Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Η Ανακάλυψη... του Σωτήρη Κανελλόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/26027266627

 _Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ…

του Σωτήρη Κανελλόπουλου *
.
Μα πού είσαι παιδί μου;
-Δεν με ακούς μωρό μου;
Οι ανήσυχες φωνές, ταυτόχρονες από δυο ξεχωριστές πλευρές, γέμισαν τον χώρο με τη συγκρατημένη αλλά φανερή αγωνία των μεγάλων που έχασαν για λίγο έστω τον έλεγχο των παιδιών τους.
Παρόλο το χαμόγελο που στολίζει τα πρόσωπα που φάνηκαν να πλησιάζουν• οι μεγάλοι ξέρουν να κρύβουν τις σκέψεις τους όταν το θελήσουν…
Τα δυο παιδικά μουτράκια κοιτάχτηκαν χαμογελαστά• συνεννοήθηκαν.
Θα ήταν η δική τους ανακάλυψη.
Είχαν βρει το μόνο πράγμα χωρίς όνομα! Και δεν θα μοιραζόντουσαν το μυστικό τους με κανέναν άλλον.
Τι κι αν, στα πέντε τους χρόνια, οι μεγάλοι δεν τους είχαν ικανούς για τίποτα…
Αυτοί, λίγο πριν, εκεί, είχαν κάνει τη μεγάλη τους ανακάλυψη.
Την κατάδική τους ανακάλυψη.
Μόλις είχαν βρει το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν έχει όνομα.
Έτσι το βάφτισαν οι εμπειρίες των πέντε τους χρόνων…
Δειλά και φοβισμένα γύρισαν προς το μέρος των μαμάδων, μα λίγο πριν απομακρυνθούν οριστικά, άπλωσαν τα τόσο δα χεράκια τους και ίσα που άγγιζαν τα ακροδάκτυλά τους. Δείκτης με δείκτη κάθε χεριού.
-Τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν,
-Τα αγόρια δεν καταλαβαίνουν τίποτα,
δυο σκέψεις που ταξίδεψαν στο χώρο και τον χρόνο καθώς τα παιδικά κορμάκια χάθηκαν στις μητρικές αγκαλιές.
Ποιος ξέρει αν θα ξανασυναντηθούν;
Τα καλοκαίρια περνούν, οι χειμώνες φέρνουν κρύα, η Άνοιξη στολίζει τη φύση, τα παιδιά μεγαλώνουν οι κόσμοι τους αλλάζουν, τα σχολεία φροντίζουν τα όρια να είναι μετρημένα και τα όνειρα να βγαίνουν από τα σωστά καλούπια.
Ο έρωτας, νέες ανακαλύψεις καθώς τα σώματα γίνονται εργαλεία για πειράματα, ο ουρανός κι η γη κλεισμένοι πια σε φωτισμένες λεωφόρους και απόμερα δρομάκια, τα κορμιά αχόρταγα ζητούν την προλακτίνη να γεμίζει τα κύτταρα τους με κάθε ευκαιρία.
Οι παιδικές ανακαλύψεις γίνονται μακρινές αναμνήσεις που άλλοτε φέρνουν τρυφερό χαμόγελο άλλοτε μικρές ντροπές.
-Μου αρέσεις
-Σε θέλω.
Τι σημασία έχει το ποιο στόμα μίλησε πρώτο…
Και πώς.
Λίγο μετά, κορμιά όρθια, ακουμπισμένα στον κορμό του δέντρου, παντελόνι κατεβασμένο, φούστα -ευτυχώς καλή επιλογή για απόψε-, ανεβασμένη, πόδι με δωδεκάποντο τακούνι, τυλιγμένο φίδι γύρω από τη μέση του, τα βογκητά κι αναστεναγμοί μαζί με την κοφτή ανάσα και το λαχάνιασμα να σμίγουν με τις δονήσεις της μουσικής που βρυχάται από τα μπάσα των ηχείων.
Λίγωμα πριν από το τέλος, κραυγές κι αναστεναγμοί, λύσιμο των κορμιών και των συναισθημάτων.
-Πώς σε λένε; ταυτόχρονη ερώτηση.
Ξάφνιασμα και γέλιο.
-Πώς το λένε, πες καλύτερα, η ξεθωριασμένη ανάμνηση μιας παλιάς ανακάλυψης, που έρχεται απρόσμενα να σταθεί εκεί εμπρός, βγάζοντας περιπαιχτικά τη γλώσσα.
-one night stand
-πήδημα
-γαμήσι
ο καταιγισμός των λέξεων.
Λες να έχει σημασία από ποιον η κάθε μια;
Γέλια.
-Τα λέμε.
Πεταχτό φιλί και μεταβολή.
Λίγο πριν το οριστικό αντίο, -μα πως να δώσεις το χέρι σου σαν σε καθώς πρέπει γνωριμίες;- ένα άγγιγμα δείκτη με δείκτη των απλωμένων χεριών, μπορεί να ορίζει και μια ανομολόγητη επιθυμία.
Επιστροφή της, στον κόσμο τής μουσικής. Άναμμα τσιγάρου, λίγο ποτό στα χείλη να τα ποτίσει για να ανθίσει κι άλλο εκεί η ηδονή. Παράδοση στα κύματα των ήχων.
Επιστροφή του στη σέλα της μηχανής, τέρμα τα γκάζια, ελιγμοί ανάμεσα στα φώτα της νύχτας. Προορισμός ο δρόμος.
Οι κραδασμοί του μοτέρ μεταφέρονται στο σώμα που έχει κολλήσει στο μέταλλο της μηχανής και ψάχνει τη συχνότητα των δονήσεων της φύσης.
Οι ήχοι από τα ηχεία, κραδασμοί στο κορμί που θέλει να χαλαρώσει, -ενώ ταυτόχρονα ζητάει παράταση της ηδονής αιώνια, όχημα για τη μεταφορά του στις δονήσει της φύσης.
Συντονισμό να το πεις; Αιθέρα που συναρμόζει αενάως δονήσεις σωμάτων ασωμάτων και ψυχών;
-Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
-Οι γυναίκες είναι στον κόσμο τους.
Ταυτόχρονη σκέψη.
Η αίσθηση του πριν λίγη ώρα αγγίγματος των ακροδακτύλων, πλημμύρα συναισθημάτων.
Η λάμψη φωτίζει την ανακάλυψη.
Το μόνο πράγμα που δεν έχει όνομα!
Τα καλοκαίρια κάποτε τελειώνουν.
Αν μη τι άλλο, χρειάζεται να προετοιμαστείς για να αντιμετωπίσεις με αξιοπρέπεια, τον χειμώνα που έρχεται.
Στητός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να μπορούν να σηκωθούν από τη γη, ακολουθεί υπάκουα τη διαδρομή που το σταφιδιασμένο χέρι της, τού ορίζει.
Κι αμίλητος. Με το βλέμμα άδειο.
Τα λίγα μαλλιά κάτασπρα, τα γένια μερικών ημερών, χωρίς καμιά περιποίηση από το χέρι που μάλλον δεν ξέρει πια πώς να το κινήσει.
-Κάθισε και περίμενε. Είπα εγώ τι να σου κάνουν. Εντολή και συνάμα μητρικό σχεδόν ενδιαφέρον, από τη συνοδό του, σύντροφο ζωής μάλλον, λίγο πριν εκείνη ανοίξει την πόρτα και ακολουθήσει τις δικές της διαδρομές.
Το βλέμμα πάντα απλανές. Ακόμα κι όταν το χέρι του τεχνίτη κάνει μασάζ με τη σαπουνάδα στο άνυδρο μάγουλο.
Κανείς ήχος. Μόνο εκείνος της λάμας που απομακρύνει τις τρίχες από το απαθές πρόσωπο.
Και της μηχανής που καθαρίζει τον σβέρκο.
Πόσα φιλιά να έχει δεχτεί αυτό το πρόσωπο;
Πόσα γυμνά μπράτσα να τυλίχτηκαν γύρω από αυτόν τον σβέρκο;
-Έτοιμος! η φωνή του μπαρμπέρη, ανακοινώνει τη λήξη των εργασιών.
-Πάμε, η φωνή της γυναίκας, που τώρα βλέπεις κι εσύ μέσα από τον καθρέφτη.
Αλήθεια πότε γύρισε; Αφού την είδες να φεύγει. Πώς ήξερε ποια ώρα ακριβώς να γυρίσει;
Λίγο πιο μετά, οι δυο τους, στον δρόμο πλάι στις γραμμές του τραμ• το βαρύ όχημα ξεκινάει από τη στάση.
Αυτός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να καταφέρνει να τα σηκώσει από τη γη, έχει αφεθεί να τον οδηγεί αυτή, η λιπόσαρκη, με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τον σταφιδιασμένο λαιμό.
Καθώς το τραμ περνάει από δίπλα τους, το χέρι του απομακρύνεται λίγο από το χέρι της, τόσο που ίσα τα ακροδάκτυλα, δείκτης με δείκτη, να ακουμπούν.
-Οι άντρες είναι πάντα παιδιά, μουρμουρίζει εκείνη προσπαθώντας να του πιάσει σφιχτά προστατευτικά μα και συνάμα τρυφερά το χέρι.
Κάτι σαν χαμόγελο, φάνηκε να σχηματίζεται στο πρόσωπο εκείνου καθώς οι ρόδες του συρμού πάνω στις γραμμές τους, μοιάζουν να χτυπούν στον ρυθμό:
-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…
μέχρι που το βαρύ όχημα χάνεται πίσω από τον κοκκινωπό όγκο της εκκλησιάς, γλιστρώντας πάνω στις γραμμές της προκαθορισμένης τροχιάς του που το φέρνουν πίσω στην αφετηρία…
.
Ο Σωτήρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε μεγάλωσε και γερνάει στην Αθήνα. Έκανε σπουδές περί τα οικονομικά, τη μηχανολογία, την πληροφορική και άλλα,  για να  ταλαιπωρήσει τελικά τις μετέπειτα από αυτόν γενιές, επιλέγοντας να υπηρετήσει την επαγγελματική εκπαίδευση. Κείμενά του έχει εμφανίσει στα blog που κατά καιρούς έχει στήσει. Γράφει όποτε έχει διάθεση. Ξεκίνησε να γράφει, κυρίως για να ισορροπήσει τα έξω με τα εντός του.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού του Τριαντάφυλλου – Αλέξανδρου Κουτρούλη *

http://www.onestory.gr/post/26094353911

_Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

του Τριαντάφυλλου – Αλέξανδρου Κουτρούλη *
.
Σκαλίζω τα πράγματα στο γραφείο μου. Ψάχνω να βρω ν’ ακούσω λίγη μουσική, να με χαλαρώσει. Ένα cd πέφτει από τα χέρια μου και καταλήγει στο πάτωμα. Το σηκώνω και βλέπω ένα άγνωστο γραφικό χαρακτήρα, να έχει γράψει πάνω «Μην ξεχάσεις ποτέ».  Το κοιτάω περίεργα, προσπαθώντας να θυμηθώ πως βρέθηκε εδώ, αλλά η μνήμη μου δεν είναι διατεθειμένη να με βοηθήσει απόψε.
«Ας τ’ ακούσουμε» σκέφτομαι, ενώ μ’ έχει φάει η περιέργεια να δω τι έχει μέσα και σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος μου το είχε δώσει. Το βάζω στο στερεοφωνικό, που μ’ ενημερώνει ότι έχει μόνο δύο κομμάτια μέσα. «Περίεργο» είπα σιωπηλά στον εαυτό μου.
Η μουσική ξεκίνησε να παίζει και εκείνο το «περίεργο» άρχισε να γίνεται «παράξενο» καθώς άκουγα το Ederlezi του Bregovic. Είχα χρόνια να τ’ ακούσω, εκ πεποιθήσεως, μου έφερνε άσχημες αναμνήσεις εκείνο το κομμάτι. «Ας είναι» μονολόγησα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έκλεισα τα μάτια μου, ακριβώς για μια στιγμή…
Άκουσα πυροβολισμούς κι ερπύστριες αρμάτων να τρίζουν. Φωνές και κόσμο να ουρλιάζει. Πανικό. Προσπάθησα να καταλάβω από πού έρχονται, αλλά δεν καταλάβαινα. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα μπροστά μου ένα πεντάχρονο παιδί, να κάθεται μπροστά σε μία τηλεόραση. Να παρακολουθεί, οκλαδόν στο πάτωμα, τις ειδήσεις των έξι. «Πόλεμος!» φώναξα τρομαγμένος κι έτρεξα στο παράθυρο να δω τι γίνεται έξω, μα όλα ήταν ήσυχα. Ήταν ακόμη ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο απόγευμα.
Γύρισα πίσω στην τηλεόραση για να καταλάβω τι γίνεται και διάβασα τους τίτλους των ειδήσεων. «Πόλεμος στο Σαράγεβο» έγραφε κι όσο κι αν ήθελα ν’ ακούσω τους δημοσιογράφους, όσο κι αν μ’ έκαιγε να παρακολουθήσω το πολεμικό ρεπορτάζ, οι πυροβολισμοί και η μουσική δεν μ’ άφηναν να το κάνω.
«Τι γίνεται μπαμπά;» ρώτησε το παιδάκι κάποιον και γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω κοιτάζοντας τον. Γύρισα κι εγώ κι είδα έναν άντρα, όχι πολύ μεγαλύτερο από εμένα, να κάθεται σ’ ένα καναπέ και να παρακολουθεί τις ειδήσεις. «Πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος.
Ήθελα να ρωτήσω, να καταλάβω γιατί ήμουν εκεί, γιατί τα έβλεπα όλα αυτά, μα η μόνη απορία που είχα, ήταν ακριβώς η ίδια με του παιδιού που καθόταν δίπλα μου. «Γιατί μπαμπά;»
«Οι άνθρωποι πολεμούν για την ελευθερία τους παιδί μου» μας απάντησε εκείνος.
«Γιατί; Τους έχουν στην φυλακή;» ρώτησε ο μικρός κι εκείνη την στιγμή δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω. Ή αν θα έπρεπε να εξηγήσω στον μικρό γιατί υπάρχει ο πόλεμος.
«Όχι παιδί μου. Δεν τους έχουν φυλακή. Απλά οι άνθρωποι εκείνοι, θέλουν να ζήσουν στην χώρα τους ελεύθερα, χωρίς να έχουν άλλους πάνω από το κεφάλι τους» απάντησε ο πατέρας του μικρού, όσο πιο απλά μπορούσε.
«Και γιατί εκείνοι οι άνθρωποι κάθονται εκεί μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός δείχνοντας την τηλεόραση.
«Γιατί δεν θέλουν να υπάρχει πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος κι εγώ γύρισα να δω τους Βόσνιους που διαδήλωναν. Η τηλεόραση έδειχνε πλάνα από την πολιορκία του Σαράγεβο και ο εκφωνητής ανακοίνωνε πως οι νεκροί αυξάνονταν καθημερινά.
«Τι σημαίνει σκοτώθηκαν μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός με πείσμα, προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται σ’ εκείνο το κουτί απέναντί του.
«Πέθαναν παιδί μου» απάντησε ο πατέρας του παιδιού λιτά. Ο μικρός δεν το καταλάβαινε. Δεν μπορείς πραγματικά να συνειδητοποιήσεις την δύναμη αυτής της λέξης αν δεν έχεις νιώσει κάποια προσωπική απώλεια.
«Δηλαδή μπαμπά;» συνέχισε ο μικρός.
«Πήγανε στον ουρανό» απάντησε ο πατέρας του.
«Γιατί; Ήταν κακοί άνθρωποι;» ρώτησε πάλι ο μικρός.
«Είσαι μικρός για να καταλάβεις. Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος, δεν πρέπει να γίνεται. Μερικές φορές δεν υπάρχουν άλλες λύσεις. Είναι όπως μαλώνω εγώ με την μαμά» απάντησε ο πατέρας του και η μουσική άλλαξε σε κάτι ακόμη πιο παράξενο και περίεργο.
Ένα τραγούδι που είχα ξανακούσει παλιά, μία, ίσως και δύο φορές, μαζί με κάποιο γνωστό όταν είχαμε πιάσει μια παρεμφερή συζήτηση. Ένα παλιό φίλο που τα είχε ζήσει από κοντά και μου το είχε μεταφράσει. Μα δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε τον τίτλο του τραγουδιού, ούτε τι ακριβώς έλεγε. Μιλούσε για τον πόλεμο και τα πρώτα θύματα, για μια κοπέλα, την πρώτη νεκρή του πολέμου.
«Και μια είδηση που μόλις τώρα μας ήρθε» ανακοίνωσε ο εκφωνητής του δελτίου ειδήσεων και η εικόνα άλλαξε απότομα. «Ελεύθεροι σκοπευτές σκότωσαν ένα ζευγάρι που προσπάθησε να βγει απ’ το Σαράγεβο». Η τηλεόραση άρχισε να δείχνει εικόνες από ένα νεκρό ζευγάρι πάνω σε μια γέφυρα, κι ο μικρός το κοιτούσε παραξενεμένος, ίσως και να νόμιζε πως εκείνα τα δυο παιδιά που ήταν πεσμένα κι αγκαλιασμένα στο δρόμο κοιμόντουσαν και κάποια στιγμή θα ξυπνούσαν.
Κι εγώ βρέθηκα, μέσα σ’ ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, να κλαίω και να βλέπω ξανά εκείνες τις εικόνες. Να αναρωτιέμαι, γιατί πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι μ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες άλλων ανθρώπων;
«Κλείσε την τηλεόραση, βλέπει το παιδί» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα στο χώρο.
«Να βλέπει, να μαθαίνει. Τι θα κάνει αύριο – μεθαύριο, όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι; Τι θα κάνει όταν θα τον κάνουν σκλάβο;» απάντησε ο πατέρας του παιδιού και έβλεπα τον μικρό να έχει κολλήσει στην τηλεόραση, να προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλουδάκι του όλα αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο.
«Κλαίς;» άκουσα μια φωνή στ’ όνειρό μου κι οι πυροβολισμοί μαζί με το πολεμικό ρεπορτάζ σταμάτησαν απότομα. Μόνο η περίεργη εκείνη μουσική, με τους άγνωστους στίχους παρέμεινε. Τους στίχους που άρχισαν να βγάζουν νόημα.
«Πρέπει να με πήρε ο ύπνος» απάντησα στην γυναίκα μου, που με κοιτούσε απορημένη.
«Μα καλά, τι ακούς;» με ρώτησε απευθυνόμενη στην μουσική, την ώρα που προσπαθούσα να σκουπίσω τα δάκρυά μου και να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Πού ξέρω;» της απάντησα. «Βρήκα ένα cd και το έβαλα να παίξει. Βοσνιακά δεν είν’ αυτά;»
«Ναι, Βοσνιακά είναι. Δεν ήξερα ότι η μουσική σου παιδεία φτάνει μέχρι εκεί καλέ μου» μου απάντησε χαμογελώντας κι άρχισα να θυμάμαι που το είχα βρει εκείνο το cd. Ήμουν με τον φίλο μου, τον Κριστιάν που έζησε τον πόλεμο από κοντά, πιτσιρικάς τότε, μου ‘χε αφηγηθεί τα γεγονότα από την σκοπιά του πιτσιρικά.
Η Ναταλία απέναντί μου γέλασε και έβγαλε το cd από το στερεοφωνικό. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε. «Μην ξεχάσεις ποτέ;» με ρώτησε.
«Μην ξεχάσεις ποτέ» της απάντησα και ήρθε στην αγκαλιά μου.
«Δεν είναι δικά σου γράμματα αυτά Βασίλη. Ποιος το έγραψε;» με ρώτησε χαμογελαστά.
«Ένας φίλος» της απάντησα.
«Τι σε πιάνει τώρα;» με ρώτησε ανήσυχη.
«Δεν με πιάνει κάτι κορίτσι μου. Απλά θυμήθηκα πολλά με αυτή τη μουσική. Άκουγα πυροβολισμούς στον ύπνο μου, άκουγα ερπύστριες να τρίζουν, κόσμο να φωνάζει, κραυγές, ουρλιαχτά» της απάντησα.
«Βασίλη, δεν έζησες εδώ, δεν ξέρεις πως ήταν τα πράγματα τότε. Γιατί αναλώνεσαι σε μια κατάσταση που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ ξανά;» με ρώτησε.
«Μπορεί να μην ήμουν εδώ, αλλά τα έζησα μέσα από ένα μεγάλο τετράγωνο κουτί, που λέγεται τηλεόραση» της απάντησα κι εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα πως ο πιτσιρικάς στ’ όνειρό μου ήμουν εγώ. Κι ο πατέρας μου, ήταν τότε, λίγο μεγαλύτερος από εμένα τώρα. Τι να μου έλεγε και τι να μου εξηγούσε; Πως ο κόσμος πεθαίνει για τα ιδανικά του και για τις αξίες του; Πράγματα που ένας πεντάχρονος δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ.
«Τι σκέφτεσαι τώρα κι είσαι έτσι;» με ρώτησε η Ναταλία.
«Έβλεπα τον πατέρα μου στον ύπνο μου και τον εαυτό μου όταν ήμουν πέντε κι έβλεπα μπροστά μου τον πόλεμο. Στην τηλεόραση» της απάντησα.
«Μα δεν ήσουν πέντε τότε» μου είπε.
«Όνειρο ήταν κορίτσι μου. Κοιμήθηκε το ζιζάνιο;» την ρώτησα.
«Ναι, αφού μου έβγαλε την ψυχή, κοιμήθηκε» μου απάντησε γελώντας.
«Τι θα της πω ρε Ναταλία, αύριο – μεθαύριο; Πώς θα της μιλήσω για πόλεμο; Για νεκρούς; Για άρματα και στρατούς; Για ιδεολογίες και για την ιστορία;» την ρώτησα και ένιωθα τα μάτια μου να ξαναγεμίζουν με δάκρυα.
«Όταν κάποτε έρθει ο καιρός θα της πεις όσα πρέπει να της πεις. Και να είσαι σίγουρος ότι θα διαμορφώσει την δική της γνώμη για όλα αυτά. Μπορεί να παραταχθεί στην πρώτη γραμμή και να γίνει το πρώτο θύμα. Μπορεί να είναι στην άλλη μεριά και να πατήσει την σκανδάλη. Μπορεί να γίνει ιδεαλίστρια και να ξεσηκώσει τον κόσμο. Μπορεί να ασχοληθεί με τα κοινά. Πολλά μπορεί να συμβούν, αλλά ζούμε σε μια ειρηνική εποχή. Γιατί να γεμίζεις το μυαλό σου με πράγματα που δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία αυτή τη στιγμή; Πάνε Βασίλη, πέρασαν αυτά…» μου απάντησε η Ναταλία σε μια προσπάθεια να μου φτιάξει το κέφι.
«Δεν περνάνε Ναταλάκι μου. Έρχονται και ξανάρχονται και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Έχουμε διαφορετικές απόψεις σ’ αυτό το θέμα» της είπα.
«Ωραία, μπορείς να μου πεις τις απόψεις σου και τις ανησυχίες σου μικρέ Βασίλη;» με ρώτησε και το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω, έψαξε και βρήκε εκείνες τις αναμνήσεις. Στις οποίες δεν ήμουν πέντε. Ήμουν αρκετά μεγαλύτερος. Εκείνες τις αναμνήσεις που επί τρία χρόνια και κάτι, έβλεπα καθημερινά στις ειδήσεις την πολιορκία του Σαράγεβο και προσπαθούσα να βρω μια άκρη σ’ όλα αυτά που γινόντουσαν. Προσπαθούσα μόνος μου να καταλάβω το γιατί. Γιατί να σκοτώνονται οι λαοί; Γιατί να στρέφουν τα όπλα τους ο ένας στον άλλον, αδέρφια, γείτονες, και φίλοι;
«Προσπαθούσα τότε να καταλάβω το γιατί καλή μου Ναταλία. Ήθελα να είμαι μεγαλύτερος, να μπορέσω να πολεμήσω κι εγώ για όλα εκείνα που μου έλεγαν. Για την ελευθερία, για τις ιδέες μου, για να έχω το δικαίωμα να ακούγεται η φωνή μου, για την δημοκρατία. Τελείωσε ο πόλεμος και μεγαλώνοντας έμαθα να τον μισώ. Έμαθα να μισώ τον στρατό που σκότωσε τόσο κόσμο. Έμαθα να μισώ τα όπλα που μ’ ένα απλό κλικ αφαιρούνε μία ζωή. Έμαθα να μισώ τις ακραίες λύσεις» της απάντησα.
«Ναι, αλλά πήγες στον στρατό, όταν έπρεπε να πας» μου απάντησε η Ναταλία χαμογελαστά.
«Έπρεπε Ναταλία. Όπως και τα σύνορα πρέπει να υπάρχουν» της είπα κι εγώ.
«Τα σύνορα υπάρχουν για να ενώνουν τους λαούς Βασίλη. Όχι για να τους χωρίζουν. Αυτό να μάθεις στην κόρη μας» είπε η Ναταλία με τον ίδιο χαρούμενο τρόπο.
«Κι όταν ο στρατός γυρνάει ενάντια στο λαό;» την ρώτησα.
«Τότε η Νίνα μας θα βγει σε μια γέφυρα να τους πολεμήσει, να τους κατακτήσει και να βγάλει την ελευθερία της από την φυλακή που την έκλεισαν» μου απάντησε.
«Έχεις πάρει χαμπάρι ότι ζω τα τελευταία εφτά χρόνια στο Σαράγεβο μαζί σου;» την ρώτησα.
«Σε πιάσανε πάλι τα υπαρξιακά σου Βασίλη» μου απάντησε η Ναταλία και μου χάιδεψε τα μαλλιά σαν να ήμουν ένα πεντάχρονο παιδί. «Όταν βγαίνεις έξω βλέπεις ακόμη κτήρια να καίγονται;» με ρώτησε.
«Όχι» της απάντησα.
«Αίματα στους δρόμους;»
«Ούτε».
«Περιμένεις να σε τουφεκίσουν ελεύθεροι σκοπευτές;» συνέχισε με εκείνο το ανακριτικό ύφος.
«Όχι κορίτσι μου».
«Τότε να είσαι χαρούμενος που δεν υπάρχουν αυτά. Και να προσπαθήσεις να μην υπάρξουν ποτέ Βασίλη».
«Δεν είναι εκεί το θέμα μου, στο τι θα κάνω εγώ. Ξέρω. Ξέρω ότι για να προστατεύσω αυτούς που αγαπάω. Τι θα πω στην μικρή; Εκεί κολλάω» της απάντησα.
«Να πάρει τ’ όπλο αν χρειαστεί και να βγει στο δρόμο. Μόνο όμως για να προστατεύσει τον εαυτό της. Όχι για να επιβληθεί στους άλλους» είπε η Ναταλία.
«Εντάξει ψυχή μου» της είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Φόρεσα τα παπούτσια μου και είδα πως με κοίταξε παράξενα. «Θα βγω να περπατήσω» της είπα και μου χαμογέλασε, κατάλαβε πως μ’ είχε ηρεμήσει η κουβέντα μας.
«Θα σε περιμένω. Μην αργήσεις» μου απάντησε.
Πήρα τα κλειδιά κι έφυγα από το σπίτι. Έβλεπα γνωστούς δρόμους, τόσα χρόνια που ζούσα εδώ, τους είχα πλέον μάθει. Μα σήμερα που τους ξανακοίταζα, στο μυαλό μου υπήρχαν εκείνες οι εικόνες που ποτέ δεν κατάφερα να σβήσω. Βάδισα αρκετά κι έφτασα στην γέφυρα. Κοίταξα το ποτάμι από κάτω κι άναψα ακόμη ένα τσιγάρο σκεφτόμενος, όσα είχα δει στ’ όνειρό μου. Όλα όσα φοβόμουν.
Φοβόμουν τον κόσμο που μεγάλωνα την κορούλα μου και τον εαυτό μου. Γιατί κι εγώ ένα φοβισμένο παιδί ήμουν, δεν κατάφερα να μεγαλώσω ποτέ. Φοβόμουν τις αξίες που θα έδινα σ’ ένα μικρό πλασματάκι, που σε μερικά χρόνια θα πολεμούσε καθημερινά την πραγματικότητα, όπως το κάναμε εγώ κι η μάνα της κάθε μέρα.
Φοβόμουν τα λάθη που έκαναν άλλοι πριν από εμένα. «Τι θα κάνει όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι;» άκουσα τα λόγια του πατέρα μου στο μυαλό μου.
«Θα παλέψω πατέρα» μονολόγησα. «Θα παλέψω και θα μάθω την κόρη μου να παλεύει, όπως μου δίδαξες εσύ».
.
Ο Τριαντάφυλλος – Αλέξανδρος Κουτρούλης κατάλαβε πως όσο του αρέσει να διαβάζει, τόσο του αρέσει και να γράφει. Κι αποφάσισε να παρατήσει την πληροφορική που τόσο αγάπησε και να αφήσει τους αναγνώστες του, να πλάθουν τις εικόνες πάνω στις ιστορίες του. Έκτοτε γράφει ακατάπαυστα, κυρίως στο ιστολόγιό του (onefrozenmind.blogspot.com) και ελπίζει πως κάποια μέρα θα καταφέρει να δει ένα δικό του έργο στα βιβλιοπωλεία.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Νηφάλιοι μεσ΄την καταιγίδα

http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B9%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%A3%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%A4%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%96%CF%89%CE%AE%CF%82/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/3539-%CE%9D%CE%B7%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%AF%CE%B4%CE%B1.html

Νηφάλιοι μεσ΄την καταιγίδα


Γιάννης Δ. ΙωαννίδηςΤο μέγεθος, και η επικινδυνότητα, της παρούσας κρίσης μπορούν να μετρηθούν στο βαθμό στον οποίο δοξολογούνται οι γυμνές βιολογικές ανάγκες καθώς και στην έκταση των πολιτικών δυνάμεων που διαλαλούν ότι, αυτές και όχι άλλες, μπορούν να εγγυηθούν την ικανοποίησή τους.
Όσο περισσότερες φωνές μπαίνουν σε τούτο το παιχνίδι τυφλής αναγωγής του ανθρώπινου στο βιολογικό, τόσο περισσότερο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η κρίση προχωράει προς την καρδιά του υπάρχοντος πολιτισμού. Διότι αυτές οι φωνές πολλαπλασιάζονται όσο περισσότερο καταρρέουν όλες εκείνες οι ιδέες, οι θεσμοί και οι πρακτικές μέσα από τις οποίες ο κυρίαρχος πολιτισμός βεβαιώνει, πως η κοινωνική σχέση είναι ισχυρότερη της γυμνής ανάγκης − δηλαδή όλα όσα του επιτρέπουν να παρουσιάζεται πειστικά ως πολιτισμός.
Αρκετά μακριά από την έμφαση στον «υπερκαταναλωτισμό», που δίνεται από πολλές πλευρές ως εξήγηση αυτής της κρίσης, η αλήθεια είναι πως αυτή συνδέεται με τη σχεδόν 40ετή περίοδο μιας ξέφρενης χρησιμοποίησης του πιστωτικού χρήματος ως όπλου κυριαρχίας − αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» −, η οποία εμπνεύστηκε, στηρίχτηκε και ενισχύθηκε από μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος οργάνωσης, δηλαδή διοίκησης των πραγμάτων, στηριγμένη στην «πανοπτικότητα» που φαινόταν να εξασφαλίζει η πληροφορική επέλαση του Τεχνικού Συστήματος,
και οδήγησε σε μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος παραγωγής, δηλαδή εργασίας, μέσα από την οποία παραχωρήθηκε στους διευθυντικούς υπαλλήλους του κεφάλαιου μερίδιο στη μετοχική σύνθεσή του και επομένως η συμμετοχή τους στη χρηματιστηριακή-τζογαδόρικη αντίληψη του επιχειρείν∙
μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος κυκλοφορίας, δηλαδή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από την παραγωγή τζογαδόρικων πιστωτικών «προϊόντων» (subprimes, cds, κ.τ.λ) που αντιμετώπισαν το χρήμα ως εμπόρευμα, δηλαδή ως κάτι που δεν είναι και που, μάλιστα, απαγορεύεται αυστηρά να είναι αν θέλει να επιτελεί τον κεντρικό ρόλο του ως «δεσμός όλων των δεσμών»∙
και τέλος (μετά το 1990) μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος διανομής, δηλαδή κατανάλωσης, με την πλασματική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μέσα από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό (αντί μιας αύξησης των μισθών) και την, δι’ αυτού του τρόπου, υπαγωγή και «συμμετοχή» και αυτών (από τη θέση του καρπαζοεισπράκτορα) στη χρηματιστηριακή-τζογαδόρικη αντίληψη του ζην.
Το υποκείμενο αυτών των αναδιαρθρώσεων − τόσο από την πλευρά του πομπού όσο και από την πλευρά του δέκτη τους − δεν ήταν, ασφαλώς, άλλο από το αποχαλινωμένο άτομο της ύστερης νεωτερικότητας,δηλαδή το νεωτερικό άτομο που
  • έχει πλέον εφησυχασθεί ως προς την ικανότητα της Τεχνικής να συντηρεί την κοινωνία υπό τη μορφή Συστήματος και υποσυστημάτων («όπως ανοίγω τη βρύση και τρέχει νερό, έτσι απλά ξυπνώ το πρωΐ και βρίσκω τον πολιτισμό στη θέση του»)∙
  • αισθάνεται αποδεσμευμένο από την ευθύνη να αγωνίζεται το ίδιο για τη συντήρησή της∙ και επομένως
  • ελεύθερο να πραγματώσει το όνειρο της νεωτερικότητας, που είδε τον πολιτισμό σαν «πηγή δυσφορίας» και την κοινωνία σαν ένα απλό μέσο προς ανακούφισή της στην υπηρεσία των ατομικών βλέψεων (από όπου και όλες οι ιδέες περί «αόρατου χεριού», και τα παρόμοια, που τις ισορροπεί μαγικά). 
Έτσι, οι αναδιαρθρώσεις που περιέγραψα, στην ουσία σήμαναν μια αποδιάρθρωση: αποδιάρθρωση όχι μόνο των επιμέρους συστημάτων αλλά και του ίδιου του δεσμού τους, του «δεσμού όλων των δεσμών» και θεσμού όλων των θεσμών στον κυρίαρχο κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό, δηλαδή του χρήματος.
Πράγματι, εκείνο που γίνεται ολοένα και πιο έντονα, όσο και τραγικά, αντιληπτό − όχι μόνο στους κυριαρχούμενους αδύνατους αλλά και στους ίδιους τους κυρίαρχους δυνατούς − μέσα από την καταφανή πλέον προσπάθεια των Δυνατών να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα γκρεμίζοντας στην εξαθλίωση τους λαούς τους (υπάγοντας ακόμα και τις συντάξεις στο κερδοσκοπικό παιχνίδι με την προοδευτική παράδοσή τους στο χρηματιστήριο και τις ασφαλιστικές εταιρείες), είναι η απογείωση τηςεσωτερικής αντίφασης του χρήματος, δηλαδή της αντίφασης ανάμεσα
  • στην τεράστια μεταφυσική ισχύ που υπόσχεται ως ποιότητα («κατέχοντάς με μπορείς να αποκτήσεις όποιο αντικείμενο θέλεις και επιθυμείς εσύ, τον πλούτο όλου του κόσμου αν το θες»)∙
και
  • την τρομακτική μεταφυσική πενία που πραγματώνει ως ποσότητα («μπορείς ν’ αγοράσεις μόνον ό,τι αντέχει η τσέπη σου και ποτέ δεν μπορείς να εξισώσεις το περιεχόμενο του πορτοφολιού σου με τον πλούτο όλου του κόσμου»).
Όμως η αποδιάρθρωση του χρήματος είναι αποδιάρθρωση του «συμβόλου της πίστεως» τούτου εδώ του πολιτισμού! Δεν είναι τριγμός σε κάποιο υποσύστημά του, ούτε σε κάποια επιμέρους ιδεολογία του. Ούτε καν σε κάποιο κεντρικό «μέσον» του. Είναι τριγμός στη ραχοκοκκαλιά του. Κι ένας τέτοιος τριγμός δεν σταματά χωρίς να χυθούν δάκρυα, αίμα και ιδρώτας.
Ένας ολάκερος κόσμος λοιπόν, κι όχι μια χώρα μόνο, βρίσκεται υπό κατάρρευση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ούτε ότι θα καταρρεύσει … αύριο, ούτε κι ότι από την κατάρρευσή του − εάν και όταν συντελεστεί − θα προκύψει οπωσδήποτε μια καλύτερη κοινωνία κι ένας πιο ανθρώπινος πολιτισμός. Η κηδεμόνευση μάλιστα του μεγαλύτερου μέρους των «αντιπολιτευτικών» στο σύστημα δυνάμεων από τις βασικές καταγωγικές ιδέες του (ωφελιμισμός, αναγκοκρατία, γραμμική ιστορικότητα, ιεροποίηση της βίας, κ.λπ.), την οποία έχουμε επισημάνει πολλές φορές εδώ, δεν επιτρέπει τέτοιου είδους υπεραισιοδοξίες. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν.
Βρισκόμαστε ακόμα σε τροχιά πτώσης προς το πολιτισμικό μηδέν. Η ίδια η επικράτηση στην πολιτική και τη γενικότερη σκηνή των φωνών που μιζάρουν στις γυμνές βιολογικές ανάγκες και την αυτοσυντήρηση τους, καθώς και η αίσθηση ότι όποια φωνή δεν μπαίνει σε τούτο το παιχνίδι είναι απίθανο να εισακουστεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο, σηματοδοτεί μια πτώση του Συμβολικού Λόγου και μια αιχμαλώτισή του από το πεδίο της Μαγείας, χαρακτηριστική σε εποχές διάλυσης.
Δυο είναι οι κίνδυνοι, τώρα, για όποιους θέλουν ακόμη να μιλούν, αντέχουν να μιλούν, και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς να μιλούν. Η απελπισία, ότι ένας λόγος που δεν υποκύπτει στη «μαγεία» δεν βρίσκει ακροατές∙ και ο πειρασμός να υποκύψει σε αυτήν προκειμένου να εισακουστεί. Απέναντί τους, αυτό που μπορεί να μας βαστήξει όρθιους είναι η πίστη − αυτή η υπέρτατη ένταση ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αμφιβολία για κάτι που «γνωρίζουμε» αλλά μας διαφεύγει διαρκώς −, πως μόνο μέσα από την αντίσταση και σ’ αυτή την απελπισία και σ’ αυτό τον πειρασμό θα μπορέσει να αρθρωθεί ο Συμβολικός Λόγος, δηλαδή το «σύμβολο πίστεως» κι η ραχοκοκκαλιά μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας… όχι μόνο μιας «αυριανής» πιο ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας εδώ και σήμερα, μ’ εκείνους που γνωρίζουμε άμεσα κι εκείνους που συναντάμε θελημένα ή αθέλητα στην πορεία μας
Νηφαλιότητα, άλλωστε, πάει να πει επαγρύπνηση.

πηγή: http://dangerfew.blogspot.com/2012/02/blog-post_15.html

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Το "Σωματίδιο του Θεού"

http://www.afipnisi.org/2012/04/blog-post_23.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+afipnisi+%28%CE%91%CF%86%CF%8D%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7+%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD%29&utm_content=FaceBook

Μ. Δανέζης για το «σωματίδιο του Θεού» και η νέα πραγματικότητα «άνευ ανάτου»

«Οταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας»

Πριν λίγες μέρες μια είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, κάνοντας λόγο για τη μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη των τελευταίων ετών: οι ερευνητές στο Cern εντόπισαν επιτέλους το πολυδιαφημιζόμενο Σωματίδιο του Θεού ή Μποζόνιο του Χιγκς, όπως είναι η επίσημη ονομασία του.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρόκειται για το πρωταρχικό στοιχείο ύλης που θα μας αποκαλύψει ό,τι δεν γνωρίζουμε για τη φύση της πραγματικότητας και το σύμπαν, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του εως τώρα. Μια ανακάλυψη που αναμένεται να φέρει τα πάνω- κάτω στην εικόνα που έχουμε για τον κόσμο...

Καθώς λοιπόν τα διθυραμβικά σχόλια για τη σπουδαία αυτή ανακάλυψη έδιναν και έπαιρναν, αποφασίσαμε να ζητήσουμε την άποψη ενός ειδικού, παλιού γνώριμου του ΑΒΑΤΟΝ, του επίκουρου καθηγητή αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μάνου Δανέζη.

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Δρ. Δανέζης μας λέει ότι το μοντέλο της ύλης που ξέραμε έχει πλέον ριζικά αλλάξει και μας αποκαλύπτει τι στην πραγματικότητα είναι η υλική υπόσταση του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτής της «νέας πραγματικότητας» ακόμα και ο θάνατος θα μπορούσε να ξεπεραστεί!


Χρήστος Ελμάζης, Καθηγητά Δανέζη ξέρω ότι παρακολουθείτε με μεγάλο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στο CERN. Πως σχολιάζεται τις τελευταίες εκκωφαντικές εξελίξεις;

Να ξεκινήσω λέγοντας ότι σέβομαι απεριόριστα όλους τους επιστήμονες που αγωνίζονται να βρουν κάτι καινούργιο, που υπόσχεται να αλλάξει τη ζωή μας. Αυτό όμως που με βρίσκει αντίθετο είναι όλο αυτό το μάρκετινγκ που αρχίζει να απλώνεται γύρω από την επιστήμη. Επιχειρείται ένας εξευτελισμός της δηλαδή, με όρους αγοράς. Η έρευνα για την ανεύρεση του Μποζονίου Χίγκς είναι η μόνη έρευνα που δοξάστηκε και πλασαρίστηκε ως μεγάλο γεγονός, προτού καν αυτό ανακαλυφθεί. Μιλάμε για κάτι καθαρά αντιεπιστημονικό. Χρειάζονται πολλές επαναλήψεις ενός πειράματος, επαληθεύσεις και αξιολόγηση των δεδομένων από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα για να δημοσιευτεί κάτι επίσημα. Πρέπει να έχει προηγηθεί μια «βάσανος επιστημονική» πριν αρχίσουμε τις ανακοινώσεις. Δεν στήνουμε γιορτές και πανηγύρια για κάτι το οποίο υποτίθεται ότι ΘΑ βρούμε.


Μα όλα τα ΜΜΕ παρουσίασαν ως γεγονός την ανακάλυψη του σωματιδίου...

Προσέξτε, δεν είπε κανένας ότι το βρήκαν. Είπαν ότι έχουμε μια ένδειξη ότι ίσως κάτι υπάρχει. Ο ίδιος ο διευθυντής του CERN προέτρεψε τους συναδέλφους του να έχουν υπομονή, να επιδείξουν σωφροσύνη και να είναι συγκρατημένοι στις προσδοκίες τους. Ερωτηθείς δε από δημοσιογράφους για το πώς νοιώθει για τον επικείμενο εντοπισμό του Μποζονίου, απάντησε ότι η Φυσική δεν έχει να κάνει με συναισθήματα αλλά με τη λογική. Εκτός όμως από αυτοσυγκράτηση, υπάρχουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα και αμφισβητούν το κατά πόσο το υποατομικό σωματίδιο είναι το «άγιο δισκοπότηρο» των επιστημών.

Εκφραστής αυτής της άποψης είναι και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Guardian, Andrew Brown ο οποίος σε άρθρο του λέει κατά λέξη: «Η ονομασία του Μποζονίου σε σωματίδιο του Θεού ήτανε μια ευφυέστατη κίνηση μάρκετινγκ γιατί αμέσως όλοι κατέγραψαν την ύπαρξή του στην μνήμη τους, χωρίς ουσιαστικά να πλουτίσουν την γνώση τους γύρω από αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, οι επιστήμονες δε θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις επιχορηγήσεις που όπως φαίνεται κέρδισαν». Όπως καταλαβαίνετε, παίζονται διάφορα παιχνίδια εδώ. Πάντως όταν το βρουν και το δημοσιεύσουν επίσημα, θα μπορεί και η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα να εκφέρει άποψη.


Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η ανακάλυψή του;

Γιατί θα μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω στις ρίζες αυτού που λέμε «ύλη». Παραμένει ένα άλυτο μυστήριο ακόμα τι ακριβώς είναι. Είτε όμως η ύλη προέρχεται από το Μποζόνιο του Χίγκς είτε από οτιδήποτε άλλο, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που ξέραμε- δηλαδή αυτή η ουσία που επεξεργαζόμαστε με τα χέρια και τα όργανά μας και γίνεται αισθητή μέσω των αισθήσεών μας. Και όλα αυτά τα σώματα και τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν; Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Εκεί υπάρχει μόνο ένας ωκεανός από κοχλάζουσα ενέργεια. Η ενέργεια αυτή προσπίπτει στα όργανά μας, αυτά παίρνουν ένα τμήμα της, το μεταφέρουν μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλο και εκεί η ενέργεια μεταμορφώνεται σε αυτό που ονομάζουμε αισθητό κόσμο.


Άρα ο κόσμος που βλέπω και αισθάνομαι, στην ουσία κατασκευάζεται μέσα στο κεφάλι μου;

Ακριβώς!


Κι εμείς οι άνθρωποι, όμως, ανήκουμε σε αυτόν τον «κόσμο». Τι συμβαίνει με τη δική μας υπόσταση;

Ο Δημόκριτος με σαφήνεια μας λέει πως, «οτιδήποτε αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψευδές. Το μόνο πραγματικό είναι ότι αντιλαμβάνεται η νόησή μας». Τα ίδια λέει και ο Πλάτωνας. Με τον όρο νόηση εννοούμε τη συνείδηση, που ταυτίζεται με την έννοια του πνεύματος και της ελευθερίας. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Από τη στιγμή που διαθέτουμε νόηση, έχουμε ύπαρξη. Το υλικό μας υπόστρωμα ( τα σώματά μας) παρόλα αυτά είναι κομμάτι του φυσικού κόσμου.

Εφόσον δε η νέα επιστήμη έχει αλλάξει το παλιό μοντέλο για το φυσικό νόμο (ύλη, χώρος, χρόνος) καταλήγουμε στο ότι αυτό που ονομάζουμε «άνθρωπος» είναι επίσης ένα κατασκεύασμα των αισθήσεών μας.


Είμαστε δηλαδή ένα τίποτα;

Όχι, είμαστε κάτι πολύ περισσότερο, απλά στην παρούσα κατάστασή μας δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Ας το δούμε σε ένα άλλο επίπεδο: σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση (χρόνος).

Όταν προκύψει αυτή η καμπύλωση των τριών διαστάσεων προς την τέταρτη, και αν περάσει ένα ελάχιστο όριο, τότε η φυσιολογία του ανθρώπου αντιλαμβάνεται αυτή την καμπύλωση ως πυκνότητα υλοενέργειας.

Αν συνεχίσει να αυξάνεται αυτή η πυκνότητα του υλικού (το «πηγάδι» της καμπύλωσης να βαθαίνει κατά κάποιο τρόπο) και φτάσει πάλι ένα ανώτατο όριο, τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας, δηλαδή από τις αισθήσεις μας,αυτή την πυκνότητα υλοενέργειας. Αυτό ονομάζεται Φαινόμενο των Μελανών Οπών.

Άρα αν πάρω το χώρο των τριών διαστάσεων και αρχίσω να τον καμπυλώνω προς την τέταρτη, αρχίζουμε να βλέπουμε το υλικό υπόστρωμα του ανθρώπου. Αυτό το ονομάζουμε ανάπτυξη. Αν αρχίζει να μικραίνει το «πηγάδι» της καμπύλωσης, αυτό το ονομάζουμε φθορά.

Την ανάπτυξη και τη φθορά μαζί την ονομάζουμε κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως το μόνο γεγονός που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις μας είναι η αυξομείωση της τέταρτης διάστασης, που μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης της ζωής.


Ακούγεται σαν υπάρχει η δυνατότητα μέσα από τη συνάρτηση αυτή να ξεφύγουμε από τον κύκλο της φθοράς. Θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε το θάνατο.

Θεωρητικά, ναι. Αφού η υλική μας υπόσταση δεν είναι τίποτα άλλο από μια καμπύλωση του χώρου, το πρωτογενές στοιχείο που γεννά αυτή την ύλη και εκείνη αρχίζει να διέπεται από όρους ανάπτυξης/ φθοράς, είναι ο χώρος.

Ο χώρος, για να σας δώσω να καταλάβετε, είναι αυτό το τίποτα, το μη αντιληπτό γύρω μας- ένα κατασκεύασμα έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Ένα μαθηματικό γεγονός. Ε, αυτό δε χάνεται, υπάρχει πάντα πιθανότατα έτοιμο να ξανακαμπυλωθεί.


Τελικά, όταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας.

Όλα αυτά τα λέμε στην αστροφυσική για τα αστέρια. Δηλαδή για να πούμε ότι κάπου υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας ενός αστεριού, πρέπει η πυκνότητα της υλοενέργειας να είναι από μια τιμή και πάνω. «Όπως πάνω έτσι και κάτω» σύμφωνα με το γνωστό ερμητικό ρητό...

Έχουμε μια αίσθηση ατομικότητας και διαίρεσης. Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ. Η διαίρεση, η τομή σε πολλά κομμάτια είναι προϊόν της δυνατότητας του εγκεφάλου μας και της φυσιολογίας μας. Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχουν τομές, όλα είναι Ένα. Υπάρχει ένα συστατικό, θες να το πεις ενέργεια, θες να το πεις αόρατο κενό, θες να το πεις Θεό; Αυτή την ενιαία δημιουργία, αυτή τη κοχλάζουσα ενέργεια εκεί έξω, όταν την προσλάβει η φυσιολογία του ανθρώπου της δημιουργεί τομές, της δημιουργεί ατομικότητες.

Εξαιτίας της νέας αυτής οπτικής, η σύγχρονη επιστήμη καθαίρει την ύλη από το μέχρι πρότινος θρόνο της;

Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ο δυτικός, στηριζόταν στο εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού που λέμε ύλη. Ότι δηλαδή είναι το πρωταρχικό γεγονός του σύμπαντος. Έτσι είχε προκύψει από τις ανακαλύψεις του 16ου και 17ου αιώνα. Εφόσον λοιπόν η ύλη είναι το πρωταρχικό συμπαντικό γεγονός, αρχίσαμε στη ζωή μας να αναζητάμε την ύλη και τα παράγωγά της, θυσιάζοντας προς όφελός της το σύνολο των αξιών, των ιδεών και των «πιστεύω» μας.

Φτάσαμε σε σημείο να εξευτελιστούμε για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την ύλη και τα επακόλουθά της. Σύντομα όμως η ύλη θα χάσει αυτόν τον αξιακό της χαρακτήρα. Διότι δεν είμαστε ύλη πια!


Μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να επιφέρει τρομαχτικές αλλαγές...

Ακριβώς. Για φαντάσου όμως έναν άνθρωπο που έχει αντιληφθεί τον ανώτερο χαρακτήρα του και το ανώτερο εγώ του, μέσα σε μια ενότητα συμπαντική- τι θα ζητάει από την κοινωνία; Θα ζητάει άλλα αγαθά, τα οποία δεν είναι έτοιμα και δε μπορεί η παρούσα κοινωνική δομή να τα δώσει.

Όταν λες ότι όλα είναι ένα, χάνεται η αίσθηση της ατομικότητας, του «εγώ». Συνειδητοποιώντας κανείς ότι δεν είναι αυτό το φθαρτό σαρκίο, δεν είναι πράγμα, θα αντιληφθεί ότι αυτό που βλέπουν οι αισθήσεις είναι μια εικόνα, ένα matrix.

Και για να υπάρχει η εικόνα, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει κάπου το πρότυπό της. Αν αρχίσει να αναζητάει αυτό το πρότυπο, τότε τίποτα δε θα τον συγκρατεί πια. Μια κοινωνία που θα βάλει το σαρκίο σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να το παραγνωρίζει βέβαια, είναι επικίνδυνη για τον παλιό πολιτισμό.


Οπότε χρειάζεται μια μεταστροφή, μια μετά-νοια;

Ακριβώς, όμως αυτή η μεταστροφή είναι επώδυνη. Θα πρέπει να αλλάξουμε συνειδησιακό καθεστώς.


Πρακτικά ποιό θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα για μια τέτοια μεταστροφή;

Το πρόβλημα μιας κοινωνίας είναι ο φόβος. Ό,τι κακό προκύπτει στον άνθρωπο είναι μέσω του φόβου. Ο φόβος δημιουργείται από την έννοια της ανάγκης. Φοβάμαι γιατί θα στερηθώ κάτι που έχω ανάγκη.

Όταν δημιουργώ πλαστές ανάγκες, δημιουργώ παραπανίσιους φόβους. Άρα το φούσκωμα των αναγκών δημιουργεί γιγάντεμα των φόβων. Και ένας φοβισμένος άνθρωπος, ποτέ δε μπορεί να είναι ελεύθερος άνθρωπος.

Να λοιπόν το πρώτο βήμα: να περιορίσουμε τις ανάγκες μας στις φυσικές μας ανάγκες, για να περιορίσουμε τους φόβους μας στους φυσικούς φόβους. Έτσι κάθε μέρα θα γινόμαστε όλο και πιο ελεύθεροι.
Τα λεγόμενα της σύγχρονης επιστήμης, μέσα από τα έργα του Πλάτων, 

Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ, 
Φεβρουάριος 2012, Τεύχος 114, σελ.40-43
Αφύπνιση Ελλήνων | www.afipnisi.org
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ

Τζορτζ Όργουελ (25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950)25.06.2012
O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν Η Φάρμα των Ζώων και το 1984.
Ο Τζορτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Τα χρόνια 1917-1921 σπούδασε υπότροφος στο Ήτον, όπου πρωτοδημοσίευσε κείμενά του σε περιοδικά. Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις