη Σοφία, πολλές εσωτερικές πόρτες, πριν απαγορευμένες και άγνωστες για τον ίδιο τον εαυτό του, ανοίγονται. Δεν αναζητάει κανείς "την Αλήθεια", τη μεγάλη και μοναδική Αλήθεια, επειδή είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι υπόκεινται σε σφάλματα. Αλλά ο καθένας, ο κάθε φιλόσοφος με τον τρόπο του, προσπάθησε να βρει κάποια κλειδιά που να επέτρεπαν σε όλους τους ανθρώπους -όχι μόνο τους ίδιους, ατομικά- να φτάσουν κάποιο μέρος, κάποια απόχρωση της Αλήθειας.


ΣΕ ΤΙ ΜΑΣ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ;Μετά από πολλά χρόνια που προσπαθούν να μας πείσουν ότι η Φιλοσοφία δεν χρησιμεύει σε τίποτα, ούτε έχει να κάνει με την πραγματική ζωή, κοστίζει πολύ να ξαναπάρουμε την ιδέα της χρησιμότητάς της. Είναι φανερό ότι σαν άσκηση νοητικής οξυδέρκειας δεν αξίζει άλλο παρά για να αναπτύσσει τους διανοητικούς "μυς", για να ακονίζει τις γλώσσες και τις πένες, για να μπορεί να εκφράζεται ή να γράφει κανείς με τρόπο όλο και περισσότερο συγκεχυμένο αν και φαινομενικά μορφωμένο. Αυτή η μορφή Φιλοσοφίας δεν μπορεί να μας βοηθήσει ως ανθρώπους. Αλλά ας γυρίσουμε στην πρακτικότητα που προσπαθούμε να παραχωρούμε στη ζωη. Ποιος δεν έχει κάνει στον εαυτό του ερωτήσεις στην παιδική ηλικία, στην εφηβεία, στη νιότη και ακόμα και στην ωριμότητα, μερικές φορές κρυμμένες για να μην αποδείξουμε αδυναμία ή άγνοια; Πόσες φορές αυτές οι ερωτήσεις δεν έμειναν αιωρούμενες στην διάσταση του αδύνατου και απρόσιτου; Πόσες φορές δεν έχουμε βασανιστεί σκεπτόμενοι τη γέννηση και το θάνατο, την αρρώστια και τα γηρατειά; Πόσες φορές δεν έχουμε ψάξει μία απάντηση για τον κόσμο και την παρουσία μας σ' αυτόν; Πόσες φορές δεν έχουμε περιφερθεί γύρω από την ιδέα του Θεού, μερικές φορές για να την αρνηθούμε εξαιτίας της περιπλοκότητάς της, μερικές άλλες φορές για να την αφήσουμε να ζει σαν ένα αδύνατο για μετάφραση συναίσθημα; Πόσες φορές δεν έχουμε χρειαστεί τη Φιλοσοφία για να βοηθηθούμε μέσα στις αμφιβολίες, την αγωνία και την απελπισία;

Ξέρουμε ότι η Φιλοσοφία δεν χρησιμεύει για να μας κάνει σοφούς ούτε για να βρούμε το κλειδί όλων των μυστηρίων του Σύμπαντος. Αλλά ξέρουμε ότι μας χρησιμεύει για να ξεκαθαρίσουν κάποιες αβεβαιότητες, για να χρησιμοποιήσουμε το δικό μας νου, για να θέσουμε στον εαυτό μας όχι μόνο ερωτήσεις, αλλά και να τολμήσουμε να σκιαγραφήσουμε απαντήσεις. Ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε, όπως καλά έλεγε ο Σωκράτης, αλλά γι' αυτό η Φιλοσοφία μας βάζει στο δρόμο της γνώσης. Σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος, αποδεχόμενοι την άπειρη ποικιλία βεβαιοτήτων που αποκτούμε.

Η Φιλοσοφία χρησιμεύει για να ζούμε. Είναι μία τέχνη πολύ δύσκολη με την οποία κανείς δεν ασχολείται και της οποίας κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει την τεχνική. Απλώς ερχόμαστε στη ζωή και αφήνουμε το ένστικτο να υπαγορεύει τους κανόνες του παιχνιδιού, ή τους παραμορφώνουμε σύμφωνα με συγκεκριμένες παροδικές αποδοχές. Αλλά το Ζην, με κεφαλαία, είναι κάτι διαφορετικό. Είναι να ξέρουμε ποιοί είμαστε, ότι δεν είμαστε οι μοναδικοί, ότι αυτές που μας φαίνονται οδυνηρές δοκιμασίες και δυσκολίες δεν είναι άλλο παρά σκαλοπάτια για να μάθουμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας, να τα βγάλουμε πέρα με τα δικά μας μέσα. Είναι να διαισθανθούμε ότι πηγαίνουμε προς κάποιον άλλο χρόνο-χώρο και ας μην είναι αυτός που τώρα γνωρίζουμε. Είναι να αντιλαμβανόμαστε ένα νήμα συνάφειας που μπορούμε να ονομάσουμε -αν θέλουμε- αιωνιότητα.

Η Φιλοσοφία χρησιμεύει για να αιτιολογήσουμε τη Ζωή και όχι να αφηνόμαστε να παρασυρθούμε από αυτή. Χρησιμεύει για να αξιολογήσεις όλα τα ζωντανά όντα και όχι μόνο τα ανθρώπινα. Χρησιμεύει για να κοιτάζεις τον ουρανό και τη γη, για να σκαλίζεις στο βάθος της γης και για να τρυπήσουμε τη βαθύτητα του ουρανού, για να δούμε γύρω γύρω, για να αισθανθούμε, για να σκεφτούμε. Για να είμαστε φιλόσοφοι συνειδητοί των ερωτήσεών τους και των απαντήσεών τους, μη οριστικών, αλλά που οδεύουν προς μία βαθμιαία κατανόηση της Αλήθειας. Κανείς δεν θα μας πληρώσει γι' αυτό. Δεν θα κερδίσουμε τα προς το ζην με αυτό τον τρόπο, αλλά θα κερδίσουμε το να ξέρουμε να ζούμε και θα είμαστε αρκετά πλήρεις με την ίδια τη δική μας εσωτερική σιγουριά και αυτοπεποίθηση.

ΠΟΙΟΙ ΤΗ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ;Ολοι. Η Φιλοσοφία δεν είναι ιδιοκτησία αυτών που μπορούν να σχηματίσουν θεωρίες περισσότερο ή λιγότερο καλά εκθετειμένες, χειριζόμενοι μία γλώσσα που δε συνηθίζει να είναι προσιτή σ' αυτούς που δεν έχουν κάνει ειδικές μελέτες. Η Φιλοσοφία, ως τρόπος ζωής, ως αναζήτηση της γνώσης, είναι για όλους και σε όλους χρειάζεται αυτή η δυνατότητα να αναρωτηθούν ελεύθερα πάνω στις διάφορες όψεις του όντος και του κόσμου. Να αναρωτηθεί κανείς είναι ένας τρόπος ζωής. Και αν, αφού βρήκαμε κάποιες βασικές απαντήσεις βάσης που προσαρμόζονται στις ανάγκες μας, μπορούμε να τις εφαρμόσουμε καθημερινά, καλύτερα. Αυτό είναι που μας μετατρέπει όλους σε φιλοσόφους και όχι οι πανεπιστημιακοί τίτλοι που, το πολύ, βεβαιώνουν ότι έχουμε παρακολουθήσει μαθήματα σε μία σχολή, αλλά όχι ότι έχουμε μάθει να σκεπτόμαστε και να ζούμε. Ούτε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Φιλοσοφία είναι μία απασχόληση που ταιριάζει στους ενήλικες. Ως ζωτική έκφραση εκδηλώνεται στα παιδιά και στα πρώτα τους "γιατί", και στους νεαρούς, τους γεμάτους ερωτηματικά και έκπληξη μπρος στη δική τους ανάπτυξη και μπρος σε ένα περιβάλλον που τους είναι ελκυστικό και συνάμα ταραχώδες.Η απόδειξη αυτής της πολυποίκιλης χρησιμότητας της Φιλοσοφίας βρίσκεται στην επιτυχία που γνώρισε το βιβλίο "ο Κόσμος της Σοφίας" του Jostein Gaarder, κρατώντας στη διάρκεια περισσοτέρων από 40 συνεχόμενες εβδομάδες -τουλάχιστον στην Ισπανία- την πρώτη θέση ανάμεσα στα περισσότερο πουλημένα βιβλία. Και το αξιοπερίεργο και ευχάριστο της περίπτωσης είναι ότι αυτοί που είναι πιο παθιασμένοι με το έργο, είναι οι έφηβοι και οι νέοι, που αισθάνονται σαν σε πορτραίτο σ' αυτό το μυθιστόρημα μυστηριώδους αναζήτησης κάποιων αληθειών που ενδιαφέρουν όλους. Μπορεί να είναι ότι αυτό το μυθιστόρημα, όπως διευκρινίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του, έχει αποφύγει τις υπερβολικά σοβαρές θέσεις των φιλοσοφικών δοξασιών ή τη σκοτεινή γλώσσα που χρησιμοποιούν κάποιοι στοχαστές και καθηγητές. Και εκεί εδρεύει το κλειδί της επιτυχίας του: το να μπορέσει να απαντήσει σε μία ζήτηση με απλό και χρήσιμο τρόπο, έτσι όπως μόνο μπορεί να το κάνει η Φιλοσοφία. "Ποιός είσαι;" "Από πού έρχεται ο κόσμος;" Και ποιός δεν χρειάζεται απάντηση που να τον ενθαρρύνει να συνεχίζει να ψάχνει σ' αυτές τις όψεις;

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΟντως, χρειαζόμαστε πιο πολύ Φιλοσοφία, αλλά πραγματική Φιλοσοφία, τόσο απλή και τόσο βαθιά όπως η ίδια η ζωή είναι. Δεν χρειαζόμαστε τεχνητές περιπλοκότητες ούτε κριτικές για όσα οι μεν ή οι δε έχουν γράψει στη διάρκεια της Ιστορίας. Ποιός έχει τόση σοφία για να μπορέσει να κριτικάρει τους μεγάλους στοχαστές εν ονόματι μίας Αλήθειας που ούτε καν έχει φθάσει; Ενα είναι η απλή βαθύτητα του Σύμπαντος και του ανθρώπου -για να μην εισαγάγουμε το μυστήριο του Θείου- και ένα άλλο πολύ διαφορετικό είναι το πολύπλοκο δίκτυ θεωριών που δεν οδηγούν πουθενά ούτε λύνουν τη φυσική ανησυχία όλων όσων χρειαζόμαστε Φιλοσοφία.

Η Φιλοσοφία πρέπει να είναι φυσική, τόσο όσο είναι όλα όσα υπάρχουν. Πρέπει να συμμορφώνεται προς τη Φύση, όχι μόνο σαν περιβάλλον αλλά και όσον αφορά τους νόμους που όλα τα διέπουν, από το Θεό μέχρι ένα μικρόβιο. Σήμερα το πρόβλημα φαίνεται να εδρεύει στο να κλείσουμε τις ιδέες κάτω από κατανοητά για κάποιους λίγους μυημένους στην ύλη κλειδιά. Ετσι η Φιλοσοφία γίνεται ψευδώς εσωτερική και δίνει το δίκαιο σ' αυτούς που δυσφημούν τον εσωτερισμό σαν μία μορφή αποκρυφισμού. Εσωτερικά είναι όλα όσα αγνοούμε -που είναι αρκετά- και ο ρόλος της Φιλοσοφίας έγκειται στο να ελαττώνει βαθμιαία το σκοτάδι της άγνοιας για να το μετατρέψει στη λαμπρότητα της γνώσης.

Πέρα από μόδες ο μεγάλος φιλόσοφος Πλάτων έλεγε στο έργο του "Παρμενίδης" :

"Είναι όμορφο και θείο η φλογερή ορμή που σε εκτοξεύει στους λόγους των πραγμάτων. Αλλά εξασκήσου και εκπαιδεύσου σ' αυτές τις ασκήσεις που φαινομενικά δε χρησιμεύουν για τίποτα, και που ο λαός ονομάζει λεπτή περιττολογία, ενώ είσαι ακόμα νέος. Αντίθετα, η αλήθεια θα σου φύγει από τα χέρια".

Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο... Ούτε ο χρόνος που περνάει μπορεί να παραμορφώσει αυτό το πρωταρχικό πνεύμα που μας κάνει να τείνουμε προς τη Φιλοσοφία και που, όταν εκδηλώνεται, μιλάει ξεκάθαρα για τη νιότη αυτού του πνεύματος, όσα φυσικά χρόνια και να έχει.

Για κάποιο λόγο επίσης οι κλασικοί Ελληνες είχαν ανακαλύψει ότι η "Χρυσή Αφροδίτη" -ή η αιώνια νιότη- σφύζει στις καρδιές που ποτέ δεν κλείνονται στα αινίγματα της Ζωής, αλλά βγαίνουν αποφασιστικά να τα κατακτήσουν.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Η φιλοσοφία σαν μελέτη

Αναδημοσίευση άρθρου από Νέα Ακρόπολη

πηγή http://www.nea-acropoli-ioannina.gr/filosofias/h-filosofia-san-meleth.html

Η φιλοσοφία σαν μελέτη

Η "Πολιτεία" του Πλάτωνα τελειώνει με την περιγραφή ενός τοπίου του Κάτω Κόσμου : "στο τέλος του ταξιδιού στον άλλο κόσμο -όπως αναφέρεται στον μύθο του Ηρός του Αρμενίου- υπάρχει μία πεδιάδα , όπου μέσα σε φοβερή και αποπνικτική ζέστη, σταματούν οι ψυχές για τελευταία φορά πριν ξανασταλούν πάνω στην γη για νέα ενσάρκωση. Όταν βραδιάζει κατασκηνώνουν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να το κρατήσει. Κάθε ψυχή είναι υποχρεωμένη να πιει ορισμένη ποσότητα από αυτό το νερό, μερικοί όμως δεν έχουν αρκετή φρόνηση, δεν συγκρατιούνται και πίνουν περισσότερο, και τότε χάνουν κάθε ανάμνηση των προηγούμενων."
Η εικόνα αυτή συμφωνεί με μια μακριά παράδοση από όπου εμπνέεται ο Πλάτωνας. Το όνομα Αμέλης που έδωσε ο φιλόσοφος στον υπόγειο ποταμό, δεν το ξαναβρίσκουμε πριν από την Πολιτεία σε καμμιά περιγραφή του κόσμου των νεκρών. Έτσι ας αναζητήσουμε την σημασία αυτής της λέξης, τον λόγο που υπάρχει μέσα στην Πλατωνική διήγηση και τι σχέση έχει με την πηγή της Λήθης που συναντάμε στην μυστική λογοτεχνία και που η ψυχή πρέπει να ξέρει να την αποφύγει για να αντλήσει από την λίμνη της Μνημοσύνης το νερό που λευτερώνοντάς την από τον τροχό των γεννήσεων, της χαρίζει την αθανασία, συντροφιά με τους ήρωες και τους θεούς.

Ο Leon Robin, μεταφράζοντας το όνομα Αμέλης = ξέγνοιαστος, δέχεται μία σχέση ανάμεσα στην αμέλεια και στην λήθη. Η λήθη πλημμυρίζει τις ψυχές που ήπιαν χωρίς μέτρο από τον ποταμό Αμέλητα, γιατί κάθε "ανησυχία" έχει χαθεί πια από μέσα τους. Οι ψυχές ευχαριστημένες από την επίγεια ζωή τους, βολεμένες στην φυλακή του σώματος, δεν επιθυμούν παρά να ικανοποιούνται με μια άγνοια που ούτε καν συνειδητοποιούν.

Μπορούμε να πούμε ότι η αμέλεια είναι το αντίθετο της πνευματικής ανησυχίας, αυτής της ψυχικής ταραχής, αυτής της εντύπωσης ανεπάρκειας που ο φιλόσοφος έχει σαν αποστολή του να προκαλέσει.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΑΝ ΜΕΛΕΤΗ

Ο Παυσανίας μας λέει ότι κατά την αρχαιότερη παράδοση οι Ελικωνίδες Μούσες ήταν μόνο τρεις : Η Μελέτη (Άσκηση), η Μνήμη και η Αοιδή (Τραγούδι). Η Μνημοσύνη η μητέρα των Μουσών προστάτευε την ποίηση και ξέρουμε επίσης ότι οι μνημονικές ασκήσεις έχουν και είχαν μεγάλη σημασία στις συντεχνίες των αοιδών, επειδή προετοίμαζαν την έμπνευση και βοηθούσαν στο να γεννηθούν οι ιδέες με την μορφή των ποιημάτων. Βλέπουμε λοιπόν ότι η ποιητική τέχνη χρειάζεται και τις τρεις αυτές Μούσες , χρειάζεται τον συνδυασμό του τραγουδιού, της μνήμης και της μελέτης, μιας ειδικής δηλ. αγωγής. Με το τραγούδι διασώζεται η γνώση μέσα στις γεννεές. Αλλά για να τραγουδήσεις χρειάζεται μνήμη, που μέσα από την μελέτη (άσκηση) την ενισχύεις.

Ετυμολογικά ΜΟΥΣΑ : Αιολικά Μοίσα, Δωρικά Μώσα. Συγγενικό με το παλαιογερμανικό Mendi= χαρά, προερχόμενο από την Ιαπετική ρίζα Monthi, εξ ου και Μανθάνω, Ιαπετική ρίζα Men= σκέπτομαι, σανσκριτικά Manas=νους, αρβανίτικα Mend=νούς

Η Μελέτη σαν δρόμος προς την Αρετή

Την μελέτη αυτή την συναντάμε πάντοτε δεμένη με την λατρεία των Μουσών και έχει μία πλατιά αξία επειδή δεν περιορίζεται απλώς στην κατάκτηση μιας ιδιαίτερης γνώσης, αλλά και στην διαμόρφωση του χαρακτήρα στην μετάλλαξη του ανθρώπου και στην καλλιέργεια της Αρετής.

Η μελέτη έχει έναν διπλό χαρακτήρα: στο ατομικό επίπεδο είναι μία άσκηση , που φέρνει σωτηρία και κάθαρση της ψυχής, ενώ στο επίπεδο της πόλης είναι μία παιδεία που διαπαιδαγωγεί τους νέους στην αρετή και προετοιμάζει τους πιο άξιους για την άσκηση της εξουσίας σύμφωνη με την δικαιοσύνη. Έτσι βλέπουμε ότι η εξάσκηση της μελέτης έχει ένα διπλό προσανατολισμό προς τα μέσα και προς τα έξω, στον άνθρωπο και στην πόλη. Ένα πλήρες μοντέλο εφαρμογής της μελέτης με το διπλό της αυτό προσανατολισμό είναι η Πολιτεία του Πλάτωνα.

Η φιλοσοφική μελέτη μπορεί να συνδυάζει και τον θρησκευτικό τρόπο ζωής, που συναντάμε στις μυστικές εταιρείες όπου κυρίως διδασκόταν η ατομική σωτηρία και αγνοούσαν τον πολιτικό χώρο, αλλά και την ρύθμιση της τάξης μέσα στην πόλη, την εκπαίδευση των πολεμιστών και των αρχόντων για την σωστή διοίκηση της πόλης. Για να εναρμονίσει τους δύο αυτούς δρόμους χρειάζεται μία διανοητική εκγύμναση που πρωταρχικό βάρος δίνει σε μία μνημονική αγωγή. Η φιλοσοφική μελέτη όπως και η πολεμική μελέτη απαιτεί έντονη ενεργητικότητα, σταθερή προσοχή (επιμέλεια) και σκληρή προσπάθεια (πόνος).

Ο Ηρακλής επιλέγοντας μεταξύ Αρετής και ΚακίαςΣτον Μύθο του Ηρακλή στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας, η αρετή αντιτάσσεται στο χαλάρωμα, στην έλλειψη εκγύμνασης (αμέλεια και αμελετησία), στην τεμπελιά (αργία), στην μαλθακότητα (μαλακία) και στην ηδονή.

Ο Εμπεδοκλής στο έργο του "Περί Φύσεως" βάζει τον μαθητή του Παυσανία στο σταυροδρόμι δύο δρόμων και του λέει να διαλέξει. Αν αναζητήσει τα μύρια τόσα τιποτένια πράγματα, που εμπιστεύονται συνήθως οι άνθρωποι, τότε πολύ γρήγορα με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα πράγματα θα τον εγκαταλείψουν, γιατί επιθυμούν (ποθέοντα) να ξανανταμώσουν το είδος τους. Αντίθετα αν με καλοσφιγμένες τις πραπίδες συγκρατήσει σταθερά τα διδάγματα που πήρε με αγνές ασκήσεις (καθαρήσι μελέτησιν), τότε αυτά τα αγαθά δεν θα τον αφήσουν ποτέ και μάλιστα ξεκινώντας από αυτά θα μπορέσει ν' αποκτήσει και πολλά άλλα.

Ο Πλούταρχος στο Περί παίδων αγωγής αναφέρει ότι έχει μεγάλη σπουδαιότητα στα πλαίσια της παιδείας, η μελέτη συνδυασμένη με τον πόνο. Το χωρίο αυτό έχει χαρακτήρα πολεμικής. Ο Πλούταρχος χτυπά εκείνους που στον τομέα της αρετής θεωρούν πιο σημαντική την φύση από την μάθηση και την άσκηση και που φαντάζονται ότι ένας κακός χαρακτήρας δεν μπορεί να διορθωθεί με μια μελέτη ορθή προς την αρετή, κάνουν όμως λάθος . "Η αμέλεια καταστρέφει και την καλύτερη γη και το πιο ρωμαλέο σώμα, αλλά η επιμέλεια και ο πόνος είναι πράγματα γόνιμα και παραγωγικά. Χάρη σε αυτά αυτό που είναι αντίθετο στη φύση, καταλήγει να νικήσει αυτό που ήταν σύμφωνο με την φύση.

Επίσης ακόμα και τα εύκολα πράγματα εγκαταλείπουν αυτούς που δεν ασκούνται και τα δύσκολα κατακτούνται με επιμελείς φροντίδες."
Ο Ιεροκλής στα Χρυσά Έπη αναφέρει ότι η άσκηση της αρετής των Πυθαγορείων βασίζεται σε τρεις δυνάμεις της ψυχής : στον πόνο, στην μελέτη και στον έρωτα, και η μελέτη ορίζεται σαν μία αγωγή που επιβάλλεται στο λογικό μέρος της ψυχής που έχει σαν λειτουργία το νοείν.

Ο Ιεροκλής μας προτρέπει να εξετάζουμε όλες τις πράξεις της ημέρας και τις πιο ασήμαντες προχωρώντας με τάξη από τις πρώτες ως τις τελευταίες, χωρίς να παραλείπουμε καμμιά ενδιάμεση. Αυτή η ανάμνηση των γεγονότων της καθημερινής ζωής, αποτελεί μία άσκηση που μπορεί να ξαναφέρει στην μνήμη τις προηγούμενες ζωές μας (μελέτη των προβεβιωμένων αναπολήσεως). Και αναφέρει : (Πρέπει να την αγαπάς, αυτή θα σε οδηγήσει στα ίχνη της θεϊκής αρετής...μην ελπίζεις το ανέλπιστο και τίποτα δεν θα σου ξεφύγει "μήτε τι λήθειν") Και αναφέρει ότι το έκαναν οι Πυθαγόρειοι πράγμα που το ξέρουμε και από τον Ιάμβλιχο που λέει ότι είχαν την υποχρέωση να θυμούνται τα πάντα και να μην ξεχνούν τίποτε από όσα είχαν μάθει, δει ή ακούσει.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΑΝ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΜνημοσύνηΟ Πλούταρχος επίσης παρουσιάζει την Μνήμη σαν το ταμείο της παιδείας, λέγοντας πως η Μνημοσύνη θεωρείται μητέρα των Μουσών γιατί δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μπορεί σαν και αυτήν "γεννάν και τρέφειν". Είναι λοιπόν η Μνήμη η αποθήκη της σοφίας όπου η ψυχή αντλεί την τροφή της αθανασίας της και νικά τον χρόνο. Η παιδεία για αυτόν αποτελεί ένα οριστικό απόχτημα που παραμένει μέσα μας αθάνατο και θεϊκό, γιατί μονάχα το πνεύμα δυναμώνει γερνώντας, ενώ πολλά άλλα αγαθά είναι αβέβαια και ευμετάβλητα. Το ίδιο υποστηρίζει ο Πυθαγόρας όπως βλέπουμε στον Ιάμβλιχο ότι οι καρποί της παιδείας διαρκούν ως τον θάνατο και σε μερικούς φέρνουν επίσης αιώνια δόξα πέρα από τον θάνατο.

Η φιλοσοφία είναι μια πνευματική εκγύμναση . Αυτή την εκγύμναση επικαλείται και ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα όταν ορίζει την φιλοσοφία -σύμφωνα με μία πολύ παλιά παράδοση σαν μια Μελέτη Θανάτου. Μια μελέτη που ενώνει την αναμνηστική προσπάθεια (σπρωγμένη όσο γίνεται πιο βαθιά σε προηγούμενες ζωές),όπως γινόταν στους Πυθαγόρειους, με την κάθαρση της ψυχής και τον χωρισμό της από το σώμα, το ξεπέρασμα του χρόνου και το πλησίασμα στην απόλυτη αλήθεια. Ο Σωκράτης μας λέει στον Φαίδωνα : "για μένα είναι φυσικό ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην φιλοσοφία να μη λιποψυχεί την ώρα που πρόκειται να πεθάνει και να ευελπιστεί πως όταν πεθάνει, θα έχει εκεί μεγαλύτερα αγαθά".

Όσοι καταπιάνονται σωστά με την φιλοσοφία υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην πάρουν είδηση οι άλλοι ότι το μόνο πράγμα στο οποίο επιδίδονται είναι το να πεθάνουν και ο θάνατος. Αν αυτό είναι αλήθεια τότε θα ήταν παράδοξο σε όλη τους τη ζωή να μην ποθούν τίποτε άλλο. Οι ασχολούμενοι με την φιλοσοφία επιζητούν μετά μανίας τον θάνατο. (τω όντι οι φιλοσοφούντες θανατώσι) δηλ. την απαλλαγή της ψυχής από το σώμα.

Ο πραγματικός φιλόσοφος δεν έχει σε υπόληψη ηδονές όπως το φαγητό και το πιοτό, τις φροντίδες του σώματος, την απόκτηση εκλεκτών φορεμάτων και υποδημάτων τους καλλωπισμούς σχετικά με το σώμα, καθώς και τις ηδονές του έρωτα, παρά μόνο στο μέτρο που πραγματικά είναι αναγκασμένος να συμμετέχει σε αυτά. Γιατί κάθε ηδονή και θλίψη, σαν να κρατάει ένα καρφί, καρφώνει την ψυχή στο σώμα, την στερεώνει, την κάνει σωματική και την κάνει να θεωρεί ότι αληθινά είναι ότι το σώμα λέει ότι είναι. Ο σωστός φιλόσοφος δεν φοβάται την απώλεια της περιουσίας και την φτώχεια, ούτε φοβάται να χάσει αξιώματα και δόξες. Δεν ασχολείται με το σώμα και στον βαθμό που μπορεί έχει απομακρυνθεί από αυτό και έχει στραφεί προς την ψυχή, προσπαθώντας να αποδεσμεύσει όσο γίνεται περισσότερο την ψυχή από την επικοινωνία με το σώμα.

Στο μυαλό των γνήσιων φιλοσόφων γεννιέται η σκέψη ότι όσο έχουμε το σώμα και η ψυχή μας είναι ζυμωμένη με ένα τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μπορέσουμε να οικειοποιηθούμε σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό που επιθυμούμε, αυτό που ονομάζουμε αληθινό, επειδή χιλιάδες ενοχλητικές ασχολίες μας δημιουργεί το σώμα με τις ανάγκες του.
'Ετσι Κάθαρση είναι αυτό που λέει η αρχαία παράδοση , το να αποχωρίζει κανείς την ψυχή όσο γίνεται από το σώμα και να την συνηθίζει στο να ξεσηκώνεται από όλα τα μέρη του σώματος, να συγκεντρώνεται και να ζει όσο μπορεί, και στις παρούσες συνθήκες και στις μέλλουσες, μόνη με τον εαυτό της, αφού λυθεί από τα δεσμά του σώματος. Αυτό ονομάζεται κυρίως θάνατος, το λύσιμο ή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Και στην Πολιτεία οι Φύλακες προετοιμάζονται για το υψηλό τους αξίωμα με ένα ειδικό τρόπο πειθαρχίας, έτσι σχεδιασμένης που να επιφέρει αλλαγές σε όλη την ψυχική δομή τους.

Και για να την λύσουν προθυμοποιούνται πάντοτε και αποκλειστικά όσοι φιλοσοφούν με τον σωστό τρόπο, και το αντικείμενο της μελέτης των φιλοσόφων είναι ακριβώς αυτό, το λύσιμο και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.

Έτσι όσοι φιλοσοφούν σωστά ασκούνται πράγματι στο να πεθάνουν και αυτοί απ' όλους τους ανθρώπους φοβούνται λιγότερο τον θάνατο.
Και η ψυχή κατά τον θάνατο αν φεύγει καθαρή, χωρίς να σέρνει μαζί της το παραμικρό από το σώμα, επειδή δεν διατηρούσε με την θέληση της καθόλου σχέσεις με αυτό καθ' όλη την διάρκεια της ζωής, αλλά αντίθετα το απέφευγε και ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της, επειδή αυτό μελετούσε και σε αυτό ασκούνταν πάντα, που σημαίνει ότι πάντα φιλοσοφούσε με τον σωστό τρόπο και ότι ασκούνταν για να πεθάνει αδιαμαρτύρητα τότε κάνοντας αυτή την μελέτη και άσκηση θανάτου φεύγει αμιγής και καθεαυτή πηγαίνοντας στο κόσμο των θεών.

Έτσι αν δούμε άνθρωπο που δυσανασχετεί επειδή πρόκειται να πεθάνει, ξέρουμε ότι δεν υπήρξε φιλόσοφος, αλλά φίλος του σώματος, φίλος των χρημάτων και φίλος των τιμών. Αυτό που ονομάζουμε ανδρεία είναι χαρακτηριστικό των φιλοσόφων, καθώς και η σωφροσύνη, το να μην παρασύρεται κάποιος από τις επιθυμίες, αλλά να τις περιφρονεί και να είναι απέναντι τους συγκρατημένος ταιριάζει μόνο στους αληθινούς φιλόσοφους. "Πολλοί οι ναρθηκοφόροι και σπάνιοι οι Βάκχοι" αναφέρει ο Σωκράτης, και οι τελευταίοι είναι όσοι φιλοσοφούν με σωστό τρόπο.
Είναι δηλ. η φιλοσοφία μία αγωγή, μία άσκηση θανάτου, που έχει σαν σκοπό την κάθαρση της ψυχής, συγκεντρώνοντάς την και εστιάζοντάς την στον εαυτό της από όλα τα σημεία του σώματος, έτσι ώστε να μπορεί συγκεντρωμένη πλέον να αποδεσμευτεί από το σώμα και να ξεφύγει από αυτό.

Την ίδια αυτή άσκηση συγκέντρωσης, με την κύρια σημασία της λέξης την ξαναβρίσκουμε στον Πορφύριο : "...αν ασκείσαι στο να ξαναμπείς στον εαυτό σου, μαζεύοντας μακριά από το σώμα σου όλα τα σκορπισμένα πνευματικά σου μέλη, τα κατακερματισμένα σε πλήθος κομμάτια, ξεκομμένα από την ενότητα που ίσαμε τότε χαιρόταν όλο το μέγεθος της δύναμής της...." (Προς Μάρκελλαν, 10).
Για τον Πλάτωνα όλοι αυτοί οι όροι : κάθαρση συγκέντρωση, χωρισμός της ψυχής σημαίνουν ανάμνηση. Η Μελέτη θανάτου είναι μια μελέτη μνήμης. Ο Πλάτωνας τεκμηριώνει αυτό με το παράδειγμα της γραφής η οποία αντικαθιστώντας την προσπάθεια ανάμνησης με σημάδια, θα επιτρέψει στην λήθη να μπει μέσα στην ψυχή από έλλειψη άσκησης της μνήμης. Ο Σωκράτης στον Φαίδωνα λέει ότι η μάθηση είναι παρά μια ανάμνηση, που επαναφέρουμε στην μνήμη μας, αφού νικήσουμε την λήθη την γνώση ξανά. Μια ανάμνηση ενός κόσμου, του κόσμου των Ιδεών που κάποτε είδε η ψυχή και τώρα πρέπει να ξαναθυμηθεί.

Ο ΧάρωνΟ Πρόκλος αναφέρει ότι : η ψυχή ήπιε χωρίς μέτρο από τον Αμέλη ποταμό και ξεχνά όλες τις προηγούμενες ζωές της επειδή ερωτευμένη όπως είναι με το γίγνεσθαι, παύει να ανακαλεί τις αναλλοίωτες αρχές και τις ξεχνά "δι αμελετησίαν και αργίαν" και λέει ότι έχουμε ανάγκη από μία άσκηση που να μας ανανεώνει συνεχώς την μνήμη όσων έχουμε γνωρίσει "δει γαρ της μελέτης ανανεούσης ημίν αεί την μνήμην ων έγνωμεν". "Είναι φανερό πως η πεδιάδα της Λήθης σημαίνει την γέννησιν, και ο ποταμός της Λήθης όλη την ροή των υλικών και το γεμάτο ρόχθο σώμα μας, που κάνουν ασταμάτητα τις ψυχές μας να ξεχειλίζουν από λήθη, σ' ότι αφορά τις πάντοτε αμετάβλητες πραγματικότητες" (Πρόκλος, Εις Πλάτωνα Πολιτεία).

Στην προοπτική του Πλάτωνα η φιλοσοφία, αυτή η άσκηση θανάτου είναι μια αγωγή αθανασίας. Η ψυχή αφού ελευθερωθεί από το σώμα αναδύεται από τον ποταμό του χρόνου για να κατακτήσει την αθανασία. Ο ποταμός Αμέλητας βρίσκεται στην πεδιάδα της Λήθης και συμβολίζει το χαλάρωμα της ψυχής που αφήνεται στην ηδονή, αντί να υποβάλλει το εαυτό της σε μία σκληρή μνημονική αγωγή ώστε να κατακτήσει την Α-λήθεια. Συμβολίζει επίσης την παλίρροια του γίγνεσθαι, που κανένα δοχείο και κανένα όν δεν μπορεί να συγκρατήσει την τρομερή ροή του. Επίσης αυτό το νερό που κανένα δοχείο δεν μπορεί να συγκρατήσει θυμίζει τους αμύητους στον Γοργία, όπου τα τρύπια δοχεία τους δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό που χύνεται καθώς προσπαθούν να το αντλήσουν Αυτά τα τρύπια δοχεία είναι οι ανθρώπινες ψυχές που εξαιτίας της λήθης και επειδή τους λείπει η πίστη δεν μπορούν τίποτε να συγκρατήσουν.

Θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε τον Αμέλη ποταμό με τα νερά της Στύγας, επειδή οι ψυχές μόλις πιουν από τα νερά του αποκοιμιούνται πέφτοντας σε κώμα, ανάλογο με το κώμα που τυλίγει τους θεούς που επιόρκησαν όταν πιουν από το νερό της Στύγας.

Στον Πλάτωνα αυτή η πεδιάδα της Λήθης αντιτάσσεται με την πεδιάδα της Αλήθειας. Η Λήθη μαζί με την Αττη ήταν θυγατέρες της νύχτας έχουν συγγένεια με το σκοτάδι αφού εκφράζουν εκείνο το σκοτεινό σύννεφο που πέφτει πάνω στον ανθρώπινο νου, τον τυλίγει στα σκοτάδια, του κρύβει τον σωστό δρόμο της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης και τον παρασέρνει στον χαμό του. Λήθη σημαίνει επιστροφή στην γέννηση, η μιαρή ζωή είναι η ζωή του "γίγνεσθαι". Η φιλοσοφία είναι μία μελέτη μνήμης, είναι η μνημονική άσκηση, που νικά τον χρόνο.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι η φιλοσοφία είναι δρόμος αποκόλλησης της ψυχής από το σώμα και δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τον θάνατο. Να διδαχθούμε , όπως μας λέει ο Σωκράτης, από τους Κύκνους, που είναι τα πουλιά του Απόλλωνα και έχουν το χάρισμα της Μαντικής, όπου την μέρα που θα πεθάνουν τραγουδούν και χαίρονται ξεχωριστά όσο καμία άλλη στην προηγούμενη ζωή τους, επειδή είναι χαρούμενοι που θα φύγουν κοντά στον Απόλλωνα.

Και όπως ο Πλούταρχος μας λέει "Απόλλωνας ονομάζεται η αναλλοίωτη ύπαρξη και η ροή του γίγνεσθαι, Πλούτωνας. Τον Απόλλωνα τον συνοδεύουν οι Μούσες και η Μνημοσύνη και τον Πλούτωνα, η Λήθη και η Σιωπή. (Πλούταρχος, Περί του Εί του εν Δελφοίς)".

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Φαίδωνας, Πλάτωνας εκδ. Κάκτος
- Μύθος και σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα
-Οι Ελληνες και το παράλογο. E. Dodds, εκδ. Καρδαμίτσα
-Πλούταρχος, Περί παίδων αγωγής, εκδ. Ζαχαρόπουλος
-Ιάμβλιχος, Πυθαγορικός Βίος, εκδ. Πύρινος κόσμος
-Η γλώσσα των Θεών, Αρ. Κόλλια.
-Ελληνική Μυθολογία , P. Decharme, εκδ. Μέρμυγκας.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις