Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888 – 1959).


 Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888 – 1959).

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888 – 1959).Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ γεννήθηκε στο Σικάγο. Ήταν επτά χρονών όταν ο αλκοολικός πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του. Η αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του επέστρεψε μαζί με τον μικρό στην Αγγλία. Ο Τσάντλερ μεγάλωσε στο Ντάλγουιτς και σπούδασε αγγλική φιλολογία στο τοπικό κολλέγιο. Έλαβε κλασική παιδεία και φιλοδοξούσε να σταδιοδρομήσει ως συγκριτικός φιλόλογος. Παρακολούθησε επίσης οικονομικά μαθήματα σε κολέγιο της Γερμανίας, ενώ μελέτησε αρκετές ξένες γλώσσες, ανάμεσά τους  ελληνικά, αρμενικά και ουγγρικά. Μετά από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι, επέστρεψε στο Λονδίνο το 1907 και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να βρει μια θέση στο δημόσιο. Η αποτυχία τον ώθησε να αφοσιωθεί στη συγγραφή.

Ο νεαρός Τσάντλερ έγραψε τουλάχιστον δέκα οκτώ ποιήματα, που διέπονται από κλασικισμό. Την εποχή που άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια του λογοτεχνικού μοντερνισμού, ο Τσάντλερ παρέμενε πιστός στον ρομαντισμό της εδουαρδιανής περιόδου, στοιχείο που επηρέασε καταλυτικά και τα κατοπινά αστυνομικά αφηγήματά του. Την ίδια εποχή συνεργάστηκε με αρκετές εφημερίδες (με την Daily Express και την Westminster Gazette, μεταξύ άλλων) ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός, και πάλι χωρίς επιτυχία. «Ήμουν εντελώς αποτυχημένος, ο χειρότερος που πέρασε ποτέ», θα παραδεχόταν αργότερα ο ίδιος. O Τσάντλερ «για ένα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα τσιγκλούσε όλη την ώρα τη μούσα, πριν βρει τη δική του φωνή», σημειώνει ο ανανεωτής του γαλλικού αστυνομικού αφηγήματος (polar) Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ.

Το 1912 ο Τσάντλερ εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια ∙ δυσκολεύτηκε όμως να προσαρμοστεί στον αμερικανικό τρόπο ζωής: ήταν ένας ρομαντικός Άγγλος διανοούμενος (αν και ο ίδιος απεχθανόταν τον όρο) ο οποίος, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τους ιδιωματισμούς της αμερικανικής γλώσσας. Βάλθηκε λοιπόν να μελετήσει σε βάθος την αμερικανική σλανγκ, άλλο ένα στοιχείο που έμελλε να χαρακτηρίσει την πρόζα του. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στον Καναδικό Στρατό και έλαβε μέρος σε φονικές μάχες στο γαλλικό μέτωπο. Σε μία από αυτές, ήταν ο μόνος επιζών από τη μονάδα του, μια τραυματική εμπειρία την οποία χρησιμοποίησε για να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του Τέρι Λένοξ, ήρωα του Μεγάλου αποχαιρετισμού.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και έγινε ανώτερο στέλεχος πετρελαϊκής εταιρίας. Το 1924 παντρεύτηκε την κατά δέκα οκτώ χρόνια μεγαλύτερη του Σίσι Πασκάλ. Ο ίδιος παραδέχεται ότι η σύζυγός του εξελίχτηκε στον πιο σκληρό και αδέκαστο κριτικό των έργων του. Στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν, χρεοκόπησε. Ο Τσάντλερ στράφηκε ξανά στο γράψιμο και συνεργάστηκε με περιοδικά που δημοσίευαν λαϊκά αφηγήματα, τα οποία είχαν μεγάλη πέραση εκείνη την εποχή. Το πιο γνωστό ήταν το Black Mask. Στις σελίδες αυτών των περιοδικών συγγραφείς όπως ο Τσάντλερ διαμόρφωσαν την τυπολογία του νουάρ και του σκληρού αστυνομικού αφηγήματος (hard boiled). Σε τι συνίσταται αυτή η τυπολογία:
Το σκληρό αστυνομικό αφήγημα της δεκαετίας του 30 εισήγαγε τον νέο αστικό ρεαλισμό στην αστυνομική λογοτεχνία, στην οποία έως τότε κυριαρχούσε η κάπως αριστοκρατική ή ηθικοπλαστική οπτική της κλασικής αγγλοσαξονικής σχολής του είδους (whodunit: βρες το δολοφόνο). Όπως σημειώνει ο Τσάντλερ σε δοκίμιό του για τον Ντάσιελ Χάμετ, το noir και το hard boiled, πρώτον, παρέδωσαν ξανά το έγκλημα σ’ αυτούς που είχαν πραγματικά λόγο για να το διαπράξουν (στους παρίες, στους κοινωνικά αποκλεισμένους αλλά και στους διαπλεκόμενους με την πολιτική εξουσία) και, δεύτερον, επανατοποθέτησαν το έγκλημα στον φυσικό του χώρο: στην καρδιά του αστικού ιστού - σε αντίθεση, και πάλι, με την κλασική σχολή (Άγκαθα Κρίστι, Άρθουρ-Κόναν Ντόιλ κλπ.) όπου συνήθως τα εγκλήματα διαπράττονται από εκκεντρικούς χαρακτήρες σε απομονωμένες αγροικίες ή επαύλεις. Τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον νουάρ κινηματογράφο δημιουργήθηκε ένα είδος νέου αστικού μελοδράματος (new urban melodrama). Η σκηνογραφία της μεγαλούπολης είναι αναπόσπαστο στοιχείο της τυπολογίας του. «Προτιμώ τη μεγάλη, πρόστυχη, βρώμικη, διεφθαρμένη πόλη», σημειώνει ο Τσάντλερ. Σ’ αυτό το σκηνικό από μπετόν και ατσάλι, σκιές και φώτα νέον, γεννήθηκε ένα νέο είδος μητροπολιτικού ήρωα ή πιο σωστά αντιήρωα, πάντα μοναχικού, με ευμετάβλητα προσωπικά όρια ηθικής ∙ ενός τύπου που ψάχνει ή τον γυρεύουν μπελάδες, οι οποίοι πάνε συνήθως χέρι-χέρι με μια μοιραία ξανθιά ή κοκκινομάλλα ∙ o ήρωας κινείται πάντα σ’ έναν υπόγειο κόσμο, σε στέκια όπου αποπνέουν κάπνα και μυρίζουν ξύλο και ουίσκι, ενώ ακούγεται ο ήχος του πιάνου, μπλουζάτα πνευστά και τύμπανα σε φρενίτιδα.

                  Ο Φίλιπ Μάρλoου ανακρίνει την Κάρμεν Στέρνγουντ.

Τον τύπο αυτού του ήρωα αντιπροσωπεύουν ιδανικά ο Φίλιπ Μάρλοου (που αρχικά εμφανίζεται ως Μάλορυ) του Τσάντλερ και ο Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ, τον οποίον ο Τσάντλερ αναγνωρίζει ως τον θεμελιωτή του είδους ∙ ο Χάμετ με τη σειρά του, αναφορικά με την τεχνική της εναγώνιας προσμονής (σασπένς), κάνει λόγο για μια γραμμή που έχει ως αφετηρία το Στρίψιμο της βίδας του πατριάρχη του νεότερου αμερικανικού αφηγήματος Χένρι Τζέιμς. Γράφει ο Τσάντλερ: «Δεν ανακάλυψα τη σκληρή αστυνομική ιστορία και ποτέ δεν έκρυψα την άποψη μου πως ο Hammett είναι εκείνος που αξίζει το μεγαλύτερο μέρος του επαίνου, αν όχι ολόκληρο (…) Ο Χάμμετ, σε αντίθεση με τους περισσότερους αστυνομικούς συγγραφείς, περιέλαβε ως τμήμα της δραματικής συνείδησης της αφήγησής του τη συνθήκη πως η δουλειά του ντετέκτιβ κι η δράση του μέσα στην πλοκή είναι από μόνη της μια δραστηριότητα-παραγωγής του μύθου.» (Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδ. Άγρα).

Αν όμως ο Τσάντλερ δεν επινόησε τη λογοτεχνία του hard boiled, τότε σίγουρα ήταν αυτός που την τελειοποίησε (τουλάχιστον όσον αφορά την προ-Τζέιμς Ελρόι εποχή). Το οφείλει και στον ήρωά του, τον Φίλιπ Μάρλοου. Εκεί όπου ο Σαμ Σπέιντ και, κυρίως, ο Κοντινένταλ Οπ του Χάμετ εμφανίζονται σκληροί κι ασήκωτοι, ο Μάρλοου καταφέρνει να δείχνει σκληρός αλλά και συγχρόνως ευάλωτος, γεγονός που του προσδίδει γοητεία. Επίσης, πάντα σε διάλογο με τους ήρωες του Χάμετ, ο Μάρλοου διαθέτει έναν πιο άκαμπτο προσωπικό κώδικά ηθικής, τον οποίο ουδέποτε παραβιάζει, ούτε ακόμα κι όταν παρασύρεται (πιο σωστά ξελογιάζεται) από μοιραίες γυναίκες όπως η Βίβιαν και η Κάρμεν Στέρνγουντ (στον Μεγάλο ύπνο) ή η Αϊλήν Ουέιντ και η Σίλβια Λένοξ (στον Μεγάλο αποχαιρετισμό). Στο τέλος ο ήρωας θα κάνει αυτό που έχει να κάνει και θα φύγει μόνος. Επιπλέον, στα βιβλία του Χάμετ ο υπόκοσμος συγκροτείται αποκλειστικά και μόνο από κακούς τύπους, ενώ στα όργανα του νόμου η διαφθορά παρουσιάζεται συχνά ως ενδημικό φαινόμενο. Στον Τσάντλερ τίθεται με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της ετερότητας. Παρά τον ηθικό του κώδικα, ο Μάρλοου αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους τύπους του υποκόσμου, τους αισθάνεται οικείους παρότι τους αντιμάχεται. Ο επίσης σπουδαίος συγγραφέας αστυνομικών Ρος ΜακΝτόναλντ αποδίδει τη γοητεία του Μάρλοου στο δισυπόστατο του δημιουργού του: του Άγγλου ρομαντικού διανοούμενου σκακιστή που έγραφε σκληρές αστυνομικές ιστορίες: «Είναι αυτή η διπλή υπόσταση που κάνει τον Μάρλοου συναρπαστικό: η μάσκα του σκληρού ντετέκτιβ καλύπτοντας κατά το ήμισυ το ποιητικό και σατιρικό πνεύμα του Τσάντλερ. Ένα μέρος της απόλαυσής μας πηγάζει από το εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα στο πνεύμα του Τσάντλερ και τη φωνή του Μάρλοου.» (Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδ. Άγρα).

Η πρώτη έκδοση του "The Big Sleep" από τον εκδοτικό οίκο Alfred A. Knopf.

Ο Ίαν Ράνκιν σημειώνει: «Ο Μεγάλος ύπνος είναι μια ιστορία με σεξ, ναρκωτικά, εκβιασμούς και άτομα της υψηλής κοινωνίας και την αφηγείται ένας κυνικός, σκληρός άντρας, ο Φίλιπ Μάρλοου. Από μόνο του, το βιβλίο είναι το πρότυπο για το μεγαλύτερο μέρος της αστικής αστυνομικής λογοτεχνίας που ακολούθησε, όπως επίσης και πολλών σύγχρονων αστυνομικών θρίλερ του Χόλιγουντ. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από το σωρό, όμως, είναι η ποιότητα του μυαλού που το συνέλαβε. Η ικανότητα του Τσάντλερ στην αστυνομική λογοτεχνία φαίνεται στις ανατροπές της πλοκής, ωστόσο το μυθιστόρημα έχει τη μοιραία εξέλιξη μιας αρχαίας τραγωδίας…»

Εξώφυλλο του περιοδικού Black Mask.

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ δημοσίευσε ως το 1938 δέκα έξι ιστορίες στο περιοδικό Black Mask. Οι περισσότερες από αυτές έχουν συγκεντρωθεί στις συλλογές Νουάρ Ιστορίες Α και Β (Κέδρος, 2010 & 2011, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης) ∙ ο τρίτος τόμος θα κυκλοφορήσει το 2013. Οι ιστορίες αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τα μυθιστορήματα του, αρχής γενομένης με το The Big Sleep (1939, Ο Μεγάλος ύπνος, Κέδρος, 2010, μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: My Lovely (1940, Αντίο γλυκιά μου, Άγρα, 2009, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης), The High Window (1942, Το ψηλό παράθυρο, Άγρα, 1997, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης), The Lady in the Lake (1943, Η κυρία της λίμνης, Ερατώ, 1998, μτφ. Κωνσταντίνος Αργυρός), The Little Sister (1949, Η μικρή αδελφή, Κέδρος, 2002, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης ), The Long Good-Bye (1954, Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, Κέδρος, 2008, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης) και Playback (1958, Πλεϊμπάκ, Κέδρος, 2005, μτφ. Αθανάσιος Ζάβαλος), όλα με πρωταγωνιστή τον Φίλιπ Μάρλοου.

Τα βιβλία του Τσάντλερ γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ. Οι πρώτοι κινηματογραφικοί ήρωες που βασίστηκαν στο χαρακτήρα του Μάρλοου ήταν ο Τζορτζ Σάντερς και ο Λόιντ Νόλαν το 1942. Όμως, αδιαμφισβήτητα, ο απόλυτος Μάρλοου που πέρασε από τη μεγάλη οθόνη ήταν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (με άξια συμπρωταγωνίστρια-και-κάτι-παραπάνω τη Λορίν Μπακόλ) στην κινηματογραφική μεταφορά του Μεγάλου ύπνου από τον Χάουαρντ Χοκς (1946), σε σενάριο του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Αργότερα τον Μάρλοου υποδύθηκαν ηθοποιοί όπως ο Τζέιμς Γκάρνερ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ (δύο φορές), ενώ, το 1973, στον Μεγάλο Αποχαιρετισμό ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Όλτμαν επιχείρησε (και πέτυχε) να διαθλάσει την περσόνα του Μάρλοου στο πρίσμα της καλιφορνέζικης Αντικουλτούρας του ’60, με πρωταγωνιστή τον Έλιοτ Γκουλντ.

Και ο ίδιος ο Τσάντλερ εργάστηκε στο Χόλιγουντ. Επιλεκτικά: το 1944 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ στο σενάριο της ταινίας Double Indemnity, βασισμένο στο βιβλίο του Τζέιμς Κέιν (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές), συγγραφέα που, σημειωτέον, απεχθανόταν ο Τσάντλερ ∙ το 1946 συνεργάστηκε με τον Τζορτζ Μάρσαλ στην ταινία The Blue Dahlia, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου ∙ το 1950, τέλος, στην ταινία Strangers on a Train, έστω και εν μέσω διαφωνιών, συγκρούσεων και αποχωρήσεων,  στο στούντιο συναντήθηκαν τρεις αξεπέραστοι στιλίστες του μυστηρίου: μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ, σενάριο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, σκηνοθεσία του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Ο Τσάντλερ, πάντως, ουδέποτε ένοιωσε άνετα στο περιβάλλον του Χόλιγουντ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κι ενώ είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος των Mystery Writers of America, υπέφερε από κατάθλιψη. Η υγεία του όλο και χειροτέρευε. Έφυγε από τη ζωή στις 26 Μαρτίου του 1959, έχοντας προλάβει να πλάσει,  όπως και ο Άρθουρ-Κόναν Ντόιλ πριν απ’ αυτόν,  έναν ήρωα αρχετυπικό.

Μάρλοου: «Έχω άδεια ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εδώ και ορισμένα χρόνια μάλιστα ασκώ αυτό το επάγγελμα. Είμαι τύπος μοναχικός, άγαμος, πλησιάζω τα σαράντα και δεν είμαι πλούσιος. Έχω κάνει φυλακή περισσότερο από μία φορά και δεν αναλαμβάνω ποτέ διαζύγια. Μ’ αρέσει το αλκοόλ, μ’ αρέσουν οι γυναίκες, μ’ αρέσει το σκάκι και ορισμένα άλλα πράγματα…Είμαι ντόπιος, γεννήθηκα στη Σάντα Ρόζα, οι γονείς μου έχουν πεθάνει κι οι δύο, δεν έχω αδέλφια κι αν κάποιος με χτυπήσει από πίσω σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε στο επάγγελμά μου, κανείς δεν θ’ ανησυχήσει, δεν θα αισθανθεί να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.»

Μη στοιχηματίσεις ποτέ σ’ αυτό, ντετέκτιβ.  

Θανάσης Μήνας  


 «Ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί, μέσα Οκτωβρίου, ο ήλιος ήταν κρυμμένος από τα σύννεφα και φαινόταν πεντακάθαρα ότι θα ξεσπούσε δυνατή βροχή στους πρόποδες των λόφων. Φορούσα το απαλό γαλάζιο κοστούμι μου, με σκούρο μπλε πουκάμισο, γραβάτα και μαντίλι στο πέτο, μαύρα χοντρά παπούτσια περιπάτου, μαύρες μάλλινες κάλτσες με σχέδια σκούρων ρολογιών. Ήμουν περιποιημένος, μπανιαρισμένος, ξυρισμένος και νηφάλιος, και δεν έδινα δεκάρα αν το πρόσεχε κάποιος ή όχι. Ήμουν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι ένας καλοντυμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ήμουν έτοιμος να επισκεφθώ τέσσερα εκατομμύρια δολάρια.
Το κυρίως χολ της οικίας Στέρνγουντ ήταν ψηλό, με εξώστη. Πάνω από την είσοδο, που ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να περάσει ένα κοπάδι από ινδικούς ελέφαντες, υπήρχε ένα μεγάλο βιτρό· έδειχνε έναν ιππότη με μαύρη πανοπλία που προσπαθούσε να σώσει μια λαίδη η οποία ήταν δεμένη σε ένα δέντρο και δε φορούσε ρούχα, αλλά είχε πολύ βολικά μακριά μαλλιά για να την καλύπτουν. Ο ιππότης είχε σηκωμένη την προσωπίδα του κράνους του από ευγένεια και έπαιζε με τους κόμπους των σκοινιών που έδεναν τη γυναίκα στο δέντρο, χωρίς να καταφέρνει να τους λύσει. Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι, αν έμενα σε αυτό το σπίτι, αργά ή γρήγορα θα ανέβαινα εκεί πάνω και θα του έδινα ένα χεράκι. Δεν έδειχνε να προσπαθεί πραγματικά.
Στο πίσω μέρος του χολ υπήρχε μια μπαλκονόπορτα, και στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη άπλα από σμαραγδένιο γκαζόν και ένα άσπρο γκαράζ, μπροστά στο οποίο ένας λεπτός, μελαψός νεαρός, σοφέρ με μαύρες γυαλιστερές γκέτες ξεσκόνιζε ένα καστανοκόκκινο Πάκαρντ καμπριολέ. Πέρα από το γκαράζ υπήρχαν μερικά διακοσμητικά δέντρα που ήταν τόσο προσεκτικά κουρεμένα, λες και ήταν σκυλάκια κανίς. Πίσω από αυτά βρισκόταν ένα μεγάλο θερμοκήπιο με θολωτή σκεπή. Ύστερα έβλεπες κι άλλα δέντρα και από πίσω οι πρόποδες των λόφων σχημάτιζαν μια στιβαρή, ανισόπεδη, πλούσια γραμμή.
Στην ανατολική μεριά του χολ βρισκόταν μια σκάλα, στρωμένη με πλακάκια, που οδηγούσε σε έναν εξώστη με σιδερένιο κιγκλίδωμα και σε ένα άλλο βιτρό. Μεγάλες ξύλινες καρέκλες με στρογγυλεμένα κόκκινα βελούδινα μαξιλάρια ήταν τοποθετημένες στα άδεια σημεία του τοίχου. Δεν έδειχναν σαν να μην είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Στη μέση του δυτικού τοίχου βρισκόταν ένα μεγάλο άδειο τζάκι με μπρούντζινο κάλυμμα αποτελούμενο από τέσσερα φύλλα συνδεδεμένα με μεντεσέδες· πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα μαρμάρινο γείσο με φτερωτούς έρωτες στις γωνίες. Πάνω από το γείσο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο ζωγραφισμένο με λάδι, και πάνω από το πορτρέτο, μέσα σε μια γυάλινη κορνίζα, βρίσκονταν δύο διασταυρωμένα σημαιάκια του ιππικού τρυπημένα από σφαίρες ή φαγωμένα από σκόρο. Το πορτρέτο απεικόνιζε έναν αυστηρό συνταγματάρχη με πλήρη στολή της εποχής του Μεξικανικού Πολέμου. Ο αξιωματικός είχε ένα περιποιημένο μαύρο τριγωνικό μουσάκι, μαύρο τσιγκελωτό μουστάκι, φλογερά, μαύρα σαν κάρβουνο, μάτια, και γενικότερα την εμφάνιση ενός άντρα που θα σε ωφελούσε να τα έχεις καλά μαζί του. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει να ήταν ο παππούς του στρατηγού Στέρνγουντ. Δεν μπορεί να ήταν ο ίδιος ο στρατηγός, μολονότι είχα ακούσει ότι ήταν πολύ προχωρημένης ηλικίας για να έχει δύο κόρες που ήταν ακόμη στην επικίνδυνη ηλικία των είκοσι.
Είχα ακόμη προσηλωμένο το βλέμμα μου στα φλογερά μαύρα μάτια, όταν άνοιξε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα. Δεν ήταν ο μπάτλερ πάλι. Ήταν μια κοπέλα.
Ήταν γύρω στα είκοσι, μικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη, άλλα έδειχνε σφριγηλή. Φορούσε ανοιχτόχρωμο μπλε παντελόνι που έδειχνε όμορφο πάνω της. Περπατούσε σαν να πετούσε. Τα όμορφα, καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά της ήταν κομμένα πιο κοντά από όσο απαιτούσε η μόδα, με τις γυριστές αγορίστικες μπούκλες. Τα μάτια της είχαν το γκρίζο χρώμα του σχιστόλιθου και το βλέμμα της ήταν σχεδόν ανέκφραστο. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε πλατιά, φανερώνοντας μικρά, κοφτερά δόντια αρπακτικού, λευκά σαν ψίχα φρέσκου πορτοκαλιού και γυαλιστερά σαν πορσελάνη. Έλαμπαν ανάμεσα από τα λεπτά, πολύ σφιγμένα χείλη της. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και δεν έδειχνε πολύ υγιές.»
 Από το μυθιστόρημα Ο μεγάλος ύπνος του Ρέιμοντ Τσάντλερ (Κέδρος, 2010, μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος).

«Δε με σημάδευε με το όπλο· απλώς το κρατούσε. Ήταν ένα αυτόματο μεσαίου διαμετρήματος, κατασκευασμένο στο εξωτερικό και σίγουρα ούτε Κολτ ούτε Σάβατζ. Με το ωχρό κουρασμένο πρόσωπο, τις ουλές, τον ανασηκωμένο γιακά, το χαμηλωμένο καπέλο και το όπλο ήταν σαν να ’χε βγει από κείνες τις παλιές, ζόρικες, γκανγκστερικές ταινίες.
«Θα με πας με το αμάξι σου στην Τιχουάνα για να πάρω την πτήση των δέκα και τέταρτο», είπε. «Έχω διαβατήριο και βίζα και το μόνο που μου λείπει είναι το μεταφορικό μέσο. Δεν μπορώ να πάρω τρένο, λεωφορείο ή αεροπλάνο απ’ το Λος Άντζελες για συγκεκριμένους λόγους. Νομίζεις ότι πεντακόσια δολάρια είναι λογική ταρίφα;»
Στεκόμουν στην πόρτα και δεν παραμέρισα για να περάσει.
«Πέντε κατοστάρικα συν το όπλο;» ρώτησα.
Το κοίταξε μάλλον αφηρημένα. Κατόπιν το έχωσε στην τσέπη του.
«Ίσως χρειαστεί για προστασία», είπε. «Δική σου, όχι δική μου».
«Έλα μέσα λοιπόν».
Έκανα στην άκρη κι εκείνος μπήκε παραπατώντας απ’ την εξάντληση και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
Το καθιστικό ήταν ακόμα σκοτεινό εξαιτίας των πυκνών θάμνων που η ιδιοκτήτρια είχε αφήσει να μεγαλώσουν έξω απ’ τα παράθυρα. Άναψα ένα πορτατίφ και πήρα τσιγάρο. Το άναψα. Γύρισα και τον κοίταξα. Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που ήταν ήδη ανακατεμένα. Φόρεσα το γνωστό κουρασμένο μου χαμόγελο.
«Τι διάολο μου συμβαίνει και χαραμίζω στο κρεβάτι ένα τόσο υπέροχο πρωινό; Ώστε δέκα και τέταρτο έτσι; Έχουμε πολύ χρόνο. Πάμε στην κουζίνα και θα μας φτιάξω καφέ».
«Ντετέκτιβ, έχω μπλέξει άσχημα».
Ντετέκτιβ _ πρώτη φορά μ’ έλεγε έτσι. Όμως ταίριαζε με την όλη του είσοδο, το ντύσιμο, το όπλο και τα λοιπά.
«Μας περιμένει μια υπέροχη μέρα. Ελαφρό αεράκι. Μπορείτε ν’ ακούσετε όλους αυτούς τους σκληροτράχηλους ευκαλύπτους στο δρόμο να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Μιλάνε για τα χρόνια τα παλιά, στην Αυστραλία, όταν κάτω απ’ τα κλαδιά τους χοροπηδούσαν καγκουρό και τα κοάλα έπαιζαν βαρελάκια. Ναι, νομίζω ότι λίγο πολύ κατάλαβα ότι έχεις μπλέξει. Ας μιλήσουμε γι’ αυτό αφού πρώτα πιω ένα δυο φλιτζάνια καφέ. Πάντα όποτε ξυπνάω είμαι λίγο ζαλισμένος. Πάμε για μια σύσκεψη με τον κύριο Νες και τον κύριο Καφέ».
«Άκου, Μάρλοου, δεν είναι ώρα για...»
«Μη φοβάσαι τίποτα, παλιόφιλε. Οι κύριοι Νες και Καφέ είναι απ’ τους καλύτερους. Ο νεσκαφέ αποτελεί έργο ζωής, είναι το καμάρι και η χαρά τους. Μια απ’ αυτές τις μέρες θα φροντίσω να τύχουν της αναγνώρισης που τους αξίζει. Μέχρι στιγμής το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να βγάλουν λεφτά. Δε νομίζω να είναι ικανοποιημένοι μόνο μ’ αυτό».
Μετά την κεφάτη μου αγόρευση τον άφησα και πήγα στην κουζίνα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έβαλα να ζεστάνω νερό και πήρα την καφετιέρα απ’ το ράφι. Μέχρι να βράσει το νερό χρησιμοποίησα το δοσομετρητή για την κατάλληλη ποσότητα. Γέμισα το κάτω μισό του σκεύους και το έβαλα στη φωτιά. Από πάνω έβαλα το άλλο μισό και το έστριψα για να κλείσει καλά.
Τώρα πια είχε έρθει κι εκείνος στην κουζίνα. Έγειρε για λίγο στο κούφωμα της πόρτας κι έπειτα πήγε ως τον πάγκο για το πρωινό και κάθισε. Εξακολουθούσε να τρέμει. Απ’ το ράφι πήρα ένα μπουκάλι μπέρμπον και του έβαλα μια γουλιά σε ψηλό ποτήρι. Ήξερα ότι θα χρειαζόταν ψηλό ποτήρι. Ακόμα κι έτσι χρησιμοποίησε και τα δύο χέρια για να το φέρει στο στόμα. Κατάπιε, ακούμπησε με γδούπο το ποτήρι κάτω και τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να χτυπήσει στην πλάτη της καρέκλας.
«Σχεδόν λιποθύμησα», μουρμούρισε. «Νιώθω λες κι έχω μείνει άυπνος μια βδομάδα. Δεν κοιμήθηκα καθόλου χθες βράδυ».
Ο καφές ήταν σχεδόν έτοιμος. Χαμήλωσα τη φωτιά και παρακολούθησα το νερό να φουσκώνει. Έμεινε για λίγο μετέωρο στο χείλος του γυάλινου κυλίνδρου. Δυνάμωσα τη φωτιά ίσα για να ξεπεράσει το χείλος κι αμέσως μετά τη χαμήλωσα ξανά. Ανακάτεψα τον καφέ και τον σκέπασα. Έβαλα το χρονόμετρο να χτυπήσει σε τρία λεπτά. Πολύ μεθοδικός τύπος αυτός ο Μάρλοου. Τίποτα δεν επιτρέπεται να παρεμβληθεί στην τεχνική παρασκευής του καφέ του. Ούτε καν ένα όπλο στο χέρι κάποιου απελπισμένου χαρακτήρα.
Του έβαλα ακόμα λίγο ποτό.
«Κάτσε εκεί», είπα. «Μην πεις λέξη. Απλώς κάτσε».
Κατάφερε να πιει το δεύτερο ποτό χρησιμοποιώντας το ένα χέρι. Πλύθηκα βιαστικά στο μπάνιο και επέστρεψα την ώρα που χτύπησε το χρονόμετρο. Έκλεισα τη φωτιά κι ακούμπησα την καφετιέρα σ’ ένα ψάθινο σουβέρ στο τραπέζι. Γιατί τόση έμφαση στη λεπτομέρεια; Επειδή η φορτισμένη ατμόσφαιρα έκανε ακόμα και τα μικροπράγματα να μοιάζουν με ολόκληρη παράσταση _ κάθε κίνηση έμοιαζε να ξεχωρίζει και να αποκτά τεράστια σημασία. Ήταν μία από εκείνες τις εξαιρετικά ευαίσθητες στιγμές όπου όλες σου οι αυτοματοποιημένες κινήσεις, ανεξάρτητα από τον καιρό που τις επαναλαμβάνεις, ανεξάρτητα από το πόσο τακτικά γίνονται, καταλήγουν αυτόνομες ενέργειες βούλησης. Μοιάζεις με κάποιον που μαθαίνει να περπατά αφού ξεπέρασε την πολιομυελίτιδα. Δε θεωρείς τίποτα δεδομένο, απολύτως τίποτα.»
Από το μυθιστόρημα Ο μεγάλος αποχαιρετισμός του Ρέιμοντ Τσάντλερ (Κέδρος, 2008, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης). 


ΤΑ ΜΑΡΑΣΛΕΙΑΚΑ 1925-1927



                                          ΤΑ ΜΑΡΑΣΛΕΙΑΚΑ 1925-1927

Τα Μαρασλειακά (1925-1927) Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της διαμάχης που ξέσπασε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο τον Μάρτιο του 1925 και απασχόλησε την κοινή γνώμη και τον πολιτικό κόσμο για μια κρίσιμη διετία. Η αφετηρία της αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο η Ρόζα Ιμβριώτη φερόταν να διδάσκει την Επανάσταση του 1821 και γενικά το μάθημα της Ιστορίας· κατέληξε, όμως, να θέσει υπό αμφισβήτηση το συνολικό μεταρρυθμιστικό έργο που επιτελούνταν εκεί, υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Δελμούζου, ακυρώνοντας έτσι, για μία ακόμα φορά, τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. Στο ανά χείρας βιβλίο, τα "Μαρασλειακά" εντάσσονται σ ένα περιβάλλον αναθεώρησης της εθνικής ταυτότητας, που έχει ως πυλώνες την ιστορία, την εκπαίδευση και τα φύλα και λειτουργεί απειλητικά για τα κυρίαρχα εθνικά, πολιτειακά και έμφυλα σχήματα. Η αφήγησή τους ακολουθεί δύο οδούς που συναντώνται. Η πρώτη επιχειρεί να αφηγηθεί τα καθέκαστα στο Μαράσλειο, να ακολουθήσει την εσωτερική γραμμή των γεγονότων στις διαφορετικές εκδοχές τους, να τα εντάξει στο επιστημονικό και εκπαιδευτικό τους πλαίσιο, να ιστορήσει τι τελικά συνέβη στο Μαράσλειο. Η δεύτερη ακολουθεί τη δημόσια αναπαράσταση των Μαρασλειακών, και την επιτέλεσή τους στη δημόσια σκηνή. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης πρωτογενή κείμενα που δίνουν τον λόγο στους πρωταγωνιστές των Μαρασλειακών και επιτρέπουν στους αναγνώστες να δημιουργήσουν τις δικές τους διαδρομές.

http://www.bigbook.gr/index.php?lang_id=1&mode=singleBook&bo
ok_id=209330#.UBJpA6Cv_p0


Κέικ σταφυλιού

     Κέικ σταφυλιού
Bαθμολογία:
       
1 ψήφοι
Προστέθηκε από , 24.10.11
                             Περιγραφή
Το Φθινόπωρο είναι η εποχή του σταφυλιού και αυτό το ζουμερό κέικ, είναι «πραγματική απόλαυση»!
Photo

Τι χρειαζόμαστε:

  • 140 γρ. αμυγδαλόσκονη
  • 140 ml ελαιόλαδο
  • 140 γρ. caster sugar
  • 100 γρ. γιαούρτι
  • 140 γρ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
  • 2 αυγά
  • 250 γρ. σταφύλι (σουλτανίνα)
  • 1/4 κ.γ. εκχύλισμα αμυγδάλου
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Μέθοδος
Διατροφή

 

 

Πως το κάνουμε:



Eλίας Kανέτι



                                            Eλίας Kανέτι
O Eλίας Kανέτι γεννήθηκε το 1905 στο Ρουστσούκ της Βουλγαρίας από Ισπανο-Eβραίους γονείς. Σε ηλικία έξι ετών μετακομίζει με την οικογένειά του στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Σε ηλικία οχτώ ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του, πηγαίνουν οικογενειακώς στη Ζυρίχη. Το 1921 η οικογένεια μετακομίζει στη Γερμανία, όπου ο νεαρός Κανέτι θα σπουδάσει χημεία και φιλοσοφία. Το 1931 ολοκληρώνει το μυθιστόρημά του Η τύφλωση. Το 1938, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ' Ράιχ, εγκαταλείπει τη Βιέννη και εγκαθίσταται στην Αγγλία. Το 1960 εκδίδει το περίφημο έργο του Μάζες και εξουσία. Το 1977 εκδίδει τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του με τίτλο Η γλώσσα που δεν κόπηκε. Το 1981 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1994 πεθαίνει στη Ζυρίχη. Εκδίδεται μετά θάνατον το τελευταίο του έργο (γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90) Πάρτι και αερομαχίες.


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Έλληνας Χρυσός Ολυμπιονίκης

πηγή:http://www.eleysis-ellinwn.gr/2012/07/14-1000000.html?utm_source=twitterfeed&utm_medium=facebook

Παρασκευή, 27 Ιουλίου 2012

14χρονος Έλληνας νίκησε 1.000.000 μαθητές σε διεθνή διαγωνισμό για τους Ολυμπιακούς Αγώνες


Ο 14χρονος μαθητής από τα Γιαννιτσά, Μάριος Χατζηδήμου, είναι ο νικητής του φετινού διεθνούς διαγωνισμού έκθεσης της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης (UPU).

Το θέμα του φετινού διαγωνισμού, λόγω της Ολυμπιάδας, ήταν "Γράψτε μια επιστολή σε έναν αθλητή ή μια μορφή του αθλητισμού που θαυμάζετε, για να εξηγήσετε τι σημαίνουν για εσάς οι Ολυμπιακοί Αγώνες".

Στον διαγωνισμό συμμετείχαν περισσότεροι από ένα 1.000.000 νέοι από 55 χώρες, μέσω των ταχυδρομείων των χωρών τους.

Όπως αναφέρει η "Δημοκρατία", ο μαθητής της Δευτέρας Γυμνασίου έγραψε στον αγαπημένο του τενίστα, Ρότζερ Φέντερερ.

"Στεκόσουν εκεί στεφανωμένος..."

"Είμαι ο Μάριος, ένας από τους χιλιάδες, φαντάζομαι, θαυμαστές σου. Ένας μικρός, ασήμαντος Μάριος, μπροστά σε έναν γίγαντα του αθλητισμού. Κι ο λόγος που σου γράφω; Για να σε ευχαριστήσω, που ξύπνησες μέσα μου την αγάπη για τον αθλητισμό", έγραψε στην αρχή της έκθεσής του ο 14χρονος.

"Άρπαξα την παρατημένη ρακέτα του αδελφού μου και αποφασιστικά μπήκα στο γήπεδο, έτοιμος να νικήσω. Τότε, συνειδητοποίησα πόσο διαφορετικό είναι να βλέπεις τη ρακέτα στα χέρια του Φέντερερ από το να προσπαθείς να την κουμαντάρεις στα δικά σου χέρια. Παιδεύτηκα, ίδρωσα, άκουσα δικαιολογημένα τις φωνές του προπονητή μου, όμως δεν τα παράτησα. Η  μορφή σου στο βάθρο του Ολυμπιονίκη με κρατούσε εκεί και συνέχιζα...".

Ο Μάριος περιγράφει, πώς με τη φαντασία του ταξίδεψε στην Αρχαία Ολυμπία, "στη μεγάλη γιορτή του αθλητισμού, στους πρώτους επίσημους Ολυμπιακούς Αγώνες του 776 π.Χ.".
Στη συνέχεια, περιγράφει τον διάλογο που είχε με το ίνδαλμά του, το οποίο η φαντασία του ήθελε εκεί.

"Στεκόσουν εκεί, στεφανωμένος και σε ρώτησα τι σημαίνουν για σένα όλα αυτά. 'Άκου μικρέ μου, αγωνίζομαι σημαίνει νικώ, να το θυμάσαι αυτό. Η συμμετοχή, ο αγώνας είναι ήδη μία μεγάλη νίκη, ανεξάρτητα από το τρόπαιο. Νίκη ενάντια στους φόβους, τις ανασφάλειες και τις δυσκολίες του εαυτού σου, ενάντια στον εγωισμό και τη φιλαυτία σου. Και κάτι ακόμα. Νικώ σημαίνει αγαπώ. Αγαπώ τον συναγωνιστή μου, που μου έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστώ, τον προπονητή μου, που  μου έμαθε τον τρόπο να αγωνίζομαι και να νικώ, τον κόσμο που  με στηρίζει στην προσπάθειά και τον δρόμο προς τη νίκη, τον Θεό που μου χαρίζει τη δυνατότητα να αγωνίζομαι και να νικώ".
"Ε ναι λοιπόν, για εμένα οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν σημαίνουν ούτε αναβολικά ούτε πρωταθλητισμό ούτε οικονομικά συμφέροντα, οικονομική κρίση, αντιζηλίες και μίση. Σημαίνουν χαρά για τη συμμετοχή, 'ευ αγωνίζεσαι', φιλία, ειρήνη και σε αυτό το πνεύμα εύχομαι να σταθούν οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες", κατέληγε η έκθεσή του.

"Μάγεψε" την κριτική επιτροπή

Η αναφορά του Μάριου στις αξίες του ευ αγωνίζεσθαι και του πνεύματος που πρέπει να έχουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο μαθητής "μάγεψε" την κριτική επιτροπή, που τον έστεψε "Χρυσό Ολυμπιονίκη".

Η διεθνής επιτροπή επεσήμανε μάλιστα τον απλό και δημιουργικό τρόπο γραφής του Μάριου: "Η σύνθεση είναι πρωτότυπη, πολύ προσωπική και δημιουργική, ενώ αναδεικνύονται έντονα οι Ολυμπιακές αξίες".

Μιλώντας στην "Δημοκρατία", ο 14χρονος "Ολυμπιονίκης" είπε πως είναι πολύ χαρούμενος για την πρωτιά. "Αρχικά δεν το πίστευα", είπε, ενώ παραδέχθηκε πως δεν τον ενδιαφέρει πολύ, να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάποιο άθλημα.

"Σκέφτομαι να γίνω ιστορικός και να έχω σαν χόμπι το τένις", είπε, ενώ για το tweet της Παπαχρήστου, είπε ότι "δεν είναι σωστό αυτό που είπε, όμως είναι μία καλή αθλήτρια που έκανε σκληρή προπόνηση για να πάει στην Ολυμπιάδα και ήταν πολύ άδικο να την διώξουν μία ημέρα πριν".
Ο νικητής θα βραβευθεί την Παγκόσμια Ημέρα Ταχυδρομείου, δηλ. στις 9 Οκτωβρίου 2012, στην Ντόχα του Κατάρ, στο πλαίσιο του 25ου Παγκόσμιου Συνεδρίου της ΠΤΕ που θα διεξαχθεί με τη συμμετοχή 149 χωρών.

Από την πλευρά τους, τα ΕΛΤΑ προσπαθούν να στηρίζουν τη γνώση και τη δημιουργική προσπάθεια των νέων και να μεταφέρουν το μήνυμα του Ολυμπιακού Ιδεώδους σε ολόκληρο τον κόσμο.


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ




                              28 ΙΟΥΛΙΟΥ: ΤΙΜΑΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ



Η Ειρήνη υπήρξε Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου κατά το δεύτερο μισό του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα. Είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη για τις αρετές της και τιμάται ως οσία από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας .
Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.
ην άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.

Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.

Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.

Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.

Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία
Η Ειρήνη έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.

Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».

Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο 'Αρχων Φιλάρετος ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ.
Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.

Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.

Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.

Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.

Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψει τα επίγεια.
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.

Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».

Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.

Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ του Δημητρίου Μ. Περέογλου *

πηγή : http://www.onestory.gr/post/28111399163

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

του Δημητρίου Μ. Περέογλου *
.
Ο ήλιος δεν είχε αποφασίσει να ξεπροβάλλει σήμερα από τον «Τρελό» αλλάζοντας το γνώριμο συνήθειό του. Μα δεν ήταν στο χέρι του ή μάλλον στις χρυσαφιές αχτίδες του. Τα σύννεφα είχαν συναχτεί ολόγυρά του έχοντας άλλη άποψη για τα χρώματα της αυγής στην απέραντη παλέτα τ’ ουρανού κι εκείνος απλά παρακολουθούσε το ιδιόρρυθμο παιχνίδι τους, σωπαίνοντας.
Ο Λευτέρης, συμμεριζόμενος την ξανθιά σιωπή του, βάδιζε κι αυτός συννεφιασμένος προς την αφετηρία των λεωφορείων του Κ.Τ.Ε.Λ., αφήνοντας πίσω του σκόρπιες σκέψεις σαν αχτίδες φωτός που, αυτομολώντας, τρυπούσαν την πυκνή συννεφιά του τέλους μιας διαδρομής ζωής, παράταιρης τελικά, για εκείνον.
«Ακούς εκεί, δε φτάνει που με είχε ανασφάλιστο και δε με πλήρωνε τρεις μήνες τώρα, ούτε καν ενδιαφέρθηκε αν ζω από εκείνη τη νύχτα…» μονολογώντας ανέβηκε αργά-αργά τα σκαλιά του λεωφορείου. 
«Εκείνη η νύχτα, ήταν σκέτος εφιάλτης• τι να πρωτοθυμηθώ: την ασταμάτητη βροχή που με μαστίγωνε, διαπερνώντας το σώμα και το νου; την αγωνία να προλάβω να παραδώσω έγκαιρα και τις άλλες παραγγελίες που είχαν αργήσει να ετοιμαστούν; ή τη χαμηλή πτήση από την αιφνιδιαστική ώθηση και την αίσθηση μανταρινιού και χώματος στα χείλη μου από το απότομο χτύπημα του αυτοκινήτου στο μηχανάκι μου; και ο κυρ Γιάννης να μη σηκώνει ούτε το τηλέφωνο! Βλέπεις, ήταν για εκείνον μάλλον η ευκαιρία που έψαχνε να προσλάβει για διανομέα τον Αχμέτ, που τελευταία ερχόταν συχνά-πυκνά ζητώντας επίμονα δουλειά. Έγχρωμοι άνθρωποι για έγχρωμες δουλειές, βολετό… τίποτα, τίποτα… τριφύλλι• τριφύλλι και καλαμπόκι. Θα βοηθάω το γέρο μου• λίγο στα πρόβατα, λίγο στα χωράφια κάτι θα γένει. Να ξεκουραστεί κι αυτός κομμάτι. Τώρα θα νοιώθει κι αυτός λίγο περήφανος που κατάφερα και μάζεψα αυτά που χρειαζόταν για εκείνη την επέμβαση. Τόσα χρόνια καρπωνόμουν την αμέριστη βοήθειά του, καιρός πια να του το ανταποδώσω• έστω ένα μέρος, του το φυλάω για έκπληξη». Έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να βολευτεί στη θέση που είχε κλείσει από καιρό στο πρακτορείο του Κ.Τ.Ε.Λ, καθώς και σ’ αυτή του νέου προορισμού της ζωής του. Θες ορμώμενος από τις καταστάσεις που πέρασε και τις τόσες δουλειές που άλλαξε; θες ότι ποτές δε μπόρεσε να συνηθίσει τους ρυθμούς της πρωτεύουσας; θες για ‘κείνο το ταξίδι που άφησε στη μέση στο βαθύ γαλάζιο των ματιών της Λενιώς; θες ότι τελικά θα γυρνούσε κάποτε ούτως ή άλλως; όλες αυτές οι σκέψεις, είχαν βάλει για τα καλά φωτιά στο πλούσια καλλιεργημένο μυαλό του και ο δρόμος του γυρισμού, σαν από καιρό, o εν αναμονεί, πυροσβέστης.
«Γιατί,  και εκείνος ο Διευθυντής της εταιρίας; άλλο και τότες;», σα ν’ άκουγε τα λόγια του: «Λυπούμαστε πολύ, αλλά… καταλαβαίνετε… λόγω της οικονομικής κρίσης, η εταιρία αποφάσισε να κάνει περικοπές μισθών και κάποιες απολύσεις (εγώ ήμουν μέσα στις «κάποιες»). Θα σας δοθεί βεβαίως σχετική αποζημίωση και μια συστατική επιστολή…» σκεφτόταν και ψαχούλευε τις τσέπες του για να την αναζητήσει. «Να θυμηθώ να τη δώσω στο ΓιωργοΚώστα, μπας και σταματήσει να γκρινιάζει για τις κατσίκες μας που του τρώνε τ’ αμπέλια».
Στη μέσα τσέπη του μπουφάν του βρήκε και το πτυχίο. «Αα αυτό, που ξέρεις, μπορεί να χρειαστεί για καμιά επιδότηση! τίποτα, τίποτα… τριφύλλι• τριφύλλι και καλαμπόκι. Θα βοηθάω το γέρο μου• λίγο στα πρόβατα, λίγο στα χωράφια κάτι θα γένει. Να ξεκουραστεί κι αυτός κομμάτι. Τώρα θα νοιώθει κι αυτός λίγο περήφανος που κατάφερα και μάζεψα αυτά που χρειαζόταν για εκείνη την επέμβαση. Τόσα χρόνια καρπωνόμουν την αμέριστη βοήθειά του, καιρός πια να του το ανταποδώσω• έστω ένα μέρος, του το φυλάω για έκπληξη». Έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του βουρκώνοντας, αναπολώντας τα ξέγνοιαστα χρόνια στο χωριό με τα τόσα παιδικά κι εφηβικά χρώματα και αρώματα που αναδυόντουσαν από το χώμα, τα λουλούδια, τα δέντρα, τ’ ανέμελα κι ατέλειωτα παιχνίδια στους χωματόδρομους και στην πλατεία με τον γερο-πλάτανο, τα πρώτα κρυφά ραντεβουδάκια δίπλα στο ποτάμι, αργότερα τη σκληρή δουλειά και τις πρώτες δυσκολίες, τις στενοχώριες και τις στερήσεις του πατέρα για να τον σπουδάσει, τα ξέγνοιαστα, μα και συνάμα, τα δύσκολα τα χρόνια, τα κατοπινά…
Δεν τον κρατούσε πια τίποτε εδώ. Ούτε τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή. «Ποια ζωή;» αναρωτήθηκε. «Να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ, χάνοντας σιγά-σιγά φίλους, παρέες, μέρες, χρόνια και ζωή…». Δεν τον κρατούσε πια τίποτε. Ούτε καν η Κέλλυ, που για χάρη μιας μαύρης B.M.W., του πρώην κολλητού του συναδέλφου, τον απέλυσε κι αυτή το δίχως άλλο!
Τη σιωπή την έσπαγε κατά καιρούς η κόρνα από τις νταλίκες που περνούσαν από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο τζάμι του παραθύρου και στ’ ανοιχτά πατζούρια του μυαλού του, καθώς γινόντουσαν ολοένα και πιο πυκνές οι στάλες… οι στάλες και οι σκέψεις… «Τόσα χαμένα όνειρα, τόσα χαμένα χρόνια… και μια ζωή πάντα να περνάει γρήγορα κορνάροντας από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας». 
Ξάφνου, τη σιγή την ξόρκισε με βία μια παλιά μελωδία: «Δεν ξαναβόσκω άλλες βοβάλες, δε θέλω μήτε να τις δω…». Τι ειρωνεία, είχε την ίδια μελωδία για ήχο κλήσης απ’ όταν πρωτοέφυγε για την πρωτεύουσα και δεν την είχε αλλάξει από τότες. 
«Έλα, μάνα!» είπε και σώπασε. «Στο δρόμο είμαι, έρχομαι. Πες του πατέρα ότι τα μάζεψα τα χρήματα!» είπε χαρούμενος μη μπορώντας να κρατήσει άλλο κρυφή την έκπληξη που του ετοίμαζε. 
«…Ο πατέρας; τι ο πατέρας;» είπε και σώπασε. Κι ύστερα…
σιωπή… 
Και μιά βροχή αδυσώπητη που έπεφτε στο τζάμι του παραθύρου και στα κλειστά πατζούρια του μυαλού του, πλημμυρίζοντας τα μάτια του 
και το άδειο, τώρα, δωμάτιο της καρδιάς του!  
.
Ο Δημήτριος Μ. Περέογλου γεννήθηκε το Νοέμβρη του ’70 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Είναι παντρεμένος με δυο παιδιά και ποιηματογραφεί (Θεώ – εκδ. ΙΡΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2009, ΧΩΡΙΣ με –υπο έκδοση).
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛEΞΙΟΥ: ΘΩΜΑΣ ΦΑΝΟΥΡΑΚΗΣ (ΖΩΓΡΑΦΟΣ)

πηγή : http://www.alkman.gr/?p=9827

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛEΞΙΟΥ: ΘΩΜΑΣ ΦΑΝΟΥΡΑΚΗΣ (ΖΩΓΡΑΦΟΣ)

Επιλογή από: Βασίλης, 14 Φεβρουαρίου 2011 στις 14:11
 

Στο τέλος της χρονιάς που πέρασε, κυκλοφόρησαν τα “ΚΕΙΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ”(*) του εκλεκτού φιλολόγου και αρχαιολόγου κ. Στέλιου Αλεξίου. 

Θα αντιγράψουμε (κύρια σημεία) από το μοναδικό που δεν έχει κοινοποιηθεί ή δημοσιευθεί και αφορά στον ζωγράφο Θωμά Φανουράκη.


Στυλιανός Αλεξίου και Θωμάς Φανουράκης, την εποχή που ο ζωγράφος εργαζόταν στο Μουσείο





 ΘΩΜΑΣ ΦΑΝΟΥΡΑΚΗΣ (1915-1993)
(…) Τον γνώριζα από τότε που ήμουν παιδί. Κατοικούσε προπολεμικά στην τότε οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (σήμερα Γιάννη Χρονάκη), γειτονικά με το σπίτι του παππού μου Στρατή Βουρδουμπάκη, στο οποίο οικογενειακώς έμενα. Περνώντας από το λιθόστρωτο στενό, απέναντι σε μια τούρκικη βρύση (αξιόλογο αρχιτεκτόνημα εντοιχισμένο αργότερα στον βενετικό προμαχώνα κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο), έβλεπα το σπίτι των αδελφών Φανουράκη, Θωμά και Παύλου. Ο πατέρας των ήταν χρυσοχόος κοσμηματοπώλης. Το επάγγελμα του το συνέχισε ο Παύλος στο Ηράκλειο και έπειτα στην Αθήνα, ενώ ο Θωμάς κληρονόμησε την καλλιτεχνική επιδεξιότητα των χεριών του πατέρα του, και σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Αθήνα, από την οποία πήρε το,πτυχίο του στα 1940.
 
Περνώντας, έβλεπα την εξώπορτα του σπιτιού του πάντα ανοιχτή, όπως συνηθιζόταν τότε στο Ηράκλειο. Φαινόταν η αυλή με τις γλάστρες και τα λουλούδια γύρω από μια κεντρική λεμονιά, κάτω από την οποία δειπνούσαν τα δροσερά βράδια του καλοκαιριού οι Φανουράκηδες.(…)
 
Ο Θωμάς σ΄όλη του τη ζωή θυμόταν το Ηράκλειο των παιδικών του χρόνων, όχι από ρομαντική νοσταλγία, αλλά επειδή έβλεπε ότι η τότε πόλη, χωρίς υψηλές οικοδομές στα στενά, χωρίς μολυσμένο αέρα και πανδαιμόνιο τροχοφόρων, ήταν ανθρωπινότερη. (…)


Ντουλάπες, μπουφέδες, τραπέζια, ήταν φτιαγμένα από επιπλοποιούς. Δεν ήταν απρόσωπα και κρύα βιομηχανικά προϊόντα/1970 το μεγάλο βήμα


Ο Θωμάς εκτιμούσε την εποχή του και για κάτι άλλο. Υπήρχε ακόμη καλαισθησία στα σπίτια: “Δεν έβλεπες τίποτε άσχημο” όπως έλεγε χαρακτηριστικά> Ντουλάπες, μπουφέδες, τραπέζια, ήταν φτιαγμένα από επιπλοποιούς. Δεν ήταν απρόσωπα και κρύα βιομηχανικά προϊόντα.(…)
 
Αργότερα, μετά τον πόλεμο, άρχισα να κάνω συντροφιά με τον Θωμά. Τον επισκεπτόμουν στο ζωγραφικό εργαστήριό του, που άλλαζε κατά διαστήματα θέση στο Ηράκλειο. Τελικά ο Θωμάς εγκαταστάθηκε στο ιδιόκτητο μικρό “ατελιέ” του στην περιοχή Πεντεβή, που ήταν επί πολλά χρόνια και κατοικία του. Κάναμε συντροφιά, μαζί με άλλους φίλους, και όλοι χαιρόταν την καλλιέργεια, την ειρωνεία και το “χιούμορ¨του. (…)
 
Ο Φανουράκης είχε γράψει και ποιήματα ερωτικά και πολιτικά. Ένα από τα πολιτικά, δημοσιευμένο σε εφημερίδα και αφιερωμένο στον αριστερό αντάρτη Ποδιά, στην περίοδο του Εμφυλίου, έγινε αιτία να συλληφθεί κάποτε ο Θωμάς, για λίγες ώρες, σε μια επίσκεψη του βασιλιά στο Ηράκλειο.(…)
 
Άλλοι πίνακες του είναι εκτεθειμένοι στη Δημοτική Πινακοθήκη, στον αναστηλωμένο βενετικό ναό του Αγίου Μάρκου. Ανήκουν στην τελευταία ζωγραφική παραγωγή του Φανουράκη, που είχε γίνει αρκετά γνωστή κια στην Αθήνα, και που χαρακτηριζόταν από μιαν ιδιότυπη τεχνική παράστασης ξύλινων επιφανειών, με λεπτομέρειες αντικειμένων ή τοπίου, στο βάθος. Ο ίδιος αποκαλούσε τη ζωγραφική αυτή “μεταφυσική” με την έννοια ότι απέδιδε τη ¨μυστική αίσθηση της ζωής¨.Από τους λογίους των Αθηνών που είχαν επισκεφθεί το εργαστήριό του στη δεκαετία του 1950, τον είχε εκτιμήσει κυρίως ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος και τον είχε μνημονεύσει, βάσει των ως τότε έργων του, κυρίως ως προσωπογράφο, με άρθρο του στη Νέα Εστία.(…)


Χωριανή με μαύρο μαντήλι/ προσωπογραφία 1963

 

Στο χρονικό διάστημα που ήμουν Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης, όπως και προηγουμένως επί Ν.Πλάτωνος, ο Θωμάς είχε εργασθεί στο Μουσείο Ηρακλείου ως καλλιτεχνικός σχεδιαστής αρχαίων αντικειμένων.(…)
 
Ο Θωμας Φανουράκης ήταν από τους Ηρακλειώτες που δεν μπορούσαν να ζήσουν αλλού. Απέφυγε μια σταδιοδρομία “καθιερωμένου” ζωγράφου που ασφαλώς θα τον περίμενε στην Αθήνα, αν έκανε τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Έζησε όλη τη ζωή στο Ηράκλειο, και μόνο ένα μικρο διάστημα ταξίδεψε στο Παρίσι, χωρίς, όπως φαίνεται, να εντυπωσιασθέι πολύ
______________________________________

(*)=Το βιβλίο του Στυλιανού Αλεξίου «ΚΕΙΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ» στοιχειοθετήθηκε & τυπώθηκε στην ‘ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ» Γ.Καζανάκης Δ/χοι Α.Β.Ε. τον Δεκέμβριο του 2010-για τις εκδόσεις ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ.
Πριν λίγο είδαμε την πρόσκληση για την παρουσίαση του βιβλίου :

Πρόσκληση εκδήλωσης για το βιβλίο του Στυλιανού Αλεξίου.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
 

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ο Γκρεμιστής

Κωστής Παλαμάς 1928

Αφιερωμένο στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα για όσους προτιμούν
σε πύργους να είναι άρχοντες
σε έδρες καθημένοι
στις εντολές να υπακούν
αρκεί στο τέλος να αμειφθούν
                                   την …έδρα τους να σώσουν

Από τους Μικρομεσαίους του Αισθήματος, τους ιδρυτές των ΑΧΡΗΣΤΩΝ στον Πολιτισμό

Ο Γκρεμιστής

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,

ο διαλεχτός της άρvησης κι ο ακριβογιός της πίστης.

Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.

Στου μίσους τα μεσάvυχτα τρέμει εvός πόθου αστέρι.

Κι αν είμαι της vυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάvτα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.

εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης.
του μακρεμένου αγvαvτευτής, κι ο κλέφτης κι ο
απελάτης

και με το καριoφίλι μου και με τ’ απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.

Kάλλιo φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιo ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανoίχτε, τάφοι,

και, δυvαμίτη, βρόvτηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοvτας και σε vαούς το Ψέμα.

Τωv πρωτογέvvητωv καιρών η πλάση με τ΄αγρίμια
ξαvάρχεται. Καλώς να ‘ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίvεται καvείς, και πάει κι όλο προσμέvει
το λόγο που δεν έρχετα, και μια vτροπή το δένει

Μα το τσεκούρι μοvαχά στο χέρι σαv κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ατσάλι
και vιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,

και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές v’ αvοίξω,
και μ’ ενα Ναι να τιναχτώ , μ’ ένα Όχι να βροvτήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε.
Γρικάω, βγαίvει από μέσα του μια προσταγή :

Γκρεμίστε !

/olympia.gr

   
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ευπαλίνειο όρυγμα



Το Ευπαλίνειο όρυγμα αποτελεί ένα μηχανικό έργο αξεπέραστο στην ιστορία της μηχανικής τεχνολογίας και τεκμήριο του υψηλού επίπεδου τεχνογνωσίας των Ελλήνων μηχανικών και των ολοκληρωμένων γνώσεών τους στην εφαρμογή της Γεωμετρίας, της Τοπογραφίας, της Γεωδαισίας και της Οπτικής στην αρχαία Ελλάδα πολύ πριν από τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Μεγαρεύς μηχανικός Ευπαλίνος κατόρθωσε να διανοίξει έναν αγωγό ύδρευσης διαμέσου του όρους Άμπελος (σημ. Κάστρο), για την υδροδότηση της πρωτεύουσας της Σάμου (σημερινό Πυθαγόρειο). Το υδραυλικό έργο που ανέλαβε ο Ευπαλίνος είχε συνολικό μήκος 1800 μέτρων, είχε δύο τμήματα : α) το επιφανειακό (ή εξωτερικό) που ξεκινούσε από την πηγή (που σήμερα είναι ενσωματωμένη στην εκκλησία Αγιάδες) και με ένα σύστημα αγωγού και καθέτων ορυγμάτων για τον καθαρισμό του νερού, οδηγούσε προς την βόρειο είσοδο της σήραγγας και β) την κυρίως σήραγγα, μήκους 1036 μέτρων.

   
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις