Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Το χαμόγελο του ξένου της Μηλέβας Α. *

http://www.onestory.gr/post/25884018853

_ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ

της Μηλέβας Α. *
.
“Θα μου πείτε σας παρακαλώ τι ώρα είναι;” ρώτησε η Άννα ευγενικά, αγνοώντας την απρόσωπη φωνή της γυναίκας στην άλλη πλευρά της γραμμής, που συνέχιζε να επαναλαμβάνει μηχανικά την ώρα. 
“Δεν σας άκουσα καλά. Μήπως θα μπορούσατε να επαναλάβετε;” ρώτησε για άλλη μια φορά στον ίδιο ευγενικό τόνο, χωρίς να δίνει σημασία στο γεγονός ότι μιλάει σε αυτόματο τηλεφωνητή.
“Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι επτά και τρία λεπτά ακριβώς.” 
“Σας ευχαριστώ πολύ. Είχα την εντύπωση πως άργησα στη δουλειά μου γιατί δεν δουλεύει το ρολόι μου. Πρέπει να αλλάξω μπαταρίες φαίνεται.”
Χωρίς να περιμένει απάντηση κατέβασε βιαστικά το ακουστικό κι έτρεξε να φτιάξει ένα γρήγορο καφέ, πριν ετοιμαστεί για τη δουλειά.
Στο ασανσέρ, συνάντησε το γείτονα του διπλανού διαμερίσματος.
“Καλημέρα σας. Όλα καλά με την οικογένεια;”
Ο γείτονας της έριξε μια υποτιμητική ματιά ανάμεικτη με μια στάλα ειρωνείας.
“Καλημέρα” της απάντησε τελικά βαριεστημένα και γύρισε το πρόσωπό του προς την πόρτα του ασανσέρ, σε μια προσπάθεια να διακόψει κάθε περαιτέρω συζήτηση.
Λίγο αργότερα, η Άννα έκανε μια στάση στο περίπτερο της γειτονιάς της για να αγοράσει τσιγάρα.
“Δεν είμαι σίγουρη πια μάρκα να προτιμήσω σήμερα. Έχετε κάτι να μου προτείνετε;”
Ο περιπτεράς ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, χωρίς να μιλήσει. Της έδωσε ένα κόκκινο πακέτο τσιγάρα και χτύπησε στα γρήγορα την απόδειξη.
“Δεν είναι άσχημη ιδέα, θα σας πω αύριο τις εντυπώσεις μου” σχολίασε ενθουσιασμένη η Άννα, γνέφοντας στον περιπτερά, που επιμένοντας στη σιωπή του, κοίταζε ήδη τον επόμενο πελάτη.
“Σας ευχαριστώ πολύ”
“Μου δίνεις σε παρακαλώ το συρραπτικό;”
“Μπορείτε να μου εξηγήσετε άλλη μια φορά το πρόβλημά σας;”
“Πώς μπορώ να βοηθήσω;”
“Έναν καπουτσίνο πολύ - πολύ γλυκό.”
“Νομίζω πως πρέπει να φωνάξουμε τον τεχνικό.”
“Καλό απόγευμα.”
Η μέρα πέρασε γρήγορα στη δουλειά. Η Άννα γύρισε στο άδειο σπίτι. Δεν τα πήγε κι άσχημα σήμερα. Η μέρα πέρασε ευχάριστα. Κι είναι πάλι βράδυ, και το σπίτι είναι πάλι άδειο κι η θέα από το ανοιχτό παράθυρο είναι πάλι το ίδιο καθηλωτική. 
Όλη η καλή διάθεση που κουβαλούσε από το πρωί της φάνηκε ξαφνικά φορτίο βαρύ, δυσβάσταχτο. Άνοιξε το παράθυρο και την πέταξε έξω με δύναμη, μαζί με το τελευταίο χαμόγελο της ημέρας. Κάθισε στο καναπέ και ξέσπασε σε λυγμούς. 
Άναψε το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας και κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη. Έστρωσε τα μαλλιά της κι αφού έπλυνε τα δόντια της, έβαλε τις πιτζάμες της κι έπεσε για ύπνο.
Η Άννα λέει ότι δεν θέλει πολλά. Δεν θέλει αγάπες και λουλούδια. Θέλει μόνο κάποιον να την ακούει και να της απαντάει ευγενικά. Έναν καθρέφτη όπου θα αναγνωρίζει τον καλύτερο εαυτό της. Γιατί μερικές φορές ξεχνάει ότι υπάρχει. Και τότε νιώθει την ανάγκη να της υπενθυμίζουν την ύπαρξή του. 
Το επόμενο πρωί, πηγαίνοντας στην δουλειά, σταμάτησε στο φανάρι. Ο ξένος της χτύπησε το τζάμι διακριτικά, διακόπτοντας την πρωινή της ονειροπόληση. 
“Σ’ ευχαριστώ πολύ” του είπε χαμογελώντας, ενώ του έδινε τα ψιλά που βρήκε στην τσέπη της με αντάλλαγμα ένα κουτί χαρτομάντιλα.
Ο ξένος της χαμογέλασε.
Και στα μάτια του αντίκρισε την εικόνα της. Σαν να βρήκε για λίγα δευτερόλεπτα τον καθρέφτη που έψαχνε, να αντανακλά τον καλύτερο εαυτό της. 
Άναψε το πράσινο κι η Άννα ξεκίνησε με γεμάτη καρδιά άλλη μια μέρα της ζωής της. 
“Κάπως έτσι θα ένιωθαν τα αυτοκίνητα, όταν βάζεις καύσιμα, αν μπορούσαν να νιώσουν” σκέφτηκε η Άννα.
Το καύσιμο της Άννας ήταν προφανώς τα χαμόγελα. 
Πριν πάει στη δουλειά, έκανε μια στάση στο περίπτερο. 
“Αυτά που δώσατε χθες ήταν πολύ καλά. Αυτά θέλω και σήμερα” είπε χαρούμενα.
Ο περιπτεράς δεν γύρισε καν να την κοιτάξει. Της έδωσε ένα πακέτο στα γρήγορα και βαριεστημένα εξυπηρέτησε τον επόμενο πελάτη.
Η Άννα δεν πτοήθηκε. Το ντεπόζιτο ήταν ακόμα γεμάτο με το χαμόγελο του ξένου.
.
Η Μηλέβα Α. είναι γιατρός κι όταν ξεχειλίζει από φαντασία αναγκάζεται να γράφει. Ευτυχώς αυτό δεν συμβαίνει και πολύ συχνά, αφού συνήθως η πραγματικότητα ξεπερνά σε ευρηματικότητα την φαντασία της. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Τσίχλες και νεραϊδόσκονη” έλαβε έπαινο από την Π.Ε.Λ. τον Φεβρουάριο του 2012. Όταν έχει όρεξη, διηγείται τις περιπέτειές της στην φανταστική χώρα της Χαπιλάνδης (happiland.wordpress.com).

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Το παρκέ της γιαγιάς του Φίλιππου Γαλιάσου *

http://www.onestory.gr/post/25953812144

_ΤΟ ΠΑΡΚΕ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

του Φίλιππου Γαλιάσου *
.
Κωλόπαιδο του κερατά ήταν εκείνη την εποχή. Είχε αλλάξει τρία σχολεία λόγω διαγωγής και φίλους δεν είχε. Κλοτσούσε τα τενεκεδάκια φεύγοντας από το δημοτικό σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του. Την έσπαγε στους διερχόμενους γιατί ακόμα και να κατάφερνε να μη τους πετύχει ο εκκωφαντικός ήχος από ένα χιλιοτσακισμένο τενεκεδάκι αναψυκτικού έσπαγε τα νεύρα ακόμα και στον πιο ζεν τύπο. Του άρεσε αυτό και έτσι έκρυβε πίσω από ένα πεύκο το τενεκεδάκι του καταφθάνοντας στο σπίτι. Θα το είχε για την κλοτσοπατινάδα της επόμενης μέρας. Τότε δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το διάβασμα του σχολείου. Μόνο να παίζει μπάλα ,να τσακώνεται με τους συμμαθητές του και να κάνει επισκέψεις στο σπίτι της γιαγιάς του ήθελε. Αγνός άνθρωπος η γιαγιά του, από εκείνους που η κακία δεν υπήρχε ούτε στη σφαίρα του φανταστικού. Τον τρατάριζε και ένα φοντάν με ολόκληρο φουντούκι μέσα και τον είχε δικό της. Το αγαπημένο της εγγόνι. Το σπίτι ξεκινούσε με ένα μπόλικο προθάλαμο ο οποίος οδηγούσε στο σαλόνι και στον διάδρομο προς τα κύρια δωμάτια του ύπνου και της κουζίνας. Χωλ το λέγανε. Του έκανε εντύπωση αυτή η λέξη και θεωρούσε ότι η γιαγιά του δεν την ήξερε καλά γι’ αυτό την έλεγε μισή. Μισή λέξη που πριν αρχίσει τελείωνε και μάλιστα σε σύμφωνο. Αφού ξερογλείφονταν από το σοκολατάκι έδινε στη κυρά Ειρήνη το χαρτάκι και πήγαινε καρφί στο σαλόνι. Ο παππούς, αμέτοχος κοιτούσε τηλεόραση, γυρνούσε το κεφάλι του και τα γαλάζια του μάτια προς το μέρος του εγγονού και τον χαιρετούσε. «Πως πήγε το σχολείο σήμερα;» ήταν η πρώτη και μοναδική ερώτηση που του έκανε. Μετά ξαναγύρναγε το κεφάλι του στην ασπρόμαυρη οθόνη και η ζωή συνεχιζόταν. Ήταν ήσυχοι άνθρωποι οι δύο τους. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις και εκείνοι τραμπαλίζονται στα συννεφάκια δεν έχει αποφασίσει αν αγαπήθηκαν ποτέ τους. Πέρασαν όμως μαζί την κατοχή και έθαψαν μια κόρη. Αυτό από μόνο του δημιούργησε ένα τέτοιο πλαίσιο που κάμποσοι πλέον στους καιρούς μας μεταφράζουν και ως αγάπη. Τότε ήταν μονόδρομος. Παντρευόσουν, έκανες οικογένεια και έπρεπε να τα φέρεις βόλτα. Αυτό ήταν, τελεία και παύλα. Ε, τώρα αν τύχαινε και ήσουν και ερωτευμένος τόσο το καλύτερο. Δεν ήταν όμως απαραίτητο. 
Η γιαγιά λοιπόν είχε μια απίθανη για την ηλικία της ποσότητα μαλλιών. Τόσο σε πυκνότητα όσο και σε μήκος. Και το φοβερό ήταν ότι μιλάμε για μαύρο σα κατράμι μαλλί. Κάποια πρωινά που αυτός είχε τύχει να ξυπνήσει στο σπίτι της, την παρατηρούσε να στριφογυρίζει σε μια μοναδική πλεξούδα τον μαύρο της τρίχινο καταρράκτη πριν αυτός εξαφανιστεί τελικά μέσα σε ένα ταπεινό φιλεδάκι αγορασμένο από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί κάτι τόσο όμορφο και ιδιαίτερο έπρεπε να καμουφλαριστεί τόσο άτσαλα. Ήταν σα να ντρέπονταν που ο χρόνος ήταν τόσο επιεικής με τα μαλλιά της. Σα να προσπαθούσε να κρυφτεί από δαύτον για να μη τη βρει και μετατρέψει το κεφάλι της σε ένα κατάλευκο μαλλιοκούβαρο. Μπορεί να μην αισθανόταν και άνετα με τις συνομήλικες της στα απογευματινά τους σουαρέ. Άντε τώρα να εξηγεί ότι δε πέρασε κανένα μαυροζούμι στις τούφες της ή δεν έφαγε κάποιο μαντζούνι. Και πάλι βέβαια μέσα από το πυκνοφτιαγμένο φιλεδάκι μπορούσες να ρίξεις μια ματιά στο χρώμα. Δεν είχες όμως ολόκληρη την εικόνα με τις ολόισιες μαύρες τούφες που κατρακυλούσαν έως τη ζώνη της ρόμπας της. Όπως και να είχαν τα πράγματα, από φόβο προς τις φίλες της, από κρυφτούλι με τον χρόνο, από ατόφια μετριοφροσύνη η γιαγιά ξεγέλασε τελικά το χρόνο σε ότι αφορούσε την τριχοφυΐα της αλλά δε τα κατάφερε το ίδιο καλά με το χάρο τον ίδιο ο οποίος ένα απόγευμα Παρασκευής κατέβηκε ή για την ακρίβεια ανέβηκε έως το δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη και της ξερίζωσε την ανάσα.
Δεν ήταν εκεί να της κρατήσει το χέρι. Δε πρόλαβε να τη χαιρετήσει. Δε κατάφερε να ακούσει την τελευταία λέξη από εκείνη, ούτε να ακούσει την τελευταία της πνοή. Ήταν ήμερη; Ήταν κλάμα; Ήταν βογγητό; Πήρε μαζί της εκείνο τον τελευταίο ήχο καθότι πέθανε μόνη. Του στοίχισε, όπως μου είπε σε εκείνες μας τις βραδινές κουβέντες. Του στοίχισε ο θάνατος της γιαγιάς γιατί εκτός της αγάπης που της έτρεφε, την ένιωθε σα την καλοσύνη την ίδια. Μια μετριοφροσύνη αγκαλιασμένη με την ανυπαρξία υστεροβουλίας. Ήταν η παιδικότητα η ίδια αυτή η γιαγιά. Με αυτό της το τελευταίο ταξίδι η γιαγιά πήρε μαζί της όλα αυτά και ο φίλος μου έπρεπε να ψάξει να την συναντήσει ξανά. Πήρε μαζί της αυτόν τον ήχο και άφησε όλους τους υπόλοιπους για να τη θυμάται κανείς. Όπως τα χρατς και χρούτς από το ξεχειλωμένο της φιλέ στην προσπάθεια της να βολέψει τη κόμη της, όπως το κουδούνισμα από τα φοντάν μέσα στο ξύλινο μπολ των κερασμάτων που ακόμα και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, διατηρεί το σοκολατένιο άρωμα των λιχουδιών που έκρυβε. Μου έλεγε ότι όποτε σήκωνε το καπάκι αυτού του άδειου πλέον δοχείου, ήταν σα να άκουγε και πάλι εκείνο το κουδούνισμα. Μετά, αρώματα σκόρπιζαν μέσα στις καλά φυλαγμένες του μνήμες έως ότου έκλεινε και πάλι το καπάκι. Το κουδούνισμα ήταν η εντονότερη μνήμη γιατί έφερνε μπροστά του και πάλι τη γιαγιά που αγάπησε, κραδαίνοντας μπροστά του τα κεράσματα και λέγοντας του έτσι ότι μπορούσε να φάει όσα ήθελε. Είχε πολλά και απόδειξη αυτού ήταν ο ήχος από το σοκολατοκουδούνισμα.
Τώρα θα με ρωτήσεις τι σχέση μπορεί να έχει ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου με όλα αυτά. Θα έλεγα αρχικά ότι αυτή είναι μια δίκαιη ερώτηση αλλά δε θα ήθελα αυτός ο ενικός που ξεκινήσαμε να είναι και η αφορμή για μια τέτοια ανυπομονησία. Όπως και να έχει πάντως οφείλω μια απάντηση. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του σπιτιού των παππούδων του θα αναφέρω ότι από τα δυο δωμάτια στα οποία οδηγούσε ο διάδρομος το ένα λειτουργούσε ως υπνοδωμάτιο ενώ το άλλο ως καθημερινό. Εκεί βρίσκονταν ο παλιός καναπές, η ασπρόμαυρη τηλεόραση, η κλεισμένη στη μέση ροτόντα και δύο ξύλινες καρέκλες επενδυμένες με πράσινο βελουτέ ύφασμα. Σε αυτό το δωμάτιο βολεύονταν και αυτός, καθισμένος στη μια καρέκλα, κάνοντας πέρα δώθε τις πατούσες του, που ακόμα δεν έφταναν στο πάτωμα, μασουλώντας τα κεράσματα του. Αυτό το δωμάτιο είχε επίσης και δυο ζευγάρια μάλλινα πατάκια για τους καλεσμένους τα οποία ήταν παρκαρισμένα στην είσοδο του δωματίου, εκεί δηλαδή ακριβώς που ξεκινούσε το παρκέ. Άψογα συντηρημένο λουστραρισμένο ξύλινο πάτωμα το οποίο με την πρώτη επίσκεψη του παππού στην τουαλέτα μετατρεπόταν σε ένα έξοχο παγοδρόμιο. Με το που έκλεινε ο παππούς την πόρτα, αυτός με ένα πήδο βρισκόταν από την καρέκλα στα μάλλινα πατάκια. Αυτή ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή της επίσκεψης . Η γιαγιά τις περισσότερες φορές τον κοίταζε και είτε δεν έλεγε τίποτε ή ίσα που κατάφερνε να ψελλίσει ένα «πρόσεχε βρε». Δεν ήθελε να του κόψει τη φόρα και τη χαρά. Τον έβλεπε να τρέχει στο διάδρομο για να πάρει φόρα, να καβαλάει τα πατάκια και να τσουλάει ως την άλλη άκρη του δωματίου για να επιστρέψει και πάλι στην αφετηρία με την ίδια μέθοδο. Ένα ταχύτατο πέρα δώθε που εκτυλισσόταν παράλληλα με την εκτόνωση της συχνοουρίας του παππού. Έως τη στιγμή που ένας ήχος από καζανάκι θα παρέσερνε μαζί του στη δίνη της λεκάνης και το αναψοκοκκίνισμα του πατιναρίσματος. Πηδούσε πίσω στην καρέκλα σαν καλό και άγιο παιδί λοξοκοιτάζοντας στην πλευρά του διαδρόμου τον παππού να σηκώνει το φερμουάρ του παντελονιού του σιγοψιθυρίζοντας ναυτικές βρισιές. Σιχτίριζε την τύχη του να πρέπει να βγάζει θάλασσες ούρων κάθε ώρα στερώντας του έτσι τις ειδήσεις και τις σειρές που χάζευε στην τηλεόραση. 
Μια μέρα που έκανε την επίσκεψη του μετά το σχόλασμα του σχολείου, ο παππούς έλειπε για ψώνια στη λαϊκή. Αυτή ήταν και η μέρα του τελευταίου του πατινάζ πάνω στο παρκέ. Με το που του είπε η γιαγιά ότι ήταν μόνη της αυτός έκανε σαν αφηνιασμένο άλογο. Ούτε τα κεράσματα δε πρόλαβε να φάει. Πήγε τρέχοντας μέσα στο καθιστικό και καβάλησε τα πατάκια. Απαντούσε σκόρπια ναι και όχι στις ερωτήσεις τις γιαγιάς και προσπαθούσε να σπάσει το φράγμα του ήχου. Και με το ποδήλατο είχε αυτό το χούι. Δεν υπήρχε κατηφόρα στη γειτονιά που να μη την είχε γλύψει με το ποδήλατο του. Με το παρκέ όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν πιο γλυκιά η ταχύτητα και αυτό ίσως συνέβαινε λόγω του παράνομου και μιας σιωπηρής συνομωσίας με τη γιαγιά του. Ήταν και η λάμψη του βερνικιού που την τόνιζε το φώς που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στη μια και μοναδική βεράντα του σπιτιού. Ήταν σχεδόν μαγικό. Εκείνη τη μέρα λοιπόν η ταχύτητα του πατινάζ ήταν μεγαλύτερη από την ικανότητα που είχε να φρενάρει. Συνήθως σταματούσε τοποθετώντας το σώμα του πλάγια ή βάζοντας τα χέρια του στην μπαλκονόπορτα ή στον τοίχο. Αυτή τη φορά όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο αποφάσισε να μην εφαρμόσει καμία από αυτές τις τεχνικές θεωρώντας ότι μπορούσε να φρενάρει έτσι όπως φρέναρε ένα κορίτσι στο σχολείο του που έκανε πατίνια, τοποθετώντας κάθετα τα πέλματα της και επιτρέποντας έτσι στο λάστιχο που είχαν τα πατίνια μπροστά να ακουμπήσει στο έδαφος. Η αλήθεια είναι ότι χρόνια μετά αυτό του φαινόταν πολύ χαζή ιδέα γιατί όπως και να το κάνουμε άλλο το πατίνι και άλλο το πατάκι από μαλλί. Το ατυχές ήταν ότι η φαεινή ιδέα του ήρθε στην κατεύθυνση προς την μπαλκονόπορτα η οποία για καλή του τύχη είχε φτιαχτεί με τον τρόπο που φτιάχνοντας στα τότε χρόνια οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα. Με μόνο κρύσταλλο. Πρώτα ακούμπησε το κούτελο του πάνω στο τζάμι, μετά πέρασε η μύτη του και στη συνέχεια ακολούθησαν χέρια, πόδια και σώμα. Ένα καταπληκτικός, συνεχόμενος ήχος από αλλεπάλληλες θραύσεις κρύσταλλου με τη συνοδεία της κραυγής της γιαγιάς του ήταν αυτό που του έμεινε από αυτή τη μέρα. Ένα σύντομο ιδιότροπο μουσικό απόσπασμα της ζωής του που τέλειωσε μόνο αφού αυτός έφτασε να κρέμεται από την κουπαστή του μπαλκονιού της γιαγιάς, ευτυχώς από τη μέσα του πλευρά. Το σημάδι κάτω από το δεξί του φρύδι του θύμιζε αυτή τη μέρα αλλά μετά από λίγο καιρό δε του έδινε σημασία. Δε θυμόταν καν ότι είχε ένα τέτοιο σημάδι. Η μελωδία όμως του τζαμιού που έσπαγε σε μεγάλα και μικρά κομμάτια ήταν αυτό που δε ξέχασε ποτέ στη ζωή του. Μια απειρία από πρίμες νότες που παράγονταν από διαφορετικών διαστάσεων σπασμένο κρύσταλλο, με πιο πρίμα αυτήν της γιαγιάς του.
Μετά από αυτό η γιαγιά του δε ξανάβαλε ποτέ πατάκια στο σπίτι και ήταν σαν όλη η χλομάδα που είχε το πρόσωπο της εκείνη τη μέρα να έπεφτε σιγά σιγά πάνω στο παρκέ, θαμπώνοντας το μέρα με τη μέρα. Από τότε ήταν που και η συχνοουρία του παππού του βελτιώθηκε γιατί η δύναμη να μην αφήσει μόνο τον εγγονό του να αλωνίζει στο σπίτι ήταν ισχυρότερη από την πίεση της κύστης του. 
.
Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1972. Έχει αποφοιτήσει από το τμήμα επιχειρησιακής έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και έχει εργαστεί σε διάφορες εταιρίες ενώ αυτή τη στιγμή απασχολείται σε κατασκευαστική εταιρία ως ελεύθερος επαγγελματίας. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή μικρών διηγημάτων και ποιημάτων κουσούρι που του έμεινε από τα φοιτητικά του χρόνια που λάτρευε να χτυπάει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του πατέρα του.
[ ιστολόγιο ] [ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Απ΄την αρχή χτίζονται τα όνειρα... του Δημήτρη Κολιδάκη *

http://www.onestory.gr/post/25321390914

_ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΧΤΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ…

του Δημήτρη Κολιδάκη *
.
Το ποτάμι. Αυτό είναι… Αυτό που τρέχει. Το ανυπόμονο, το βιαστικό. Του νερού… Λάθος! Του χρόνου. Του ανυπόμονου και του ατίθασου. Του ασαγήνευτου και του ψυχρού. Εκτελεστής; Το ψυχρό» τίποτα άλλο δεν μπορεί να είναι. Δήμιος. Επάγγελμα κι αυτό! Υπάρχουν και χειρότερες δουλειές. Βέβαια! Καταδότης. Ουδέτερο με ουσιαστικό. Μπέρδεμα… Δε βαριέσαι. Ξεκινάς και όταν σταματάς για να ανασάνεις είσαι ήδη στα μισά. Στο μεσόδρομο. Και μετά; Και μετά συνεχίζεις με κάτι λίγα ακόμα «καύσιμα». Και κάθε τόσο κοιτάς τα λάδια, τα νερά, τον αέρα στα λάστιχα τα φθαρμένα. Τον «αέρα» στα μυαλά. Στα δικά σου, στων άλλων… Αυτά αν χάσουν δεν γεμίζουν κι αν φουσκώσουν παραφουσκώνουνε. Τίποτα με μέτρο, τίποτα με ζύγι. Που να το βρεις εξ’ άλλου! Ο ένας βγάζει λειψό τον άλλονα. Κανένας σωστός για τον απέναντι και κανένας «απέναντι» όπως τον θέλεις. Και από ψυχοσύνθεση ένα μπέρδεμα. Κουβάρι ξαμολημένο στο δρόμο. Στον έναν από τους πέντε και που να το μαζέψεις. Πού και πώς! Σε παίρνει από κάτω στις ανηφόρες, Σε ανεβάζει στις κατηφόρες… Γιατί έχει και κατηφόρες. Κάποτε χάραξες και συ κάποιους δρόμους, Όταν αντέχανε τα χέρια, όταν βαστάγανε τα πόδια, όταν τα εργαλεία ήτανε ελαφριά στο βάσταγμα. Τότε! Τα μονοπάτια έτσι γίνονται. Τραβάς μπροστά κι ακολουθάνε κάποιοι κι από πίσω. Στα καλά καμωμένα… στα κακά καμωμένα. Εκεί, στα δεύτερα, τους πας στο γκρεμό σου. Στα πρώτα τους φτάνεις στο ξέφωτο. Στη κορφή για ν’ αγναντέψουνε… στο ποτάμι για να ακούσουνε τη μουσική του. Άρπας, κιθάρας κυματισμοί. Φλογέρας ίσως; Μπα… οι νότες είναι ίσες εκεί. Άλλο το φυσηχτό. Διαφορετικό. Βουκολικό. Η χορδή είναι πιο γλυκιά, πιο συναισθηματική. Δεν έχει λέξεις, κουβέντες πολλές. Δεν ξεφεύγεις εύκολα. Χαϊδέματα που γεννάνε συναίσθημα. Πως λέμε «οι χορδές της καρδιάς»! Εκεί μπήκανε οι χορδές και βγάζουνε ακούσματα αιθέρια όταν τα ακουμπίσματα είναι… Άλλο το βιολί και άλλο η τρομπέτα. Καλό και το δεύτερο αλλά σαν το πρώτο…! Άλλο η κραυγή κι άλλο το ψιθύρισμα! Κουβέντα δεν είναι κι ο «ψίθυρος»; Στα ίσια χτυπιέται ο στόχος… στην ευθεία. Οριζόντια ή κάθετα. Αλλιώς πάμε στο «κατά λάθος». Σε υπολογισμούς ατέλειωτους. Και η ζωή άμα τη βάλεις κάτω, πέντε υπολογισμούς σα χρόνος είναι. Πέντε! Σα να βρίσκεσαι σε βαγόνι και να τραβάς! Μέχρι να δεις έξω απ’ το παράθυρο, μέχρι να πάρεις στα πεταχτά έναν ύπνο ήρθε η ώρα να κατέβεις. 
Αξίζει; Αξίζει γιατί όλο και κάτι θα πάρεις! Όλο και κάτι θα δώσεις.
Το ‘δε στο σταμάτημα το τελευταίο, ότι η ανηφόρα ήτανε μεγάλη, κουραστική. Ό,τι περπάτησε περπάτησε. Στρατής και ζωή αντάμα πάντα. Το όνομα βλέπεις! Με όλα μέσα. Με το δάκρυ, με το γέλιο, με τη σκόνη στο μέτωπο. Με όλα! Με τους τριγύρω π’ ακολουθάγανε και με άλλους που παρατήσανε. Απ’ τη κούραση, από ξεστράτημα. Που τον παρατήσανε. Είχε κι απ’ αυτούς. Δεν το ‘θελε αυτός… το θελε ο Άλλος. Ο πιο ψηλά! Εκείνος ήξερε καλύτερα. Έτσι θα ‘τανε. Δεν το ‘ψαξε και πολύ ο Στρατής. Του ‘μεινε ο Θανάσης μόνο. Και ‘κείνος –ο Θανάσης- ξεκίναγε τα δικά του χαράγματα. Καιρός ήτανε. Καλός ήτανε!
-Ξέρεις παιδί μου… Σαν κάτι να ‘δε ο γιος. Σαν κάτι ανήσυχο, της τρικυμίας!
-Τί είναι πατέρα; 
Έβαλε τα κλάματα ο Στρατής. Και πάνω στο δάκρυ έκανε μια κι έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού με το τετράφυλλο να κρέμεται. Του ‘πιασε το χέρι, άνοιξε τη παλάμη ακούμπησε πάνω την αρμαθιά και του ‘σφιξε τα δάχτυλα σφιχτά γύρω της. Για να μην έχει επιστροφή στο δόσιμο, στο χάρισμα.
-Δικό σου το τιμόνι πια!
-Θα το φροντίσω πατέρα σαν και σέν…
-Να το γκρεμίσεις, Θανάση. Μπάζει! Η γη μετράει κι όχι η πέτρα. Απ’ την αρχή χτίζονται τα όνειρα. Απ’ την αρχή κι οι ευτυχίες. Από τη μέση μόνο τα μισά ξεκινάνε. Μόνο!
-Και συ; Και εμείς; Που θα μείνουμε;
Απόκριση δε δόθηκε. Δε μίλησε κανείς μόνο κάτσανε απόμερα -πατέρας και γιος- και κοιτάζανε τους τοίχους τους γκρίζους. Στη ρίζα ασβέστης από το Πάσχα. Μεγάλωσε-πάλιωσε. Το ντουβάρι. Όλα μεγαλώσανε… και τα κορμιά. Το ένα. Όταν κάτι τελειώνει κάτι άλλο αρχίζει. Όχι πάνω στο παλιό. Όχι. Το καινούργιο στο παλιό… παλιό είναι. Την έκανε τη δουλειά του… μετά απλά υπάρχει. Εκτός κι αν δεν το τελειώσεις. Δεν θέλεις να το τελειώσεις. 
Γιατί μετά απλά… θα «υπάρχει»!
.
Ο Δημήτρης Κολιδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα με καταβολές από την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Σπούδασε Ναυπηγική, Διοίκηση Επιχειρήσεων καθώς και Ελληνκό Πολιτισμό. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει εκδόσει δύο μυθιστορήματα: «Η λάμψη μιας αλλιώτικης ζωής» και «Ο ΨΙΘΥΡΟΣ είναι ένα ατέλειωτο μυστικό…». Γραπτά του έχουν αποτυπωθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Έχει διακριθεί σε Διεθνής και Πανελλήνιους διαγωνισμούς αναγνωρισμένων λογοτεχνικών φορέων στον τομέα του Διηγήματος.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις