Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Το απλό κουρκούτι

πηγή: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ - Γεύσεις  23-11-2001
 Επιμέλεια : ΝΤΑΪΑΝΝΑ ΚΟΧΥΛΑ                                                                  

Π Α Ν Ε
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές για να κάνεις την κρούστα να κολλήσει και φυσικά υπάρχουν αμέτρητες ιδέες και προτάσεις.
                                           
....Το τραγανό "κάλυμμα" πάντα αρέσει. Η κρούστα περιβάλλει μια νόστιμη έκπληξη. Σε σχεδόν όλες τις κουζίνες του κόσμου συναντάμε φαγητά "τυλιγμένα" με κάποια κρούστα και ψημένα είτε στο τηγάνι είτε στο φούρνο. Σκεφτείτε τους απλούς κεφτέδες τους οποίους αλευρώνoυμε πριν από το τηγάνισμα ή το σνίτσελ μέσα σε αβγό και τριμμένη γαλέτα, ακόμη και το αρνίσιο μπούτι πασπαλισμένο με διάφορα μυρωδικά και ψημένο στο φούρνο. Το σαγανάκι είναι άλλο ένα παράδειγμα, και τώρα μάλιστα πολλοί το φτιάχνουν με μεταμοντέρνα κρούστα, αλλάζοντας το κοινό αλεύρι με σουσάμι ή κοπανισμένους ξηρούς καρπούς.  Οι Κινέζοι εδώ και αιώνες φτιάχνουν χίλια δυο μεζεδάκια στο τηγάνι τα οποία πρώτα καλύπτουν με μια στρώση από σουσάμι, αμύγδαλα κ.λ.π. Η πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή κουζίνα μας έδωσε την ιδέα του αλατιού ως κάλυμμα - κρούστα, κάτι που είναι στη μόδα εδώ και 10-15 χρόνια . Απαιτεί χοντρό αλάτι, το οποίο βρέχεις και πιέζεις γύρω από το φαγητό (συνήθως ένα ολόκληρο ψάρι) Σκληραίνει με το ψήσιμο. Θέλει σφυρί για να ανοίξει. Είναι πεντανόστιμο.
Το αλάτι, το σουσάμι, οι ξηροί καρποί ακόμα και οι πατάτες και άλλες ρίζες δίνουν στη μαγείρισσα την ευκαιρία να δοκιμάσει κάτι λίγο πιο εξωτικό από το κοινό αλεύρι ή τη γαλέτα όταν έρθει η ώρα να φτιάξει ένα κομματάκι κρέας ή ψάρι πανέ. Ο ρόλος της κρούστας είναι διπλός. Αφενός "προστατεύει" αυτό το οποίο καλύπτει ώστε να μη ξεφύγουν τα νόστιμα ζουμιά του καθώς ψήνεται ή τηγανίζεται. Αφετέρου μια ωραία κρούστα δίνει επιπλέον γευστική διάσταση και προσθέτει υφή.
Η δυσκολία , όμως, είναι στο πώς αυτή η κρούστα -οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή- κολλάει επάνω στην τροφή. Οι παραδοσιακές μαγειρικές "κόλλες" είναι το βούτυρο το αβγό ή μόνο το ασπράδι του, το γάλα, το νερό. ΄Οταν το φαγητό προορίζεται για το τηγάνι, τότε πρέπει η κρούστα να είναι φτιαγμένη στην εντέλεια, ενώ η κρούστα για τα φαγητά του φούρνου δεν απαιτεί μεγάλες πολυτέλειες. Επίσης σημαντικό είναι το πόσο ταιριάζουν τα υλικά της κρούστας με το κρέας ή το ψάρι τοποίο θα περιβάλλουν τα υλικά αυτά. 'Ενα ντελικάτο φιλέτο ψαριού θέλει κάτι φίνο και λεπτό, γαλέτα ή μια κρούστα από ψιλοκοπανισμένα αμύγδαλα, για παράδειγμα. Ένα δυνατό στη γεύση ψάρι όπως ο ξυφίας μπορεί να αντέξει μια πιο χοντρή και έντονη κρούστα.

Διάφορες τεχνικές 
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές για να κάνεις την κρούστα να κολλήσει και ,  φυσικά,  υπάρχουν αμέτρητες ιδέες για κρούστες 
Το κλασσικό πανάρισμα γίνεται με αλεύρι ή γαλέτα. Εάν πρόκειται για κάποιο φιλέτο (ψαριού ή κοτόπουλου), συνήθως το βουτάω πρώτα σε χτυπημένο αβγό ή ασπράδι, μετά σε γάλα , κατόπιν ξανά στο αβγό και, τέλος, στο αλεύρι ή στη γαλέτα. Χρησιμοποιώντας την ίδια τακτική   (αβγό-γάλα-αβγό)       μπορούμε επίσης αντί για γαλέτα ή αλεύρι να χρησιμοποιήσουμε ψιλοκοπανισμένους ξηρούς καρπούς. Πιέζουμε το φιλέτο πάνω στους ξηρούς καρπούς για να κολλήσουν. Είναι μια μέθοδος κατάλληλη για τηγάνι. Θέλει δυνατή φωτιά.
Για φαγητά παναρισμένα στο φούρνο ή στη σχάρα μπορούμε να "κολλήσουμε" την κρούστα, αφού αλείψουμε το κρέας ή το ψάρι πρώτα με λίγο λάδι ή με λιωμένο βούτυρο. 
Πάσης φύσεως ξηροί καρποί προσφέρονται για διάφορες κρούστες, φτάνει βέβαια να υπάρχει μια γευστική συμφωνία με αυτό που θα σκεπάσουν. Μπορούμε να ανακατέψουμε τους ξηρούς καρπούς επίσης και με μυρωδικά ή με ξύσμα λεμονιού ή πορτοκαλιού.
Υπάρχουν επίσης πολλές επιλογές όσον αφορά το αλεύρι ή την παραδοσιακή γαλέτα. Από τα δικά μου αγαπημένα είναι το καλαμποκάλευρο. Εννίοτε χρησιμοποιώ και πιο ασυνήθιστες πρώτες ύλες, όπως τα κουάκερ, ακόμα και τα κορνφλέικς (κοπανισμένα)

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Μελομακάρονα


Υλικά:

120 γρ. βούτυρο
2 κοφτά κουταλάκια ξύσμα λεμονιού
1/3 φλιτζανιού ζάχαρη   
1/3 φλιτζανιού λάδι 
2 φλιτζάνια αλεύρι για όλες τις χρήσεις
1 φλιτζάνι φαρινάπ
1/3φλιτζανιού καρύδι ψιλοκοπανισμένο
2/3 φλιτζανιού χυμό πορτοκαλιού

Για το μέλωμα:
1 φλιτζάνι μέλι 
1/3 φλιτζάνι νερό
3 κουταλιές καρύδι αλεσμένο
1 κουταλιά κοφτή σουσάμι

Εκτέλεση: 
Βάλτε στο μίξερ βούτυρο, ζάχαρη και ξύσμα. Χτυπήστε αρκετά και ενώ συνεχίζετε να χτυπάτε προσθέτετε το λάδι σιγά σιγά για να γίνει αφράτο το μείγμα. Κοσκινίστε το αλεύρι και ρίξτε το στο μείγμα ενώ  το ανακατεύετε με το χέρι. Προσθέστε το καρύδι και το χυμό ενώ συνεχίζετε να ανακατεύετε μέχρι να γίνει μια ζύμη μαλακιά. Πλάθετε τα μελομακάρονα όπως σας αρέσει και τα βάζετε σε ταψί βουτυρωμένο. Με κάποιο βοήθημα  (πυρούνι ή ξύστρα) τους φτιάχνετε το ανάγλυφο. Τα ψήνετε σε μέτριο φούρνο περίπου 20 λεπτά ή μέχρι να πάρουν χρώμα. Σβήνετε το φούρνου και τα βγάζετε μετά από 5 λεπτά.
Βράζετε το νερό με το μέλι μέχρι να δέσει το σιρόπι. Βουτάτε τα μελομακάρονα και τα βάζετε σε ευρύχωρη πιατέλα όπου τα πασπαλίζετε με το καρυδοσούσαμο.  Καλή επιτυχία!

Η συνταγή είναι από  παλιό περιοδικό

Λόγια Μεγάλων Ανδρών

Ο Λόρδος Βύρων (1788-1824) ήταν Άγγλος ποιητής και φιλέλληνας υποστήριζε ότι αν πείς την αλήθεια είναι σαν να πήρες το δρόμο της κακοτυχίας , γίνεσαι αντιπαθής γιατί η αλήθεια συνήθως είναι πικρή. Επίσης υποστήριζε ότι ένα κρα΄τος για να φτιαχτεί χρειάζονται πολλά χρόνια αλλά μπορεί να καταστραφεί σε μια μόνο μέρα.

Ο Άγγελος Τερζάκης (1907-1979)  έλληνας πεζογράφος , υποστήριζε ότι δεν υπάρχει μεγάλη ή μικρή τέχνη , όλες είναι το ίδιο σπουδαίες, όμως υπάρχουν μεγάλοι καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν απο τους υπόλοιπους. Επίσης έλεγε και κάτι άλλο : ότι όλη η πορεία της δημιουργίας του πολιτισμού είναι μια πάλη του ανθρώπου κατά του εαυτού του.  Δηλ. του αρχικού εαυτού του του ακαλλιέργητου , πρωτόγονου , άγριου
εαυτού του.

Ο Αβραάμ Λίνκολν (1809-1865) πρόεδρος ΗΠΑ υποστήριζε ότι καμμιά κυβέρνηση ό,τι ακραίο κι αν κάνει  δεν μπορεί να βλάψει τον λαό, άν αυτός διατηρεί την αρετή και την ετοιμότητά του. Επίσης έλεγε ότι άν οι δούλοι έχουν ελευθερία  τότε και οι από πάντα ελεύθεροι θα είναι εξασφαλισμένοι. Διότι η οργή του σκλάβου κάποτε κάνει την ανατροπή.

Ο Κομφούκιος (551-479 π.Χ.) Κινέζος διανοητής και κοινωνικός φιλόσοφος είπε το εξής: " ο ανώτερος άνθρωπος είναι σκληρός με τον εαυτό του ενώ ο κατώτερος με τους άλλους"

Απο την Αρχαιότητα της Ιεράπετρας

Απο την Αρχαιότητα της Ιεράπετρας

 
Η μεγάλη απο τις δυό σαρκοφάγους της Ιεράπετρας όπως εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο.

Από το βιβλίο του Spratt: Travels and researches in Crete.
Μετάφραση σελίδες 274 - 278

--------------------------


Είχε πέσει στήν αντίληψή μου ότι δύο γλυπτές σαρκοφάγοι είχαν βρεθεί πρόσφατα κοντά στο θέατρο στήν Ιεράπετρα, και οι θεματοφύλακες του Βρετανικού Μουσείου, μετά απο τη πληροφόρηση που τους έδωσα, αποφάσισαν να τις αγοράσουν απο την οικογένεια στην ιδιοκτησία της οποίας είχαν βρεθεί.
Αφού έγινε η αγορά, η μεταφορά τους έγινε επίσης απο αξιωματικούς και πλήρωμα του "Medina" πρός το τέλος του Δεκεμβρίου 1860 και αρχές Ιανουαρίου 1861, αλλά με μεγάλη προσπάθεια δεδομένης της εκτεθειμένης στο καιρό εκείνης της εποχής της θέσης του αγκυροβολίου της Ιεράπετρας, αλλά και του μεγάλου βάρους και της κατάστασης των σαρκοφάγων.
Καθώς η μεγαλύτερη απο τις δύο φαίνεται να ζυγίζει περισσότερο απο επτά τόνους, έπρεπε να κατασκευασθεί μιά σημαντική προβλήτα πάνω στην αμμώδη παραλία για να μπορέσουν να φορτωθούν. Πρίν απ αυτό έπρεπε να μεταφερθύν σε μεγάλη απόσταση σε ανώμαλο έδαφος και άμμο σε ένα πιό προστατευμένο μέρος του κόλπου, μιά δύσκολη και κουραστική προσπάθεια.
Αυτό το καθήκον εκτελέστηκε με μεγάλο ζήλο απο τους ναύτες και καθώς η μεγαλύτερη σαρκοφάγος αποτελούσε ένα ενδιαφέρον και σημαντικό έργο τέχνης, παρ όλο που ήταν φθαρμένη και ραγισμένη, μεγάλη ήταν η φροντίδα να διατηρηθεί οσο το δυνατόν καλλίτερα και να προστατευθεί απο περισσότερη φθορά κατά τη μετακίνηση. Οπως και για να προστατευθεί από παραπάνω φθορά από τοπικούς εχθρούς (υπήρχε μια τοπική ομάδα που αντιδρούσε στη μεταφορά τού μνημείου), ο κύριος Wilkinson θεώρησε σωστό να μείνει ο ίδιος μέσα στη σαρκοφάγο μέχρι να μεταφερθεί μέσα στα τείχη της πόλης. Ομως, ακόμα και έτσι δε ξέφυγε ολοκληρωτικά το κίνδυνο αφού κάποιο χέρι κατέστρεψε ότι είχε μείνει απο το κεφάλι του Εκτωρα.
Ετσι λοιπόν, οι σαρκοφάγοι έφτασαν μερικά μέτρα απο τη πύλη της ξηράς του τείχους της Ιεράπετρας, στη κορφή του οποίου μια Τουρκική περίπολος περπατούσε κάθε νύχτα ατενίζοντας τις σαρκοφάγους των νεκρών που μετά από χιλιάδες χρόνια ησυχίας, μεταφέρονταν τώρα απο τα βάρβαρα χέρια ξένων.
Η μεγαλύτερη σαρκοφάγος είναι πολύ ενδιαφέρουσα, στολισμένη με αναπαράσταση μερικών απο τα πιο σημαντικά γεγονότα συνδεδεμένα με τη ζωή του Αχιλλέα, ήρωα της πολιορκίας της Τροίας. Οι τρείς πλευρές ειναι στολισμένες με γλυπτά ενώ η τέταρτη πλευρά φαίνεται ημιτελής. Δείχνει σαν να είχε φτιαχτεί να στέκει κοντά σε κάποιο ναό η σε κάποιο ιερό διάδρομο.
Το είδος της τέχνης είναι αναμφίβολα εξαιρετικό και καθώς είναι λίγα εκείνα που ξέρωμε για τη πρώιμη Κρητική γλυπτική, πέρα απο το γεγονός ότι έχαιρε μεγάλης υπόληψης, και ότι είχε σχολές απο τις οποίες είχαν βγεί αρκετοί καλλιτέχνες, και χωρίς να υπολογίσωμε και το πατριάρχη Δαίδαλο, πρέπει να θεωρήσωμε πώς αυτη η σαρκοφάγος ήταν προϊόν δημιουργίας κάποιων μεγάλων μαστόρων της εποχής. Ας το αφήσωμε όμως στούς σύγχρονους δασκάλους να υπολογίσουν την ακριβή ηλικία και να μας εκθειάσουν τη τέχνη που μεταφέρει, όταν θα εκτεθεί στο Βρετανικό Μουσείο.
Ας δούμε όμως και μιά ιστορία που αφορά στις εκσκαφές. Κάποιος με το όνομα Χλουβεράκης, Ελληνας απο την Ιεράπετρα, μεταξύ θεάτρου και αμφιθεάτρου στα ανατολικά όρια της πόλης είχε ανακαλυψει μέσα σε ενα θάλαμο θαμμένο περίπου δύο μέτρα κάτω απο την επιφάνεια του εδάφους, γεμάτο με χώμα και σκουπίδια τις δυό σαρκοφάγους με τα καλύματά τους μετακινημένα και σπασμένα. Λίγο καιρό αργότερα ο Χλουβεράκης πέθανε και η οικογένεια του αποδίδοντάς το θάνατο στά πνεύματα που απελευθερώθηκαν με την ανασκαφή τίς εγκατέλειψε οδηγώντας τις σε περισσότερη φθορά που σε λίγο καιρό θα τις κατέστρεφε εντελώς.
--------------------------
---------------------------------
Ο Ηρακλειώτης Ιάκωβος Καλοκαιρινός δίνει τη δική του εκδοχή στα γεγονότα αναφέροντας οτι ο Χλουβεράκης είχε βρεί τις δυό σαρκοφάγους στο χωράφι του. Αρκετά έξυπνος εδήλωνε οτι δεν είχε σκοπό να τις πουλήση σε κανένα προκειμένου να αναγκάζει τους Ευρωπαίους αρχαιολόγους να έρχονται στην Ιεράπετρα να τις δούν.
Λίγο αργότερα ο Χλουβεράκης πέθανε και οι κληρονόμοι του δεν ενδιαφέρθηκαν με τον ίδιο ζήλο για τις σαρκοφάγους.
Την ίδια εποχή ο πανίσχυρος Αγγλος πρέσβυς που είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη και τη σπουδαιότητά τους απέσπασε απο το Σουλτάνο φιρμάνι με το οποίο απαγορευόταν η εξαγωγή των σαρκοφάγων εκτός αν επρόκειτο για την Αγγλία.
Ετσι λοιπόν λίγο μετά το θάνατο του Χλουβεράκη ο πρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο με εντολή του πρέσβη ερώτησε τους κληρονόμους αν ηθελαν να πουλήσουν τις σαρκοφάγους. Αφου εκείνοι απάντησαν θετικά στη πρόταση δόθηκε άμεσα εντολή στο "Medina" με τον Thomas Spratt να καταπλεύση στην Ιεράπετρα προκειμένου να φορτώσει τις σαρκοφάγους και να τις μεταφέρει στην Αγγλία.
— στην τοποθεσία Ierápetra.


Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Η Ευταξούλα κι ο Θανασούλης του Δημήτρη Ντανόπουλου

http://www.onestory.gr/post/23000942588

_Η ΕΥΤΑΞΟΥΛΑ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ

του Δημήτρη Ντανόπουλου *
.
Αδρές, τεράστιες οι μορφές, κάθε πρωί, στο μυαλό της Ευταξίας. Κάθε πρωί που ξεκινάει στις πέντε. Τα χέρια της αρνούνται να ανοίξουν επαρκώς, πρησμένα νομίζει. Τα μάτια της καρφιτσωμένα και μ’ ένα τρόπο κόκκινα, μιαν έκφραση που πάντα αρνείται να μας δώσει την ημέρα. Την ώρα όμως που ξυπνά δεν την ορίζει, όποιος κι αν είναι ο θεατής της. Ο άντρας της πάντως, ο Σούλης, ποτέ. Εκείνος κοιμάται ως τις εφτά, ξυπνά με τα πουλιά και ψάχνει στο κρεβάτι την Ευταξούλα του για να την αγκαλιάσει…
Ήταν, μόλις, δεκαπέντε κι είναι τώρα σαρανταδυό. Μάνα δεν αξιώθηκε να γίνει η καημένη η Ταξούλα, όπως λένε στο χωριό της, όπου φτάνουν τα νέα με τον καιρό. Δεκαπέντε χρονώ την έδιωξε η μάνα της από το σπίτι: «Θα πας στην πόλη την καλή, θα ζήσεις καλύτερα από βασίλισσα εκεί». 
Την πάντρεψε με το Θανάση το μικροπωλητή, που τώρα χωλαίνει απ’ το δεξί. Σε ένα ταξίδι το ’77 του ‘φυγε πάνω στα βουνά το τιμόνι πιο δεξιά. Βγήκε, νύχτα, στο γκρεμό. Έμεινε με το ποδάρι πλακωμένο όλο το βράδυ, μέχρι που μαζεύτηκαν γύρω μαύρα τα πουλιά, είχε πάει η ώρα -πια- εφτά. Κοίταξε κάτω στο γκρεμό ένα νέο τσοπανόπουλο, βλέπει ένα άσπρο αμάξι ανάποδα κι όλο πουλιά. Πολλά πουλιά. Ξεκινάει κουτσό με το δεξί να πάρει φόρα, τρέχει στου παππού το μαντρί. Σώθηκε ο Θανάσης, αλλά του κόψαν το ποδάρι το πλακωμένο και του βάλαν ένα ξύλινο. Από τότε, για συμπόνια, τον φωνάζουνε και Σούλη -σαν να θέλουν να του υπενθυμίζουν συνεχώς πως δεν είναι ο ίδιος, ακέριος, ο Θανάσης πριν από το γκρεμό.
Η Ταξούλα στα πέντε πρώτα χρόνια του γάμου ζούσε με καημό. Μάζευε τα μαλλιά της πίσω δυνατά, μπας και πονέσουν τα μυαλά της. Έλεγε την ίδια φταίχτρα που δεν κάνουνε παιδιά. Φόραγε εμπριμέ φουστάνια, για να δείχνει χαρωπή, μη χαλάσει του Θανάση την ημέρα και μόλις εκείνου η σκόνη χάνονταν στη γωνιά, γυρνούσε στο δωμάτιο, έλυνε τα μαλλιά της, φορούσε μαύρο φόρεμα κι άρχιζε να κλαίει και να λέει στα πουλιά:
«Πουλιά μου, μαύρα χελιδόνια, τι το ‘χετε το κόκκινο εκεί σας στο λαιμό; Είν’ το αίμα μου και σας έβαψε, τόσο πια πονώ. Κάθε μέρα που περνά και πιότερο λυπάμαι. Τι να την κάνω τη ζωή, αφού τον μαραζώνω; Μου λέει λόγια τρυφερά σαν να ‘μαι παιδί που κλαίει. Καταλαβαίνει πως φταίω εγώ, δε θέλει να με πληγώσει. Κάθε φορά που φεύγει με φιλά και είν’ το φιλί του γράμμα σαν να μου λέει: «Όταν γυρίσω θα σε βρω, άραγε, γκαστρωμένη;» Κι η μάνα μου που μ’ έστειλε εδώ στην καλή την πόλη, τούτα δεν μου τα ‘πε τα κακά, πώς να τα βγάλω πέρα; Τι μάτια να ‘χω για να βγω, να πάω στο μπακάλη; που όλες με ρωτούν «ακόμη, καλέ Ταξούλα;» και «για να δω την κοιλιά σου;», «τι κάνει ο Θανάσαρος ακόμα;» Εγώ είμαι που φταίω, μαύρα μου πουλιά, μαύρα μου χελιδόνια. Πείτε το σ’ όλη τη γειτονιά, να μην κοιτούν τον άντρα μου και λένε λόγια…»
Ο Θανάσης όλο αυτό τον καιρό ψέματα δεν ήξερε να φερθεί. Την αγαπούσε τη μικρή, που πήρε για γυναίκα. Ηρέμησε και πόνεσε ακόμα και τον εχθρό του. Φρέσκος και καθαρός, σφύριζε στο δρόμο. Πιο δυνατά ακούγονταν τα λόγια τα δικά του και τραγουδούσε πιο καλά κι από τον Καζαντζίδη, που βράχνιαζε η φωνή του καμιά φορά σαν έπιανε βροχή και τρύπωνε μες στα χωνιά που είχε πα στ’ αμάξι. Κοίταζε μόνο τη δουλειά, μάζευε λεφταδάκια. «Με μάζεψε, έλεγε, η κυρά». Μόνο για κείνη είχε μάτια. Κι ας λένε πως τη βραδιά που έπεσε στο χαντάκι πως τα ‘χε πιει σ’ ένα καφενέ που τον είχε μια νέα χήρα. Λένε πως όλο το άσπρο της ποδάρι κοιτούσε που ‘βγαινε από τη μαύρη φούστα κι όλο έλεγε στο διπλανό του που πίνανε παρέα τσίπουρο: «Είναι τόσο γαλατερό το πόδι της ή το κάνει η μαύρη φούστα;»
Η ζωή μετά το ξύλινο ποδάρι άλλαξε πολύ. Η Ευταξούλα έγινε σκληρή -Ευταξία την ξέρουν όλοι τώρα- δεν έδειχνε τον πόνο. Έγινε ξύλο άσκαφτο, κρατούσε μόνη της το σπίτι. Ξυπνούσε νωρίς για τις δουλειές που έκανε πριν όλη τη μέρα -δυο ώρες τις έφταναν τώρα. Στις εφτά πάντα επέστρεφε δίπλα στο Θανάση, για να τη βρει, να την αγγίξει μες στα νυχτικά, να τη μυρίσει. Παίζανε παρέα τον πρωινό διάλογο του ευτυχισμένου ζευγαριού που βλέπει μ’ ελπίδα τη νέα μέρα. Σαν να μην άλλαξε ποτέ τη ζωή τους ο γκρεμός και το ξύλινο ποδάρι: Φεύγει η Ευταξία για τα χωριά, μικροπωλήτρια με καινούριο αμάξι που ανήκει σ’ εταιρεία. Κι απομένει ο Σούλης να τη χαιρετά, χτυπά το ξύλινο ποδάρι.
Κι όλο αυτό να γίνεται, συνέχεια κάθε μέρα. Τα χελιδόνια που πετούν δίπλα στο αυτοκίνητό της μοιάζουν δελφίνια της στεριάς που της κάνουνε παρέα κι είναι σαν να της λένε παραπονεμένα: «Πού ‘ναι τα μαλλιά σου, που τα ξέπλεγες, τα ‘ριχνες να μοιρολογήσεις; Τώρα γιατί δεν κλαις, πού πήγε ο καημό σου; Δεν καταριέσαι πια τη μάνα σου, δεν κακίζεις το ριζικό σου;» Μα η Ευταξία προχωρεί, κλείνει τα τζάμια να μη μπει σκόνη και κρύος αέρας. Είναι πρωί κι έχει δροσιά, δεν είναι άλλος ο λόγος.
Κι ο Σούλης χάνει μαλλιά κει πίσω στο σπιτάκι. Κάνει ήχους στο πάτωμα με το ξύλινο ποδάρι. Τώρα πια δεν τραγουδάει Καζαντζίδη. Βραχνιάζει με στιχάκια που μαθαίνει απ’ την τηλεόραση. Κάθε βδομάδα κι άλλο κολλάει και τραγουδάει. Άλλο που είναι σήμα εκπομπής, άλλο που διαφημίζει γάλα παιδικό…
Και ζουν αυτοί επαναληπτικά μια μέρα που τη μάθαν. Τη βγάζουνε πιο γρήγορα, τελειώνει και περισσεύει. Βιάζονται να τη συνεχίσουν το πρωί λες και θέλουν από τότε να την τελειώσουν.
.
[Πώς θα ‘θελα να ‘ταν παραμύθι πραγματικό και να το τέλειωνα ωραία, πως «ζήσανε αυτοί καλά…»! Πώς να την αλλάξω τη ζωή της Ευταξίας και του Σούλη; Να τη γυρίσω στην αρχή να γίνουν Ευταξούλα και Θανάσης; Αυτό θα ήταν η χαρά ή μια άλλη μισή ευτυχία;] CE_
.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΔΑ (Καρδίτσα, 1999), ως κυριακάτικο αφήγημα της ενότητας Η Πόλη Τού Πέφτει Μικρή.
.
Ο Δημήτρης Ντανόπουλος ασχολείται με το δημοσιογραφικό λόγο και τα media ως συντάκτης και ερευνητής. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες ΠΑΤΡΙΔΑ (Καρδίτσας), εμπρός (Ναυπάκτου) καθώς και με το περιοδικό SOUL. Τις σκέψεις του τις δημοσιοποιεί και στο προσωπικό του ιστολόγιο ce-2.blogspot.com
[ facebook ] [ twitter ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.

Ο Χαλεπάς και η Κοιμωμένη του

 http://nikos-arts.blogspot.com/2009/12/blog-post_29.html

Γλυπτό του Χαλεπά από το ψυχιατρείο
Μόλις δύο χρόνια πριν, η περίπτωση του κορυφαίου Ελληνα γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) αντιμετωπιζόταν ακόμα με αμηχανία. Αν και η αξία του έργου του είχε αναγνωριστεί αρκετές δεκαετίες πριν, από ειδήμονες και μη, δεν είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την τέχνη του σε όλη την έκτασή της σε μια μεγάλη έκθεση.

Από την επίσκεψη του Χαλεπά στο γλυπτό της Κοιμωμένης στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Τελικά τον Ιανουάριο του 2007 είδαμε από κοντά σχεδόν το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Τηνιακού γλύπτη στην Εθνική Γλυπτοθήκη: περισσότερα από 95 γλυπτά και 125 σχέδια παρουσιάστηκαν 156 χρόνια από τη γέννησή του. Εργα του Γιαννούλη Χαλεπά, σχέδια και γλυπτά, συμπεριλήφθηκαν και το καλοκαίρι που μας πέρασε στη 2η Μπιενάλε της Αθήνας. Στην έκθεση της διοργάνωσης «Hotel Paradies», σε επιμέλεια της Νάντιας Αργυροπούλου, το έργο του Χαλεπά συνυπήρξε με εκείνο των Ν. Πεντζίκη, Κ. Ανγκερ, Π. Νομπλ κ.ά.
Η τέχνη του Τήνιου δημιουργού, έστω κι ένα μικρό μέρος της, εκτίθεται από τις 14 Ιανουαρίου και στην Γκαλερί Kalfayan (Χάρητος 11) στο Κολωνάκι. Πρόκειται για έκθεση με έξι γλυπτά και περίπου 120 σχέδια προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές: «Η μοντέρνα κυρία», φιλοτεχνημένη πριν από το 1924, η «Βοσκοπούλα» με τη μορφή της θέας Αθηνάς, που είναι το μοναδικό αγαλματίδιο που σώθηκε από τα χρόνια του γλύπτη στο ψυχιατρείο, η «Κόρη με το τριαντάφυλλο» από το 1937, «Η Αθηνά με καθρέφτη», «Νηρηίδες» κ.ά.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς υπήρξε παιδί οικογένειας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του Ιωάννης και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια της οικογένειας, είχε δείξει από μικρός το ενδιαφέρον του για τη μαρμαρογλυπτική. Παρά την κλίση του οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο. Ο ίδιος όμως επέμεινε και σπούδασε γλυπτική, αρχικά στο Σχολείον των Τεχνών της Αθήνας, στο πλευρό του Ελληνοβαυαρού γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, από τον οποίο δέχτηκε και την επιρροή του κλίματος του νεοκλασικισμού, ενώ άρχισε να εξοικειώνεται με τα αγαπημένα του μυθολογικά θέματα. Αργότερα βρέθηκε με υποτροφία στο Μόναχο, όπου γοητεύτηκε από το ρεαλιστικό κίνημα της εποχής και τον δυναμικό ρεαλισμό του γλύπτη Ρίτσελ.
Ο τραγικός μύθος του καλλιτέχνη υφάνθηκε από τις σκληρές δοκιμασίες της ζωής του, την καθήλωσή του στην ψυχοπάθεια και τον εγκλεισμό από το 1888 και για δεκατρία χρόνια στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Το 1901 επέστρεψε στην Τήνο, αλλά δεν δούλεψε παρά μόνο μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, το 1916. Από αυτή την περίοδο έχει διασωθεί μεγάλος αριθμός σχεδίων και προπλασμάτων σε πηλό, από τα οποία όμως κανένα δεν έγινε σε μάρμαρο.
Διασημότερο έργο του παραμένει η περίφημη «Κοιμωμένη», γλυπτό του 1878, που θαυμάζουμε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στον τάφο της φυματικής νέας Σοφίας Αφεντάκη. Εργο που από μόνο του θα μπορούσε να χαρίσει στον Χαλεπά την αθανασία. 


Βοηθάνθρωποι του Βαγγέλη Ευαγγελίου

 http://www.onestory.gr/post/23061186235

 _ΒΟΗΘΑΝΘΡΩΠΟΙ

του Βαγγέλη Ευαγγελίου *
.
“Αφήστε το μήνυμά σας μετά τον χαρακτηριστικό ήχο”
ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ! Φωνάζω σ’ ένα άψυχο μικρό παραλληλόγραμμο τηλέφωνο, που με βοηθάει να θυμάμαι την αίσθηση της αφής. Μήπως και κάποιος με ακούσει και καλέσει Bοηθανθρώπους να με πάρουν από τη Γη και να με πάμε ξανά στη μόνιμη κατοικία μου. Το μικρό εκείνο πλανήτη με το θηλυκό όνομα “Γαλήνη”. Μπρούμυτα, φωνάζω ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ! Μα κανείς δεν ακούει σε έναν ολόκληρο κόσμο; (αναρωτήθηκα). Ακούω φωνές έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του μικρού ξύλινου σπιτιού μου. Ανησυχούν νιώθω, για όποιον είναι μέσα και χρειάζεται βοήθεια. Εγώ είμαι μέσα. Εγώ χρειάζομαι Βοήθεια! Και όταν γίνω καλά, θα κάνω καλά αυτούς που είναι έξω τώρα.
Ένα κλειδί κρυμμένο τους βοηθά να μη σπάσουν την πόρτα. Εγώ ακόμα μπρούμυτα. Σα να θέλει ο Θεός να μπουσουλήσω! Μωρό ανυπεράσπιστο άλλωστε ήμουν εκείνη τη στιγμή και χρειαζόμουν μανάδες που στέλνουν τα παιδιά τους στον πόλεμο και τα περιμένουν να γυρίσουν. Σε πόλεμο ήμουν. Γυρισμένος κιόλας. Μπρούμπυτα. Στην πρώτη τους επαφή με μένα ένιωσα πως υπάρχουν ακόμα Βοηθάνθρωποι που σε αγγίζουν χωρίς γάντια και σου ακουμπούν τα κόκκαλα σα να είναι σάρκα! Πάλι σε αναπηρικό καροτσάκι και έξω η θέα να έχει δακρύσει που με βλέπει βάλτο! “Βάλ’ το παιδί ήρεμα μέσα στο ασθενοφόρο, γιατί είναι μωρό στην πλάτη”, λέει κάποιος. Ανοίγω κάποια στιγμή τα μάτια και το ασθενοφόρο είχε εκείνο το λευκό χρώμα που έχουν οι νεκροί. Αρκετά μετά την αρπαγή της ζωής τους. Εγώ ήξερα ότι ήμουν ζωντανός γιατί είχα ακόμα γνώση πως μου αρέσουν οι καραμέλες. Δε ζήτησα.
Σε λίγα λεπτά, βρισκόμουν σ’ ένα φορείο με μπόλικους γιατρούς και νοσοκόμους από πάνω μου. Όλοι τους είχαν ευγενικές φωνές. Φυσιογνωμίες ακόμα δεν ήξερα, αφού είχα τα μάτια κλειστά. Άκουγα! Μόνο άκουγα και περισσότερο εμένα που παραμιλούσα αλήθειες. Κάποιοι τις κρυφάκουγαν. Πόσο όμορφο να κρυφακούς αλήθειες από το να φανερακούς ψέματα.. Βρέθηκα εντός λεπτών, στα επείγοντα περιστασιακά! Ευκαιριακή κατάσταση. Να την άφηνα; Που βρίσκεται η ευκαιρία μέσα σ’ ένα νοσοκομείο; Θα μου πεις. Σωστά. Οι ευκαιρίες είναι έξω και έχεις την ευκαιρία να τις δεις από απόσταση. Ακόμα και να τις πιάσεις. Όπως πιάνανε το χέρι μου για να γνωριστεί με φιλικές βελόνες. Κάποτε τις φοβόμουνα, μα μεγαλώνοντας κατάλαβα το πόσο σημαντικό είναι να βρίσκουν φλέβα.. Κοιτάσματα ένα σωρό ρέουν μέσα μου, τα οποία προσφέρονται προς εκμετάλλευση. Στην προκειμένη, στους γιατρούς και νοσοκόμες. Μετά το εξιτήριο, σε περισσότερους.
Είχα καιρό να διανυκτερεύσω σε δωμάτιο νοσοκομείου. Σκεφτόμουν πως είναι ξενοδοχείου για να νιώσω καλύτερα. Μα οι αναστεναγμοί άλλων ασθενών, δε βοηθούσαν σε αυτή την φαντασίωση. Εκτός κι αν έμπαινα σε άλλη φαντασίωση, λόγω αναστεναγμών, πως οι γείτονες είναι ζωηρούληδες. Μα δεν τα κατάφερνα, αφού έβλεπα τον ορό να μου κλείνει το μάτι κάθε φορά που μία σταγόνα ξέφευγε από μέσα του, για να γνωριστεί με το αίμα μου. Με το δικό μου μέσα! Η πόρτα είχε το νούμερο 209. Κάποτε σε νοσοκομείο της Αθήνας ήμουν 7 μήνες σε δωμάτιο με τίτλο 151. Ανέβηκα 58 νούμερα. Δεν το θεώρησα προαγωγή βέβαια. Άσε που αναζητούσα την απόλυση γρήγορα. Για να με προσλάβουν έξω, κάποιες από τις ευκαιρίες που λέγαμε παραπάνω. Πάντως ένιωθα οικεία στο νοσοκομείο για πολλούς λόγους. Γιατί χτυπούσε το τηλέφωνο από ανθρώπους που ήθελαν να μάθουν πως είμαι. Γιατί υπήρχαν φίλοι που με φρόντιζαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Γιατί κάποιοι υπάλληλοι του νοσοκομείου μου έλεγαν “Άντε γίνε γρήγορα καλά να σε ακούσουμε Δευτέρα στο Ραδιόφωνο”. Ένιωθα δηλαδή, να είμαι σ’ ένα περιβάλλον με συγγενείς.
Και έτσι οι λευκοί τοίχοι, άρχισαν να αποκτούν χρώμα και τύχη! Για να πιστέψω πως δεν είναι στη φαντασία μου, έπιασα τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι μου και λερώθηκα με ένα κατακόκκινο! Το κόκκινο του πάθους για ζωή. Πάντα λερωμένοι μας εύχομαι..
.
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου είναι Ποιητής - Συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1978, στην Αθήνα. Όμορφο μωρό λένε γνωστοί και άγνωστοι. Αργότερα άρχισε να μπαίνει η ομορφιά εντός του και να χάνεται από εκτός του. Σιχαίνεται τους χάρτες. Δημιουργεί τους προορισμούς του. Μονήρης και Αυτοεπιβεβαιούμενος. Η συναρμολόγηση σκέψεων, εικόνων, παρατηρήσεων, αποτελεί καθημερινή ασχολία του. Κοπάδια λέξεις περνούν καθημερινά από μπροστά του.. Ποιές να πρωτοπιάσει; 
Περισσότερα, στις προσωπικές του ιστοσελίδες: www.vaeva.gr / www.1978.gr

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.
 

Διεθνής Ημέρα ...

 http://www.neolaia.gr/2012/05/15/15-maiou-diethnis-imera-oikogeneias/#ixzz1ux5JMvKd

Έχει καθιερωθεί από το 1993 από τον ΟΗΕ να γιορτάζεται η 15η Μαΐου ως Διεθνής Ημέρα Οικογένειας.
Η μέρα είναι για να θυμόμαστε τη σημασία του θεσμού της οικογένειας, ως πυρήνα γύρω από τους υπόλοιπους δεσμούς γύρω μας, αλλά και τη ζωή μας γενικότερα. Στο φετινό εορτασμό τονίζεται η σημασία της ισορροπίας μεταξύ εργασίας και οικογένειας, με στόχο την επαγγελματική, αλλά και προσωπική ευτυχία, χωρίς να παραμερίζεται κάποια από τις δυο.
                                       

                                   ------------------------------------


Ζωτικής σημασίας η ισορροπία μεταξύ εργασίας και οικογενειακής ζωής προς όφελος των οικογενειών και της κοινωνίας γενικότερα, τονίζει σε μήνυμά του για τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Οικογένειας, ο ΓΓ του ΟΗΕ.
                                                                
«Ο στόχος είναι να βοηθήσουμε τους εργαζόμενους να συνεισφέρουν τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά στις οικογένειές τους, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των κοινωνιών τους» αναγέρει στο μήνημά του ο ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών και συνεχίζει «οι σημερινές τάσεις υπογραμμίζουν την αυξανόμενη σημασία των πολιτικών εργασίας-οικογένειας. Αυτές περιλαμβάνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, την αυξανόμενη αστικοποίηση και την κινητικότητα στην αναζήτηση θέσεων εργασίας. Καθώς οι οικογένειες γίνονται μικρότερες και οι διαφορετικές γενιές ζουν χωριστά, υπάρχουν λιγότερο διαθέσιμοι συγγενείς για να προσφέρουν φροντίδα, ενώ οι γονείς που εργάζονται αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερα εμπόδια».

«Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο στερούνται αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και κοινωνικής υποστήριξης για την φροντίδα των οικογενειών τους. Η οικονομικά προσιτή και ποιοτική φροντίδα των παιδιών είναι σπανίως διαθέσιμη στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου πολλοί γονείς αναγκάζονται να αφήνουν τα προσχολικής ηλικίας παιδιά τους μόνα στο σπίτι. Πολλά μικρά παιδιά, επίσης, αφήνονται στη φροντίδα των μεγαλύτερων αδελφών τους, που με τη σειρά τους, εγκαταλείπουν το σχολείο. Ορισμένες χώρες διαθέτουν γενναιόδωρες πρόνοιες σχετικά με τις μητρικές και πατρικές άδειες. Πολλές περισσότερες, ωστόσο, προσφέρουν λίγα ευεργετήματα σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα. Οι πρόνοιες για την άδεια πατρότητας εξακολουθούν να είναι σπάνιες στην πλειοψηφία των αναπτυσσόμενων χωρών» προσθέτει ο Μπαν Κι Μουν και υπογραμμίζει ότι πρέπει να ανταποκριθούμε στις συνεχώς μεταβαλλόμενες πολυπλοκότητες της εργασιακής και οικογενειακής ζωής.


Τέλος, ο γγ του ΟΗΕ χαιρετίζει τη δημιουργία φιλικών προς την οικογένεια χώρων εργασίας μέσω της παροχής γονικής άδειας, των ευέλικτων ρυθμίσεων εργασίας και της καλύτερης φροντίδας των παιδιών.
ΦΩΤΟ: feelgooder.com
                               -----------------------------------------


              
Η 15η Μαΐου έχει καθιερωθεί από το 1985 ως η Μέρα Αντιρρησιών Συνείδησης.
Αντιρρησίες συνείδησης είναι όσοι αρνούνται να στρατευτούν, επικαλούμενοι θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς, ηθικούς λόγους. Στην Ελλάδα, έχουν τις επιλογές να υπηρετήσουν άοπλη στρατιωτική θητεία, ή να πραγματοποιήσουν διπλάσια κοινωνική υπρεσία. Μάλιστα, το δεύτερο δεν αρέσει πολύ στο εξωτερικό, μιας και φαίνεται σαν παραδειγματική εναλλακτική επιλογή της στρατιωτικής θητείας.
Η Διεθνής Αμνηστία με τη σειρά της, είναι απογοητευμένη από τις συνεχείς δίκες των αντιρησσιών συνείδησης και τον προβληματικό νόμο που υπάρχει στη χώρα μας.
                                  
                           --------------------------------------------

Αντιρρησίας συνείδησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μνημείο για τους συνειδησιακούς αντιρρησίες της στρατιωτικής υπηρεσίας, οι οποίοι «καθιέρωσαν και υποστηρίζουν το δικαίωμα στην άρνηση του φόνου». Tavistock Square, Λονδίνο.
Αντιρρησίας συνείδησης είναι το άτομο που αρνείται να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις λόγω της συνείδησής του με βάση τις θρησκευτικές, ηθικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις του.
Σε ορισμένες από τις χώρες όπου η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική, δίνεται η δυνατότητα στους αντιρρησίες συνείδησης να επιλέξουν να υπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο σύμφωνα με τη συνείδησή τους μέσω εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας.
Για το ιστορικό και την τρέχουσα κατάσταση αναφορικά με τους αντιρρησίες συνείδησης στην Ελλάδα βλέπε το άρθρο Αντιρρησίες συνείδησης στην Ελλάδα.
                                                     

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Ημέρα της Μητέρας


  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ  στις Μανούλες του κόσμου!


Μάνα! ... δεν βρίσκεται λέξη καμμία νάχει στον ήχο της τόσο αρμονία...


Γιορτή της Μητέρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τούρτα προς τιμήν της Γιορτής της Μητέρας
Η γιορτή της μητέρας ή Ημέρα της Μητέρας είναι κινητή εορτή προς τιμήν της μητέρας και γιορτάζεται κάθε χρόνο την δεύτερη Κυριακή του μήνα Μάη.
Εγκαθιδρύθηκε τον 20ό αιώνα και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικάνικο κίνημα των γυναικών. Η Αμερικανίδα Ann Maria Reeves Jarvis διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες.[1] Το 1870 η Julia Ward Howe διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μην στέλνονται στον πόλεμο.[2]
                                  --------------------                                                            
πηγή: http://elenimamanou.blogspot.com/2012/04/blog-post_106.html


 

   Η Μανούλα

Ποιος την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιος χαμογελά στο πλάι
Και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί
Η μαμά μας η καλή.
.......................................
Τα μαλλιά μας ποιος χτενίζει;
Ποιος μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιος παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιος μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκεία μας η μαμά.
..................................
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιος πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά.

 Στέλιος Σπεράντσας




--------------------------------------

Ο γιος γράφει ποίημα στη μητέρα του

6 Votes
Εχω ξαναγράψει πως μοιράζομαι τη ζωή μου με έναν “κρυφό” ποιητή. Που γράφει παρορμητικά και έντονα μια στις τόσες, όταν κάποιο σφοδρό συναίσθημα τον συνεπάρει και δεν μπορεί παρά να το βάλει στο χαρτί για να το εκφράσει. Το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε πρόσφατα μετά από συνάντηση με την υπερήλικη μανούλα του, που ζει κάπου 300+ χιλιόμετρα μακριά μας και η νοητική της μνήμη της πια την έχει προδώσει. Εχει όμως “ζωντανά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής” της, που πάντα αναγνωρίζουν τα παιδιά της κι ας μην τα θυμάται πια το κουρασμένο μυαλό:
Mάνα και γιος από τον εμπνευσμένο φακό του Μassimo Tranquillo, flickr
Mάνα και γιος από τον εμπνευσμένο φακό του Μassimo Tranquillo, flickr

Ενα ποίημα του Κωνσταντίνου
Πήρα την πρώτη την πνοή
απ΄το δικό σου το φιλί

κι άρχισα ν΄αναπνέω.
Μου  κράτησες το χέρι  απαλά
και μου ‘δειξες να περπατώ

κι εγώ τους δρόμους πήρα.
Μετά χτυπούσα κι έκλαιγα

κι ήσουν εκεί

χάδι, χαμόγελο, παρηγοριά

και το κουράγιο ένιωσα.
Να συλλαβίζω μ΄έμαθες
δίχως φωνές, με υπομονή.

Τώρα βιβλία γράφω.
Σε ταξίδια ονειρικά,
πολύχρωμα, φανταστικά,

με παραμύθια μ΄ έβαλες.

Και ταξιδεύω ακόμα.

Κι έγινε όμορφη η ζωή.
Και η κουζίνα σου
κόσμος μαγικός

χρωματιστοί ατμοί
βάζα μ΄αρώματα και χρώματα.
Τώρα με τους δικούς μου

τους ατμούς παλεύω.
Σ΄αγκάλιασα

σε φίλησα

σου’ πα “χρόνια πολλά”

κι είχα το ίδιο χάδι.
Σ΄ευχαριστώ.

Σ΄ευχαριστώ γι΄αυτό που έγινα
.

                                              --------------------------------------


Μάνα κράζει το παιδάκι



''Μάνα'' κράζει το παιδάκι,
''Μάνα'' ο νιος και ''Μάνα'' ο γέρος,
''Μάνα'' ακούς σε κάθε μέρος,

α ! τι όνομα γλυκό ,

Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

'Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει σ
μ' ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' α ' πανταίνει
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει
'0 καημός είναι μεγάλος
Σαν τη μάνα δεν είν' άλλος
εις τον κόσμο Θησαυρός.

Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
''Μάνα'' κράζει στ' όνειρό του.
πάντα ''Μάνα'' στον καημό του
είν' ο μόνος στεναγμός !

Γεωργίου Μαρτινέλλη



0 Γάλλος ποιητής Ιωάννης Ρισπέν έγραψε ένα ποίημα με Θέμα τον έξης συγκινητικό μύθο: Μιά μητέρα αγαπούσε υπερβολικά το μονάκριβο υιό της, μέχρι αυτοθυσίας. Κάποτε ο υιός της, όταν μεγάλωσε, αιχμαλωτίστηκε τόσο πολύ από τα Θέλγητρα μιά πονηρής γυναίκας, ώστε του ζήτησε να διακόψει κάθε σχέση με τη μητέρα του και μάλιστα να την σφάξει και να φέρει την καρδιά της σ' αυτήν, για να της αποδείξει έτσι την αφοσίωσή του. Ο νέος κατελφήφΘη από φρίκη, διότι δεν μπορούσε να φαντασθεί τέτοια εγκληματική πράξη. Αλλά στο τέλος υπέκυψε. Και διέπραξε το φρικτό έγκλημα. Και ενώ κρατούσε στα χέρια του την καρδιά της μάνας του και έτρεχε να την προσφέρει στην πονηρή γυναίκα, ως δείγμα της αφοσίωσής του, σκόνταψε έπεσε κάτω και μαζί του κύλησε κατά γης και ή καρδιά της μάνας του. Και τότε ή καρδιά, με στοργή και τρυφερότητά, μίλησε και του ψιθύρισε:
«Μήπως κτύπησες παιδί μου;».

                                                                            
Η καρδιά της μάνας
                                                                                      
Ένα παιδί μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, τα παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει,
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.

Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες αγόρι μου; και κλαίει..
(J.Rispen)

...............................................

Χρόνια πολλά μάνα μου!
Χρόνια πολλά μανούλες!


Εικόνες ενός Μέτοικου της Φιλιώς Μόρφη

 http://www.onestory.gr/post/22890553944 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΟΙΚΟΥ

της Φιλιώς Μόρφη *
.
Στάθηκε στη μέση του δωματίου. Φρεσκοβαμμένο αλλά άχρωμο. Άχρωμες και οι σκέψεις του. Ένα δωμάτιο νοικιασμένο και ξένο. Ξένος κι αυτός σ’ αυτή τη νέα γη. Αναστέναξε βαθιά και άνοιξε το παράθυρο που ήταν μπροστά του. Η πόλη του χάρισε μια μικρή καρτ ποστάλ σαν να ήθελε να τον καλοπιάσει. Ένας γκρίζος δρόμος, κάμποσες στέγες και ταράτσες με απλωμένα ρούχα και ηλιακούς θερμοσίφωνες, το θάμβος ενός βουνού πέρα, μακριά κι ευτυχώς μπόλικος ανέφελος ουρανός. Στάθηκε να κοιτά για ένα ή δύο λεπτά με μια έκφραση ενόχλησης και απορίας μαζί. Ένοιωσε πως η πόλη τον κοιτούσε ειρωνικά και σαν να του έλεγε «τώρα μου ανήκεις» διψώντας για νέο αίμα, όπως κάθε πόλη κι εκείνος θύμωσε γιατί φοβήθηκε πως η πόλη είχε δίκιο. Εκτός αυτού ποτέ δεν ήθελε ν’ ανήκει σε κανέναν και σε τίποτα.
Η σκέψη ότι δεν θα μείνει εκεί για πάντα του πρόσφερε ένα ίχνος ευφορίας για την συνέχεια. Ύστερα η σκέψη ότι αυτή η πόλη μπορεί να έκρυβε κάποιο δώρο για ‘κείνον του προκάλεσε εγρήγορση. Να τελειώνει με το σπίτι να βγει έξω, να περπατήσει, να ανακαλύψει.
Κοίταξε προσεκτικά το χώρο, τα λιγοστά του έπιπλα και τις κούτες στο πάτωμα. Είχε κιόλας αποφασίσει τη θέση κάθε πράγματος. Η πρώτη του κίνηση ήταν ν’ ανοίξει την κούτα που έγραφε ‘ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ-ΔΙΑΦΟΡΑ’. Την άνοιξε γρήγορα και σύντομα το ραδιόφωνο θα έπαιρνε ζωή από την πρίζα δίπλα απ’ το πάσο της κουζίνας. Στριφογύριζε με τ ‘ακροδάχτυλά του το κουμπί του tuning, στριφογύριζαν οι ακατάληπτοι ήχοι στο μυαλό του, στριφογύριζαν τα μάτια του στο δωμάτιο και οι σκέψεις του γύρω απ’ το τίποτα.
Ανάμεσα στους ήχους ξεχώρισε τη φωνή του Τάκη Μπίνη και σταμάτησε ν’ ακούσει ‘το δίχτυ’. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψε σχεδόν ευλαβικά. Εξέπνεε κιόλας τον καπνό από μέσα του και σαν τον καπνό θολά του ήρθαν στο μυαλό οι νύχτες στο ρεμπετάδικο που τις ξενυχτούσε Παρασκευές και Σάββατα με φίλους. Οι φίλοι του. Από παιδιά μαζί, πάντα μαζί. Γύρω από ένα τραπέζι σε κάθε ευκαιρία στο ρεμπετάδικο, στα σπίτια, στην πλατεία.
«Τη μέρα είναι σήμερα; Πέμπτη. Παρασκευή αύριο.» Μονολογούσε. Η πρώτη Παρασκευή χωρίς εκείνους. Τα μάτια του έπαψαν να κοιτούν για λίγο και τώρα έβλεπε με την καρδιά. Πιο καθαρά, ακόμα πιο καθαρά άρχισαν να ρέουν οι εικόνες σαν αίμα στις φλέβες γρήγορα. Βρέθηκε στο τραπέζι και τους κοιτούσε όλους, έναν - έναν. Τα πρόσωπα με κάθε λεπτομέρεια, οι κινήσεις των χεριών πάνω απ’ το τραπέζι και μετά από λίγο οι φωνές τους και τα γέλια τους κάλυψαν τον Τάκη Μπίνη και για μια στιγμή αισθάνθηκε σαν να κατέβασε μόλις μέσα του μια γουλιά κόκκινο, στυφό κρασί. Είχε πιει τόσο από αυτό που η γεύση είχε, πια, πλημμυρίσει τους νευρώνες του εγκεφάλου του.
Το άχρωμο δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Ούτε οι κούτες στο πάτωμα, ούτε, ακόμα, το ανοιχτό παράθυρο. Ο χρόνος είχε αλλάξει σχετικότητα και η Στέλλα Χασκίλ τον πήγε σε ‘ακρογιαλιές δειλινά’ τότε που μαζί με τον πατέρα του κι εκείνη την γέρικη βάρκα με το όνομα ‘σεργιάνι’ αφήναν πίσω τους ήπια απόνερα στο γυρισμό από κάποια βόλτα. Οι μόνες στιγμές με τον πατέρα του. Στιγμές που ήταν μόνο οι δυο τους για να τα πούνε. Να θυμηθούνε την μητέρα του, να καταστρώσουν σχέδια για το μέλλον. Τότε που ο πατέρας του τού μάθαινε όλα τ’ ακτωνύμια του κόλπου που τους αγκάλιαζε ολόγυρα και τα έλεγε πάντα ενθουσιασμένος και περήφανος που τα ήξερε, που τα θυμόταν όλα και που σε όλα περπάτησαν τα πόδια του απ’ όταν ήταν παιδί. Στα χέρια του σαν να ένοιωσε τα τραχιά ξύλινα κουπιά, σαν να άκουσε τους ανεπαίσθητους παφλασμούς του νερού, σαν να άστραψε μπροστά του το γέλιο του πατέρα του μέσα απ’ τα γκρίζα γένια, σαν να μύρισε το τσίπουρο στην ανάσα του. Μετά είδε εκείνη. Πάντα στη σκέψη του έρχεται φορώντας το ίδιο φόρεμα. Μπλε με άσπρες μαργαρίτες. Όλο και την πλησιάζουν με τη βάρκα στον μικρό μόλο. Μόλις μύρισε το άρωμα από τα μαλλιά της καθώς εκείνη έσκυψε ν’ αρπάξει το σχοινί για να δέσουν. Μόλις την άκουσε να λέει «καλώς τους».
Κοίταξε έξω. Το φως λιγόστευε και τα χρώματα άλλαζαν. Κοίταξε μέσα. Του φάνηκε περίεργο που είχε καταφέρει να τακτοποιήσει ένα σωρό πράγματα χωρίς να είναι καν εκεί. Γέλασε δυνατά. Έπεσε άτσαλα πάνω στον καναπέ, κοίταξε το ραδιόφωνο κι εκείνο του απάντησε με Βάρναλη.
‘Οι μοιραίοι’ ξεπρόβαλαν ένας - ένας μέσα απ’ το λαρύγγι του Μπιθικώτση. Σαν να έβγαιναν από σπηλιά, φιγούρες σκυφτές σχηματίστηκαν στο μυαλό του και ανάμεσά τους είδε τον εαυτό του και κόμπιασε κάτι στο στήθος του στη σκέψη πως μπορεί να είναι κι αυτός ένας μοιραίος. Τους είδε τους μοιραίους να τον κοιτούν μέσα στο ημίφως του υπογείου που μύριζε μούχλα και αρρωστημένα χνώτα. Τον κοιτούσαν με κενό και απώλεια μέσα από τα γερασμένα τους μάτια στεκάμενοι μέσα σε φθαρμένα και ρυπαρά ρούχα σαν σκιάχτρα. Σαν όρθιοι νεκροί που δεν έζησαν ποτέ, ακίνητοι σαν είδωλα σε ασπρόμαυρη φωτογραφία του προπερασμένου αιώνα. Τόσο κοντά του. Ένας απ’ αυτούς; Θα μπορούσε ποτέ; Όλη του η πνοή συσσωρεύτηκε στο στέρνο του σαν μαύρο σύννεφο κι έγινε βαρίδι μολυβένιο που ανέβαινε στον λαιμό του να τον πνίξει.
Όλα του τ’ αγγεία και οι φλέβες έδωσαν μάχη με τη στιγμή. Πετάχτηκε όρθιος. Με τα νεύρα των δαχτύλων του σαν σύρματα πείραξε το κουμπί του tuning και η βελόνα στο παλιό ραδιόφωνο γύρισε σαν τρελή πυξίδα. Μετά βρέθηκε κάτω απ’ το ντουζ και το ζεστό νερό τον τύλιξε ολόκληρο. Πρώτη φορά, του φάνηκε, εκτίμησε τόσο το νερό και το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως θα ήθελε να μπορεί να ξεπλένει και το μυαλό του. Φαντάστηκε πως το νερό εισχώρησε στο κρανίο του και άρχισε να παρασέρνει με ορμή γκρίζες και μαύρες σκέψεις κι έπαιρνε εκδίκηση καθώς τις έβλεπε να χάνονται για πάντα στο σιφόνι. Μετά απολάμβανε. Ένοιωθε τη θερμοκρασία του νερού, το μύριζε, το άκουγε να ρέει ελεύθερο και χαμογελούσε μέσα από τις αρωματισμένες φουσκάλες του αφρόλουτρου.
Σε λίγο θα άφηνε τα αποτυπώματα από τις βρεγμένες του πατούσες πάνω στα παλιά σανίδια. Άνοιξε τη βαλίτσα του και διάλεξε τ’ αγαπημένα του ρούχα. Αισθάνθηκε καινούργιος. Κλείνοντας την πόρτα το ραδιόφωνο έπαιζε μια διαφήμιση για μια θεατρική παράσταση. ‘Η αυλή των θαυμάτων’.
Ο γκρίζος δρόμος απλωνόταν τώρα μπροστά του. Σε λίγο θα τον κατάπιναν τα γρήγορα βήματα του και θα τον λιγόστευαν. Άφησε πίσω του όσα έβλεπε απ’ το παράθυρό του βιαστικός να βρεθεί στην καρδιά της νέας πόλης να μπερδευτεί με τους άλλους και να γνωρίσει το χρώμα της, τη μυρωδιά της, τους ήχους της, να ψάξει να βρει την ιδιαιτερότητά της, έτσι όπως έκανε και με τις γυναίκες. Σαν βέλος που στοχεύει διάνα στο κέντρο δεν άργησε να μπει μέσα της. Πίνοντας μπύρα στο λιμάνι αποφάσισε κιόλας το χρώμα της. Σέπια. Μετά από λίγο τη μυρωδιά της. Κάτι ανάμεσα σε ξύλο και φασκόμηλο με νότες θάλασσας. Ο ήχος της. Το σφύριγμα που ακούγεται στο τραγούδι με την Χαρούλα Αλεξίου ‘ κι εγώ σαν πόλη ’. Αυτές οι σκέψεις σχημάτισαν στο πρόσωπό του ένα γλυκό χαμόγελο. Η ιδιαιτερότητά της. Αυτή φοβήθηκε πως θα την βρει όταν κάποτε φύγει από την πόλη. Έτσι όπως έκανε και με τις γυναίκες.
Φανερά ανάλαφρος ξεκίνησε την επιστροφή του για το σπίτι. Εδώ και ώρα τον είχε συνεπάρει η επιθυμία να κοιμηθεί ήσυχος μετά από μέρες κούρασης. Θα κοιμόταν όμορφα. Το μυαλό του είχε αδειάσει από τ’ άχρηστα όπως τα συρτάρια του στο παλιό του σπίτι. Στο λιμάνι αποφάσισε να χρωματίζει τις σκέψεις του από ’δω και μπρος. Στη γειτονιά του έφτασε γρήγορα χαζεύοντας εδώ κι εκεί. Η ματιά του σταμάτησε σε μια ξύλινη ταμπέλα που κρεμόταν με σχοινιά από ένα γέρικο δέντρο. ‘ Η αυλή των θαυμάτων’ έγραφε. Πλησιάζοντας είδε από κάτω της να ξεκινά ένα σοκάκι. Χώθηκε μέσα και οδηγήθηκε σε μια αυλή. Μια τετράγωνη αυλή στρωμένη με χαλίκια, περιτριγυρισμένη από τους ψηλούς τοίχους τριών πέτρινων κτιρίων. Παντού γλάστρες με λουλούδια και παρτέρια. Στο κέντρο της ένα δεντράκι κι από κάτω ακριβώς ένα αυτοσχέδιο μακρόστενο τραπέζι αποτελούμενο από μια παλιά ξύλινη πόρτα και ζωγραφισμένα τσιμεντολίθια στις δύο πλευρές για να την συγκρατούν στο κατάλληλο ύψος. Δυο πάγκοι απλοί, μακρόστενοι και ξύλινοι στεκόταν δίπλα στο τραπέζι από δω κι από κει καλυμμένοι με πολύχρωμες κουρελούδες. Απ’ το δέντρο κρεμόταν με χρωματιστές κορδέλες διάφορα φαναράκια με φλογίτσες μέσα τους να λικνίζονται τρεμάμενες, έτοιμες να σβήσουν. Πάνω στο τραπέζι δυο ποτήρια άδεια κι ένα μπουκάλι από κρασί. Ευθεία μπροστά του από μια πόρτα ορθάνοιχτη έβγαινε ένα θαμπό γαλαζοπράσινο φως και εκεί μέσα στο φως ξεχώρισε, μετά από λίγο, μια σιλουέτα μέσα σ’ ένα αραχνοΰφαντο φουστάνι. Έμοιαζε με νεράιδα η γυναίκα που πέρασε το κατώφλι της πόρτας και τον πλησίαζε τώρα χαμογελώντας.
«Την Ζωή ψάχνεις;» τον ρώτησε
Και μόνη της απάντησε
«Δεν θ’ αργήσει να ’ρθει»
Στάθηκε να την κοιτά.
Στο σπίτι, οι αδερφοί Κατσιμίχα σκορπούσαν ‘παλιά καλοκαίρια’ μέσα απ’ το ραδιόφωνο. Από το παράθυρο που είχε μείνει ανοιχτό, βγήκε το τραγούδι και σκέπασε την πόλη. Η πόλη μαγεμένη μοίραζε τα δώρα της.
.
Η Φιλιώ Μόρφη γεννήθηκε το 1980 στον Λαύκο Νοτίου Πηλίου και απλά της αρέσει να γράφει.
[ facebook ] [ e-mail ]

 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα , αντιγραφή,  επικόλληση πάνω.

Δημοφιλείς αναρτήσεις