Ναι πάλι να πούμε ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ! πρέπει να το λέμε 40 ημέρες σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας μας. Επειδή είμαστε ακόμη στο κλίμα των ημερών θα σας παραθέσω κάτι σχετικό με το Πάσχα, από παλιά εφημερίδα.
πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 8-11/4/04
ΔΙΗΓΗΜΑ "ΑΜΑΡΤΗΣΕ" του ΚΩΝ/ΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
Εις άφεσιν αμαρτιών...τη μέρα της Ανάστασης
Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή : η αυγή της Λαμπρής . Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα κι οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία.
Κι εμπαίνανε απ'όλες τις πόρτες οι άνθρωποι, πολλοί τη φορά, καθαροί,χαρούμενοι, ντυμένοι με ρούχα καινούργια και κατόπι ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια, επροσκυνούσαν τις εικόνες και εσταμάταιναν απέκει στη μέση της εκκλησιάς και επαίρναν θέση στα στασίδια.Και οι γυναίκες ερχόνταν μπουλούκια-μπουλούκια με τις άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές, ευλαβητικές, στολισμένες,κι εμέναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναικίτη. Όλοι επροσμέναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του Ιερού άνοιξε, ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιόνταν, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του , εθυμιάτισε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και, κάνοντας το σταυρό του, αρχίνησε με ψηλή φωνή την ιεροπραξία ΄Ολα τα χέρια κάμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά, ασημένια κι εκείνα, λιγνός, με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του, με γαλανά μάτια που τα γέρα και οι νήστειες τα'χαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον εσεβόνταν.
Με την ψιλή του φωνή, που ολοένα εγινότουν σταθερότερη, ο γέροντας εδιάβαζε ψαλτά τις ευκές του, που τις ήξερε όλες απ' όξω και η ακολουθία επροχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυκτική, μεγαλόπρεπη, κι ο κόσμος, που κρατούσε αναμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα του χέρια, αφοκραζόταν με πίστη, κι από καρδιάς εδεότουν, σαν να' δινε μαγαλύτερη αξία στην προσευχή η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει, το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή και που εφαινόταν συγχυσμέμος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν προσευχόταν με ευλάβεια.
Κι είπε ο παπάς με το νού του: "Eδώ θα'ναι κι εκείνη" Μα το βλέμμα του δεν έλαβε καιρό να την εύρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Κι εγιόμιζαν τώρα την εκκλησιά οι ύμνοι, που τους έψαλλαν καλόφωνοι ψάλτες και η ευωδία του λιβανιού και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ' ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη και θέρμη εζητούσε απο τα υπερκόσμια το έλεος, κι ήθελε ν'ανεβάσει τη δέησή του ως στου Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα, πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε, και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τ' άγια τα ρήματα της θυσίας άλλα εδεότουν η καρδιά του στον ουράνιον Πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν τον νού.
Του ήταν μελλούμενο ν' αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος, σαν κρυμμένην ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της ήταν ζωγραφισμένη απάνω στ' όμορφο πρόσωπο της νέας.
Ω, η δύστυχη! ούτε αυτή δεν έφταιγε: το 'χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευκότουν. Πώς είχε κλάψει προχτές στην ξομολόγησή της, όταν με συντριμμένη καρδιά του' χε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίσμα σ'έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας την υποχρέωσε, ο πατέρας ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή να'ναι περήφανος για τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα!
Τι θα'κανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την! Γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και, στα ύστερά του χρόνια, τον έριχνε σε μια τέτοια στενοχώρια;
Γιατί δεν σπλαχνιζόταν τον κόσμο Του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει, και δεν εδέσμευε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουγία επροχωρούσε με το Βασιλέα του κόσμου στα χέρια, ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, εβγήκε στο πρεσβυτέριο και εστάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε, γιατί κανένας δεν εσάλευε.
Ψηλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ'όλα τα κορμιά,και το "Κύριε ελέησον", που βγήκε απ'όλα τα χείλη, έβγαινε από τα βαθύτατά του Είναι, από φοβισμένες καρδιές που τις εταπείνωνε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους.
Μα ο γέροντας δεν είχε σαν πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο.
Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς, όπου ήταν οι γυναίκες, σα να'θελε ν'ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ό,τι της είχε παραγγείλει προχτέςστην ξεμολόηση.
Δεν ημπορούσε, της είχε ειπεί, νατην κοινωνήσει. Όχι, τέτοιαν αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησία ας εύρισκε μιαν πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη.
Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς, κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχότουν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες, κι αυτός σκήμα μόνο θα'κανε πως τη μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρα. ΄Οχι δε θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία επροχωρούσε. Είχε διαβάσει κιόλας το Βαγγέλιο και βιαστικά εψαλμούδιζε τώρα τους επίλοιπους ύμνους κι όλο η καρδιά του εστενοχωριότουν περσότερο. Θα΄θελε ο Θεός να κάμει την αμαρτία; ή θα΄φηνε να χυθεί εξ'αιτίας του αίμα στο χωριό του, να κλάψει κόσμος, και να χαίρεται ο πειρασμός στην άβυσσο; Ναι, εφοβότουν τώρα ο παπάς πως δε θα πετύχαινε εκείνο που'χε συμφωνήσε
Έβλεπε πως όσο η ώρα της κοινωνιάς εσήμωνε τόσο περσότερο ανησυχούσε ο πατέρας, που ίσως θα'θελε να ιδεί με τα μάτια του την κόρη του να κοινωνάει για να λάβει απόλυτη βεβαίωση. Κι η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το"Πιστεύω" και το"Πάτερ Υμών", οι ψάλτες έψαλλαν το κοικωνικό, κι ο τιμημένος γέροντας, χρυσοφορεμένος, επρόβαλε στη μεσινή τη θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν να ήταν πάρα βαρύ τ'ασημένιο ποτήρι.
Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο που κατά το συνήθιο ήταν πολύς αυτή την μέρα.
Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες.
Κι ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να'φήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της.
Τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή, ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί.
Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και μ'αναγάλλιασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει,ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά : "Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον".
πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 8-11/4/04
ΔΙΗΓΗΜΑ "ΑΜΑΡΤΗΣΕ" του ΚΩΝ/ΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
Εις άφεσιν αμαρτιών...τη μέρα της Ανάστασης
Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή : η αυγή της Λαμπρής . Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα κι οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία.
Κι εμπαίνανε απ'όλες τις πόρτες οι άνθρωποι, πολλοί τη φορά, καθαροί,χαρούμενοι, ντυμένοι με ρούχα καινούργια και κατόπι ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια, επροσκυνούσαν τις εικόνες και εσταμάταιναν απέκει στη μέση της εκκλησιάς και επαίρναν θέση στα στασίδια.Και οι γυναίκες ερχόνταν μπουλούκια-μπουλούκια με τις άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές, ευλαβητικές, στολισμένες,κι εμέναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναικίτη. Όλοι επροσμέναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του Ιερού άνοιξε, ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιόνταν, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του , εθυμιάτισε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και, κάνοντας το σταυρό του, αρχίνησε με ψηλή φωνή την ιεροπραξία ΄Ολα τα χέρια κάμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά, ασημένια κι εκείνα, λιγνός, με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του, με γαλανά μάτια που τα γέρα και οι νήστειες τα'χαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον εσεβόνταν.
Με την ψιλή του φωνή, που ολοένα εγινότουν σταθερότερη, ο γέροντας εδιάβαζε ψαλτά τις ευκές του, που τις ήξερε όλες απ' όξω και η ακολουθία επροχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυκτική, μεγαλόπρεπη, κι ο κόσμος, που κρατούσε αναμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα του χέρια, αφοκραζόταν με πίστη, κι από καρδιάς εδεότουν, σαν να' δινε μαγαλύτερη αξία στην προσευχή η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει, το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή και που εφαινόταν συγχυσμέμος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν προσευχόταν με ευλάβεια.
Κι είπε ο παπάς με το νού του: "Eδώ θα'ναι κι εκείνη" Μα το βλέμμα του δεν έλαβε καιρό να την εύρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Κι εγιόμιζαν τώρα την εκκλησιά οι ύμνοι, που τους έψαλλαν καλόφωνοι ψάλτες και η ευωδία του λιβανιού και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ' ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη και θέρμη εζητούσε απο τα υπερκόσμια το έλεος, κι ήθελε ν'ανεβάσει τη δέησή του ως στου Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα, πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε, και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τ' άγια τα ρήματα της θυσίας άλλα εδεότουν η καρδιά του στον ουράνιον Πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν τον νού.
Του ήταν μελλούμενο ν' αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος, σαν κρυμμένην ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της ήταν ζωγραφισμένη απάνω στ' όμορφο πρόσωπο της νέας.
Ω, η δύστυχη! ούτε αυτή δεν έφταιγε: το 'χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευκότουν. Πώς είχε κλάψει προχτές στην ξομολόγησή της, όταν με συντριμμένη καρδιά του' χε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίσμα σ'έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας την υποχρέωσε, ο πατέρας ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή να'ναι περήφανος για τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα!
Τι θα'κανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την! Γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και, στα ύστερά του χρόνια, τον έριχνε σε μια τέτοια στενοχώρια;
Γιατί δεν σπλαχνιζόταν τον κόσμο Του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει, και δεν εδέσμευε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουγία επροχωρούσε με το Βασιλέα του κόσμου στα χέρια, ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, εβγήκε στο πρεσβυτέριο και εστάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε, γιατί κανένας δεν εσάλευε.
Ψηλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ'όλα τα κορμιά,και το "Κύριε ελέησον", που βγήκε απ'όλα τα χείλη, έβγαινε από τα βαθύτατά του Είναι, από φοβισμένες καρδιές που τις εταπείνωνε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους.
Μα ο γέροντας δεν είχε σαν πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο.
Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς, όπου ήταν οι γυναίκες, σα να'θελε ν'ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ό,τι της είχε παραγγείλει προχτέςστην ξεμολόηση.
Δεν ημπορούσε, της είχε ειπεί, νατην κοινωνήσει. Όχι, τέτοιαν αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησία ας εύρισκε μιαν πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη.
Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς, κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχότουν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες, κι αυτός σκήμα μόνο θα'κανε πως τη μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρα. ΄Οχι δε θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία επροχωρούσε. Είχε διαβάσει κιόλας το Βαγγέλιο και βιαστικά εψαλμούδιζε τώρα τους επίλοιπους ύμνους κι όλο η καρδιά του εστενοχωριότουν περσότερο. Θα΄θελε ο Θεός να κάμει την αμαρτία; ή θα΄φηνε να χυθεί εξ'αιτίας του αίμα στο χωριό του, να κλάψει κόσμος, και να χαίρεται ο πειρασμός στην άβυσσο; Ναι, εφοβότουν τώρα ο παπάς πως δε θα πετύχαινε εκείνο που'χε συμφωνήσε
Έβλεπε πως όσο η ώρα της κοινωνιάς εσήμωνε τόσο περσότερο ανησυχούσε ο πατέρας, που ίσως θα'θελε να ιδεί με τα μάτια του την κόρη του να κοινωνάει για να λάβει απόλυτη βεβαίωση. Κι η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το"Πιστεύω" και το"Πάτερ Υμών", οι ψάλτες έψαλλαν το κοικωνικό, κι ο τιμημένος γέροντας, χρυσοφορεμένος, επρόβαλε στη μεσινή τη θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν να ήταν πάρα βαρύ τ'ασημένιο ποτήρι.
Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο που κατά το συνήθιο ήταν πολύς αυτή την μέρα.
Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες.
Κι ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να'φήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της.
Τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή, ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί.
Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και μ'αναγάλλιασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει,ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά : "Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου