Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ του Κωνσταντίνου Μουτσούλα * .

http://www.onestory.gr/post/36127345004

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

του Κωνσταντίνου  Μουτσούλα *
.
Τα φιλιά μου είναι ελαφρά,με την καρδιά γεμάτη όνειρα πένθιμα.
.
Το ήξερε ότι κάποτε θα πήγαινε ξανά στο ίδιο σπίτι μαζί του, εξάλλου του το είχε υποσχεθεί πως όταν ξαναβρεθεί στην πόλη θα πήγαινε σπίτι του. Μπήκε πρώτη, το σπίτι δεν είχε φως, μόνο τα φώτα του δρόμου φώτιζαν την είσοδο, το υπόλοιπο σπίτι ήταν σκοτεινό, δε έβλεπαν τίποτα, μάλλον αυτή δεν έβλεπε είχε ξεχάσει πως ήταν το σπίτι. Το σπίτι μύριζε άγριο τριαντάφυλλο,  σκέφτηκε πως ακόμα δε άλλαξε το άρωμα του σπιτιού.
«Ακόμα δε άλλαξες το άρωμα;», τον ρώτησε.
Δε απάντησε, δε θύμωσε πάντα έτσι έκανε, ήξερε ότι γέλασε ακόμα και αν δεν τον είδε. Ψηλάφησε τον τοίχο για να βρει κάποιο δωμάτιο. Σκόνταψε στο κρεβάτι και σταμάτησε, τότε άναψαν τα φώτα του δωματίου, σίγουρα εκείνος τα άνοιξε. Μόλις είδε το δωμάτιο της ήρθαν πολλές αναμνήσεις στην σκέψη της.
«Και πως γίνεται τώρα αυτό;» μίλησε πάλι πρώτη.
Εκείνος και πάλι δεν απάντησε μόνο χαμογέλασε, ήξερε πως θα αντιδράσει έτσι. Με ένα νεύμα του κεφαλιού του έλεγε «ξάπλωσε, και θα δεις». Κοκκίνισε ήξερε πως δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοια, όσο ήταν μόνος του και συναντούσε άλλες κοπέλες είχε πάντα τρακ, μόνο όταν ήξερε πως είναι σε σχέση μπορούσε να λειτουργήσει ελεύθερα χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες. Τον διασκέδαζε όμως, υποψιαζόταν πως θα τελείωνε η βραδιά, δεν στεναχωριόταν. Τα χείλη της κοπέλας έγιναν υγρά, καθώς βρισκόταν σε αμηχανία, είχε πάει και με άλλους άνδρες στο παρελθόν αλλά αυτή τη φορά κάτι την εμπόδιζε.
Εκείνος στεκόταν στην πόρτα, δεν είχε αλλάξει θέση, έδειχνε πως ήξερε τι ήθελε, κουρεμένος με γένια και το βλέμμα του να είναι σκοτεινό. 
«Σου πάει το αξύριστο» του είπε, προσπαθώντας να ξεκινήσει κουβέντα.
Εκείνος προχώρησε μέσα στο δωμάτιο και από ένα συρτάρι έβγαλε ένα τριαντάφυλλο και της το πρόσφερε.
«Έπρεπε να στο είχα δώσει όταν βρεθήκαμε, αλλά το είχα ξεχάσει».
«Δε πειράζει αρκεί που μου το έδωσες, τι θέλεις να κάνουμε;» είπε με κάποιο δισταγμό.
Πήρε το τριαντάφυλλο και κάθισε στο κρεβάτι, κοιτούσε το δωμάτιο, χαμογελούσε από μέσα της, έναν χρόνο έχω να έρθω και άλλαξαν πολλά, σκεφτόταν.
«Τι σε έκανε τόσο σίγουρο ότι θα σε έπαιρνα τηλέφωνο για να βρεθούμε;»
«Μου το είχες υποσχεθεί», της απάντησε και κάθισε δίπλα της.
«Θέλω να θυμηθούμε τα παλιά, να παίξουμε ένα από τα παιχνίδια μας», του είπε και του έπιασε το χέρι και πλησίαζε να τον φιλήσει.
Εκείνος απομακρύνθηκε λέγοντας «Πως δε έφτασε ακόμη η ώρα για αυτό».
«Έχεις γίνει ντροπαλός πάνω σε αυτό το θέμα ενώ δεν ήσουν, σε αγαπώ» του είπε, και άρχισε να κλαίει.
Εκείνος πήρε το χέρι του και σηκώθηκε. Έφυγε από το δωμάτιο και γύρισε με ένα πακέτο χαρτομάντιλα και της τα πρόσφερε. Εκείνη πήρε ένα και σκούπισε τα δάκρυα της. Μέσα από το κλάμα της ακουγόντουσαν κάποιες κουβέντες «γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;».
«Το γράμμα που σου έγραψα» απάντησε με ένα ύφος θυμωμένο.
«Ποιο γράμμα;» απάντησε με έκπληξη.
«Αυτό που σου έγραψα τους πρώτες μήνες που ήμασταν μαζί, δε ξέρω από πού προέρχεται το όνομά σου μα ξέρω πως όταν κάθε φορά που το σκέφτομαι έρχονται στο μυαλό μου οι στιγμές που περάσαμε μαζί. Δε φτάνει να μου λες ότι με αγαπάς αλλά και να μου το δείχνεις….».
«Σταμάτα, δε θέλω να ακούσω άλλο, σταμάτα να ζεις με τις αναμνήσεις. Δε σου κάνει καλό. Προχώρα στην ζωή σου», του είπε θυμωμένα.
Εκείνος περπάτησε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Τότε του είπε:
«Αλλιώς περίμενα αυτό το βράδυ, να μπεις στο σπίτι με ένα λουλούδι, να ψάχνεις να με βρεις στο σπίτι και να μην με βρίσκεις. Να πας στην κουζίνα, στο σαλόνι, στην κρεβατοκάμαρα και να μην με βρίσκεις πουθενά. Τότε εγώ θα άνοιγα την πόρτα και θα σε καλωσόριζα με ένα φιλί στο στόμα».
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο κρεβάτι και εκείνη να κάθεται απέναντί του, και να του μιλάει. Αισθάνεται χαμένος, δε ξέρει πώς να αντιδράσει, τι να της πει, όλες οι αισθήσεις του έχουν παγώσει. Εκείνη εξακολούθα να του μιλά και να τον κοιτά στα μάτια.
«Δε χαίρεσαι που με βλέπεις; Δεν είναι υπέροχο που μετά από τόσο καιρό τα κορμιά μας θα ενωθούν ξανά;».
«Δε ξέρω, πως γίνεται να έχουμε χωρίσει και να μπεις στο σπίτι μου με δικό σου κλειδί;» την ρώτησε με περιέργεια.
«Σςςς, ηρέμησε, κλείσε τα μάτια και χαλάρωσε, αυτό που ζεις και αισθάνεσαι δε έχει λογική», του είπε και του έκλεισε το στόμα με το χέρι της, και τον έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι.
Αμέσως σηκώθηκε, και την είδε γυμνή, τα μάτια του πρόλαβαν να κοιτάξουν όλο το κορμί της. Ήταν τόσο όμορφο, οι καμπύλες της, τα στήθη της ακόμα και το σημάδι που είχε στο στήθος της είχε την χάρη του. 
«Μου αρέσεις» της είπε. 
Εκείνη άρχισε να του βγάζει το παντελόνι. Αισθανόταν την ζεστή ανάσα της στο μέτωπό του, πόσο του είχε λείψει το κορμί της. Είχε αρχίσει να ιδρώνει κάτι τον σταμάτησε μέσα του, όχι ηδονή του. Με μια απότομη κίνηση την γύρισε στο κρεβάτι.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε με μια φωνή έτοιμη να σβήσει.
«Απλά μου έχεις λείψεις» και την φίλησε.
Όλα τέλειωσαν και ξάπλωσαν, στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκαν. Ακούστηκε ένας θόρυβος και άνοιξε τα μάτια του, δεν ήταν κανένας, κοίταξε δίπλα του και δεν ήταν κανένας. Όνειρο σκέφτηκε πως ήταν ότι έζησε και γύρισε πλευρό και πήρε το μαξιλάρι όπου κοιμόταν εκείνη, και το μύρισε και μύριζε άγριο τριαντάφυλλο. «Τελικά είναι ωραίο να ονειρεύεσαι τις αναμνήσεις σου», σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Γιατί «οι αναμνήσεις μπορούν να μεταβάλλουν μόνο το πιο ασήμαντο κομμάτι του παρελθόντος» Χούλιο Κορτάσαρ.
.
Ο Κωνσταντίνος  Μουτσούλας, ζει στην Αθήνα, ανάμεσα σε ένα φανταστικό και πραγματικό κόσμο. Στον φανταστικό του κόσμο όλα επιτρέπονται ενώ στον πραγματικό κόσμο τα βήματά του είναι αλγεβρικές εξισώσεις όπως είχε πει και ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης. Το 2010 εξέδωσε και το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα με τίτλο «Αυταπάτες και Όνειρα».
[ blog ] [ facebook ] [ e-mail ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις