http://www.onestory.gr/post/23184597692/bouconne_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ BOUCONNE
του Δημήτρη Απέργη *
.
Η καθημερινή διαδρομή της άμαξας μέσα από το δάσος της Bouconne ήταν για την Λαίδη ντε Κρεσύ μία μυσταγωγική διαδικασία. Το δάσος της Bouconne
ήταν γνωστό και ως «το δάσος των φαντασμάτων», και ήταν ως έτσι επειδή
διαβαίνοντάς το μπορούσε κανείς να διακρίνει λευκά ανθρωπόμορφα
ολογράμματα να περιφέρονται ανάμεσα στα πανύψηλα πεύκα και τις
βελανιδιές. Οι χωρικοί της περιοχής είχαν την αστεία πεποίθηση ότι
επρόκειτο για ψυχές νεκρών ανθρώπων οι οποίες δεν κατάφεραν να
δραπετεύσουν τα εγκόσμια, όμως η Λαίδη ντε Κρεσύ –καθότι μορφωμένη και
με τετράγωνη λογική- γνώριζε ότι τα φαντάσματα αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο από οφθαλμαπάτες προκαλούμενες από την υγρασία και την ομίχλη του δάσους.
Τον τελευταίο καιρό η Λαίδη ντε Κρεσύ είχε καταπιαστεί με ένα βιβλίο που είχε τον τίτλο «Ο ερωτύλος βαρώνος»
και που ήταν γραμμένο από κάποιον νεαρό συγγραφέα ονόματι Ζαν-Λουί
Τρεβέζ ο οποίος επεδίωκε περιστασιακά να συναγωνιστεί σε αναισχυντία
ακόμα και εκείνον τον άλλον σαρδανάπαλο, τον διαβόητο Μαρκήσιο ντε Σαντ.
Το βιβλίο εξιστορούσε τα βιώματα κάποιου (φανταστικού) Βαρώνου Γκούσταβ
φον Βέσελμπαουμ, του ανθρώπου που έπασχε από μία σπάνια (φανταστική)
ασθένεια ονομαζόμενη phallum gigantoerecticitis κατά την οποία
το πέος του Βαρώνου πάθαινε ξαφνικές στύσεις πέρα από την βούληση του
ιδίου, και οι οποίες στύσεις διόγκωναν το πέος του κατά δέκα φορές πάνω
απ’ το κανονικό μέγεθος, βάζοντας έτσι τον άμοιρο Βαρώνο σε σπαρταριστές
περιπέτειες. Το βιβλίο είχε έναν γουστόζικο τρόπο να περιγράφει τις πιο
πονηρές καταστάσεις της ιστορίας και, διαβάζοντάς το, η Λαίδη ντε Κρεσύ
χασκογελούσε σαν πουτανίτσα μέσα στο στενόχωρο κουβούκλιο της άμαξας.
Απέναντί της καθόταν σιωπηλός ο Κλεό -ο καμαρότος της- κοιτάζοντας
παθητικά στο παράθυρο, με το αγγελικό του πρόσωπο θαμμένο κάτω από την
κατάλευκη μπογιά και με το ασπρουλιασμένο περουκίνι του υπηρετικού
προσωπικού φορεμένο στο κεφάλι.
Σαν από διαίσθηση, η Λαίδη άφησε κάποια στιγμή τις σελίδες του
βιβλίου και έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. Το μάτι της άρπαξε τότε
κάποια λεπτομέρεια μέσα στο δάσος, και ήταν τέτοια η περιέργεια που της
κινήθηκε ώστε έδωσε ευθύς εντολή στον Πιέρ -τον ιπποκόμο και οδηγό- να
σταματήσει την άμαξα. Σαν έπαυσε τα άλογα ο Πιέρ, εκείνη άνοιξε φουριόζα
την πόρτα και, σηκώνοντας την δαντελένια τουαλέτα πάνω από τον
αστράγαλο, άρχισε να γατοδρασκελά προς το σημείο που της προκάλεσε το
ενδιαφέρον. Ξοπίσω της άρχισε να τρέχει με γυναικωτές κινήσεις ο Κλεό
λαλίζοντας με τσιριχτή φωνή «Madame! Madame! Est dangereux!».
Φτάνοντας στο σημείο, η Λαίδη ντε Κρεσύ κατάλαβε πως έπραξε πολύ
σωστά που έδωσε εντολή να σταματήσει η άμαξα. Κι αυτό διότι στο σημείο
εκείνο κείτονταν νεκρή η Ελίζ, η πρώην καμαριέρα της, σωριασμένη στο
έδαφος. Το κενό της βλέμμα ατένιζε τις ψηλές πευκοκορφές. Το φόρεμά της
ήταν βουτηγμένο στο αίμα, στην περιοχή ανάμεσα στα σκέλια. Οι
καλτσοδέτες της ήταν τραβηγμένες προς τα κάτω. Στον λεπτό λαιμό και στα
χέρια της υπήρχαν μελανοπορφυροί μώλωπες. Επρόκειτο για βιασμό και
φόνο.
Εκείνη την στιγμή έφτασε στο σημείο και ο Κλεό. Βλέποντας το άψυχο
κορμί της Ελίζ με το αιματοβαμμένο φόρεμα, ο Κλεό έγινε πιο ωχρός κι από
την κατάλευκη μπογιά του προσώπου, γούρλωσε τα μάτια, ύστερα τα έστειλε
γλαρωμένα στον ουρανό και ταβλιάστηκε ανάσκελα λιπόθυμος πάνω στα
κιτρινισμένα φύλλα του φθινοπώρου. Η Λαίδη ντε Κρεσύ έτρεξε αμέσως κοντά
του αλλά εκείνος είχε χάσει παντελώς τις αισθήσεις του.
«Κακόμοιρε Κλεό!» αναστέναξε η Λαίδη. «Εκεί που η φύση σου χάρισε
τρία ζηλευτά γλυκούδια, σου ταίριαζε περισσότερο ένα καλοσχηματισμένο
μουνί.»
Στο σημείο κατέφθασε και ο Πιέρ. Η Λαίδη ντε Κρεσύ ζήτησε από τον
Πιέρ να μεταφέρει τον Κλεό στην άμαξα. Ο Πιέρ τον μετέφερε, και τότε η
Λαίδη έβγαλε από την θήκη του κουβούκλιου μία μποτίλια αψέντι που είχε
φυλαγμένη και, βγάζοντας το πώμα, έφερε το γυμνό στόμιο στα ρουθούνια
του Κλεό για να τον συνεφέρει. Ο Κλεό συνήλθε βγάζοντας ξεφτισμένους
λυγμούς.
Η Λαίδη ντε Κρεσύ είπε στον Πιέρ πως έπρεπε να ειδοποιηθεί άμεσα η
χωροφυλακή και του ζήτησε να πάρει εκείνος ένα από τα άλογα της άμαξας
και να πάει στο L’Isle-Jourdain για να τους ειδοποιήσει. Ο Πιέρ δίσταζε
να αφήσει την Λαίδη μονάχη της στο δάσος, αλλά εκείνη του ζήτησε να της
δώσει την πιστόλα του για να μπορέσει να υπερασπίσει τον εαυτό της από
τυχόν κινδύνους ενόσω θα τον περίμενε να φέρει τους χωροφύλακες. Ο Πιέρ
έδωσε την πιστόλα του στην Λαίδη ντε Κρεσύ και ύστερα πήρε ένα από τα
άλογα της άμαξας και έφυγε σαν άνεμος για την πόλη.
Η Λαίδη άφησε τον Κλεό στην άμαξα και πήγε κοντά στο πτώμα της Ελίζ.
Έκατσε στο έδαφος προσεκτικά ώστε να μην καταστρέψει την τουαλέτα της
και έμεινε έτσι καθιστή με την πιστόλα ανά χείρας. Τα λευκά φαντάσματα
περιφέρονταν νωχελικά μέσα στο δάσος. Ένας τρυποκάρυδος έκανε θόρυβο
χτυπώντας το ράμφος του με μανία πάνω σ’ έναν κούφιο κορμό. Σαλιγκάρια
είχαν συναχθεί γύρω από την Ελίζ και ερωτοτροπούσαν πάνω στην υγρή
χλωροφύλλη. Τα πουλιά τιτίβιζαν από ψηλά.
Ένας απαλός νοτιάς φύσηξε τότε και τάραξε τις μορφές των φαντασμάτων,
και μετέτρεψε την νωχελική περιφορά τους σε φευγαλέα στιγμιότυπα λαϊκής
αγοράς. Ένας μανάβης χάριζε ένα πορτοκάλι σε μια γριά ζητιάνα, ένα
κοριτσάκι άφηνε το χέρι της μητέρας, ένας πανύψηλος αρλεκίνος χόρευε
εξωτικούς χορούς στην μέση του δρόμου. Ο νους της Λαίδης πήγε στην
Κοντέσα ντε Λαβιγιέ η οποία –κλεισμένη μέσα στην σάλα του Pallais du Laviyeur-
θα αναρωτιόταν τώρα γιατί η Λαίδη αργοπορούσε τόσο πολύ. Η σημερινή δεν
ήταν η ημέρα όπου θα έπαιζαν την συνηθισμένη τους παρτίδα γουίστ με την ναπολεωνική τράπουλα και όπου θα έκαναν τα συνηθισμένα κουτσομπολιά που αφορούσαν –τι άλλο- άντρες.
Η Ελίζ Φρανσουάζ ήταν δεκαεφτά χρονών, ακόμα παρθένα όταν δούλευε ως
καμαριέρα στην βίλλα ντε Κρεσύ, με δέρμα μεταξένιο και πρόσωπο άγουρης
ομορφιάς. Πριν ένα μήνα έφυγε απρόσμενα από την βίλλα χωρίς
προειδοποίηση. Άφησε μονάχα ένα σημείωμα για την Λαίδη ντε Κρεσύ και
μέσα στο σημείωμα εξηγούσε στην Λαίδη τους λόγους για αυτήν την ξαφνική
φυγή. Ήταν τρελά ερωτευμένη με έναν νεαρό, μαθητευόμενο συμβολαιογράφο,
όπως ήταν και εκείνος ερωτευμένος μαζί της. Όμως οι οικογένειες και των
δύο ήταν αντίθετες στην σχέση των δύο νέων, κι έτσι το ζευγάρι αποφάσισε
να δραπετεύσει μαζί ώστε να αποφύγει την αντίδραση των γονιών τους. «Εσείς είστε καλός άνθρωπος, κυρία, και ξέρω πως θα με καταλάβετε.»
έγραφε στο σημείωμα η Ελίζ. Φυσικά, η Λαίδη ντε Κρεσύ δεν κράτησε κακία
στην Ελίζ. Μονάχα που την φθόνεψε κάπως για την νεότητα και την
ανεμελιά της.
Κάποια στιγμή κατέφθασαν μέσα σε μία μαύρη άμαξα ο Πιέρ μαζί με τρεις
χωροφύλακες και τον ιατροδικαστή. Οι τρεις μυστακοφόροι χωροφύλακες
υπέβαλαν τα σέβη τους στην Λαίδη και, με τα τουφέκια κρεμασμένα στις
πλάτες, εξέτασαν το μέρος περιμετρικά του πτώματος ψάχνοντας για
στοιχεία. Ο ιατροδικαστής, ένας κοντοπίθαρος γεράκος με τραγίσια πόδια
και καμπούρα κωδωνοκρούστη, χαμογέλασε περιπαικτικά στην Λαίδη και
πλησίασε το πτώμα της Ελίζ. Φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά με φακούς που ‘χαν
πάχος μισό δάχτυλο και βούλιαξε το κεφάλι του ανάμεσα στα ματωμένα
σκέλια της Ελίζ. Ύστερα έβγαλε από το βαλιτσάκι του έναν μεγεθυντικό
φακό και τον εστίασε στην κλειτορίδα της και μετά τον έστρεψε στον λαιμό
και στα χέρια της για να εξετάσει τους μώλωπες. Δεν άργησε να βγάλει το
πόρισμα. Επρόκειτο για βιασμό και φόνο.
Ο ιατροδικαστής –σε συνεννόηση με τους τρεις χωροφύλακες- μπόρεσε να
δώσει μια απλοϊκή περιγραφή του συμβάντος. Το θύμα περπατούσε στο δάσος
κατά τις πρωινές ώρες της ημέρας. Ο θύτης παρακολουθούσε κρυμμένος το
θύμα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί. Ο θύτης ήταν
άντρας τεραστίων διαστάσεων και κτηνώδους μυϊκής δύναμης, άνθρωπος της
χειρωνακτικής εργασίας, ξυλοκόπος ή μεταλλοτεχνίτης. Επιτέθηκε στο θύμα
με μοναδικό σκοπό να την βιάσει αλλά όταν εισχώρησε στον κόλπο του
θύματος έθεσε ως επιπλέον σκοπό του –προφανώς πάνω στο πάθος της
συνουσίας- να δολοφονήσει το θύμα στραγγαλίζοντάς το. Ο ιατροδικαστής
τότε έριξε μια κλεφτή μάτια στο δακτυλίδι του αρραβώνα που φορούσε η
Ελίζ στον παράμεσο του χεριού της, και κόμπιασε σαν είπε πως το θύμα
αιμορραγούσε από τον κόλπο για αρκετή ώρα μετά τον θάνατο από
στραγγαλισμό.
Ο ιατροδικαστής –πάντοτε σε συνεννόηση με τους τρεις χωροφύλακες-
προσφέρθηκε να δώσει μία πιο λεπτομερή περιγραφή του συμβάντος. Ζήτησε
ευγενικά από την Λαίδη ντε Κρεσύ να αποχωρήσει από την συζήτηση,
φοβούμενος ότι η Λαίδη θα σοκαριζόταν από την μακάβρια ωμότητα των
περιγραφών. Όμως η Λαίδη αρνήθηκε ευγενικά να αποχωρήσει. Επεξεργαζόμενη
το κενό βλέμμα της Ελίζ μπορούσε να φανταστεί τον θάνατό της ενόσω το
σκληρό πέος του βιαστή σφυρηλατούσε τον παρθενικό της κόλπο.
Ο ιατροδικαστής τότε άρχισε να περιγράφει το συμβάν με κάθε
ανατριχιαστική λεπτομέρεια, και κάθε λέξη που έβγαινε από το
σταφιδιασμένο του στόμα ήταν πια και ένα αγγελικό καμπάνισμα που
ξυπνούσε τις βαθιά κρυμμένες ορμόνες της Λαίδης ντε Κρεσύ, κι έπειτα
εκείνες –πορφυρά νυχτολούλουδα- άνοιγαν τα πέταλά τους απογυμνώνοντας
την χρυσωμένη γύρη. Η καρδιά της Λαίδης φτερούγισε μες στα σωθικά της
σαν νεογνό κλωσόπουλο στο πρώτο συναπάντημα με την αυγή όταν ο
ιατροδικαστής περίγραψε το πώς ο γιγαντόσωμος θύτης επιτέθηκε στο θύμα,
για το πώς την άρπαξε σαν πούπουλο με τα στιβαρά του χέρια, για το πώς
κατάφερε τον εαυτό του ανάμεσα στα σκέλια της ενόσω εκείνη λυσσομανούσε
ουρλιάζοντας για βοήθεια, για το πώς ο θύτης έχωσε το σκληρό πέος του
μέσα στον κόλπο του θύματος ξεσκίζοντας τον παρθενικό της υμένα και
διαλύοντας με οργή τις σάλπιγγες και σακατεύοντας την μήτρα. Η Λαίδη
τότε ένωσε τα χέρια της –σαν σε προσευχή- για να κρύψει το ερωτικό ρίγος
που τώρα την διαπερνούσε σύγκορμη, και βλεφάρισε στα μουλωχτά τον Πιέρ
και τους τρεις χωροφύλακες που έχαναν αργά-αργά το χρώμα τους από την
αποστροφή. Τα χείλη της δίψασαν από τον πόθο και το λαρύγγι της λίγωσε
όταν ο ιατροδικαστής περίγραψε το αίμα, την αγωνία, τον τρόμο, τις
κραυγές, την ασφυξία, τον οργασμό, τον θάνατο. Ο απαλός νοτιάς φύσηξε
πάλι, και με αόρατα ακροδάχτυλα θώπευε τώρα το χυμώδες στήθος της
Λαίδης, και με παραπανίσια ακροδάχτυλα ψηλάφιζε τα μπούτια της ψάχνοντας
το επίμαχο σημείο. Τα λόγια του ιατροδικαστή ενώθηκαν με τον νοτιά, και
οι κατακόκκινες μπούκλες στο κεφάλι της Λαίδης δραπέτευαν τώρα το
καλούπι τους και ταξίδευαν ναυαγημένες μέσα στις τρελές ασυμμετρίες του
δάσους, και οι κόρες των ματιών της άνοιγαν τώρα διάπλατες και κατάπιναν
το σκισμένο μουνί της Ελίζ. Μέχρι και τα φαντάσματα τώρα όλα έστρεφαν
τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν τα υγρά της Λαίδης που ξεχύνονταν από
το κορμί της. Μέσα στο παραλήρημα, η Λαίδη τόλμησε κάποια στιγμή να
αναρωτηθεί αν εκείνος ο νεαρός συγγραφέας, ο Ζαν-Λουί Τρεβέζ, θα
μπορούσε ποτέ με τον περίτεχνο λόγο του να αποτυπώσει την έκστασή της.
Όχι, κανένα βιβλίο, κανένα έργο τέχνης δεν θα μπορούσε να συναγωνισθεί
τον ηδονικό ήχο αυτής της ιατροδικαστικής γνωμάτευσης. Ο νοτιάς τότε
φύσηξε πάλι πιο δυνατά και χάιδεψε τις ψηλές πευκοκορφές, κι εκείνες με
τη σειρά τους υποκλίνονταν τώρα πια σαν πιστοί ακόλουθοι μπροστά στον
υπερφυσικό αυτόν οργασμό της Λαίδης ντε Κρεσύ.
Και όταν το λογύδριο του ιατροδικαστή τελείωσε και έπαυσε και το
ντελίριο της Λαίδης, ο μαύρος σκορπιός της μελαγχολίας σκαρφάλωσε τους
γοφούς της Λαίδης μέχρι το μπούστο της, και τρύπησε με την σπονδυλωτή
ουρά του την καρδιά της πλημμυρίζοντάς την με χολή. Το δάσος βυθίστηκε
σε πένθιμη σιωπή, και η Λαίδη γι’ άλλη μια φορά –ειρωνεία!- φθόνεψε την
Ελίζ που εγκατέλειψε τα μάταια αυτά εγκόσμια παραδομένη στο λυσσαλέο
πάθος, ενώ εκείνη απόμεινε εγκλωβισμένη σ’ αυτή την δαντελένια τουαλέτα,
συντροφιά με τέσσερα χλωμιασμένα ανδρείκελα, έναν γεροξεκούτη
ιατροδικαστή και ένα πτώμα.
Ο ιατροδικαστής και οι τρεις χωροφύλακες μετέφεραν το πτώμα της Ελίζ
στο νεκροτομείο. Η χωροφυλακή τέθηκε σε συναγερμό και εξέδωσε ανακοίνωση
στους κατοίκους της περιοχής με την οποία τους ειδοποιούσε για τον
επικίνδυνο δολοφόνο που τριγυρνούσε ασύλληπτος. Η Λαίδη επέστρεψε με τον
Πιέρ και τον Κλεό στην βίλλα ντε Κρεσύ. Ο Κλεό ανέβασε πυρετό και
αποσύρθηκε στον κοιτώνα του μέχρι να αναρρώσει.
Εκείνη την νύχτα, η Λαίδη είδε στον ύπνο της πως βρισκόταν με την
Ελίζ ολοζώντανη στην σάλα της βίλας ντε Κρεσύ, και η Ελίζ της έραβε μία
ξεχειλωμένη ραφή από την δαντελένια της τουαλέτα. Στο όνειρό της η Λαίδη
δεν διέθετε συνείδηση του ότι η Ελίζ ήταν στην πραγματικότητα νεκρή,
και ως εκ τούτου δεν είπαν τίποτε αναμεταξύ τους που να αφορούσε θάνατο.
Λουσμένα στο χλωμό σεληνόφως της νύχτας, τα φαντάσματα της Bouconne αποκτούσαν μία λεπτεπίλεπτη ασημένια αύρα, τέτοια που μονάχα τα περιγράμματά τους ήταν πλέον ορατά μέσα στο πυκνό σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου