Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Η μικρή συμμορία του Σάκη Αθανασιάδη

http://www.onestory.gr/post/22612088947

_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ

του Σάκη Αθανασιάδη *
.
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν σαν πελώρια χέρια, γυμνά σαν αγάλματα από την πρώτη πάχνη του φθινόπωρου. Στο βάδισμά τους σάρωναν ξερά χόρτα που τα έπαιρνε ο βοριάς και τα ταξίδευε στη θάλασσα. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους το ακούραστο μάτι του ήλιου έσπερνε κίτρινο.
Φορούσαν κασκόλ και βαριά πανωφόρια, τα μικρά κορμιά τους έδειχναν σαν πάνινες μπάλες. Μέσα Νοέμβρη και ο ήλιος ήταν ανίκανος να τους ζεστάνει. Η λάμψη του μια αυταπάτη θερμότητας. Μόνο το έντονο φως του έμενε, τόσο πολύ που αν το έκοβες σε φέτες και το έκανες εξαγωγή σαν Ελλάδα θα γινόσουν πλούσιος.
Με τις ανάσες τους ζέσταιναν τα χέρια μιλώντας μεταξύ τους συνωμοτικά κι ανέβαιναν όλο και περισσότερο το ύψωμα. Λαχανιασμένοι, αλλά και σίγουροι πως η αποστολή τους άξιζε κάθε θυσία. Στις χούφτες τους κρατούσαν θρίαμβο, μα άφηναν τα χαμόγελα για αργότερα, όταν η αποστολή θα τελείωνε.
Φτάνοντας στο στόχο τους μαζεύτηκαν όλοι πίσω από ένα τοίχο, για να ξεκουραστούν. Με τα μάτια τους έψαξαν τη γύρω περιοχή, δεν υπήρχε κανείς.
«Περιμένετε, θα πάω εγώ» φώναξε ο Κώστας και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του μικρού ναού.
«Πρόσεχε να μην αφήσεις αποτυπώματα» τους φώναξαν οι άλλοι που έμειναν πίσω.
«Είμαστε τυχεροί, είναι ξεκλείδωτα» είπε λίγο πριν χαθεί μέσα στο εκκλησάκι.
Στάθηκαν όλοι ακίνητοι για ένα λεπτό, ένα λεπτό που έμοιαζε αιώνας, περιμένοντας την τιμωρία από τον ουρανό. Αφού δεν έγινε τίποτε άρχισαν να πανηγυρίζουν.
«Το δάχτυλό σου τρέχει ακόμη αίμα» είπε με συμπόνια ο Παύλος στο φίλο του καθώς άφηναν πίσω τους το εκκλησάκι.
«Το τρύπησα αρκετά» του απάντησε ο Κώστας φέρνοντας το πληγωμένο δάχτυλο στο στόμα, για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Πάμε στα αμπέλια να κρυφτούμε κι από εκεί να βλέπουμε τον κόσμο όταν φτάσει» ακούστηκε να λέει ο Δημήτρης που ήταν ο μικρότερος της παρέας, σηκώνοντας ψηλά τα βαριά κιάλια του πατέρα του που είχε μαζί. 
Οι σφεντόνες χτυπούσαν στο στήθος τους καθώς άρχισαν να τρέχουν. Τα πρώτα δέντρα τους έκρυψαν στις σκιές τους. Τα είχαν καταφέρει και κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα, σίγουρα ήταν ανίκητοι σαν τους ήρωες στα βιβλιαράκια που διάβαζαν. Ήταν ο Μπλέκ, ο Ζαγκόρ, ο Όμπραξ και ο Κάπτεν Μάρκ.
Η μικρή συμμορία ξεχύθηκε στα αμπέλια αναζητώντας κάποιο πουλί να χτυπήσει με τις σφεντόνες της. Ο Παύλος, ο Κώστας, ο Δημήτρης και ο Τάσος, όλοι κάτω από δώδεκα χρονών. Ρουφούσαν τις ιστορίες από τα κόμικς που διάβαζαν και αγωνίζονταν να ξεπεράσουν τους ήρωές τους. Η παιδική τους άγνοια τους απαγόρευε να δουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τη χαρά της περιπέτειας, αν και η τιμωρία δεν τους ήταν καθόλου άγνωστη. Η βέργα του δασκάλου παρέμενε μια μόνιμη απειλή. Τα καλοκαίρια που αυτός ο φόβος δεν υπήρχε γύριζαν πάνω κάτω στο χωριό από το πρωί ως το βράδυ και λειτουργούσαν σαν μια μυστική οργάνωση. Με αρχηγό, υπαρχηγό και μέλη.
Με κοντά παντελόνια έτρεχαν στις γειτονιές σημαδεύοντας με τις σφεντόνες τους εκτός από πουλιά και τζαμαρίες. Μερικές φορές έλυναν από τη βοσκή γαιδάρους τους καβαλούσαν κι έτρεχαν στους χωματόδρομους. Το ποτάμι ήταν το μόνο εμπόδιο που έφραζε την πορεία τους. Από τα αγαπημένα παιχνίδια των μικρών φίλων ήταν τα εμπόδια στους περαστικούς. Κρυμμένοι στην άκρη του δρόμου περίμεναν το θύμα τους και μόλις πλησίαζε στο σημείο της ενέδρας τραβούσαν ένα μακρύ σύρμα και ο περαστικός έπεφτε κάτω σα να τον χαστούκιζε ο θεός. Μετά χάνονταν στο σκοτάδι.
Οι μεγάλες απώλειες από χτυπήματα και σχισμένα ρούχα υπήρχαν στις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με τις άλλες γειτονιές. Λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, όποια ομάδα έχανε μοίραζε κλωτσιές στα τυφλά κι έτσι η μάχη σώμα με σώμα άρχιζε. Συμμαθητές δεν υπήρχαν, μονάχα αντίπαλοι κι έπρεπε να συντριβούν με κάθε τρόπο.
Κουρασμένοι κάθισαν στη ρίζα ενός δέντρου να μετρήσουν τα πουλιά που είχαν χτυπήσει. Ο Κώστας έλειπε, τον έψαχναν με τα μάτια τους. Ξαφνικά από μακριά άκουσαν τη φωνή του.
«Παιδιά ελάτε…»
Την ώρα που είχαν σκαρφαλώσει σε μια αμυγδαλιά ακούστηκε από το χωριό η καμπάνα της εκκλησίας.
«Ξεκινάνε. Σε μια ώρα θα έχουν φτάσει. Μαζέψτε γρήγορα τα αμύγδαλα να βρούμε ένα σημείο να βλέπουμε καλύτερα» μουρμούρισε ο Κώστας.
Οι χωρικοί βάδιζαν αμίλητοι, τα πόδια τους είχαν το βάρος παρατημένων. Η σκόνη έσμιγε με τα χνώτα τους, αδιαμαρτύρητα έγλυφαν την κόκκινη λάσπη. Κανείς δεν θα ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του όλα αυτά τα σκαμμένα απ’ τον μόχθο πρόσωπα, όλοι ήθελαν να τα πετάξουν μακριά σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ανθρώπινο ποτάμι ανέβαινε με δυσκολία το λόφο. Οι περισσότεροι περπατούσαν έχοντας το κεφάλι σκυμμένο προς τη γη λες και ήθελαν να παρατήσουν την κούρασή τους στο χώμα και να ελευθερωθούν. Πίσω του η κατακίτρινη από την ξηρασία πεδιάδα, δεκάδες χωριά και στο βάθος ο Αξιός ποταμός που το λιγοστό νερό του έφτανε ίσα-ίσα να ξεδιψάσουν τα κοπάδια με τα ζώα.
Θα μπορούσε ο θεός να δώσει εντολή στα σύννεφα να φέρουν βροχή κι όλη αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά; Κανείς δεν ήθελε να το συζητήσει με τον διπλανό του. Η τελευταία τους ελπίδα ήταν ο θεός και σε αυτόν έτρεχαν σήμερα. Χωρίς μεγάλη πίστη.
Ο παπάς του χωριού οδηγούσε την πορεία. Ο βοριάς έπαιζε με το άσαρκο κορμί του, συχνά του σήκωνε το ράσο, του έκρυβε το πρόσωπο κι έπεφτε καταγής, αλλά αυτός πεισματικά αγνοούσε όλα τα εμπόδια και συνέχιζε την πορεία.
Όταν έφτασε έξω από το εκκλησάκι στάθηκε ακίνητος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε άκεφα τον ουρανό ζητώντας βοήθεια. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα του προς τον κόσμο, μασούλισε μερικές λέξεις που κόλλησαν στα χείλη του και χαμογέλασε λυπημένα.
«Παρακαλώ να περιμένετε όλοι εδώ και να κάνετε απόλυτη ησυχία. Θα πάω μέσα να προσευχηθώ και να φέρω έξω την εικόνα» είπε στη συνέχεια με μεγάλη δυσκολία.
Η εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα είχε έρθει στη μακεδονική γη μαζί με τα κοπάδια των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη που κατέκλισαν τα γύρω χωριά και επέβαλαν μια σιωπηλή κυριαρχία στον ντόπιο πληθυσμό καθώς τον βρήκαν αφανισμένο από το ανελέητο κυνηγητό των Βουλγάρων και των Τούρκων. Άλλοτε η εικόνα έκλαιγε κι άλλοτε ακούγονταν ήχοι από το πουθενά. Μερικές γυναίκες έλεγαν πως γέννησαν, ενώ ο γιατρός τους τις είχε βγάλει στείρες, όταν στον ύπνο τους είδαν την εικόνα του αγίου.
Από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ο παπάς πεσμένος στα γόνατά του να προσεύχεται. Ο κόσμος άρχιζε να μουρμουρίζει για την καθυστέρηση. Αν ήσουν ξένος θα έτρεχες να φύγεις μακριά και να πετάξεις όλη τη λύπη που μάζεψες στο ύψωμα, αλλά σε αυτή τη λιτανεία δεν υπήρχαν ξένοι. Μονάχα οι απελπισμένοι χωρικοί και η μικρή συμμορία που είχε σκαρφαλώσει στα κλαδιά μιας μουριάς και παρατηρούσε με τα κιάλια αυτά που συνέβαιναν στο εκκλησάκι ελπίζοντας το αίμα που έτρεξε από το χέρι του Κώστα να μη πήγαινε χαμένο.
Ξαφνικά ο παπάς σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε την βαριά ξύλινη εικόνα και την πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό, κατόπιν έμεινε ακίνητος. Τα μάτια του βούρκωσαν, το ράσο του βρέχονταν από τα δάκρυα. Με αποφασιστικά βήματα προχώρησε προς την έξοδο αγνοώντας τις σκόρπιες φωνές και τον κόσμο που τον κύκλωνε. Έσπρωξε μερικούς κι ανέβηκε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Χωρίς να μιλήσει έκλεισε τα μάτια λες και οι εικόνες στη μνήμη του άρχισαν να λιγοστεύουν ή πως είχε ναυαγήσει σε κάποια θάλασσα κι έψαχνε τρόπο να σωθεί.
Σκούπισε τα υγρά του μάγουλα, αφήνοντας να περάσει ένα λεπτό αιώνιας σιωπής. Τέλος, έστρεψε την εικόνα προς το μέρος των χωρικών και τη σήκωσε ψηλά.
«Αυτή είναι η φωνή του θεού. Το αίμα που τρέχει εδώ σήμερα από την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Οι αμαρτίες μας είναι τόσες πολλές που ο θεός μας έστειλε ένα σημάδι για να βρούμε την αγάπη στην ψυχή μας» τα χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και ανίκανος για μια ακόμη φορά να κρύψει την συντριβή του, κάθισε στη πέτρα.
Το πλήθος γονάτισε. Χαμήλωσε τα μάτια στη γη κι άρχισε να προσεύχεται.
Ο παπάς σηκώθηκε ξανά όρθιος. Έμοιαζε σαν να γύριζε στο παρόν μετά από ένα μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι.
«Θα κάνουμε αγρυπνία σήμερα. Ο θεός είναι μεγάλος και θα μας λυπηθεί αν ζητήσουμε συγνώμη για τις αμαρτίες μας» γύρω του κάποιοι γέροντες έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας με δέος τον ουρανό.
«Ο θεός είναι εδώ, δεν μας ξέχασε, ας μην τον αφήσουμε να ξαναφύγει» είπε κάποιος πιο ψύχραιμος.
Ο ήλιος σταδιακά έδυε. Στην τελευταία του βουτιά πίσω απ’ το λόφο ένα κοπάδι μαυροπούλια σκέπασε τον ουρανό, πάνω απ’ τα κεφάλια των χωρικών, πριν χαθεί κι αυτό στο μισοσκόταδο.
Ο παπάς ακίνητος στη θέση του έμοιαζε με λείψανο κάποιας διαλυμένης αυτοκρατορίας.
«Να πάνε μερικοί στο χωριό να φέρουν ρούχα και να ειδοποιήσουν και τους άλλους» είπε ξαναβρίσκοντας τη δύναμή του την ώρα που η νύχτα έκρυβε τα πρόσωπα.
Περπατούσαν στο χωματόδρομο με τις τσέπες τους γεμάτες θρίαμβο. Έριχναν πότε- πότε μια ματιά στο εκκλησάκι και γελούσαν με τα σκόρπια φώτα που χόρευαν στο λόφο. Ξαφνικά ο βοριάς που φυσούσε με λύσσα για μέρες σταμάτησε. Τα σύννεφα άρχισαν να μουτζουρώνουν το φεγγάρι ώσπου το έσβησαν, την ώρα που τα παιδιά πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Καλά τα καταφέραμε» είπε στους φίλους του ο Κώστας.
«Ο Μπλεκ δεν χάνει ποτέ» απάντησε ο Τάσος κι έσφιξε τη σφεντόνα.
«Παιδιά βρέχει…» ακούστηκε μια τρίτη φωνή. «Πάμε στα σπίτια μας γρήγορα θα γίνουμε μούσκεμα»
«Ουγκ…ο μεγάλος Μανιτού στέλνει τα δάκρυά του στα χλομά πρόσωπα» ψέλλισε ο Δημήτρης, παριστάνοντας τον ινδιάνο κι άρχισε να τρέχει καθώς η βροχή δυνάμωνε.
Μια συμμορία του απογεύματος, πολύ μακριά απ’ τον έρωτα, απ’ τον θάνατο και το φόβο…
.
Ο Σάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1965 στο Άγιο Πέτρο του Κιλκίς και από τις όχθες του Αξιού ποταμού βρέθηκε στα ανθρώπινα ποτάμια της Αθήνας κυνηγώντας μια θέση στα Ελληνικά γράμματα. Τώρα διαμένει στην Λαμία, όπου εργάζεται στο Τ.Ε.Ι. της πόλης. Το πεζογραφικό και ποιητικό του έργο έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις, ενώ ποιήματά του βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες. Έχει κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία με ποιήματα, δύο βιβλία με διηγήματα, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Οι ΑrpeggiosMP μελοποίησαν στίχους του το 2012.
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.

Μας ενδιαφέρει!

http://www.ftiaxno.gr/

Πως να επιβιώσεις οικονομικά-Δωρεάν βιβλίο

Ξεπεράστε την Οικονομική Κρίση! Η εποχή είναι τόσο δύσκολη που επιβάλλει να κατεβάσουμε ιδέες για να επιβιώσουμε. Εμείς σας προτείνουμε να κατεβάσετε κάτι πολύ πιο εύκολο. Για την ακρίβεια, το πιο χρήσιμο e-book που διατίθεται αυτή τη στιγμή ηλεκτρονικά.
Εξοικονομήστε χρήματα από εκεί που δεν το περιμένατε! Στις 148 σελίδες του ηλεκτρονικού βιβλίου (e-book) θα βρείτε πολλούς τρόπους οικονομίας που μπορούν να γίνουν από όλους…

Αυτοκράτειρα Ματθίλδη

http://lefobserver.blogspot.com/2012/02/mathilde-of-england.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+blog


MATHILDE OF ENGLAND - ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΜΑΤΘΙΛΔΗ

Η Αυτοκράτειρα Ματθίλδη (Γουίντσεστερ 1102 - 1167), αποκαλούμενη και Μαώ, ήταν η πρώτη γυναίκα κυρίαρχος της Βρετανίας στην αμφίβολη περίοδο αναρχίας που είχε επικρατήσει το 1141. Ήταν κόρη του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Α' και της Σκωτσέζας πριγκίπισσας Ματθίλδης. Ήταν επίσης σύζυγος του Γοδεφρείδου Πλανταγενέτη κόμητος του Ανζού, γενάρχη της μεγαλύτερης στην ιστορία Αγγλικής δυναστείας των Πλανταγενετών και μητέρα του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β'. Αρραβωνιάστηκε σε ηλικία 9 ετών τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ερρίκο Ε' και τον παντρεύτηκε τρία χρόνια αργότερα σε μεγαλοπρεπή τελετή. Με τον αυτοκράτορα σύζυγο της επισκέφθηκε τη Ρώμη και την Τοσκάνη, ενώ διετέλεσε και αντιβασιλέας την περίοδο απουσίας του.
Ο σύζυγος της πέθανε το
1125 χωρίς να έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν παιδιά, ενώ προηγουμένως ο αδελφός της Γουλιέλμος χάθηκε σε ναυάγιο (1120) οπότε και δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα διαδοχής στον Αγγλικό θρόνο. Ο τίτλος που κράτησε σαν αυτοκράτειρα είναι αμφίβολος, αφού η ίδια προσωπικά δεν είχε στεφθεί ποτέ, μονάχα στάθηκε σύντροφος στον Γερμανό αυτοκράτορα σύζυγο της. Όμως οι περισσότεροι μεταγενέστεροι ιστορικοί υποθέτουν ότι έγινε η στέψη.
Επέστρεψε στην Αγγλία, όπου ο πατέρας της την όρισε διάδοχο του θρόνου και προχώρησε σε δεύτερο γάμο μαζί της με τον γιο του
Φούλκωνος Ε' του Ανζού ή Φούλκωνος των Ιεροσολύμων, Γοδεφρείδο Πλανταγενέτη (1128). Εκείνη την εποχή ο νέος σύζυγός της -που ήταν κατά 11 χρόνια μικρότερός της- είχε τον τίτλο του κόμη του Μαίν, αφού δούκας του Ανζού ήταν ακόμα ο πατέρας του. Αμέσως μετά την παραίτηση του πατέρα του προκειμένου να φύγει στα Ιεροσόλυμα πήρε τον τίτλο του δούκα. Ο γάμος δεν στάθηκε ευτυχής, αφού αμέσως η Ματίλδη διαπληκτίστηκε με τον σύζυγο της και κατέφυγε στον πατέρα της στην Αγγλία. Όμως επέστρεψε στο Ανζού (1131) και συμφιλιώθηκε μαζί του και λίγο αργότερα γεννήθηκε ο μεγαλύτερος γιος τους, Ερρίκος (1133).
Η γέννηση του δεύτερου γιου της,
Γοδεφρείδου της Νάντης (1134), ήταν τόσο πολύ δύσκολη, που η ζωή της και η ζωή του βρέφους γλύτωσαν από θαύμα. Ο πατέρας της διαπληκτίστηκε άσχημα με τον σύζυγό της, σε βαθμό που πιστεύεται ότι ο θάνατος του από τροφική δηλητηρίαση από γαρίδες ήταν έργο του Γοδεφρείδου.
Πήγε στην Αγγλία, προκειμένου να διαδεχθεί τον πατέρα της στον Αγγλικό θρόνο, αλλά ο ξάδελφος της,
Στέφανος του Μπλουά, με την υποστήριξη των βαρόνων σφετερίστηκε τον θρόνο, με την ψεύτικη δικαιολογία ότι στο νεκρικό του κρεβάτι ο Ερρίκος Α' της Αγγλίας τον όρισε διάδοχο. Η Ματθίλδη είχε και την υποστήριξη του ισχυρότατου εκείνη την εποχή θείου της βασιλιά Δαυίδ Α' της Σκωτίας, που με τις επιδρομές του είχε λεηλατήσει σκληρά την επικράτεια του Στέφανου, και του είχε καταφέρει σημαντικά πλήγματα. Μία μεγάλη σειρά εμφυλίων πολέμων εξελίχθηκε ως το 1139, οπότε η Ματθίλδη στάθηκε εξίσου ικανή να αντιμετωπίσει τον ξάδελφο της, μέσα στο ίδιο το βασίλειο του.
Τελικά τον Απρίλιο του
1141 η Ματθίλδη πέτυχε τον τελικό θρίαμβο απέναντι στον Στέφανο, όταν τον αιχμαλώτισε και πήρε την εξουσία, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει τον τίτλο βασίλισσα, παρά μονάχα Κυρία σύμφωνα με την Αγγλοσαξονική συνήθεια. Αλλά τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο Στέφανος ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία, αφού έγινε ανταλλαγή του με τον Ροβέρτο του Γκλόστερ, ετεροθαλή αδελφό της Ματθίλδης. Την πολιόρκησε στην Οξφόρδη, όμως η Ματθίλδη κατόρθωσε να δραπετεύσει στην Γαλλία με τέχνασμα, μεταμφιεζόμενη σε πτώμα. Μετά τον θάνατο του Ροβέρτου (1148), πιέστηκε να επιστρέψει στην Αγγλία. Όλες όμως οι ελπίδες της Ματθίλδης χάθηκαν, αλλά αναζωπυρώθηκαν με τις ικανότητες του μεγαλύτερου γιου της, Ερρίκου. Μετά τον θάνατο του γιου του Στέφανου, Ευστάθιου, και την επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία του Ερρίκου κατά του Στεφάνου αναγκάστηκε ο Στέφανος το 1153 να τον ανακηρύξει διάδοχο του.
Η Ματθίλδη επέστρεψε στη
Ρουέν στη Νορμανδία, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν επέστρεψε ξανά στην Αγγλία, όπου είχε γίνει μισητή από τον τοπικό πληθυσμό. Ο Ερρίκος αντιμετώπισε έντονα προβλήματα με τον δεύτερο γιο της Ματθίλδης, Γοδεφρείδο της Νάντης, που εξεγέρθηκε επανειλημμένα κατά του αδελφού του ως τον απότομο θάνατο του (1158). Οι σχέσεις του με τον μικρότερο αδελφό του, Γουλιέλμο, ήταν αντίθετα πολύ καλές και του παραχώρησε μεγάλες εκτάσεις στην Αγγλία σχεδιάζοντας με τον γάμο του με την κόμισσα του Σάρεϊ να τον στέψει βασιλιά της Ιρλανδίας. Ο αρχιεπίσκοπος Τόμας Μπέκετ όμως αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον γάμο και ο Γουλιέλμος συντετριμμένος ψυχολογικά επέστρεψε μαζί με την μητέρα του στην Νορμανδία, όπου πέθανε από την τεράστια θλίψη του και την οργή του απέναντι στον Μπέκετ το 1164. Από τότε ο Ερρίκος Β' που θεώρησε τον Μπέκετ υπεύθυνο για τον θάνατο του αγαπημένου του αδελφού ήταν σε συνεχή σύγκρουση μαζί του με αποκορύφωμα τη δολοφονία του (1170).ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω. 

Το παράξενο παραμύθι του Κωνσταντίνου Δριτσέλη

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
του Κωνσταντίνου Δριτσέλη * .
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παράξενη πόλη, πρωτεύουσα ενός παράξενου βασιλείου ζούσαν κάτι παράξενοι άνθρωποι για τους οποίους η λέξη παραξενιά ήταν συνώνυμη με την δικιά μας καθημερινότητα. Κάθε παράξενο γι αυτούς ήταν τόσο φυσικό όπως είναι για παράδειγμα σε μας παράξενο κάθε μη-φυσιολογικό. 
Η νύχτα σε αυτό το βασίλειο φωτίζονταν από δεκάδες ήλιους, ενώ την μέρα ένα ασημένιο φεγγάρι γέμιζε με σκιές τους δρόμους της πόλης. Ο ουρανός είχε χρώμα κόκκινο κι έβρεχε μόνο όταν τα μαύρα σύννεφα κρυβόταν πίσω από τα βουνά. Το χιόνι ήταν μαύρο, τα φυτά και τα δέντρα περπατούσαν στους δρόμους, τα ζώα μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά, κι οι άνθρωποι, αχ αυτοί οι άνθρωποι είχαν την μεγαλύτερη παραξενιά που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους: Δεν είχαν ανάγκες. Καμία ανάγκη. Κανείς τους δεν πεινούσε ποτέ, δεν διψούσε, δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε, πόνο, φόβο, στέρηση, άρνηση, νοσταλγία, μοναξιά. Τουλάχιστον έτσι νόμισα, αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα, όταν πριν από χρόνια βρέθηκα τυχαία στο βασίλειο αυτό και παρασυρόμενος από την άκρατη περιέργεια της νιότης μου, πέρασα ένα χάλκινο απόβραδο την τεράστια μεταλλική πύλη για να βρεθώ πίσω απ τα τείχη της παράξενης αυτής πόλης. 
Ήταν Καλοκαίρι και χιόνιζε, κι εγώ περπατούσα στους μαύρους της δρόμους χωρίς κανείς να μου δίνει σημασία. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν (κι ο ύπνος ανάγκη δεν είναι;) φαγάδικα δεν υπήρχαν, βρύσες για να ξεδιψάνε τα άλογα ούτε λόγος, κι οι άνθρωποι στους δρόμους και στις δουλειές τους να μοιάζουν απλοί κι ευτυχισμένοι, κανείς τους να μην κρυώνει –και πώς να μην είναι ευτυχισμένος χωρίς τις ανάγκες του ο άνθρωπος σκέφτηκα (έτσι νόμιζα τότε.) 
Ήμουν τόσο κουρασμένος όμως κι ήθελα κάπου να πάω, κάτι να βρω για να πλαγιάσω, ένα καταφύγιο να προστατευτώ από το κρύο και την παγωνιά. Ξαφνικά, και πίσω απ τις μαύρες νιφάδες του χιονιού, είδα ένα δέντρο από μακριά να με πλησιάζει. Ήταν ένα δέντρο θεόρατο, λυγερό και πυκνόφυλλο. Το παρακάλεσα να μείνει κοντά μου για να ξαπλώσω στις ρίζες του να ξαποστάσω. Υπάκουσε. Έγειρε πάνω μου το υγρό φύλλωμά του και μ αγκάλιασε σαν χάδι.
Πόσες ώρες κοιμήθηκα… Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Μπορεί μια στιγμή, ένα λεπτό, μπορεί ώρες, ώρες ατέλειωτες. Αυτό που κάποτε με ξύπνησε ήταν ο ήχος μιας λανθάνουσας συγχορδίας και μια βαθιά, αισθαντική φωνή που ακροβατούσε αντιστικτικά πάνω σε μια μελωδία νέα και παλιά, όπως νέο και παλιό είναι κάθε παιδικό όνειρο όταν το βλέπουμε πια ξανά στην αβάσταχτη ωριμότητά μας. Άνοιξα τρομαγμένος τα μάτια μου, κι αυτό που αντίκρισα ήταν η μορφή ενός γκρίζου γάτου να κρατά μια ξύλινη κιθάρα στην τριχωτή αγκαλιά του. Και να τραγουδάει. Κι ήταν ένα τραγούδι νοσταλγικό. Τρυφερό. Αβάσταχτο. Ένα τραγούδι που μιλούσε όπως κάθε τραγούδι: Για τον έρωτα. Σκέφτηκα ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. «Γάτε» του λέω «…κι ο έρωτας ανάγκη δεν είναι; Προς τι λοιπόν το τραγούδι;» «Τούτη η πόλη δεν έχει έρωτα, έχει μαγνητισμό» μου απάντησε ο γάτος, τρίβοντας τα μουστάκια του και γουργουρίζοντας σαν αδέκαρος βασιλιάς. «Να προσέχεις Άνθρωπε Της Ανάγκης τον μαγνητισμό…» μου φώναξε σιβυλλικά κι αφού τίναξε την ουρά του δεξιά κι αριστερά, μ ένα σάλτο πήδηξε μακριά μου κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της μέρας. 
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ κάτι περισσότερο όταν από μακριά είδα να ξεπροβάλλει η μορφή μιας γυναικείας φιγούρας. Κι όχι βέβαια μιας οποιασδήποτε γυναίκας, αλλά της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου. Τουλάχιστον της ωραιότερης γυναίκας που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια μου –το ίδιο δεν είναι;
Δεν θα προσπαθήσω να την περιγράψω. Όχι δεν θα κάνω αυτό το λάθος. Πώς μπορεί κανείς να μεταφέρει την τελειότητα σε μια κόλλα χαρτί, να υποκαταστήσει την θεϊκή έμπνευση στηριζόμενος σε ξόανα και δεκανίκια; Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα και χωρίς να υποπέσω στο λάθος της ύβρης είναι ότι τα μάτια της ήταν τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια που έχει δημιουργήσει ο Πλάστης. Εκείνη περνώντας σε λίγο από κοντά μου, γύρισε και μου χάρισε ένα χαμόγελο της. Τα ‘χασα. Σηκώθηκα σαν κεραυνοβολημένος με πρόθεση να την πλησιάσω κι άλλο, να της μιλήσω. Αλίμονο …μια αόρατη δύναμη σαν δίνη με απωθούσε κρατώντας με πεισματικά μακριά της. Τα ‘χασα. Εκείνη κατάλαβε την έκπληξη μου και γέλασε χαριτωμένα. «…δεν μ αγαπάς, γι αυτό!» μου πέταξε μαλώνοντας με λες τρυφερά κι απομακρύνθηκε. Απέραντη θλίψη γέμισε απ’ άκρη σ άκρη κάθε μου κύτταρο. Πώς ήταν δυνατόν να μην αγαπήσει κανείς την τελειότητα;
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Παρέμεινα στο ίδιο μέρος με την ελπίδα ότι και την άλλη μέρα, θα περάσει η γυναίκα, και θα την ξαναδώ, και ίσως ποιος ξέρει, να καταφέρω να της μιλήσω. Πράγματι την επομένη και την ίδια περίπου ώρα έκανε την εμφάνιση της από μακριά. Και πάλι προσπάθησα να την πλησιάσω, να της μιλήσω, αλλά η αόρατη εκείνη δύναμη με κράτησε μακριά της, πεισματικά, παράλογα, ανεξήγητα. «Έχεις τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια…» κατάφερα να της πω πριν χαθεί στο σκοτάδι της μέρας. Μπόρεσα όμως να συλλάβω έστω και φευγαλέα το χλωμό της πρόσωπο να γυρίζει προς το μέρος μου, και να μου χαμογελά με μια αίσθηση απέριττης μελαγχολίας. Κάτι μέσα μου σκίρτησε. Ένας παλμός άρχισε το μονότονα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό του μέτρο. Και κατάλαβα –έτσι απλά- ότι πια δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή τη γυναίκα. Έτσι απλά…
Την άλλη μέρα έγινε το ίδιο. Και την άλλη. Και την άλλη. Μόνο που τώρα πια, μέρα με την μέρα, η αόρατη αυτή δίνη, που σαν μέγγενη μας απωθούσε, εξασθένιζε. Μέρα με την μέρα ό, τι μας κρατούσε μακριά, έδινε την θέση του σε κάτι άλλο, που έμοιαζε με φυγόκεντρη δύναμη, με έλξη, με παραδοχή, με ακαταμάχητη ανάγκη για προσέγγιση. Καθημερινά περνούσε απ το στέκι μου και μιλούσαμε. Μιλούσαμε με τις ώρες. Για πράγματα έξω από μας, για πράγματα δικά μας, για τα όνειρά μας, τις ελπίδες, τους φόβους μας. Κάποια μέρα μάλιστα κατάφερα να την πλησιάσω τόσο ώστε μπόρεσα να την αγγίξω –κι όταν την άγγιξα νόμισα πως θα πέθαινα… 
Πέρασε λοιπόν πολύς καιρός έτσι. Μήνες. Ώσπου μια μέρα η γυναίκα δεν εμφανίστηκε. Δεν ξαναπέρασε απ το μέρος μου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάτι θα της έτυχε, μια μικρή αδιαθεσία, μια επείγουσα δουλειά. Δεν ανησύχησα. Όταν όμως και την επόμενη μέρα δεν εμφανίστηκε, τρόμος γέμισε κάθε μου ύπαρξη. Τι είχε γίνει; Γιατί εξαφανίστηκε; Ποτέ της δεν μ αγάπησε; Απαρηγόρητος ήμουν. Χωρίς ζωή ήμουν. Χωρίς ανάσα. Σε βαθύ συλλογισμό και μελαγχολία βυθίστηκα. Κι εκεί που είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την κακιά μου μοίρα, με την άτυχη ζωή μου, με τον αβάσταχτο πόνο μου, ένοιωσα το κορμί μου ξαφνικά να δονείται. Όλες μου οι ίνες κυκλώθηκαν λες από μια αόρατη δύναμη, και τα άκρα μου, σαν μαριονέτας άκρα, πήραν ένα δρόμο τυφλό και παράλογο. Ξαφνικά το κορμί μου το ένοιωσα, το αφουγκράστηκα, το είδα να αιωρείται. Κι είχε αρχίσει να με τυλίγει το σεντόνι της απόλυτης, της παράλογης τρέλας, όταν μια σκέψη σαν αποκάλυψη διαπέρασε το λογικό μου. Ήταν αυτήν. Ναι αυτήν. Μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι. Κοίταξα στο βάθος του ορίζοντα. Πράγματι, είδα τη σιλουέτα της να πετά με ταχύτητα προς το μέρος μου. «Τα μάτια σου είναι το πιο σκληρό ναρκωτικό μου» πρόλαβε να μου πει μια στιγμή πριν, σαν δυο αντίρροποι κομήτες συγκρουστούμε με μια ασύλληπτης έντασης ερωτική μανία στο άπειρο… 

http://www.onestory.gr/post/22551598271  
 
Ο Κωνσταντίνος Δριτσέλης γεννήθηκε στην Καλαμπάκα. Σπούδασε στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών, όμως το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε σε μονοπάτια μουσικής και συγγραφής. Εργάζεται στο Ωδείο Καλαμπάκας, ωστόσο ο κόσμος των λέξεων ουδέποτε έπαψε να τον «ταλανίζει». Το 2008 εκδίδει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Μοναχικός, ευαίσθητος κι αιρετικά σκεπτόμενος ταξιδεύει με νότες και λέξεις, προσπαθώντας να ξορκίσει μοναξιά, θάνατο, φθορά, έρωτα. Απεχθάνεται την αναπαραγωγή κλισέ και ονειρεύεται την αέναη δημιουργία.
[ e-mail ]

Η σφαγή των πρόξενων στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη


Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΞΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η σφαγή των προξένων στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη
Βρισκόμαστε στο 1876, στις 5 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο. Εκείνη τη μέρα συνέβη ένα συνταρακτικό γεγονός, που χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την επιβολή μεγάλων αλλαγών εις βάρος του Οθωμανικού κράτους: μουσουλμανικός όχλος κατακρεούργησε μέσα στο Σαατλή τζαμί, που λειτουργούσε στη σημερινή Αγίου Δημητρίου, δίπλα στο «σπίτι του Κεμάλ», τον Ζιλ Μουλέν, πρόξενο της Γαλλίας και τον Ερρίκο Άμποτ, πρόξενο της Γερμανίας. Οι δυο άτυχοι διπλωμάτες είχαν πάει εκεί για να συναντήσουν τον βαλή Ριφαάτ μπέη και να του επιστήσουν την προσοχή γιατί η ατμόσφαιρα στην πόλη ήταν βαριά: πλήθη μουσουλμάνων πολιορκούσαν το αμερικάνικο προξενείο και υπήρχε διάχυτος ο φόβος για σφαγές χριστιανών. Μετά τη δολοφονία και την κλοπή πορτοφολιών, ρολογιών κλπ, τα πτώματα των προξένων πετάχτηκαν στο καλντερίμι.


Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τα αίτια της αναταραχής ήταν αυθεντικά εθνικιστικά, υπό θρησκευτικό μανδύα. Αφορμή ήταν μια γυναίκα, μια νεαρή χριστιανή βουλγαρικής καταγωγής. Η κοπέλα ήρθε στη Θεσσαλονίκη (άγνωστο αν αυτό έγινε με τη συναίνεσή της) από το Πολύκαστρο του Κιλκίς, για να ασπαστεί το Ισλάμ. Προφανώς, για ερωτικούς λόγους. Η μητέρα της όμως δεν συμφωνούσε: ζήτησε τη βοήθεια χριστιανών Θεσσαλονικιών, για να αποτραπεί ο εξισλαμισμός της κόρης της. Πράγματι, κάποιοι χριστιανοί Θεσσαλονικείς άρπαξαν το κορίτσι από τους μουσουλμάνους και το έκρυψαν στο αμερικανικό προξενείο. Λεπτομέρεια: ο πρόξενος ήταν έλληνας και λεγόταν Περικλής Χατζηλαζάρου. Για να μην ασχοληθούμε ξανά με τη νεαρή Μακεδόνισσα, υπάρχουν δύο εκδοχές για την τύχη της: Με τη βοήθεια του έλληνα προξένου Βατικιώτη φυγαδεύτηκε στην Ελλάδα, λέει η μία. Παραδόθηκε και εξισλαμίστηκε, για να υπάρξει κατευνασμός των πνευμάτων, λέει η άλλη.


Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, μετά τις άγριες δολοφονίες των προξένων, η σφαγή εις βάρος των χριστιανών ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Ευτυχώς, ένας Οθωμανός αξιωματούχος, ο φρούραρχος της πόλης Αρίφ μπέης, κινήθηκε αστραπιαία και αποφασιστικά: έστειλε τις μονάδες του στρατού που είχε υπό τις διαταγές του να περικυκλώσουν και να αποκλείσουν τις μουσουλμανικές συνοικίες (τρεις ήταν) και τα τζαμιά. Η σκληρή καταστολή είχε ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς οι θερμόαιμοι αποθαρρύνθηκαν και ησύχασαν. Σε αυτό το σημείο, όμως, άρχιζε η πολιτική περιπλοκή, οι συνέπειες της οποίας είχαν ιστορικές διαστάσεις.
Παρά την καθαίρεση του γενικού διοικητή Μακεδονίας από το σουλτάνο, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν πλοία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (αγγλικά, γαλλικά, ρώσικα, γερμανικά) και μιας μικρής: τη ναυτική μοίρα συμπλήρωναν δυο ελληνικά πολεμικά πλοία, τα οποία έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη. Τα πολεμικά έστρεψαν τα κανόνια τους προς τις μουσουλμανικές συνοικίες, χωρίς να αποδώσουν τιμές στη σημαία του σουλτάνου. Την ίδια μέρα αποβιβάστηκαν γερμανικά και γαλλικά αγήματα και έλαβαν θέσεις σε επίκαιρα σημεία της πόλης, ενώ ο οθωμανικός στρατός αποσυρόταν στους στρατώνες του. Οι επικεφαλής ναύαρχοι απαίτησαν τα εξής:


Σύλληψη, παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των υπαιτίων
Καταβολή αποζημίωσης
Υποστολή της οθωμανικής σημαίας
Απόδοση τιμών από τις οθωμανικές σημαίες και το στρατό στις σημαίες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας
Απόδοση τιμών από το στρατό και τις αρχές στις σωρούς των δύο δολοφονημένων προξένων.
Όλα τα παραπάνω έγιναν αποδεκτά από το σουλτάνο και εφαρμόστηκαν κατά γράμμα – εκτός από την τιμωρία των πραγματικών υπαιτίων: στη θέση τους πλήρωσαν με τη ζωή τους μερικοί περιθωριακοί τύποι. Οι πολιτικές συνέπειες ήταν πολύ περισσότερο δραματικές από τις συμβολικές παράτες εξευτελισμού της οθωμανικής ισχύος στη Θεσσαλονίκη.


Στην Πόλη, ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ καθαιρέθηκε, ως υπαίτιος για τον οθωμανικό εξευτελισμό, ο οποίος προήλθε (κατά τους αγανακτισμένους Οθωμανούς) από την υποχωρητικότητα του. Τον διαδέχτηκε ο Μουράτ Ε’, αλλά μόνο για λίγες εβδομάδες: το θρόνο κατέλαβε τελικά ο Αβδούλ Χαμίτ Β’, αδελφός του Μουράτ, ο οποίος έμεινε σ’ αυτόν τα επόμενα τριάντα χρόνια – μέχρι που δεν υπήρχε πια θρόνος. Ο Μουράτ έσωσε τη ζωή του επειδή ήταν τέκτονας, γεγονός που κινητοποίησε τους τέκτονες ολόκληρης της Ευρώπης, για τη σωτηρία του.
Δυο χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ιδρύθηκαν η Βουλγαρία και η Σερβία. Η Κύπρος πουλήθηκε στους Βρετανούς, ενώ η Θεσσαλία είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα. Στο εσωτερικό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας εξαγγέλθηκαν σοβαρές μεταρρυθμίσεις πολιτικής ισότητας. Ήταν όμως πολύ αργά για να αναστραφεί το (προοδευτικό, τότε) κύμα του εθνικισμού στα Βαλκάνια, που σάρωσε τελειωτικά την οθωμανική απολυταρχία και δημιούργησε τα σύγχρονα κράτη, μεταξύ των οποίων και την Τουρκία.


Συμπέρασμα; Το αναμενόμενο: η περίφημη ανεξιθρησκία της πολυπολιτισμικής οθωμανικής Θεσσαλονίκης δεν είναι τίποτε περισσότερο από μύθος. Ένας ακόμα προπαγανδιστικός μύθος εκείνης της περιόδου, που αναπαράγεται και σήμερα στις ρηχές αναγνώσεις της Ιστορίας και που στηρίχτηκε αποκλειστικά στην υποταγή των πάντων στην οθωμανική απολυταρχία, αλλά και στην προστασία που εξασφάλιζαν στα μέλη τους τα μιλέτια. Αρκεί αυτά τα μέλη να παρέμεναν σκλάβοι – πράγμα εντελώς ανεπίκαιρο ήδη από τις απαρχές του 19ου αιώνα. Την πραγματικότητα του εθνικιστικού και θρησκευτικού μίσους μεταξύ των κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης την αποκαλύπτουν τα γεγονότα του 1876, αλλά αν χρειαστεί μπορούμε να πάμε και πιο πίσω στο χρόνο (στη σφαγή και τον εξανδραποδισμό της πιστής στο σουλτάνο χριστιανικής / ελληνικής κοινότητας στα 1821) αλλά και πιο μπροστά, αφήνοντας κατά μέρος τις «συνήθεις» αλληλοσφαγές χαμηλής έντασης: μετά το 1922, στις ανταλλαγές των πληθυσμών, οι ντονμέδες (εξισλαμισμένοι εβραίοι, μια μικρή σχετικά αλλά εξαιρετικά δυναμική και ισχυρή κοινότητα της Θεσσαλονίκης) παρακαλούσαν τους ορίτζιναλ να τους δεχτούν και πάλι στην πατρώα πίστη και στην εβραϊκή κοινότητα, ώστε να αποφύγουν την προσφυγιά. Αυτοί, φυσικά, αρνήθηκαν – κάτι που βγήκε σε καλό στους «ανταλλάξιμους» μουσουλμάνους Εβραίους: οι απόγονοί τους συναποτελούν την ελίτ της σύγχρονης Τουρκίας σε όλους τους τομείς, ενώ η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης χάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στα ναζιστικά στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος. Κι αν προχωρήσουμε λίγο ακόμα θα δούμε το εθνικιστικό – θρησκευτικό μίσος, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς τους χριστιανούς – κυρίως τους έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο, να εκδηλώνεται αδίσταχτο ακόμα και κατά των νεκρών (παρεμπιπτόντως αλλά ουσιωδώς και κατά της Ιστορίας της πόλης) με το ξήλωμα του οθωμανικού νεκροταφείου (σημερινή ΔΕΘ) στη δεκαετία του ’20 και το ξήλωμα του εβραϊκού νεκροταφείου (σημερινή πανεπιστημιούπολη ΑΠΘ) στη δεκαετία του’40. Αλλά ακόμα κι αυτές οι εκδηλώσεις ήταν «λίγες» αν συγκριθούν με την απάθεια (η λέξη ίσως είναι ανεπαρκής) της κυρίαρχης πια εθνικής και θρησκευτικής πλειοψηφίας της πόλης, όταν ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα στοιβαζόταν στα τραίνα με προορισμό την εξόντωσή της τα ναζιστικά στρατόπεδα. 

Προβατηδόν του Κωνσταντίνου Ωσηέ

ΠΡΟΒΑΤΗΔΟΝ
του Κωνσταντίνου Ωσηέ * .

Στις παγκόσμιες στέπες, έβοσκαν αμέριμνα πρόβατα πολλά, ‘’ών αριθμός ουκ έστι.’’ Πορεύονταν ανάμεσα στη χλόη αμβλύνοα, αναμασώντας απαθέστατα την τροφή που ανεξάντλητη φύτρωνε και περίσσευε για όλα, στη μεγάλη ετούτη αγέλη του κολοσσιαίου κτηνοτροφικού συνεταιρισμού. Ακάτεχα, πρόδιδαν με το βλέμμα τη νωθρότητά τους, σαν οι σιαγόνες πηγαινοέρχονταν σε ρυθμό φυσικού διατονικού ήχου απαλλαγμένου από διεσοϋφαίσεις, στο ατέρμονο φαγοπότι.
Οι συνεταίροι ποιμένες, στο σύγχρονο κουβούκλιο επιχειρήσεων παρακολουθούσαν από κλειστά κυκλώματα κάθε κίνηση των ανυποψίαστων ζωντανών και κάθε τόσο, πατώντας ένα πράσινο κομβίο, εξαπέλυαν στην ατμόσφαιρα διάφορα συστατικά, κάτι σαν ανάμιξη ισχυρών βαρβιτουρικών και οπιούχων, κρατώντας τα αχάμπαρα ζωντανά στο ίδιο τέμπο αποφεύγοντας περίεργες εξάρσεις και νοητικές επαναστάσεις.
Αν κάποιο απ’ αυτά κατάφερνε καμιά φορά να ανανήψει, αόρατα μικροτσίπ εμφυτευμένα άλλα σε ορμόνες, άλλα σε νεύρα, άλλα σε κύτταρα, εξέπεμπαν συναγερμό στο κουβούκλιο επιχειρήσεων του παγκόσμιου κτηνοτροφικού συνεταιρισμού. Βλέποντας οι ‘’ελεγκτές προβάτειας νοοφορίας’’ τον ‘’κόκκινο συναγερμό οξύνειας’’, ειδοποιούσαν ασκαρδαμυκτί τα ψηφιακά τσοπανόσκυλα που αυτοβοή έσπευδαν και οδηγούσαν υπό την απειλή των οδόντων το ασθενήσαν πρόβατο προς το θεραπευτήριο.
Εκεί, διάφοροι επιστήμονες κλείνοντάς τα σε κελιά, έκαναν διεξοδικές έρευνες αναζητώντας την αιτία που το πρόβατο δεν ανταποκρινόταν ολότελα στη θεραπευτική αγωγή της παναγέλειας νωθρότητας και με μικροχειρουργικές κινήσεις προσθαφαιρούσαν μικροτσίπ, καλώδια, επεξεργαστές, motherboard. Επιπρόσθετα –για σιγουριά- αφαιρούσαν ποσότητα αντισωμάτων και γύριζαν το κοχλιοστρόφιο της ταχύτητας της σκέψης στην έσχατη βραδύτητα. Έπειτα το κτηνό, αφού επαναπρογραμματιζόταν με απαλειφή κάθε προηγούμενης μνήμης, επανατοποθετούταν στη βοσκή, αμνημονώντας την προηγούμενη απόπειρα απόδρασης από την ‘’πολιτική της αμβλύνοιας’’. Φυσικά αυτό συνέβαινε την πρώτη φορά• αν παρ’ ελπίδα ετύγχανε το ίδιο πρόβατο να έχει παρόμοιο περιστατικό για δεύτερη φορά η διαδικασία απλοποιούταν δραματικά. Ένας ελεγκτής, ιστάμενος σε ανώτερο επίπεδο μπροστά από ένα επιβλητικότερο υπολογιστή, πατούσε στο ενσωματωμένο στο χέρι του μικροπληκτρολόγιο την εντολή: end program number….. και τοποθετώντας τον κωδικό της έξυπνης ταυτότητας του ασθενούντος προβάτου, αυτό εξέπνεε πάραυτα.
Έτσι κυλούσε η ζωή στη βοσκή, ένα καλοκουρδισμένο λογισμικό που δεν άφηνε πολλά περιθώρια δυσλειτουργιών. Οι μεγιστάνες του παγκόσμιου κτηνοτροφικού συνεταιρισμού απολάμβαναν την ήρεμη ροή των πραγμάτων απαλλαγμένοι απ’ το άγχος του αναπάντεχου και του ακαθορίστου. Μέσα από το κουβούκλιο, ζώντας με αβρότητα, είχαν τα πάντα υπό τον έλεγχό τους. Κάθε στιγμή των ακάτεχων προβάτων ήταν στενώς ηλεγμένη και κάθε αντίδρασή τους καταδικασμένη εν τη γενέση της.
Τα πρόβατα συνέχιζαν ελεύθερα και αμέριμνα να γαστριμαργούν στον απέραντο παράδεισο της αφθονίας, ικανοποιώντας την ακόρεστο ηδονή της κοιλίας σε ύψιστα μεγέθη και μπεμπερίζοντας φαιδρά σ’ ένα βοσκοτόπι χωρίς σύνορα, δίχως κάγκελα, χωρίς βοσκούς. Η υπέρτατη ελευθερία ήταν γι’ αυτά γεγονός. Μετά από χρόνια σκλαβιάς και καταπίεσης, γκετοποίησης σε παραπήγματα κτισμένα από λάσπη, καυσόξυλα και λαμαρίνα, επιτέλους η κοινωνική δικαιοσύνη είχε επιτέλους αποδοθεί και με το παραπάνω. Εντρυφώντας αδέσμευτα πια στα παγκόσμια χωράφια πάχαιναν μέρα με τη μέρα και ελεύθερα πορεύονταν σε προκαθορισμένη πορεία.
—————————————————————————
Ξαφνικά, σ’ ένα λοφίσκο αντίκρισαν μια διαφήμιση που έπαιζε σε τηλεόραση plasma σαράντα δύο χιλιάδων ιντσών :‘’FOUR DAY CLEARANCE 400m’’. Ευκαιρία! έβαλαν τα δυνατά τους και τράβηξαν προς την κατεύθυνση που έδειχνε το βέλος. Στην άκρη μιας μικρής όμορφης κοιλάδας, παρά τον ποταμό, δέσποζε ένα
μοντέρνο οικοδόμημα από ανοξείδωτο ατσάλι που διαθλούσε τις ακτίνες του ήλιου τυφλώνοντάς τα και κάνοντάς το να φαίνεται ακόμα πιο μεγαλόπρεπο απ’ ότι πραγματικά ήταν. Όταν πλησίασαν στα διακόσια μέτρα είδαν μια ουρά από ένα άλλο κοπάδι να περιμένει και υπομονετικά στάθηκαν πίσω της ψιλοκουβεντιάζοντας και αναμυρηκάζοντας την τροφή τους.
Κι ενώ αυτά περίμεναν απαθώς, ένα φορτηγάκι εξερχόμενο από την πίσω πλευρά του ατσαλένιου οικοδομήματος με το ‘’Four Day Clearance’’ τα διασταύρωσε. Στο πλάι, το όνομα της εταιρείας: ‘’Ηνωμένα Παγκόσμια Αμνοπωλεία’’. Ο οδηγός τους έσκασε απλόχειλα ένα χαμόγελο. Αυτά, κρυψίνοα, ανταπέδωσαν από αβροφροσύνη και γύρισαν ξανά μπροστά περιμένοντας στην ουρά για την ευκαιρία.
http://www.onestory.gr/post/22672967897
Ο Κωνσταντίνος Ωσηέ γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971. Έζησε με την οικογένειά του σε Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ελλάδα μέχρι το 1980 και έκτοτε είναι κάτοικος Λάρνακας. Είναι απόφοιτος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει εκδώσει τη συλλογή ‘’Ατελέσφορη Αποδημία’’, ενώ ποιήματα και πεζά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. 
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]

Το "Home cinema" του Ήρωνα πριν 2000 χρόνια

Το “Home cinema” του Ήρωνα, πριν 2.000 χρόνια!!
Αναρτήθηκε από τον/την visaltis στο Απριλίου 30, 2012

..Ο πρόγονος της τηλεόρασης και του κινηματογράφου ,με τηλεχειρισμό ήχο και ειδικά εφέ!!
ΤΟ ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΗΡΩΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
- Κατά την Ελληνιστική εποχή σημειώθηκε στην Αλεξάνδρεια μια εκπληκτική τεχνολογική έκρηξη, που βασίστηκε όμως σε προγενέστερες γνώσεις.Χαρακτηριστικά ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς στην εισαγωγή των «Πνευματικών» του γράφει: «Θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ βάλουμε σὲ τάξη ὅσα μᾶς ἄφησαν οἱ ἀρχαῖοι (μηχανικοί) καὶ νὰ προσθέσουμε σ’ αὐτὰ ὅσα ἐμεῖς καινούρια βρήκαμε.»
Ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς ήταν ένας μηχανικός του 2ου π.Χ. αιώνα, που κατάφερε να συνδέσει την τέχνη με την τεχνολογία.Περιγράφει μηχανισμούς, όπως πόρτες που ανοιγοκλείνουν αυτόματα, κρήνες διακοσμημένες με πουλιά που κινούνται και τραγουδούν κ.α..Ακομα στο έργο του «Πνευματικά»εξηγεί τα δύο μεγάλα μυστικά, πού οδήγησαν στην τεχνολογική επανάσταση της ατμομηχανής:
• Την μετατροπή της πιέσεως του ατμού σε περιστροφική κίνηση, λύση του ενεργειακού προβλήματος της ατμομηχανής (αιολόσφαιρα, «Πνευματικά Β΄», Θεώρημα 11).
• Τον αυτοματο έλεγχο συστημάτων με ανάδραση, λύση του προβλήματος ελέγχουντων στροφών της ατμομηχανής(έλεγχος στάθμης υγρού με μηχανική βαλβίδα,«Πνευματικά Β΄», Θεώρημα 31 με βάση παλαιότερες επινοήσεις του Φίλωνος καὶτου Κτησιβιου).
Εκεί όμως που πραγματικά καινοτόμησε ο Ήρων ήταν η κατασκευή του αυτόματου θεάτρου . Το αυτόματο θέατρο ήταν ένας μηχανισμός που παρουσίαζε έναν ναό του Διονύσου με διάφορες μορφές (ιέρειες).όπου μπορούσαν να κινηθούν, να ανάβουν φωτιές και ταυτόχρονα να ακούγονται διάφοροι ήχοι τυμπάνων και κυμβάλων. Οι κατασκευές αυτέςθεωρούνται ιδιοφυείς διότι ήταν προγραμματιζόμενες δηλαδή μπορούσαν με ανάλογες ρυθμίσεις να κάνουν διαφορετικά πράγματα.Κατά την λειτουργία του εμφάνιζε σκηνικά «εφφέ»,όπως κινούμενα πλοία σε διάταξη στόλου, καταιγίδες, φωτιές και καταστροφές.
Πρόκειται για ένα θέατρο, που παρουσιαζόταν σε δημόσιες παραστάσεις. Ιδιαίτερα το σταθερό αυτόματο είχε διαστάσεις, που του επέτρεπαν καὶ την ιδιωτική χρήση. Δηλαδή είχε ο καθένας θα λέγαμε σπίτι του μία μορφή φορητής εκ του σύνεγγυς τηλεόρασης,ή ένα μικρό σύστημα οικιακού κινηματογράφου!!!.Ο Ήρων περιγράφει την λειτουργία του:
«Τοποθετούμε αρχικά το αυτόματο σε κάποια θέση και αφού απομακρυνθούμε ύστερα από λίγο χρόνο μεταβαίνει το αυτόματο σε κάποιον άλλη ορισμένη θέση. Κι όταν αυτό σταματήσει, η φωτιά ανάβει στο βωμό μπροστά απ’ τον Διόνυσο. Κι απ’ το ραβδί του Διονύσου αναβλύζει γάλα ή νερό κι από την κούπα του χύνεται κρασί… Και με λουλούδια στεφανώνεται όλος ο χώρος γύρω από τους τέσοερις στύλους της βάσης. Και οι κυκλικά τοποθετημένες Βάκχες γυρίζουν χορεύοντας γύρω απ’ το μικρό ναό. Και ήχος ακούγεται τύμπανων και κυμβάλων…» (Ήρων, Αυτοματοποιητική, 4, 2).
Εξαιρετικά σύνθετα και πολύπλοκα αυτόματα συστήματα, αφύσικα υποτίθεται απο κάποιους για την εποχή τους, όπως υδραυλικές βάνες, μηχανικούς διακόπτες, τροχούς, βαλβίδες,και με δυνατότητα προγραμματισμού των κινήσεων με εξωτερική εντολή(τηλεχειρισμό)!!. Στο θέατρο του Ήρωνος παρουσιάζεται αυτόματα ο μύθος του Ναυπλίου που θέλει να εκδικηθεί τους Αχαιούς που σκότωσαν τον γιο του Παλαμήδη στην Τροία.
Σκηνή 1η: Αχαιοί επισκευάζουν τα πλοία τους, μορφές κινούνται, κτυπούν με σφυριά και πριονίζουν και κρότοι εργαλείων ακούγονται σαν αληθινοί.
Σκηνή 2η : Αχαιοί σπρώχνουν τα πλοία στη θάλασσα.
Σκηνή 3η: Στη θάλασσα πλοία εμφανίζονται ξαφνικά, πλέουν σε διάταξη στόλου, κινούνται και χάνονται – η θάλασσα φουρτουνιάζει – και τα πλοία ξαναεμφανίζονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα να τρέχουν συνεχώς. Συχνά δελφίνια ξεπηδούν από τη θάλασσα.
Σκηνή 4η : Ο Ναύπλιος σε ακρωτήρι, με αναμμένο πυρσό, δίνει ψεύτικο σήμα στους Αχαιούς ύστερα από προτροπή της Αθηνάς.
Σκηνή 5η: Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα φαίνονται διασκορπισμένα συντρίμμια των πλοίων και ο Αίαντας να κολυμπά. Εμφανίζεται η Αθηνά (ως από μηχανής θεός), περιφέρεται και εξαφανίζεται, ενώ πέφτει κεραυνός, ακούγεται βροντή και χάνεται η μορφή του Αίαντα.
Η αυλαία ανοιγοκλείνει μεταξύ των σκηνών.
Και όλα αυτά γίνονται μόνα τους με τη δύναμη ενός μολύβδινου βάρους που πέφτει ισοταχώς σε μια κλεψύδρα με άμμο. Για την έναρξη της παράστασης αρκεί να τραβηχτεί το σκοινί στην πρόσοψη της βάσης.Τὸ κινητό αυτόματο θέατρο του Ήρωνος ανακατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1997,από τον κ.Δ.Καλλιγερόπουλο, μηχανολόγο -ηλεκτρολόγο του Ε.Μ.Π., δρ Τεχνικών Επιστημών στον αυτόματο έλεγχο καὶ καθηγητή των Τ.Ε.Ι. Πειραιά( παρουσιάστηκε στην έκθεση Αρχαίας Ελληνικής τεχνολογίας στην Ρωμαϊκή αγορά της Θεσσαλονίκης καὶ βρίσκεται σήμερα στὸ Κέντρο
Διάδοσης Επιστημών (πρώην Τεχνικὸ Μουσείο) της Θεσσαλονίκης. Ανακατασκευάστηκε πάλι τὸ έτος 2002 καὶ παρουσιάστηκε στὴν έκθεση “Αρχαίας Έλληνικής Τεχνολογίας” στην Τεχνόπολη των Αθηνών.Στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Αυτοματοποιητική του Ήρωνος του Αλεξανδρέως» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εκδοτική») γράφει:
«Τὰ αὐτόματα θέατρα τοῦἭρωνα εἶναι ἕνα ἔργο Τέχνης καὶ συνάμα μιὰ ὑψηλὴ μορφὴ Τεχνολογίας. Μὲ τὴν Αὐτοματοποιητική, ἕνα ἐξαιρετικὰ σύνθετο δημιούργημα τῆς ἑλληνιστικῆς τεχνολογίας, πού, σὲ ὅτι ἀφορᾷ στὸν προγραμματισμό, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ ἕνα σύγχρονο λογικὰ προγραμματιζόμενο ρομπότ, γίνεται θέατρο, γλυπτική, ζωγραφική, ποίηση, τέχνη. Παρουσιάζεται σὲ παραστάσεις, γίνεται δημόσιο θέαμα, μὲ ἀποκλειστικὸ στόχο τὸ θαυμασμό, “τὸ ἔκπληκτο τῆς θεωρίας”. Ἡ καινοτομία, ποὺ εἰσάγεται, δὲν εἶναι μόνον τεχνολογική. Εἶναι μία καινοτομία στὴν τέχνη. Εἶναι μία αὐλαία, ποὺ ἀνοίγει στὴν νέα τέχνη τοῦ θεάματος. Ἐκεῖ ποὺ τὴ χαρὰ δὲν τὴν ἔχει μόνον ὁ θεατής, ἀλλὰ καὶ ὁ δημιουργός, ποὺ μπόρεσε νὰ πλάσει τὸν τεχνητό του κόσμο, ἔτσι “ὡς ἂν ἐπὶ τῆς ἀληθείας γίνοιτο”, σὰν νὰ γινόντουσαν ὅλα στὴνπραγματικότητα». Επιμέλεια: Βισάλτης

Θα σε πάρω μαζί μου του Γιώργου Τυρίκου Εργάς


ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ
του Γιώργου Τυρίκου Εργάς * .

«Λίγα κιλά κρέας με πολλές υποχρεώσεις».
(Από το Βιβλίο των Ορισμών)


Θα άνοιγε το ρεπορτάζ με ένα γενικό πλάνο του σπιτιού της καντηλανάφτισσας. Μπορεί τριγύρω να μην υπήρχαν μακάβρια πράγματα, μπορεί οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα μπλε παράθυρα να ήταν αταίριαστα με την ιστορία που κυνηγούσε, όμως το κόκκινο των γερανιών σε εκείνες εκεί τις γλάστρες ίσως να χρησίμευε. Ένα θολό ζουμ στα πέταλά τους το οποίο σταδιακά θα έπαιρνε σκούρους τόνους μέχρι να φτάσει στο πορφυρό του αίματος.
Ο κάμεραμάν είχε βολευτεί στον τσιμεντένιο καναπέ της αυλής και απασχολούσε τον νου του με τέτοια πράγματα.«Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς σε βρικόλακες κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο», είπε στην ρεπόρτερ δίπλα του. Εκείνη συνέχισε σιωπηλή να βλέπει το βίντεο που έπαιζε στην οθόνη του κινητού της. «Ίσως», συνέχισε ο κάμεραμαν, «όταν πέφτει η νύχτα το νησί να γίνεται πιο τρομαχτικό». «Όχι πιο τρομακτικό από αυτόν εδώ» απάντησε εκείνη δείχνοντας με το δάχτυλο μια φιγούρα μέσα στην οθόνη. «Το έχεις δει εκατό φορές αυτό το πράγμα» είπε ο κάμεραμαν. Η ρεπόρτερ απάντησε χτυπώντας επίμονα το νύχι της σε κάποιο πλήκτρο : «Είναι καλό υλικό, ειδικά στο τέλος. Οι τελευταίες του λέξεις ίσως και να είναι μια απόδειξη πως η ιστορία του νεκροθάφτη είναι αληθινή». Ο κάμεραμαν άπλωσε το χέρι σαν να έδιωχνε μια αόρατη μύγα. «Αν η καντηλανάφτισσα είναι πιο σοβαρή ή έστω πιο παρουσιάσιμη από τον νεκροθάφτη, και αν, λέω αν επιβεβαιώσει την ιστορία του, τότε ίσως κάτι έχουμε. Μέχρι τότε η μόνη μαρτυρία ανήκει σε έναν μισοπάλαβο, κακάσχημο πεθαμενατζή. Δεν κάνεις ρεπορτάζ για το δελτίο των εννιά με τέτοια πράγματα». Η ρεπόρτερ ανέβασε την ένταση του ήχου στο κινητό και το πέρασε στον κάμεραμαν λέγοντας. «Εγώ τον πιστεύω τον νεκροθάφτη. Κοίτα αυτόν τον δέσποτα, είναι ντυμένος σαν τον Σατανά».
Ο κάμεραμαν ανασήκωσε τα φρύδια του και πήρε το κινητό. Πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι κάποιος με λευκά γένια και μακριά, λυτά μαλλιά μιλούσε κοιτώντας την κάμερα απέναντί του. Ήταν ακουμπισμένος σε δυο μαξιλάρια, ντυμένος με κόκκινα ράσα από σατέν ή βελούδο. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μικρό σκουφί, κόκκινο και αυτό με έναν μικρό πορτοκαλί σταυρό κεντημένο στο κέντρο. Δίπλα του σε μια ξύλινη καρέκλα κάποια γριά διπλωμένη στα δυο τον κοιτούσε με προσήλωση και τραβούσε που και που τα σκεπάσματα μέχρι τα γόνατά του ή έφτιαχνε πίσω του τα μαξιλάρια. Εκείνος χωρίς να της δίνει σημασία συνέχιζε την ομιλία του.
«Αυτός είναι ο Δεσπότης την εποχή μετά το ατύχημα. Όταν πάρθηκε το βίντεο η κατάστασή του είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ήταν ολότελα παράλυτος, το μόνο που μπορούσε να κινήσει ήταν ο λαιμός του. Δώσε βάση σε αυτά που λέει», είπε η ρεπόρτερ. Η φωνή του γέροντα στο βίντεο είχε μιαν αφύσικη ηλεκτρονική χροιά, παρόλη όμως την αλλοίωση μπορούσε κανείς εύκολα να παρακολουθήσει τα λόγια του:
«Υπάρχουν φορές που διαισθάνομαι μια κάποια ιερότητα για το σακατεμένο σώμα μου παρόλο που πλέον δεν έχω πολλές σχέσεις μαζί του. Είναι «αυτό» και έχει κλινικά διαχωριστεί προ πολλού από το «εγώ». Αυτό το «εγώ» λοιπόν, που κατοικούσε ανέκαθεν κάπου πίσω από τα μάτια μου και συνεχίζει να παρατηρεί τον κόσμο, σκέφτεται πως παρόλο που εκείνο σώμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά κρέας και κόκαλα, μπορεί με προσπάθεια να καταστεί αξιοπρεπές».
-«Άγιε», ψεύδισε η γριά «άνετα είστε; Νομίζω άνετα είστε. Ναι, άνετα».
«Αν είχα την ευκαιρία ας πούμε», συνέχισε εκείνος τον συλλογισμό του σαν να μην είχε μιλήσει καθόλου η γριά, «θα πρόσεχα πολύ την στάση μου όταν θα βρισκόμουν καθήμενος. Δεν έχω σκεφτεί ακριβώς ποια στάση θα ήταν η αξιοπρεπέστερη, σίγουρα όμως δεν θα έγερνα στο ένα πλευρό, δεν θα άπλωνα τα πόδια μου πάνω στο γραφείο. Σε καμιά περίπτωση δεν θα χασμουριόμουν χωρίς να βάλω το χέρι μπροστά στο στόμα. Κοντολογίς θα απέφευγα όλα αυτά που συνήθιζα να κάνω: σαν Πρώτος Νόμος μου φαίνεται αρκετά περιεκτικός. Έπειτα οι εκφράσεις του προσώπου, οι περιττές κινήσεις των μυών γύρω από το στόμα, τα φρύδια, τα χείλη, αυτά τα απολύτως αχρείαστα σουφρώματα και τεντώματα των χειλιών… Και οι χειρονομίες, οι σχεδόν στο σύνολό τους υπερβολικές.
Έτσι λοιπόν υποθέτω πως η αξιοπρεπέστερη στάση σίγουρα θα έφτανε πολύ κοντά στην ακινησία.
Από αυτήν την άποψη είναι βέβαιο πως το σακατεμένο και από καιρό απολύτως ακίνητο σώμα μου έχει αποκτήσει αυξημένη αξιοπρέπεια. Αν μη τι άλλο, υπακούει στον Πρώτο Νόμο αλλά και σε όσους άλλους παρεμφερείς νόμους θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί δεδομένης της προτιμητέας ακινησίας».
-«Άχ άγιε» είπε πάλι η γριά, «αυτή η ακινησία θα σας μουχλιάσει. Αχ, μαύρη η ώρα που πάθατε το ατύχημα. Μαύρη».
«Η αξιοπρέπειά του όμως είναι υποχρεωτική όπως υποχρεωτικά ένα λείψανο αγίου υπομένει την έκθεση στους πιστούς, τα φιλιά, ενίοτε τα χάδια αλλά και τις δαγκωματιές».
-«Άγιε πες την ιστορία όταν κάποια δάγκωσε το μικρό δαχτύλι από το λείψανο του Αγίου Σάββα και το έκοψε και το κράτησε στο στόμα της όλη την Θεία Λειτουργία και πως το πήρε σπίτι της για ευλογία η αγαρηνή και η αναθεματισμένη». Ο Γέροντας έκανε έναν απαίσιο μορφασμό με τα χείλη του. Η παρουσία της γριάς προφανώς τον ενοχλούσε, δεν έλεγε όμως τίποτα για να την κάνει να φύγει ή να σωπάσει. Συνέχισε χωρίς καθυστέρηση:
«Η ιδέα του ότι κάποτε, σε μια περασμένη εποχή, ο άνθρωπος αποσυρόταν στη μοναξιά για να καταναλώσει την τροφή του, μού είναι ιδιαίτερα αγαπητή. Εξέλιξη αυτής της πρακτικής επιβιώνει ακόμα στα μοναστήρια. Σε απόλυτη ησυχία, με χαμηλωμένα μάτια, οι μοναχοί τρώνε. Όρθιος μπροστά από ένα αναγνωστικό στασίδι, ένας δόκιμος διαβάζει την Παραβολή του Ασώτου. Ο νους των μοναχών είναι στραμμένος προς τα μέσα, το σώμα τους παρόλο που καταβροχθίζει οργανική ύλη, βρίσκεται σε αυξημένη αξιοπρέπεια».
-« Η μήπως Άγιε» είπε για τελευταία φορά η γριά με μεγάλο ενθουσιασμό, σαν να το θυμήθηκε μόλις «μήπως να πείτε την ιστορία όταν ξεθάψατε τη μάνα σας, να πείτε πως την βρήκατε, ε;»
Ο γέροντας ξεκίνησε να βαριανασαίνει, έπειτα να βογκάει σαν ετοιμοθάνατος. Η γριά έβγαλε ένα μαντήλι και ανασηκώνοντας το σκουφί του τού σκούπισε το μέτωπο. Έπειτα γύρισε και εκείνη και κοιτούσε την κάμερα με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της, αμίλητη και για πολύ ώρα ενώ ο γέροντας προφανώς βρισκόταν σε μεγάλη αγωνία.
Εκεί το βίντεο τελείωνε.
Ο κάμεραμαν το ξανάπαιξε δυο φορές. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις εδώ» είπε με απογοήτευση «το μόνο που μαθαίνουμε είναι το ότι πράγματι ξέθαψε την μητέρα του. Μα αυτό δεν το αρνείται κανείς. Η γριά λέει πως την νεκρή την βρήκαν…κάπως. Δεν επιβεβαιώνονται όμως οι φήμες για το πώς. Ούτε για το τι έγινε μετά». Η ρεπόρτερ χαμογέλασε. «Ο τρόπος που μιλάει για το σώμα του, εμένα μου δείχνει πως ο άνθρωπος είναι ψυχωτικός. Ικανός για όλα». «Ψυχωτικός ή φιλόσοφος» απάντησε ο κάμεραμάν. «Το ίδιο είναι» είπε η ρεπόρτερ.
Η καντηλανάφτισσα, κοντή, μαυροφορεμένη, μπήκε στην αυλή του σπιτιού της κουβαλώντας ένα πανέρι γεμάτο φρέσκα βάγια και στραυρολούλουδα. Ο κάμεραμαν πετάχτηκε όρθιος και στύλωσε την κάμερα πάνω της. Η ρεπόρτερ εμφάνισε από κάπου ένα μικρόφωνο και ξεκίνησε τις ερωτήσεις. Η καντηλανάφτισσα δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. « Ο Δεσπότης πέθανε πριν καιρό. Όχι, δεν ξέρω τίποτα για αυτό που μου λέτε. Ο Δεσπότης ήταν καλός μαζί μου, δεν έχω τίποτα εναντίον του. Ο νεκροθάφτης; Αυτός είναι λωλός. Αυτόν πιστεύετε; Τι σκαλίζετε ιστορίες, δεν έχετε με τι να ασχοληθείτε;»
Εκείνο το βράδυ καθώς ο κάμεραμαν και η ρεπόρτερ έφευγαν με το πλοίο της γραμμής, ο νεκροθάφτης απολογούταν έτοιμος να κλάψει. «Και τι θες τώρα; Είπαν ότι θα μου έδιναν κάτι αν τους έλεγα την ιστορία. Θα με βάζανε στην τηλεόραση. Εγώ…εγώ ένα απλός νεκροθάφτης είμαι, ούτε καν εργολάβος κηδειών, εγώ σκάβω, κάνω όλη την βρωμοδουλειά ποτέ δεν έχω δει ωφέλεια, στο κάτω-κάτω πέθανε ο Δεσπότης, τι σημασία έχει;». Ο νεκροθάφτης έφυγε τρίβοντας τα θολωμένα του μάτια. Όταν σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν τον ακούει άρχισε να βρίζει και να καταριέται με μανία τον Δεσπότη.
Η καντηλανάφτισσα μπήκε στην κουζίνα της και κάθισε. Το μέρος ήταν ακάθαρτο, στο πάτωμα ακαθόριστοι λεκέδες, πάνω στο τραπέζι άπλυτα πιάτα προηγούμενων ημερών. Η καντηλανάφτισσα στύλωσε τα μάτια της πάνω σε μια σειρά μυρμήγκια που πηγαινοερχόταν γεμίζοντας την φωλιά τους ψίχουλα και διάφορα αποφάγια.
Πήρε μια γαβάθα και την γέμισε νερό από το λαγήνι που είχε να κρυώνει στο περβάζι. Τεντώθηκε, έκοψε λίγο δεντρολίβανο και τον έριξε μέσα στο νερό. Πήρε μια κοκάλινη χτένα από κάποιο συρτάρι και γύρισε στην κουζίνα. Έλυσε τα μαλλιά της και άρχισε να τα ισιώνει σταθερά και μαλακά βουτώντας κάθε λίγο στη μυρωμένη γαβάθα. Πάντα την ηρεμούσε αυτό το πράγμα. Τα μάτια της σε λίγο είχαν γεμίσει από εικόνες που είχε χρόνια να αναλογιστεί.
«Κόβε» είχε πει ο Δεσπότης. «Κόβε». Ο νεκροθάφτης είχε φέρει μαζί του ένα σακί με εργαλεία. « Τι έχεις εκεί μέσα;» είπε με τρόμο η καντηλανάφτισσα. «Να κοιτάς την δουλειά σου εσύ» τσίριξε ο Δεσπότης, «εδώ σε έφερα μόνο για να ψάλλεις» Ο νεκροθάφτης έβγαλε από το σακί ένα σκουριασμένο πριόνι. «Γέροντα» είπε η καντηλανάφτισσα, «δεν έχεις ψυχή;». Στην πραγματικότητα αυτό δεν ήταν ερώτηση. Εκείνη την στιγμή ήταν σίγουρη πως ο Δεσπότης δεν είχε τίποτα μέσα του. Πως ήταν βαθιά άρρωστος. «Κόβε». Ο νεκροθάφτης άρχισε να κόβει όπως-όπως. Έπρεπε να χωρέσουν όλα σε ένα μικρό κουτί, «Για όνομα του Χριστού», ούρλιαξε η καντηλανάφτισσα, «η γυναίκα δεν έχει λειώσει ακόμα! Αυτό που κάνετε είναι ιεροσυλία». «Εμένα θα μου πεις τι είναι ιερό και τι όχι;» φώναξε ο Δεσπότης, «Αύριο με διώχνουν από εδώ και θα πάρω μαζί την μητέρα μου ο,τι και να γίνει». Η καντηλανάφτισσα γύρισε αλλού το πρόσωπό της και έκανε εμετό. Ο νεκροθάφτης άρχισε να μυξοκλαίει μα δεν σταματούσε. Ο Δεσπότης άρπαξε το προσευχητάριο από τα χέρια της καντηλανάφτισσας και άρχισε να απαγγέλει μόνος του τις ευχές που μπερδευόταν μέσα στην γενειάδα του με όλα τα πράγματα εκείνης της νύχτας, με το σκοτάδι, τον άνεμο, την βροχή και την μυρωδιά νιόσκαφτου χώματος.
«Πως πήγε το νησί; Κάνατε κανένα μπανάκι;» είπε ο αρχισυντάκτης. Το γραφείο του είχε μια μεγάλη τζαμαρία. Η ρεπόρτερ είχε γύρει πάνω στην διάφανη επιφάνεια και κοιτούσε από ψηλά την αδιάκοπη κίνηση στην μεγάλη λεωφόρο από κάτω της.
«Μας κοροϊδεύεις Μανώλη;» είπε. «Δεν βρήκαμε καιρό για τίποτα. Το βράδι ένα ποτάκι και κατευθείαν για ύπνο. Η υπόθεση με το καινούργιο εργοστάσιο της ΔΕΗ είναι πονοκέφαλος. Άσε που για να βρούμε τον Νομάρχη έπρεπε να κλείσουμε δεκαπέντε ραντεβού».
«Με το άλλο θέμα έγινε τίποτα;» ο αρχισυντάκτης άναψε τσιγάρο και κοίταξε με μισόκλειστα μάτια πίσω από τον καπνό.
«Κάτι μας είπε ένας νεκροθάφτης αλλά δεν οδήγησε πουθενά. Παράνομες εκταφές, νεκροί που δεν έχουν πεθάνει, άστο καλύτερα. Θα γράψω κάποτε ένα διήγημα για όλα αυτά. Πάντως είναι παράξενη ιστορία. Και το βιντεάκι που μου έδωσες είναι ενδιαφέρον. Ειδικά εκείνη η γριά που διακόπτει τον Δεσπότη όσο εκείνος λέει τα δικά του».
«Γριά; Ποια γριά;».
«Μέσα στο βίντεο που μου έδωσες. Αυτή που διακονεί τον Δεσπότη».
Ο αρχισυντάκτης ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν θυμάμαι. Το βίντεο το βρήκα τυχαία στο αρχείο της κρατικής τηλεόρασης. Μην νομίζεις πως του έδωσα και πολύ σημασία. Άσε που το αντέγραψα δίχως άδεια. Στο έστειλα γιατί ήξερα πως θα πας στο νησί, ήξερα και τις φήμες οπότε…Μισό λεπτό, το έχω σώσει κάπου εδώ». Ο αρχισυντάκτης έστρεψε την καρέκλα του προς την οθόνη του υπολογιστή. «Να εδώ το έχω». Πάτησε διπλό κλικ και το βίντεο άρχισε να τρέχει. Η ρεπόρτερ έκανε τον κύκλο του γραφείου. Στην οθόνη είδε τον Δεσπότη ντυμένο στα κόκκινα να μιλάει. Οι ίδιες παύσεις, τα ίδια βογκητά στο τέλος.
Η καρέκλα δίπλα του ήταν άδεια.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
Κάτω από το δέρμα της, στο σβέρκο και στους ώμους η ρεπόρτερ ένιωθε μικρά κύματα από ψυχρά ρίγη. Αμέτρητα έντομα προσπαθούσαν να ξετρυπώσουν από τους πόρους της και να βρεθούν στο φως. «Σαν αμέτρητα σκουλήκια», σκέφτηκε.
«Τίποτα, απλά είμαι σίγουρη πως σε αυτήν την καρέκλα καθότανε μια γριά. Μήπως δεν έχουμε το ίδιο βίντεο;» Δίχως να περιμένει απάντηση ήδη έψαχνε στην τσάντα της για το κινητό.
«Όχι, το ίδιο έχουμε. Ένα είναι το βίντεο με τον Δεσπότη. Αυτό που σου έστειλα, αυτό εδώ».
«Μπορείς να μου κάνεις μια αναπάντητη;» είπε η ρεπόρτερ. «Κάπου μέσα στην τσάντα μου είναι το κινητό μα γίνεται χαμός εδώ μέσα και δεν το βρίσκω. Εκατό τσεπάκια έχει αυτή η τσάντα».
Ο αρχισυντάκτης σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό του κινητού της ρεπόρτερ.
Το κινητό άρχισε να χτυπάει. Η καντηλανάφτισσα βγήκε στην αυλή και ακολούθησε τον ήχο του κινητού. Το είδε να φωτίζει ξεχασμένο πλάι σε μια γλάστρα. Μέσα στο σκοτάδι, η μπλε απόχρωση της οθόνης έπεφτε πάνω στα πέταλα ενός γερανιού. Το σήκωσε και κάνοντας μερικά βήματα το απίθωσε στο φιλιατρό του πηγαδιού. Έπειτα, με το δάχτυλό της, απαλά, το έσπρωξε και το άφησε να πέσει και να χαθεί μέσα στο νερό. Η αυλή της ήταν και πάλι ήσυχη.

Ο Γιώργος Τυρίκος Εργάς έχει σπουδάσει σε διάφορα πανεπιστήμια του κόσμου. Σε επίπεδο διδακτορικού μελετάει τα τελευταία χρόνια την λαϊκή προφορική λογοτεχνία που αφορά στα στοιχειά και στους στοιχειωμένους τόπους του ΝΑ Αιγαίου.
 
‘Εχει γράψει, μεταξύ άλλων, τη συλλογή διηγημάτων του φανταστικού, “Οι Μίνες του Θαβώρ” (εκδ. Αιολίδα),
και το μυθιστόρημα ”Η Καινούρια Διαθήκη του Σμου” (εκδ. Πατάκη).
 
Το τελευταίο του βιβλίο ”Αυλητής και Παππουλάνθρωπος” (με τον Κ. Ζαφειρίου, εκδ. Αιολίδα) περιλήφθηκε στον κατάλογο White Ravens της Διεθνούς Νεανικής Βιβλιοθήκης του Μονάχου μεταξύ των 250 σπουδαιότερων παιδικών-νεανικών βιβλίων φαντασίας παγκοσμίως για το 2011

Νόμπελ Μαθηματικών 2012

 Στον Εντρέ Σεμεράντι το «Νόμπελ» Μαθηματικών 2012

Την κορυφαία μαθηματική διάκριση στον κόσμο θα λάβει  ο Ούγγρος μαθηματικός Εντρέ Σεμεράντι, καθώς είναι ο φετινός νικητής του Βραβείου Άμπελ 2012, του λεγόμενου και «Νόμπελ»των μαθηματικών, όπως ανακοίνωσε η Νορβηγική Ακαδημία Επιστημών και Γραμμάτων.

 Ο Σεμεράντι εργάζεται στο ουγγρικό Ινστιτούτο Μαθηματικών'Αλφρεντ Ρένιι και στο τμήμα επιστήμης των υπολογιστών του αμερικανικού πανεπιστημίου Ράτγκερς. Οι μαθηματικές εργασίες του Σεμεράντι έχουν βοηθήσει καθοριστικά στην ανακάλυψη των σχέσεων ανάμεσα στους αριθμούς και στις πληροφορίες, γι' αυτό έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της θεωρίας της πληροφορικής και του διαδικτύου.
Ο 71χρονος μαθηματικός, που βραβεύεται για τις μελέτες του πάνω στα διακριτά μαθηματικά, τη συνδυαστική, τη θεωρία των αριθμών και στις μαθηματικές δομές, θα εισπράξει 6 εκατομμύρια νορβηγικές κορώνες (περίπου 800.000 ευρώ) και η απονομή θα γίνει στο Όσλο στις 22 Μαΐου από τον Νορβηγό βασιλιά Χάραλντ.
Επίσης, ο Σεμεράντι ανέλυσε με ποιο τρόπο τα συστήματα που αποτελούνται από διακριτά μέρη, ακόμα κι αν είναι τυχαία, όσο κι αν μεγαλώνουν, διατηρούν μία δομή. Ιδιαίτερα γνωστό στους μαθηματικούς είναι ένα επί χρόνια δισεπίλυτο πρόβλημα που απέδειξε το 1975 και σήμερα πια, ως θεώρημα, φέρει το όνομά του.
Το βιογραφικό βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Ένα ακανόνιστο μυαλό», που εκδόθηκε το 2010 για τα 70ά γενέθλιά του Σεμεράντι, αναφέρει ότι «ο εγκέφαλός του είναι δομημένος διαφορετικά από ό,τι των περισσότερων άλλων μαθηματικών». «Είναι πιθανότερο από κάθε άλλον να του έρθει μια ιδέα από το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου του» δήλωσε χαρακτηριστικά ο μαθηματικός Τίμοθυ Γκάουερς του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, ο οποίος παρουσίασε το έργο του Σεμεράντι στη Νορβηγική Ακαδημία Επιστημών.
                                        -------------------------------------------

 Ο Ούγγρος μαθηματικός Εντρέ Σεμεράντι (Endre Szemerédi), που εργάζεται στο ουγγρικό Ινστιτούτο Μαθηματικών 'Αλφρεντ Ρένιι και στο τμήμα επιστήμης των υπολογιστών του αμερικανικού πανεπιστημίου Ράτγκερς, είναι ο φετινός αποδέκτης της κορυφαίας μαθηματικής διάκρισης στον κόσμο, του Βραβείου 'Αμπελ 2012, του λεγόμενου και «Νόμπελ» των μαθηματικών, όπως ανακοίνωσε η Νορβηγική Ακαδημία Επιστημών και Γραμμάτων, που χορηγεί το βραβείο.
Οι μαθηματικές εργασίες του Σεμεράντι έχουν βοηθήσει καθοριστικά στην ανακάλυψη των σχέσεων ανάμεσα στους αριθμούς και στις πληροφορίες, γι' αυτό έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της θεωρίας της πληροφορικής και του Διαδικτύου.
Ο 71χρονος επιστήμονας, που βραβεύεται για τις μελέτες του πάνω στα διακριτά μαθηματικά, τη συνδυαστική, τη θεωρία των αριθμών και στις μαθηματικές δομές, θα εισπράξει 6 εκατ. νορβηγικές κορώνες (περίπου 800.000 ευρώ) και η απονομή θα γίνει στο Όσλο, στις 22 Μαΐου, από τον Νορβηγό βασιλιά Χάραλντ.
Το βραβείο 'Αμπελ δίνεται κάθε χρόνο, από το 2003, και φέρει το όνομα του Νορβηγού μαθηματικού Νιλς Χένρικ Άμπελ, που έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα και έκανε πρωτοποριακό έργο στην άλγεβρα και την ανάλυση, αλλά πέθανε νεότατος, σε ηλικία μόλις 27 ετών, από φυματίωση.
Μεταξύ άλλων, ο Σεμεράντι ανέλυσε με ποιο τρόπο τα συστήματα που αποτελούνται από διακριτά μέρη, ακόμα κι αν είναι τυχαία, όσο κι αν μεγαλώνουν, διατηρούν μια δομή. Ιδιαίτερα γνωστό στους μαθηματικούς είναι ένα επί χρόνια δισεπίλυτο πρόβλημα, που απέδειξε το 1975 και σήμερα, πια, ως θεώρημα, φέρει το όνομά του.
«Μέντορας» του Σεμεράντι ήταν ένας άλλος Ούγγρος και από τους πιο διάσημους μαθηματικούς του 20ού αιώνα, ο Πολ Έρντος, που πέθανε το 1996. Ο Σεμεράντι έχει δημοσιεύσει πάνω από 200 ερευνητικές μαθηματικές εργασίες στη διάρκεια της καριέρας του και, παρά την ηλικία του, συνεχίζει ακάθεκτος.
Το βιογραφικό βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Ένα ακανόνιστο μυαλό», που εκδόθηκε το 2010 για τα 70ά γενέθλιά του Σεμεράντι, αναφέρει ότι «ο εγκέφαλός του είναι δομημένος διαφορετικά από ό,τι των περισσότερων άλλων μαθηματικών». «Είναι πιθανότερο από κάθε άλλον να του έρθει μια ιδέα από το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου του» δήλωσε χαρακτηριστικά ο μαθηματικός Τίμοθυ Γκάουερς του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, ο οποίος παρουσίασε το έργο του Σεμεράντι στη Νορβηγική Ακαδημία Επιστημών.
Όταν έμαθε για τη βράβευσή του, ο Ούγγρος μαθηματικός δήλωσε «πολύ χαρούμενος», πρόσθεσε, όμως, με μετριοφροσύνη, ότι υπάρχουν άλλοι μαθηματικοί, πιο άξιοι από αυτόν για να βραβευτούν.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Ο Γλάρος του Θείου Βάνια

 
πηγή: εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ//ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 27-28/3/04

 ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
 Ο Γλάρος και ο Θείος Βάνιας
μετάφραση Ερρίκος Μπελιές
Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ

Δύο από τα σημαντικότερα έργα του Άντον Τσέχωφ που γράφτηκαν το 1859 και 1899, αντίστοιχα, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ/βιβλία στη νέα μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ. Με πολύχρονη θητεία στο θέατρο, ο μεταφραστής των έργων, αλλά και με μοναδική γλωσσική ευαισθησία κα θεατρική παιδεία υψηλού γούστου, προσεγγίζει το συγγραφέα που προσδίδει στην καθημερινότητα την αιωνιότητά της και που παρατηρεί τη ζωή από μέσα.

                                                

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%82

Ο Ερρίκος Μπελιές (Αθήνα, 1950) είναι ποιητής, λογοτέχνης, και μεταφραστής. Ο Ερρίκος Μπελιές σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει 6 ποιητικές συλλογές και έχει μεταφράσει 24 πεζογραφήματα και 159 θεατρικά έργα. 

Ο Γλάρος (Ρωσικά: Чайка) είναι θεατρικό έργο του Ρώσου συγγραφέα Αντόν Τσέχωφ. Η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το 1895. Στη σκηνή ανέβηκε για πρώτη φορά το 1896 στο Θεάτρο Alexandrinsky της Πετρούπολης. Μια παράσταση που δεν βρήκε ανταπόκριση και χαρακτηρίστηκε ως αποτυχημένη. Αντίθετα δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1898, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάβσκι, στάθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Από τότε “Ο Γλάρος” έχει παιχτεί αμέτρητες φορές σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ηλύσια (έτος Α, τ. Α, 1906, σελ. 83-151) και πρωτοπαρουσιάστηκε από το θίασο της Μ. Κοτοπούλη, το 1932. Θεωρείται το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ, ως θεατρικό συγγραφέα στη συνείδηση κοινού και κριτικής.
Με το “Γλάρο” εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχωφικής δραματουργίας, όπου τη θέση του ως τότε καθιερωμένου "κεντρικού ήρωα - ηρωίδας" παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία, με μοιρασμένη ανάμεσα τους τη δράση. Το ύφος του έργου είναι μικτό, μοιράζεται ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία. Ο ίδιος ο Τσέχωφ χαρακτήρισε το έργο του ως “κωμωδία σε τέσσερις πράξεις”.
Ο Τσέχωφ στο “Γλάρο” θίγει τις σχέσεις, τα κίνητρα, την ψυχολογία και τις διεκδικήσεις ανθρώπων που αγαπούν, υπηρετούν ή θέλουν να υπηρετήσουν την τέχνη, μέσω της συγγραφής και του θεάτρου. Γύρω τους περιστρέφονται οι άνθρωποι της καθημερινότητας που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της ζωής τους.

  Πλοκή

H Αρκάντινα είναι μια καταξιωμένη και δημοφιλής ηθοποιός του κατεστημένου θεάτρου, συνδέεται με τον Τριγκόριν, έναν επιτυχημένο συγγραφέα. Ο Τρέπλιεφ, ο γιος της Αρκάντινα, αναζητά, κάτω από την “σκιά” της μητέρας του, νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. Παρουσιάζει το πρώτο του θεατρικό έργο στους ανθρώπους που βρίσκονται στο κτήμα, με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του, την Νίνα. Η παράσταση όμως θα τελειώσει άδοξα.
Η Νίνα θέλει να γίνει ηθοποιός και αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι και να ακολουθήσει τον Τριγκόριν.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Τρέπλιεφ εξακολουθεί να ζει στο κτήμα του Σόριν και να παρακολουθεί από μακριά την προσωπική ζωή και την καριέρα της Νίνας. Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στο κτήμα την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, θα επιστρέψει “τσακισμένη”, σαν τον νεκρό γλάρο που κάποτε είχε αποθέσει στα πόδια της ο Τρέπλιεφ, και η Νίνα. Η συνάντηση της με τον Τρέπλιεφ θα συμβάλει στο να δώσει τέρμα στη ζωή του.
                                       

Δημοφιλείς αναρτήσεις