Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Τρίγωνα Θεσσαλονίκης

Τρίγωνα Θεσσαλονίκης
Bαθμολογία:
       
2 ψήφοι
Προστέθηκε από , 20.10.08

Περιγραφή

Τα γνωστά και υπέροχα τρίγωνα πανοράματος όλων μας.
Τρίγωνα Θεσσαλονίκης

Τι χρειαζόμαστε:

  • 1 κιλό φύλλο κρούστας
  • 8 κιλά γάλα
  • 3 κιλά ζάχαρη
  • 2 κιλά αλεύρι
  • μισό κιλό κρόκο αυγού
Για τη σαντιγί
  • 1,5 λίτρο κρέμα γάλακτος
  • 500 γρ ζάχαρη άχνη
Για το σιρόπι
  • 1700 γρ νερό
  • 2 κιλά ζάχαρη
  • 300 γρ γλυκόζη
  • 1/2 φλιτζανάκι χυμό λεμόνι
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Διατροφή
Κουζίνα

 

 

 

 Πως το κάνουμε:


 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ (Απόσπασμα)Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ


 
 
                   Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (23 Ιουνίου 1908- 14 Σεπτεμβρίου 1960)
                                          ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ (Απόσπασμα)

 

"Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι τό'να πίσω από τ'άλλο. `Αφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ'αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, σ
τα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.

Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:

- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!

Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν'αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:

- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!

- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...

- Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!

Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ' ου κι ο καβγάς «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».

Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανώλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:

- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!

Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό! Σαν τους Χίτες, στον `Αη-Λευτέρη, που παρεξήγησαν τα λεγόμενά του και τον κάναν σώσπαστο στο ξύλο. Μα το ξύλο δεν τον ένοιαζε τόσο, όσο η παρεξήγηση.

- Δεν είμαι κουκουές, εγώ! Είμαι καθώς πρέπει! Πολύ πολύ καθώς πρέπει...

Οι μαντράχαλοι της άλλης παρέας, που το επεισόδιο λήξαν δεν ασχολούνταν πια μαζί του, τού'ριξαν σκοτεινές ματιές. Έκλιναν προς τ'αριστερά, ως φαίνεται, κι ο λόγος του λεγάμενου τους ξυνοφάνηκε. Γίνηκε πρόχειρο διαβούλιο -να τον δείρουν, να μην τον δείρουν- μα δεν πήραν απόφαση, ένεκα που μόλις ξυλοδαρμένος από τους Χίτες ήτανε, έστω και λόγω παρεξήγησης, δε στέκεται να τις φάει κι από τους κουκουέδες. Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. `Αρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουφoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.

- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!

- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης; Εμένα που με βλέπεις, άδικα μ'έδειραν οι Χίτες στον `Αη-Λευτέρη. Δεν είμαι κουκουές!

Είχε αρπάξει το μαγαζάτορα από το γιακά και του ξηγούσε το πως γίνηκε η παρεξήγηση με τους Χίτες. Κι επέμενε -ψείρα σωστή- πως δεν ήταν εντάξει, ο μαγαζάτορας, να μην του μαγειρεύει τα χταποδάκια, να φάει ένα μεζέ, να πιει ένα κρασί, και δως του επιχειρηματολογία, φλυαρία και λογοδιάρροια -για ψείρα, ναι, ήταν ψείρα και περίφημη!

- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.

Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:

- Στην Ευταλία... `Αιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;

Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.

- Έχει τσιγάρο;

Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!

- Θέλω τσιγάρο.

- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.

- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!

Ήταν κι αναιδής.

- `Αιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;

Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:

- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;

Φως φανάρι πως οι Χίτες του `Αη Λευτέρη δεν είχαν και τόσο άδικο. Μαρτυρήθηκε μοναχός του. Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.

Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.

Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:

- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!

Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.

- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς...

Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:

- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...

Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.

Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...

[...]

- Ρε παιδιά! είπα, ο ερίφης παράτησε τα χταποδάκια του...

Όλοι απομείναμε σιωπηλοί, κάποιος στοχασμός ανάδευε εντός μας, ήταν φανερό αυτό.

-Μήπως και τον προφτάξουμε... μουρμούρισε ο υποπλοίαρχος.

Κοιτάξαμε πέρα δώθε, ψάξαμε τη νύχτα, με τους προβολείς της φορντ. Τίποτα. Η ακρογιαλιά ξαπλωνόταν ως πέρα σκοτεινή κι ερημική, μόνο κάποιος γάτος τριγυρνούσε κάτω από τη βροχή, ένεκα που κόντευε Γενάρης. Και πάλι απομείναμε δίβουλοι, συλλογισμένοι.

- Τί θα γίνει με τα χταπόδια; ρώτησα

Ο Αγλέουρας σήκωσε τους ώμους.

-Θα τα πάρω να τα φάω εγώ! είπε. Κρίμα να παν χαμένα...

Χαμένα... Με τι προσοχή τα κουβαλούσε ο κακόμοιρος, με τι λαχτάρα πρόσμενε να τα μαγερέψει να τα φάει, να τα ποτίσει με καναδυό ποτήρια! Ναι, να τα γλεντήσει "σαν άνθρωπος", παρέα με τους συνανθρώπους, που θα νιώθαν τον καημό της ψυχής του... Μα οι άνθρωποι -τα θεριά- δεν ένιωσαν, ούτε ήταν βολετό να νιώσουν. `Αχρηστα τα χταποδάκια πια, άχθος και βάρος για την απελπισία του. Τα παράτησε στο κατώφλι κι έφυγε και τράβηξε, και πήγε...

[...] "

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Μ. Καραγάτσης


Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908- 14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν Ἐλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της "Γενιάς του '30". Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το "Μ." του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα "Μίτια" (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο "Αδερφοί Καραμαζώφ". Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως "Μ. Καραγάτσης" προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το "Μ" ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος, ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του, Ανθή, καταγόταν από τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του (18 χρόνια από το πρώτο και 12 από το τέταρτο).

Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του: το Δημοτικό το παρακολούθησε στη Λάρισα και το Γυμνάσιο το τελείωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του ως τιμωρία, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, ένα χρόνο μετά, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1930. Εκεί μάλιστα είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ. Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά.

Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την ποίηση και στραφήκε στην πεζογραφία. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα "Η κυρία Νίτσα", το οποίο υποβλήθηκε στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Ήταν αυτοβιογραφικό διήγημα εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για μια εικοσάχρονη δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο στη Λάρισα. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, το 1933. Προηγουμένως είχε δημοσιεύσει πολλά διηγήματα, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε μια Ανώνυμη Εταιρεία Ασφαλειών. Από το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή και το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ. Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και τις δύο φορές. Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το έκανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, υποψήφιο με την ΕΡΕ.

Το 1958 έπαθε ένα σοβαρό έμφραγμα, που οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους. Συνέχισε όμως να εργάζεται και να γράφει: είχε ξεκινήσει το έργο Το 10, που θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας. Δεν πρόλαβε όμως να το ολοκληρώσει: στις 13 Σεπτεμβρίου 1960 έπαθε έμφραγμα και λίγες ώρες μετά, στις 04:15 τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, πέθανε.

Τα πρώτα έργα του Καραγάτση, από το 1925 ως το 1933, ήταν διηγήματα. Από αυτά, όσα γράφτηκαν πριν από το 1927, δεν τα εξέδωσε ο ίδιος. Το 1933, με το μυθιστόρημα Συνταγματάρχης Λιάπκιν, εγκαινιάστηκε η ώριμη περίοδος της πεζογραφίας του. Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, ο οποίος μετά τη Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή. Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα της Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να "εγκλιματιστούν" και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή.

Επόμενος σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το Χαμένο νησί, έργο που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πεζογραφία του εξ αιτίας της απόστασής του από το ρεαλισμό και τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Ο ίδιος το χαρακτήρισε "φανταστική νουβέλα"). Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Γερόλυμος Αβαράτος, δεύτερος πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε στην Τήλο. Ο ήρωας αναγκάστηκε να μείνει στο νησί για καιρό εξαιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά οι κάτοικοι του νησιού παρατήρησαν περίεργα κλιματολογικά φαινόμενα, διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες έδιναν λανθασμένες συντεταγμένες και τέλος αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την υφαλοκρηπίδα και έπειτα από ταξίδι στη θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό με το όνομα Ταϊλί.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Η σειρά θα περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας οικογένειας από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο τρία: Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Τα στερνά του Μίχαλου. Ο ήρωας του Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αλλαξοπίστησε, για να σώσει τη ζωή του. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή ενός προγόνου του, του Μήτρου Ροδηθάνα ή Ροδόπουλου.

Παρ' όλο που ο συγγραφέας δεν ολοκλήρωσε αυτή τη σύνθεση, συνέχισε να ενδιαφέρεται για ιστορικά θέματα και να εμπνέεται από αυτά: έκανε την απόπειρα να γράψει ένα καθαρά ιστορικό έργο, την Ιστορία των Ελλήνων, από το οποίο έγραψε τελικά μόνο τον πρώτο τόμο για την αρχαία Ελλάδα και έγραψε τη μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος, για τον πλοίαρχο του υποβρυχίου "Κατσώνης". Το τελευταίο έργο του σχετικό με την ιστορία έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα: το Σέργιος και Βάκχος, με πρωταγωνιστές τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο, είναι σατιρική και καυστική κριτική και απομυθοποίηση της Ιστορίας.

Προς το τέλος της ζωής του σχεδίαζε άλλη μια ενότητα τεσσάρων έργων, από την οποία πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο Το 10. Το έργο διαδραματίζεται σε μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά. Μάλιστα ο συγγραφέας επισκεπτόταν κάθε πρωί το λιμάνι και παρατηρούσε την κίνηση και τη ζωή εκεί για να αντλήσει υλικό. Το τμήμα που πρόλαβε να γράψει μας αφήνει να υποθέσουμε ότι, αν ολοκληρωνόταν, το έργο θα ήταν σίγουρα ένα από τα καλύτερά του.

Ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον Καραγάτση ήταν «γεννημένος πεζογράφος». Όλοι αναγνώριζαν την αφηγηματική του ευχέρεια και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους και όχι μόνο αυτούς της γενιάς του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν ενδιαφερόταν για την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι ότι τα χειρόγραφά του δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του, αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από πολλούς συγγραφείς της γενιάς του.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C._%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B7%CF%82
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΔΑΝΤΗΣ ΑΛΙΓΚΕΡΙ

πηγή:  http://www.facebook.com/photo.php?fbid=381039098635815&set=a.136809996392061.29371.135792846493776&type=1&theater
 
ΔΑΝΤΗΣ ΑΛΙΓΚΕΡΙ (1265 – 14 Σεπτεμβρίου 1321)

Ο Δάντης Αλιγκέρι ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς ποιητές. Θεωρείται ο πρώτος σημαντικός δημιουργός στην ιταλική ποίηση ενώ το περίφημο έργο του, η Θεία Κωμωδία, εκτιμάται έως σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Θεία Κωμωδία

Ο Δάντης ονόμασε αρχικά το έργο Κωμωδία όμως μετονομάστηκε σε Θεία Κωμωδία όταν το αποκάλεσε με αυτό τον τρόπο ο Βοκάκιος. Το θέμα του έργου είναι το φανταστικό ταξίδι του συγγραφέα στο βασίλειο των νεκρών, με οδηγό τον επικό ποιητή Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Η ιδέα ενός ταξιδιού στον Άδη και στον Παράδεισο είχε ασφαλώς προηγηθεί στην αρχαιότητα τόσο στον Όμηρο με τον Οδυσσέα όσο και στον Βιργίλιο με τον Αινεία. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος. Κάθε μέρος περιλαμβάνει 33 ωδές και μία εισαγωγική. Το έργο αντικατοπτρίζει μεταξύ άλλων πολλές αντιλήψεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

Στην Κόλαση, η οποία περιγράφεται να έχει κωνοειδή μορφή, ο Δάντης καυτηριάζει όλους τους εγκληματίες και τους πολιτικούς του αντιπάλους εμφανίζοντας τους να βασανίζονται με φρικτό τρόπο. Στο Καθαρτήριο, περιγράφει πώς – σύμφωνα με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις – γίνεται η κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής από τις αμαρτίες της πριν αυτή εισέλθει στον Παράδεισο, όπου γίνονται δεκτοί όλοι οι ενάρετοι άνθρωποι. Τέλος, στον Παράδεισο, ο Δάντης περιγράφει την συνάντησή του με τους Αγίους και τους μεγάλους διανοητές.


Η Θεία Κωμωδία αποτελεί επιπλέον σημαντική προσφορά του Δάντη στη διαμόρφωση της ιταλικής γλώσσας. Ουσιαστικά κατάφερε να συνθέσει τα λατινικά, τα οποία ομιλούνταν από τους μορφωμένους και τη φλωρεντιανή διάλεκτο που μιλούσε ο λαός.


Άλλα έργα του Δάντη περιλαμβάνουν τη Νέα Ζωή (La Vita Nuova), όπου εκφράζει τον έρωτα του για την Βεατρίκη, το Συμπόσιο (Il Convinio) και την πραγματεία Για την ευγλωττία της δημοτικής γλώσσας (De vulgari eloquentia).ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

«Η ΠΟΛΙΣ» Κ ΚΑΒΑΦΗΣ



Κ ΚΑΒΑΦΗΣ «Η ΠΟΛΙΣ»

Είπες: - Θα πάγω σ'αλλη γη, θα πάγω σ'αλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.


Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή.
Κ'ειν'η καρδιά μου- σα νεκρός -θαμμένη.
Ο νους μου ως ποτε μες στον μαρασμον αυτον θα μεινει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, οπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωης μου βλέπω εδω,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.

Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θαβρεις άλλες θάλασσες.
Η πολις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ιδιες θα γερνας
και μες στα ιδια σπίτια αυτα θ'ασπριζεις.
Πάντα στην πολι αυτη θα φθανεις. Για τα αλλού-μη ελπίζεις-
δεν εχει πλοίο για σε, δεν εχει οδο.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδω
στην κώχη τούτη τη μικρή, σ'ολην την γη την χάλασες.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Λέβητες ξύλου

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=302800916493952& set=a.295340943906616.68130.264580240316020&type=1&theater

Λέβητες ξύλου

Πέραν όλων των υπολοίπων νέων τεχνολογιών που αναφέρουμε και αφορούν εναλλακτικούς τρόπους θέρμανσης, βιοκαύσιμα κ.λ.π. εδώ θα συζητήσουμε οτιδήποτε σχετικό με την θέρμανση από την καύση ξύλων με λέβητες.

Οι λέβητες ξύλου που τοποθετούνται στο λεβητοστάσιο δεν έχουν τον περιορισμό στη μέγιστη ισχύ που έχουν τα τζάκια και σόμπες καθ’ όσον υπάρχουν λέβητες με ισχύ έως 900kw που μπορούν άνετα να θερμάνουν τεράστιους χώρους.

Στους λέβητες ξύλου συναντάμε δύο κατηγορίες. Τους απλούς λέβητες ξύλου και τους σύγχρονους λέβητες αεριοποίησης.

Στους απλούς λέβητες η καύση δεν είναι ελεγχόμενη ή είναι μερικώς ελεγχόμενη από ένα ταμπερ αέρα το οποίο ανοιγοκλείνει ανάλογα με την θερμοκρασία του λέβητα και ελέγχει ως ένα βαθμό το οξυγόνο που δέχεται ο χώρος καύσης άρα και την ένταση της καύσης των ξύλων. Η θερμοκρασία του νερού στα σώματα δεν μπορεί να ελεγχθεί με ακρίβεια και έτσι πολλές φορές παρατηρείται το φαινόμενο η θερμοκρασία μέσα στον χώρο να είναι μεγαλύτερη από αυτή που ζητάμε.

Στους λέβητες αεριοποίησης ή αλλιώς λέβητες αντεστραμμένης φλόγας η καύση των ξύλων γίνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο τα ξύλα καίγονται στον επάνω θάλαμο με την μέθοδο της αντεστραμμένης φλόγας. Τα αέρια που παράγονται στον πρώτο θάλαμο οδηγούνται κάτω στο δεύτερο θάλαμο όπου καίγονται μέσα σε ένα κεραμικό εξάρτημα σε πολύ υψηλή θερμοκρασία προσφέροντας απόδοση μέχρι 92%.

Ένα βεντιλατερ στέλνει οξυγόνο ή κλείνει εντελώς την παροχή του στον αεροστεγώς κλεισμένο χώρο καύσης ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό με αυτό τον τρόπο την καύση των ξύλων σύμφωνα με την ζήτηση που υπάρχει από τον θερμοστάτη χώρου και έτσι η θερμοκρασία ελέγχεται επαρκώς ώστε να μην ξεφεύγει από τα επιθυμητά όρια ή σχεδόν να κλείνει όταν δεν υπάρχει ζήτηση.

Επειδή η καύση γίνεται με μεγάλο βαθμό απόδοσης τα υπολείμματα της καύσης δηλαδή οι στάχτες είναι πολύ λίγες σε ποσότητα σε σχέση με την απλή καύση αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο τον καθημερινό καθαρισμό του λέβητα. Επίσης δεν παράγει ορατά καυσαέρια όπως όλες οι άλλες συσκευές καύσης ξύλου.

Οι λέβητες ξύλου αλλά και τα τζάκια καλοριφέρ όπως φυσικά όλοι οι λέβητες στερεών καυσίμων είναι σχεδιασμένοι να λειτουργούν με ανοιχτό δοχείο διαστολής για λόγους ασφαλείας. Ωστόσο μερικοί σύγχρονοι λέβητες ξύλου ενσωματώνουν μία σειρά από συστήματα ασφάλειας κατά της υπερθέρμανσης και μπορούν να λειτουργήσουν υπό προϋποθέσεις και με κλειστό δοχείο διαστολής.

Οι λέβητες ξύλου που μπορούν να λειτουργήσουν με κλειστό δοχείο διαστολής περιλαμβάνουν ένα σύστημα όπου κρύο νερό από την ύδρευση διοχετεύεται περιμετρικά του λέβητα και τον ψύχει σε περίπτωση υπερθέρμανσης λόγω π.χ. διακοπής λειτουργίας του κυκλοφορητή καθώς επίσης και μία σειρά από βαλβίδες εκτόνωσης.

Τέλος όλες τις συσκευές καύσης ξύλου και μετάδοσης της θερμότητας με νερό για περισσότερη ασφάλεια, για μεγαλύτερη οικονομία στο καύσιμο αλλά και για μεγαλύτερη αυτονομία δηλαδή για να αυξήσουμε το χρονικό διάστημα ανάμεσα στις τροφοδοσίες με ξύλα μπορούμε να τις συνδέσουμε με ένα δοχείο αδράνειας το οποίο λειτουργεί σαν αποθήκη ενέργειας.

Όταν ο χώρος μας έχει θερμανθεί επαρκώς αλλά στο λέβητα συνεχίζουν να καίνε τα ξύλα η παραχθείσα ενέργεια διοχετεύεται στο δοχείο αδράνειας και θερμαίνει το νερό που βρίσκεται εκεί. Στην περίπτωση που ζητήσουμε ξανά θέρμανση και δεν υπάρχουν ξύλα τα σώματα τροφοδοτούνται με ζεστό νερό από το δοχείο αδράνειας και έτσι αποφεύγουμε το συχνό γέμισμα του λέβητα με ξύλα.
phorum.gr
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Η Οδός της τέλειας αγάπης

πηγή: http://gerasimos-politis.blogspot.com/2012/04/odos-ths-teleias-agaphs.html#.UFPSD6720yk

Η Οδός της τέλειας αγάπης

Γεράσιμος Πολίτης 2012-04-14T00:02:00+03:00

Η Οδός της τέλειας αγάπης, αυτογνωσία, Θεολογία, Κινεζική Φιλοσοφία, αγάπη, ταο
«Όποιος κατέχει τήν ανώτατη αρετή», ειπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Είναι σάν τό νερό πού μένει στά χαμηλά μέρη.
Τό μέρος πού διαμένει είναι σάν τό χώμα, πιό χαμηλά άπ'δλους.
Ή προσφορά του είναι εγκάρδια,
Ή καρδιά του είναι άβυθομέτρητη.» 5

Ή ταπεινή ψυχή είναι σάν τό νερό,
Σάν τό νερό πού μαλακώνει τό χώμα της καρδιάς,
Τό μέρος πού διαμένει.
Μέ τήν ταπεινότητα πού δείχνει άπέναντι στούς άλλους,
Ή σκληρότητα καί ή πώρωση διώχνονται άπό μέσα της, 10

Απομακρύνονται σάν ένας βαρύς βράχος.
Ένα καινούργιο θέαμα άνοίγεται στό βλέμμα του νοΰ:
Αντικρύζει τίς πληγές πού αύλακώνουν όλόκληρη τή φύση της.
Τότε ή καρδιά πού έχει μαλακώσει άρχίζει νά συμπαραστέκεται στό πένθος του νου.
Καί, καθώς ή ψυχή άρχίζει γιά πρώτη φορά νά γνωρίζει τόν έαυτό της, 15 Αρχίζει γιά πρώτη φορά νά γνωρίζει καί τούς άλλους.

Έχοντας βρεί τήν μία πληγωμένη φύση πού είναι κοινή γιά δλους, Παραμένει άπό συμπόνια στό χώμα της καρδιάς,
Κάτω άπό αύτούς.
Ή καρδιά έχει γίνει άβυθομέτρητη. 20
Έχει βρεί τήν όδό γιά τήν τέλεια άγάπη.
Όσοι ακολουθούν τήν Όδό Γνωρίζονται από τήν αγάπη τους.

Όποιος αγαπά δείχνει ότι έχει γεννηθεί άπό τήν Όδό Καί γνωρίζει τήν Όδό.
Όποιος δέν αγαπά δέν έχει γνωρίσει τήν Όδό, 5
Γιατί η Όδός είναι αγάπη.
Όποιος ζεί μέσα στήν αγάπη,
Ζεί μέσα στήν Όδό, καί η Όδός μέσα σ' αυτόν.

Δέν ύπάρχει φόβος μέσα στήν αγάπη.
Ή τέλεια αγάπη διώχνει τό φόβο. 10
Τίποτε δέν είναι πιό αγαπητό στήν Όδό από τήν τέλεια αγάπη.
Γιατί η Όδός είναι απλή καί αδιαίρετη.
Καί η αγάπη ενώνει όσα είχαν διαχωριστεί.

Ή αγάπη δημιουργεί μοναδικότητα θέλησης καί σκοπού,
Χωρίς διαμάχες, 15
Ανάμεσα στούς πολλούς κι ανάμεσα σέ όλους.
Ή Όδός, πού ύπηρξε μαζί μέ τόν Νού καί τήν Πνοή Σέ ένότητα τέλειας αγάπης, σέ ενότητα Ούσίας,
Πρίν από τήν απαρχή τού χρόνου:

Αύτός ό ίδιος ό Προαιώνιος Λόγος, όταν ήρθε στή γη, 20
Προσευχήθηκε στόν Πατέρα του, τόν Νού,
Νά ύπάρξει τέτοια αγάπη, τέτοια ένότητα, μεταξύ όσων ακολουθούσαν Αύτόν, τήν Όδό,
Καί μεταξύ Αύτού καί Αύτων:
«Πατέρα, διατήρησέ τους μέ τή δύναμη τού όνόματός σου πού μού χάρισες,

Ώστε νά είναι ένα, όπως έμείς. 25
Ώστε νά είναι όλα ένα,
Όπως έσύ, Πατέρα, είσαι μέσα σέ μένα Κι έγώ μέσα σέ σένα.
Γιά νά είναι ένα μεταξύ τους, όπως έμείς είμαστε ένα.
Έγώ μέσα σ' αυτούς κι έσύ μέσα σέ μένα, 30

Γιά νά είναι τέλειοι σέ ένα.
Καί γιά νά γνωρίζει ό κόσμος ότι σύ μέ απέστειλες Καί αγάπησες αυτούς όπως αγάπησες έμένα,
Γιατί μέ αγάπησες
Από κατα βολή ς του κόσ μου.» 35
«Ή Μεγάλη Όδός,» είπε ό Αρχαίος Σοφός,

«Είναι αναλλοίωτη, κυκλοφορεί παντού αδιάκοπα, είναι ακατανίκητη.» Πώς τότε η Όδός, όταν πήρε τή μορφή θνητής σάρκας,
Αποδείχθηκε ακατανίκητος;
Πώς αλλιώς, αν όχι μέ τήν αιώνια, τήν αναλλοίωτη αγάπη, πού
μοιράζεται μέ τόν Νού καί τήν Πνοή; 5

Ή αγάπη δέν είναι απλά συναίσθημα
Τά συναισθήματα περνούν σάν σύννεφα καί μπορεί νά διαλυθούν σέ δάκρυα.
Ή αγάπη είναι μιά ύπόσχεση
Μιά αιώνια ύπόσχεση πού ποτέ δέν χάνεται, πού δέν αλλάζει, πού «ούδέποτε εκπίπτει». Μιά ύπόσχεση ότι είτε βρίσκεται κανείς μαζί σωματικά είτε όχι, 10

Θά είναι πάντα μέ τόν αγαπημένο του.
Αναλλοίωτη, ακατανίκητη,
Μέ μιά τέτοια ύπόσχεση ή Όδός αποχαιρέτησε τούς αγαπημένους Του. Αύτούς πού ό Πατέρας έθεσε στά χέρια Του.
Γιατί είπε πρός αύτούς, πού ήταν θλιμμένοι. 15

«Δέν θά σάς αφήσω ορφανούς:
Θά ξανάρθω κοντά σας.
Θά ξανάρθω κοντά σας.
Λίγο ακόμη, καί ό κόσμος δέ θα μέ βλέπει πια,
’Εσείς όμως θά με βλέπετε. 20

Επειδή εγώ εξακολουθώ νά ζώ, καί εσείς θά ζείτε.
Καί εκείνη τήν ήμέρα θά καταλάβετε ότι εγώ βρίσκομαι στόνΠατέρα,
Καί εσείς μαζί σέ μένα, καί εγώ σέ σάς. 
Ιδού, εγώ στέλνω τήν επαγγελία τού Πατέρα μου σέ σάς.
Καί ιδού, εγώ θά είμαι μαζί σας, 25

Πάντα, ώς τή συντέλεια τού κόσμου». 
«Μέ τόν καλό νά είσαι καλός», είπε ό Αρχαίος Σοφός.
«Μέ τόν κακό νά είσαι επίσης καλός.
Έτσι δημιουργείται η καλωσύνη.
Μέ τόν ειλικρινή νά είσαι ειλικρινής,

Μέ τόν ψεύτη νά είσαι επίσης ειλικρινής. 5
Έτσι δημιουργείται η ειλικρίνεια.»
Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Άν αγαπάτε αυτούς πού σάς άγαποΰν, ποιά εύνοια περιμένετε;
Αφού καί οι άμαρτωλοί άγαπούν αύτούς πού τούς άγαπούν.

Κι άν κάνετε καλό σ'αύτούς πού σάς κάνουν καλό, ποιά εύνοια
περιμένετε; 10
Καί οι άμαρτωλοί τό ίδιο κάνουν.
Άν δανείζετε σ'όσους ελπίζετε νά σάς τά επιστρέψουν, ποιά εύνοια περιμένετε;
Καί οι άμαρτωλοί δανείζουν στούς όμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω.»
Γιά τίς έξής πέντε αιτίες οι άνθρωποι άγαπούν ό ένας τόν άλλον.

Ή γιά τήν Όδό, όπως ό ενάρετος τούς άγαπά όλους. 15
Ή γιά φυσικούς λόγους, όπως οι γονείς άγαπούν τά παιδιά τους καί τά παιδιά τούς γονείς.
Ή άπό κενοδοξία, όπως εκείνος πού δοξάζεται άγαπά εκείνον πού τόν δοξάζει.
Ή άπό φιλαργυρία, όπως εκείνος πού άγαπά τόν πλούσιο, επειδή έλαβε κάτι άπ αύτόν.
Ή άπό φιληδονία, όπως έκείνος πού είναι σκλάβος στίς σαρκικές του έπιθυμίες.

Ή πρώτη είναι άξιέπαινη. 20
Ή δεύτερη ούδέτερη.
Οι ύπόλοιπες είναι εμπαθείς.
«Ανταποδώστε στό μεγάλο μίσος τήν άγάπη», είπε ό Αρχαίος Σοφός.
«Ανταποδώστε στήν πικρία τή φροντίδα. 

Πληρώστε τήν εχθρότητα μέ τήν αρετή.
Όταν σάς βλάπτουν, άπαντείστε μέ αβρότητα.»
Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε: 5
«Αγα πάτ ε τούς εχθ ρού ς σα ς.
Ευεργετείτε όσους σάς μισούν.

Εύλογείτε όσους σάς δίνουν κατάρες.
Προσεύχεστε γι' αύτούς πού σάς κακομεταχειρίζονται.»
Δέν έχει τέλεια άγάπη όποιος άκόμη κρίνει κατά τά άνθρώπινα, 10
Όποιος γιά παράδειγμα άγαπά τόν καλό καί μισεί τόν κακό.
Ή τέλεια άγάπη δέν διαχωρίζει τή μία καί κοινή άνθρώπινη φύση Κατά τίς διαθέσεις τών επιμέρους άνθρώπων.

Αλλά άποβλέποντας σ' αύτήν, τήν πρωταρχική άνθρώπινη φύση
Τήν πλασμένη κατ'είκόνα της Όδού, 15
Αγαπά εξ ίσου όλους τούς άνθρώπους.
Τούς εύεργετεί καί μακροθυμεί,
Χωρίς νά λογαριάζει διόλου τό κακό,
Αλλά μάλλον πάσχει γιά χάρη τους.

Η Οδός της τέλειας αγάπης, αυτογνωσία, Θεολογία, Κινεζική Φιλοσοφία, αγάπη, ταο
Έτσι καί η Όδός, 20
Δείχνοντας τήν Αγάπη Του,
Έπαθε γιά χάρη όλων εξ ίσου,
Γιά χάρη τών φίλων Του καί γιά χάρη τών εχθρών του,
Καί χάρισε σέ όλους εξ ίσου τό δώρο Του -
Τήν ελπίδα Του - 25

Πού ό καθένας μπορεί νά τή δεχθεί ή νά τήν άπορρίψει,
Κατά τή δική του βούληση.
«Αγάπα τόν πλησίον σου ώς εαυτόν», είπε η Όδός.
Όταν αγαπάμε τόν πλησίον μας εισερχόμαστε στήν άγάπη της Όδοΰ:
Γιατί ό πλησίον μας είναι εικόνα της Όδοΰ.
Καί έτσι η Όδός δέχεται ό,τι κάνουμε γιά τόν πλησίον μας σάν νά τό κάνουμε γιά Αύτόν.

Όταν τό συνειδητοποιήσουμε αύτό καί τό έχουμε συνεχώς στό νοΰ μας 5 Αύτό γίνεται η πηγή της αγνότερης άγάπης γιά τόν πλησίον μας.
«Καί ποιός είναι ό πλησίον μου;» ρώτησε κάποιος τήν Όδό. Ό πλησίον μας είναι όποιοσδήποτε η Όδός φέρνει μπροστά μας.
Ειτε δικός μας είτε ξένος,

Είτε πιστός είτε άπιστος, 10
Είτε φίλος είτε έχθρός,
Είτε άποτελει βοήθεια γιά μάς είτε βάρος,
Είτε μάς ένθαρρύνει είτε μάς στηλιτεύει,
Είτε είναι σωτήρας είτε είναι δολοφόνος.

Γι' αύτό είπε ό Αρχαίος Σοφός: 15
«Ακόμα κι άν οι άνθρωποι είναι κακοί, γιατί νά τούς άπορρίψουμε; Ό άγιος είναι πάντα άξιος νά βοηθάει τούς άνθρώπους.
Δέ γυρίζει ποτέ τήν πλάτη του σέ κανένα.»
Αγάπη πρός τόν πλησίον λοιπόν είναι άγάπη πρός όλους έξ ίσου,

Καί έξ ίσου μέ τόν έαυτό μας. 20
Ή τέλεια άγάπη είναι τό άποκορύφωμα της άποστασιοποίησης.
Δέν γνωρίζει διαφορά μεταξύ δικοΰ μας καί ξένου,
Μεταξύ άρσενικοΰ καί θηλυκοΰ,
Μεταξύ μαύρου καί λευκοΰ.

Μιά τέτοια μοναδική, άπλή άγάπη, έχει μιά μοναδική αιτία: 25
Τήν Όδό τήν όποία τιμοΰμε καί άγαπάμε σέ κάθε πλησίον.
Μέσω της άγάπης τοΰ πλησίον εισερχόμαστε στήν άγάπη της Όδοΰ:
Καί όσο μεγαλώνει σέ μάς η άγάπη γιά τόν πλησίον,
Τόσο μεγαλώνει καί ή άγάπη γιά τήν Όδό.

Μέχρις δτου ή Όδός γίνει τά πάντα εν πάσι
Καί ξεχάσουμε τόν έαυτό μας. 30
Τότε ή άγάπη γίνεται άβυσσος ελλάμψεως,
Πηγή πυρός πού καταφλέγει τή διψασμένη ψυχή.
Όσο περισσότερο πυρ άναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει.

Ή άγάπη είναι ή πρόοδος στήν αιωνιότητα. 
«Άν είχα έστω λιγοστή μόνο γνώση», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Παίρνοντας τήν Μεγάλη Όδό,
Ό μοναδικός μου φόβος θά ήταν μήν παραστρατήσω»
Υπάρχουν δύο είδη φόβων γι' αύτούς πού ακολουθούν τήν Όδό.

Αρχικά, η ψυχή ακολουθεί τή συμπαντική Όδό 5
Από φόβο της συμπαντικής τιμωρίας.
Έπειτα, ακολουθεί τήν Όδό Επειδή αγαπάει τήν ίδια τήν Όδό.
Επειδή έχει γευτεί τί σημαίνει νά είναι κανείς ένωμένος μέ Αύτόν,
Φοβάται μήπως έκπέσει από Αύτόν, 10

Φοβάται μήπως κάνει κάτι χωρίς Αύτόν.
Αύτός είναι ό τέλειος φόβος, που γενιέται από τήν τέλεια αγάπη Πού απομακρύνει τόν αρχικό φόβο.
Γιατί έχει ειπωθεί: «Ή τέλεια αγάπη έξω βάλλει τόν φόβο».
Τότε πιά η ψυχή δέν κάνει ό,τι κάνει από φόβο, 15
Αλλά φοβάται από αγάπη.

Ή ψυχή πού εισέρχεται στήν Όδό πρέπει νά βιώσει τόν πρωτο φόβο.
Γιατί όταν φοβάται, ταπεινώνεται.
Όταν ταπεινωθεί, κόβει τήν έπιθυμία της γιά τά δημιουργήματα.
Κόβοντας τήν έπιθυμία, καταπραΰνεται. 20
Όταν καταπραϋνθεί, αποκτά τή δύναμη νά ακολουθήσει τήν Όδό. Ακολουθώντας τήν Όδό, καθαρίζεται.

Όταν καθαρισθεί, φωτίζεται.
Όταν φωτίζεται, αξιώνεται νά είσέλθει στό νυμφώνα των Μυστηρίων. Όταν είσέλθει στό νυμφώνα, μυείται στούς λόγους των οντων. 25
Όταν μυηθεί στούς λόγους των οντων, τίς ύπερβαίνει κι' αύτές ακόμη,
Καί τελικά αναπαύεται στόν Αιώνιο Λόγο, τόν Νυμφίο της: Τό Μυστήριο πέρα απ'όλα τά μυστήρια.

Τό Όριο τής απεριόριστης ανάβασης,
Τό Τέλος τής ατελεύτητης Όδού.  30
Ό πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στό νού του τό πρόσωπο του αγα πημένου του Καί τό έναγκαλίζεται μυστικά μέ ηδονή.
Ποτέ, ούτε καί στόν ύπνο του, δέν μπορει νά ησυχάσει,

Αλλά καί έκει βλέπει τό ποθητό πρόσωπο καί συνομιλεί μαζί του.
Κάποιος πού λαβώθηκε από αγάπη έλεγε γιά τόν έαυτό του - 5
«Εγώ καθεύδω», από φυσική ανάγκη,
«Ή δέ καρδία μου αγρυπνεί» από τό ξεχείλισμα τού έρωτα. 
Έτσι συ μβαίνει στόν σωματικό έρωτα,

Έτσι συμβαίνει καί στόν ασώματο.
Γιατ ί η Όδός τού Ού ραν ού, 10
Βγαίνοντας απ' τόν Έαυτό Του από τό ξεχείλισμα της αγάπης Του Ξυπνά στήν καθαρή ψυχή έντονο πόθο.
Ή ψυχή έλκύεται τότε έξω από τόν έαυτό της

Καί δέν βρίσκει ανάπαυση μέχρις ότου βυθιστεί μέσα στόν Αγαπημένο της
Μέχρις ότου γεμίσει από τήν πληρότητα της πραγματικότητάς Του. 15 Δέν θέλει τότε διόλου νά μπορει νά γνωρίζεται η ίδια από τόν έαυτό της,
Αλλά από αύτό πού τήν αγκαλιάζει,
Όπως ό αέρας γίνεται τελείως φωτεινός από τό φως,

Όπως τό σίδερο πού πυρακτώνεται όλο καί περισσότερο από τή φωτιά.
Εάν τό πρόσωπο πού αγαπούμε γνήσια μάς μεταβάλλει έξ όλοκλήρου
μέ τήν παρουσία του 20
Καί μάς κάνει χαμογελαστούς καί χαρωπούς καί ξέγνοιαστους,
Τί δέν θά προξενεί τό πρόσωπο της Όδού τού Ούρανού Όταν έπισκέπτεται μυστικά,

Χωρίς φαντασία,
Τήν καθαρή ψυχή; 25
Τό βρέφος πού θηλάζει δέν προσκολλάται τόσο στή μητέρα του,
Όσο ό Τίός της Αγάπης προσκολλάται στήν Όδό του Ούρανου συνεχώς.
Ή δύναμη τής αγάπης είναι ή ελπίδα,

Διότι μέ αύτή περιμένουμε τόν μισθό τής αγάπης.
Εκεί πού δέν ύπάρχει ελπίδα ή αγάπη εξαφανίζεται.
Ή ελπίδα είναι ανάπαυση από τούς πόνους στό μέσο τών πόνων.
Οι κόποι εξαρτώνται απ' αύτήν. 5
Τό έλεος τήν περικυκλώνει
Ή ελπίδα γεννάται από τή γεύση καί τήν εμπειρία τών δώρων τού Κυρίου.
Αλλά αύτός πού δέν τά γεύτηκε, παραμένει σέ αμφιβολία.

Διαβάστε επίσης:

Η οδός του πόνου

Ακολουθώντας την οδό της αλήθειας

Η Οδός της κατάσβεσης της Επιθυμίας

Πηγή: Χριστός: Το αιώνιο Ταό. Τίτλος Πρωτοτύπου: Christ the Eternal Tao by Hieromonk Damascene. Ἐκδόσεις: Valaam Books 2004 - Μετάφραση: Μαρία Ζηρά.

Αναρτήθηκε από:
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δημοφιλείς αναρτήσεις